Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Σ   Α Ν Ε Σ Τ Η

Φορητή Εἰκόνα ἀπό τόν Ἱ. Ναό Ἁγίας Τριάδος στά Καυσοκαλύβια Ἁγίου Ὄρους

Φορητή Εἰκόνα ἀπό τόν Ἱ. Ναό Ἁγίας Τριάδος στά Καυσοκαλύβια Ἁγίου Ὄρους

Α Λ Η Θ Ω Σ  Α Ν Ε Σ Τ Η  Ο  Κ Υ Ρ Ι Ο Σ  Μ Α Σ

 

 

ΕΑΝ   ΘΕΛΕΤΕ

ΕΠΙΣΚΕΦΘΕΙΤΕ

ΤΙΣ ΠΑΡΑΚΑΤΩ 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΕΣ ΞΕΝΕΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ

 

῾Η δυσπιστία τοῦ Θωμᾶ καί οἱ ἀναλλοίωτοι μαθητές

METR. ΑΝΤΗΟΝΥ ΒLΟΟΜ

 

 

Ἀπολυτίκιον

Ἦχος βαρὺς.

Ἐσφραγισμένου τοῦ μνήματος ἡ ζωὴ ἐκ τάφου ἀνέτειλας Χριστὲ ὁ Θεός, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, τοῖς Μαθηταῖς ἐπέστης ἡ πάντων ἀνάστασις, πνεῦμα εὐθὲς δι’ αὐτῶν ἐγκαινίζων ἡμῖν, κατὰ τὸ μέγα σου ἔλεος.

 

Κοντάκιον

Ἦχος πλ. δ΄.

Τῇ φιλοπράγμονι δεξιᾷ, τὴν ζωοπάροχόν σου πλευράν, ὁ Θωμᾶς ἐξηρεύνησε Χριστὲ ὁ Θεός· συγκεκλεισμένων γὰρ τῶν θυρῶν ὡς εἰσῆλθες, σὺν τοῖς λοιποῖς Ἀποστόλοις ἐβόα σοι· Κύριος ὑπάρχεις καὶ Θεός μου.

 

Μεγαλυνάριον

Θυρῶν κεκλεισμένων τοῖς Μαθηταῖς, ἐπέστης Σωτήρ μου τὴν εἰρήνην σου δοὺς αὐτοῖς· ὅθεν ὁ Θωμᾶς σε, δακτύλῳ ψηλαφήσας, ἐβόα· Σὺ Θεός μου, πέλεις καὶ Κύριος.

 

 

 

Άγιος Βασιλέας Ιερομάρτυρας Επίσκοπος Αμασείας

 

 

Τμηθείς, Βασιλεῦ, βασιλεὺς πόλου γίνῃ,
Ἐξ αἱμάτων σῶν βάμμα κόκκινον φέρων.
Εἰκάδα ἀμφ’ ἕκτην Βασιλεὺς ξίφει αὐχένα κάρθη.

Ο Άγιος Ιερομάρτυς Βασιλεύς έζησε κατά τους χρόνους του βασιλέως Λικινίου (307-323 μ.Χ.) και ήταν Επίσκοπος της Αμασείας του Πόντου. Ο Επίσκοπος Βασιλεύς διακρινόταν για τον ζήλο του υπέρ της πίστεως και την ακοίμητη δραστηριότητα στην επιτέλεση των καθηκόντων του. Επειδή παντού υπήρχαν και πλάνες και κίνδυνοι, έσπευδε παντού και ο ίδιος κηρύττοντας, συμβουλεύοντας, παρηγορώντας, ενισχύοντας, στηρίζοντας, ελκύοντας, πυκνώνοντας και εγκαρδιώνοντας τις Χριστιανικές τάξεις και αναδεικνύοντας αυτές όσο το δυνατόν ισχυρότερες πνευματικά έναντι του ειδωλολατρικού κόσμου.

Γι’ αυτόν τον λόγο οι ιερείς και οι άρχοντες των ειδωλολατρών, έτρεφαν εναντίον του σφοδρή έχθρα. Και όταν ο Λικίνιος, το έτος 322 μ.Χ., προέβη στα δυσμενή και διωκτικά μέτρα εναντίον των Χριστιανών, κατήγγειλαν προς αυτόν τον Επίσκοπο Αμασείας, Βασιλέα.

Ένα ιδιαίτερο περιστατικό κορύφωσε την οργή του Λικινίου εναντίον του Επισκόπου Βασιλέως. Κοντά στην αυτοκράτειρα Κωνσταντία διέμενε άλλοτε ως ακόλουθος μια νεαρή και ωραιότατη κόρη, που ονομαζόταν Γλαφύρα. Εξαιτίας της ομορφιάς της ο Λικίνιος ανεφλέγη από αμαρτωλό πάθος, ως δούλος σαρκικών παθών, καθώς ήταν. Η κόρη αντιλήφθηκε τον κίνδυνο που απειλούσε την τιμή της. Ως γνήσια Χριστιανή όμως δεν δελεάσθηκε καθόλου από το βασιλικό έρωτα, αλλά έφριξε και ζήτησε την σωτηρία της στην φυγή. Ενδύθηκε λοιπόν με ανδρικά ρούχα και κάποια νύχτα, βοηθούμενη από την βασίλισσα που έμαθε όσα συμβαίνουν, άφησε την Κωνσταντινούπολη και έφθασε στην Αμάσεια, όπου παρουσιάσθηκε στον Επίσκοπο Βασιλέα και ζήτησε την ηθική του προστασία.

Ο Επίσκοπος επαίνεσε την γνήσια ευσέβεια και την αδούλωτη σύνεση της νέας, την τοποθέτησε δε κοντά σε ηλικιωμένη Χριστιανή γυναίκα που ήταν εντελώς αφοσιωμένη στην υπηρεσία του Χριστού και βοηθούσε σημαντικότατα τον Επίσκοπο στο έργο των γυναικών της Εκκλησίας. Η Γλαφύρα εξέφρασε την βαθιά ευγνωμοσύνη της και χάρηκε ιδιαίτερα που της δόθηκε η ευκαιρία να ασχοληθεί και αυτή με θεάρεστες ασχολίες. Βοηθούσε λοιπόν στην κατήχηση γυναικών και νεαρών κοριτσιών, που ήθελαν να ασπασθούν την χριστιανική πίστη και να γίνουν μέλη της Εκκλησίας, ευεργετούσε φτωχά και ορφανά παιδιά και επιπλέον κατέβαλε όλη τη δαπάνη που προϋπολογίσθηκε για την οικοδομή Χριστιανικού ναού στην Αμάσεια.

Μάταια ο Λικίνιος την είχε αναζητήσει σε όλη την πρωτεύουσα και στα περίχωρα. Όμως οι εχθροί του Επισκόπου Βασιλέως, πληροφόρησαν τον Λικίνιο ότι η κόρη εκείνη είχε καταφύγει κοντά στον Ιεράρχη της Αμάσειας και ότι την προστάτευσε και κατόρθωσε να εκμεταλλευθεί τα πλούτη της υπέρ των σκοπών της Εκκλησίας. Η είδηση άναψε πυρκαγιά στη σαρκοβόρα και μοχθηρή ψυχή του Λικινίου. Υπέθετε ότι η Γλαφύρα ζούσε ακόμη και ότι θα την έφερνε κάτω από την εξουσία του. Αλλά η σεμνή κόρη, είχε ήδη πεθάνει και ο τάφος ματαίωσε για πάντα τους χυδαίους πόθους του. Τότε η μανία του έγινε σφοδρότερη κατά του Επισκόπου Βασιλέως. Διέταξε, λοιπόν, να τον φέρουν σιδηροδέσμιο στη Νικομήδεια. Η διαταγή εκτελέσθηκε και ο Άγιος κλείσθηκε στη φυλακή.

Сщмч. Василий.
Фреска. Около 1350 года.
Церковь Христа Пантократора. Дечани. Косово. Сербия
Άγιος Βασίλειος Απαμείας
Τοιχογραφία (Φρέσκο). περίπου το έτος 1350 μ.Χ.
στόν Ἱερό Ναό του Χριστού Παντοκράτορα.
τής Ιεράς Μονής Ντέτσανι. Κοσσυφοπέδιο. Σερβία.

Τον Άγιο ακολούθησαν δύο από τους διακόνους της Εκκλησίας της Αμάσειας, ο Θεότιμος και ο Παρθένιος, τους οποίους φιλοξένησε ένας ευσεβής και φιλάνθρωπος Χριστιανός, ονόματι Ελπιδοφόρος. Οι παρεχόμενες αγαθοεργίες του Ελπιδοφόρου προς όλους είχαν καταστήσει φίλους του ακόμα και τους φρουρούς των φυλακών. Μπορούσαν λοιπόν οι δύο διάκονοι να εισέρχονται ορισμένη ώρα στη φυλακή, όπου απολάμβαναν την ευχαρίστηση να συνδιαλέγονται με τον Επίσκοπό τους, να ακούνε από το στόμα του τον λόγο της αλήθειας και να δέχονται ηθική ενίσχυση και παρηγοριά.

Λίγες ημέρες μετά, ο Λικίνιος διέταξε να φέρουν τον φυλακισμένο Επίσκοπο ενώπιον του. Τον έλεγξε με δριμύτητα ως ένοχο για την απόκρυψη της Γλαφύρας και για τον ζήλο με τον οποίο υπεράσπιζε την χριστιανική του πίστη περιφρονώντας τα βασιλικά διατάγματα. Ο Επίσκοπος για την Γλαφύρα, απάντησε ότι δεν μπορούσε να μην παράσχει άσυλο και προστασία στη χριστιανική κόρη, η οποία ήταν εξόριστη και ήθελε η ίδια να περισώσει και να διαφυλάξει την τιμή της, και ότι αυτή η ίδια από ευσεβή διάθεση χρησιμοποίησε την περιουσία της υπέρ των φτωχών και για την ανέγερση ναού, πράγματα για τα οποία ένας Επίσκοπος οφείλει να προτρέπει τους πιστούς και όχι αν τους εμποδίζει. Και για την περιφρόνηση των βασιλικών διαταγών, οι οποίες απέβλεπαν στην εξόντωση της χριστιανικής πίστεως, ο Άγιος αποκρίθηκε ότι ο ίδιος ο βασιλέας Λικίνιος άλλοτε είχε αναγνωρίσει μαζί με τον Κωνσταντίνο το καθήκον του να επιτρέψουν στους Χριστιανούς την πλήρη ελευθερία της λατρείας τους και του δόγματός τους και ότι αυτός (ο Επίσκοπος) εξακολουθεί να θεωρεί ορθό και έγκυρο το παλαιότερο εκείνο βασιλικό διάταγμα, διότι ήταν αξιότερο σε όλα. Εν τέλει δε, παρακάλεσε τον Λικίνιο, στο όνομα της ίδιας της δικής του σωτηρίας και του μέλλοντος του κράτους του, να ανακαλέσει τα νέα μέτρα και να αναγνωρίσει στους Χριστιανούς την ελευθερία της θρησκευτικής τους συνειδήσεως.

Ο βασιλέας Λικίνιος απέπεμψε τον Επίσκοπο, κρατώντας επιφυλακτική στάση και ανέθεσε σε έναν από τους άρχοντές του να τον δει κατ’ ιδίαν και να προσπαθήσει να τον αποσπάσει από την πίστη του. Η συγκεκριμένη αποστολή απέτυχε και διατάχθηκε έτσι η καταδίκη του Επισκόπου. Αυτός άκουσε ατάραχος την απόφαση και προσευχήθηκε προς τον Θεό να δεχθεί με έλεος την ψυχή του. Προσευχήθηκε, επίσης, υπέρ της ασφάλειας του ποιμνίου του και για τη νίκη της Εκκλησίας. Ύστερα ασπάσθηκε και ευλόγησε τους δύο διακόνους και τον Ελπιδοφόρο, τους παρηγόρησε στην θλίψη τους και τους επιτίμησε γιατί έκλαιγαν, λέγοντας τον έξοχο εκείνο λόγο ότι σε τέτοιου είδους κινδύνους οι Χριστιανοί οφείλουν να φυλάνε τα δάκρυά τους και να χύσουν με προθυμία το αίμα τους. Έπειτα με προθυμία έκλινε την τίμια κεφαλή του στον δήμιο, ο οποίος την απέκοψε. Έτσι ο Άγιος έλαβε το στέφανο του μαρτυρίου.

 

Мучение св. Василия.. Фреска .1547 г. Афон (Дионисиат).
Тзортзи (Зорзис) Фука
Το μαρτύριο τού Αγ. Βασίλειου.
Τοιχογραφία (Φρεσκο) τοῦ έτους 1547 μ.Χ.
στήν Ἱερά Μονή Αγίου Διονυσίου Άθως
Αγιογράφος ο Τζώρτζης (Ζώρζης) Φούκα

 

Μετά από αυτό η τίμια κεφαλή και το λείψανο του Αγίου Βασιλέως ρίχθηκαν στη θάλασσα με βασιλική διαταγή. Αλλά ένα αλιευτικό πλοίο, που έριχνε τα δίχτυα του στον κόλπο της Σινώπης, ανέσυρε από εκεί το λείψανο του Αγίου. Ο δε Ελπιδοφόρος, καθώς πληροφορήθηκε το γεγονός σε όνειρο, ήλθε με τους διακόνους Θεότιμο και Παρθένιο και αφού παρέλαβαν το Άγιο λείψανο, το έφεραν στην Αμάσεια, στην ιερή αυτή ακρόπολη των Αγίων του κόπων και αγώνων και το ενταφίασαν στο προσφιλές του έδαφος.

Минея – Апрель
(фрагмент). Икона. Русь. Начало XVII в.
Церковно-Археологический Кабинет Московской Духовной Академии.
Μηναίο – Απρίλιου (λεπτομέρεια). Εικόνισμα. Rus. Αρχές 17ου αιώνα Εκκλησία-Αρχαιολογικό Γραφείο της Θεολογικής Ακαδημίας Μόσχας.

Сщмч. Василий. Миниатюра.
Афон (Иверский м-рь). Конец XV в. C 1913
года в Российской Публичной
(ныне Национальной) библиотеке в Санкт-Петербурге.

Άγιος Βασίλειος.
Μικρογραφία (Μινιατούρα) περί τά έλη 15ου αιώνα μ.Χ.
από το 1913 μ.Χ. ευρίσκεται
στη Ρωσικό Δημόσια
(τώρα Εθνική) Βιβλιοθήκη στην Αγία Πετρούπολη.

Η Σύναξη του Αγίου Βασιλέως ετελείτο στην Μεγάλη Εκκλησία, στην οποία ίσως φυλασσόταν μέρος του ιερού σκηνώματός του.

 

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος α’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς Λειτουργὸς τοῦ Βασιλέως τῆς δόξης, τῷ παρανόμῳ βασιλεῖ ἀντετάξω, Ἱερομάρτυς ἔνδοξε παμμάκαρ Βασιλεῦ, ὅθεν τὸν αὐχένα σου, ἐκτμηθεῖς διὰ ξίφους, χαίρων προσεχώρησας, πρὸς οὐράνιον λῆξιν, ἧς καὶ ἠμᾶς δυσώπει μετασχεῖν, τοὺς εὐφημούντας τὴν ἔνθεον μνήμην σου.

 

 

 

ΑΠΟ ΤΟ ΡΩΣΙΚΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙΟ

Άγιου Δημήτριου του Ροστόφ (Tuptalo)
Βίοι των Αγίων

Τα παθήματα του Αγίου Ιερομάρτυρος Βασιλείου Επισκόπου Αμασίας 2786
Μνήμη 26 Απριλίου

Μετά το θάνατο του ασεβούς τέρατος, του Ρωμαίου βασιλιά Μαξέντιου 2787 , ο οποίος, ως εχθρός του Θεού, σκοτώθηκε με τη δύναμη του Σταυρού του Κυρίου, που φάνηκε στον ουρανό στον Μέγα Κωνσταντίνο και πέθανε, όπως κάποτε ο Φαραώ. , στην άβυσσο του νερού, το ρωμαϊκό βασίλειο στα δυτικά αναστέναξε τελικά μετά από σκληρές εκτελέσεις. Στην Ανατολή, ο διωγμός των Χριστιανών συνεχίστηκε από έναν άλλο εχθρό του Θεού, τον αυτοκράτορα Μαξιμιανό 2788 , ο οποίος βλασφημούσε τον αληθινό Θεό και καταδίωξε σκληρά τους πιστούς υπηρέτες του Χριστού. Ο πιστός βασιλιάς Κωνσταντίνος έστειλε εναντίον του στα ανατολικά τον Λικίνιο το 2789με το να παντρευτεί την αδερφή του. Τότε ο Λικίνιος πίστεψε στον Κύριό μας Ιησού Χριστό και, με τη βοήθεια του Θεού, χτύπησε τόσο τον Μαξιμιανό, ώστε ο τελευταίος μετά βίας γλίτωσε με ένα μικρό απόσπασμα. αλλά αφού γλίτωσε από το χέρι του Λικίνιου, δεν έφυγε από το χέρι του Θεού. Όταν κρυβόταν στην Κιλικία πόλη της Ταρσού το 2790 , τότε ξαφνικά ολόκληρο το σώμα του καλύφθηκε με αθεράπευτα τραύματα, ώστε από αφόρητα, σαν φωτιά, βάσανα, έπεσε στο έδαφος, το σώμα του, σαν λιωμένο κερί, έπεσε μέσα. κομμάτια από τα κόκαλα, και η αμαρτωλή ψυχή του φυλάσσεται μόνο σε σκελετό χωρίς σώμα και αίμα. Τελικά, τα οστά άρχισαν να πέφτουν το ένα από το άλλο με φρικτό πόνο, και αυτός, ομολογώντας ότι με την κακία και τη σκληρότητά του καταδίωξε και σκότωσε τους αθώους υπηρέτες του Χριστού, καταράστηκε τους θεούς του και πέθανε.

Ο Λικίνιος, έχοντας κατακτήσει ολόκληρη την ανατολή, μπήκε πανηγυρικά στη Νικομήδεια με τη γυναίκα του. Στην αρχή, η ειρήνη και η σιωπή βασίλευαν παντού για τη χαρά και τη χαρά των πιστών, που είχαν αναπαυθεί μετά τον σκληρό διωγμό του Μαξιμιανού, αλλά ο εχθρός όλων των καλών, ο διάβολος, βύθισε ξανά τους Χριστιανούς σε μια θάλασσα λύπες. Ο Λικίνιος, αφού οχυρώθηκε στα ανατολικά, υποχώρησε από τον Χριστό Θεό και επέστρεψε στην αποτρόπαια ειδωλολατρία στην οποία είχε ανατραφεί. Μόνο για να μοιραστεί το θρόνο με τον Κωνσταντίνο και να παντρευτεί τη χριστιανή αδελφή του, δέχτηκε την πίστη του Χριστού και ορκίστηκε στον Κωνσταντίνο να μην παρεκκλίνει ποτέ από τον Χριστιανισμό, αλλά πάντα να τον προστατεύει. Έπειτα, αφού έγινε ανατολικός αυτοκράτορας, ξέχασε τη χάρη του Χριστού Θεού, που τον βοήθησε να νικήσει τον Μαξιμιανό και να καταλάβει την ανατολή, ξέχασε την ευεργεσία του Τσάρου Κωνσταντίνου, απομακρύνθηκε από αυτόν, καθώς και από τον Χριστό, έγινε ο κακός εχθρός του. . Στη Νικομήδεια, απαρνήθηκε ανοιχτά τον Χριστιανισμό, άρχισε να λατρεύει είδωλα και διέταξε την αποκατάσταση των παγανιστικών θυσιών παντού και άρχισε πάλι να διώκει τους πιστούς. Πρώτα απ ‘όλα, έδιωξε όλους τους χριστιανούς από τις βασιλικές αίθουσες: και αξιωματούχους, και υπηρέτες και οπλοφόρους, άρχισαν να γελούν με το έλεος του Χριστού, επέστρεψαν στις παγανιστικές πεποιθήσεις και επιδόθηκαν σε σαρκικές αμαρτίες χωρίς ντροπή. Ήταν βυθισμένος στην ακολασία και παρέσυρε με τη βία τις γυναίκες και τις κόρες των συγκλητικών, ιδιαίτερα τις χριστιανές, σε πορνεία για να βεβηλώσει τους αγίους και τον ίδιο τον Χριστό Θεό. Βλέποντας αυτό, η σύζυγός του, μια πιστή Χριστιανή ονόματι Constance, λυπήθηκε με όλη της την καρδιά και είπε κρυφά στον αδελφό της Κωνσταντίνο για τα πάντα με γράμματα. έδιωξε όλους τους χριστιανούς από τα βασιλικά δωμάτια: και αξιωματούχους, και υπηρέτες και οπλοφόρους, άρχισαν να γελούν με το έλεος του Χριστού, επέστρεψαν στις παγανιστικές πεποιθήσεις και επιδόθηκαν χωρίς ντροπή στις σαρκικές αμαρτίες. Ήταν βυθισμένος στην ακολασία και παρέσυρε με τη βία τις γυναίκες και τις κόρες των συγκλητικών, ιδιαίτερα τις χριστιανές, σε πορνεία για να βεβηλώσει τους αγίους και τον ίδιο τον Χριστό Θεό. Βλέποντας αυτό, η σύζυγός του, μια πιστή Χριστιανή ονόματι Constance, λυπήθηκε με όλη της την καρδιά και είπε κρυφά στον αδελφό της Κωνσταντίνο για τα πάντα με γράμματα. έδιωξε όλους τους χριστιανούς από τα βασιλικά δωμάτια: και αξιωματούχους, και υπηρέτες και οπλοφόρους, άρχισαν να γελούν με το έλεος του Χριστού, επέστρεψαν στις παγανιστικές πεποιθήσεις και επιδόθηκαν χωρίς ντροπή στις σαρκικές αμαρτίες. Ήταν βυθισμένος στην ακολασία και παρέσυρε με τη βία τις γυναίκες και τις κόρες των συγκλητικών, ιδιαίτερα τις χριστιανές, σε πορνεία για να βεβηλώσει τους αγίους και τον ίδιο τον Χριστό Θεό. Βλέποντας αυτό, η σύζυγός του, μια πιστή Χριστιανή ονόματι Constance, λυπήθηκε με όλη της την καρδιά και είπε κρυφά στον αδελφό της Κωνσταντίνο για τα πάντα με γράμματα.

Ανάμεσα στους υπηρέτες της στο παλάτι ήταν και μια αγνή κοπέλα με το όνομα Glafira, μια χριστιανή που καταγόταν από μια ευγενή ιταλική οικογένεια. Ο Λικίνιος την είδε και, φλεγμένος από τον ακάθαρτο πόθο, διέταξε τον μεγαλύτερο από τους ευνούχους, που ονομαζόταν Βένιγνος, να την ενημερώσει για το πάθος του. Ο Βενίνιν είπε στη Γλαφίρα ότι ο βασιλιάς, δείχνοντας τη μεγάλη της τιμή, την ερωτεύτηκε, ήθελε να τη δει και διέταξε να προετοιμαστεί για την υποδοχή του βασιλιά. Όμως η ευσεβής κοπέλα, φέρνοντας μέσα της τον φόβο του Θεού, αγανάκτησε με μια τέτοια πρόταση και έδιωξε τον ευνούχο με ατιμία, κατακρίνοντάς τον για αίσχος και ανομία. Φοβούμενη να προκαλέσει την υποψία και τη ζήλια της βασίλισσας, η Γλαφύρα της είπε τα πάντα και την παρακάλεσε με αυτά τα λόγια:

– Για χάρη του Κυρίου, που δημιούργησε τον ουρανό και τη γη, τον οποίο φοβάσαι και τον οποίο υπηρετεί πιστά ο αδελφός σου Κωνσταντίνος, μην επιτρέψεις να καταπατηθεί η παρθενιά μου από έναν άνομο σπάταλο.

Ακούγοντας τέτοια λόγια, η βασίλισσα ερωτεύτηκε τη Γλαφύρα για την αγνότητα και τον φόβο του Θεού και άρχισε να σκέφτεται πώς να την κρύψει. Όταν ο βασιλιάς ρώτησε γι’ αυτήν, η βασίλισσα διέταξε να διαδοθεί μια τέτοια φήμη στο παλάτι ότι η Γλαφύρα είχε τρελαθεί και βρισκόταν άρρωστη και πέθαινε. Η φήμη έφτασε στον βασιλιά και σταμάτησε να σκέφτεται τη Γλαφίρα. Τότε η βασίλισσα, αφού περίμενε καιρό, απελευθέρωσε κρυφά την ευσεβή Γλαφύρα από το παλάτι, προικίζοντάς την με άφθονα χρυσάφι, ασήμι, πολύτιμους λίθους, πλούσια σκεύη, τα καλύτερα ρούχα και κάθε λογής άλλα πράγματα. Έχοντας αναθέσει πολλούς δούλους και δούλους στην υπηρεσία της, η βασίλισσα την εμπιστεύτηκε στη φροντίδα μερικών από τους τίμιους και ευσεβείς υπηρέτες της, τους διέταξε να πάρουν την κοπέλα στην Αρμενία, χωρίς να λένε λέξη για αυτήν σε κανέναν και να ζήσουν εκεί μέχρι τον Θεό. αλλάζει τις συνθήκες προς το καλύτερο. Οι υπηρέτες έδωσαν το λόγο στη βασίλισσα να εκτελέσει την εντολή με τη μεγαλύτερη προσοχή. Έντυσαν τη Γλαφύρα και τους υπηρέτες της με ανδρικά ρούχα και τους έφεραν με ασφάλεια από τη Νικομήδεια. Μετά από μακρύ ταξίδι, πλησιάζοντας την Αρμενία, έφτασαν στην πόλη της Αμασίας, όπου διέμενε ο Μητροπολίτης Πόντου.

Η ομορφιά της πόλης σαγήνευσε τη Γλαφύρα. κάλεσε τους συντρόφους της να μείνουν σε αυτό αν υπήρχαν χριστιανοί εκεί και τους διέταξε να ανακρίνουν τους περαστικούς. Ένας νεαρός άνδρας συνάντησε, ο οποίος ζούσε στο σπίτι ενός αξιοσέβαστου πολίτη της Αμασίας – του Κουίντιου. Αυτός ο νεαρός άνδρας μάντεψε ότι οι περιπλανώμενοι ήταν Χριστιανοί που αναζητούσαν τους ομοθρήσκους τους και ενημέρωσε τον κύριό του σχετικά. Ο Κουίντιος βγήκε αμέσως έξω στους ταξιδιώτες ο ίδιος, τους κάλεσε να έρθουν στο σπίτι του και να ζήσουν εκεί όσο ήθελαν. Είπε ότι ο ίδιος ήταν χριστιανός, και ότι υπήρχαν πολλοί χριστιανοί στην πόλη, και ότι είχαν έναν σεβάσμιο επίσκοπο σαν τους Αποστόλους. Οι περιπλανώμενοι άκουσαν αυτά τα λόγια με χαρά και πήγαν στον Κουίντιο, ο οποίος τους παρείχε ένα ξεχωριστό, ήσυχο δωμάτιο για στέγαση.

Τους επισκέφθηκε και ο επίσκοπος της πόλεως, ονόματι Βασίλης, για τον οποίο πρόκειται να μιλήσουμε, ένας άνθρωπος καλλίφωνος, προικισμένος με πνευματικές αρετές. Ρώτησε τους περιπλανώμενους ποιοι ήταν και από πού κατάγονταν. Η αγνή Γλαφήρα είπε όλη την αλήθεια – ότι ήταν από την Ιταλία, δηλώνει τη χριστιανική πίστη, ήταν υπηρέτρια της αδελφής του Τσάρου Κωνσταντίνου, συζύγου του Τσάρου Λικίνιου, και είπε για τον λόγο της περιπλάνησής της. Αφού άκουσαν την ιστορία της, ο άγιος Επίσκοπος Βασίλειος και ο Κουίντιος απαγόρευσαν σε αυτήν και στους υπηρέτες της να πάνε οπουδήποτε από το σπίτι και να μιλήσουν με κανέναν, για να μην την μάθει ο άρχοντας της πόλης και όλοι οι Χριστιανοί της Αμασίας να μην υποστούν κακοτυχία γιατί της.

Εκείνη την εποχή ο ιερός επίσκοπος Βασίλειος έχτιζε ναό μέσα στην πόλη, αφού οι χριστιανοί είχαν μόνο ένα εκκλησάκι .Στην εξοχή. Η μακαρία Γλαφύρα έδωσε στον επίσκοπο πολύ χρυσάφι και ασήμι για το ναό, όλα όσα της έδωσε η βασίλισσα, χωρίς να αφήσει τίποτα για τον εαυτό της. Έγραψε στη βασίλισσα πού κρυβόταν και στο σπίτι της οποίας έμενε. Έγραψε επίσης για την κατασκευή της εκκλησίας, ζητώντας να σταλεί κι άλλο χρυσάφι για να ολοκληρωθούν οι εργασίες και να διακοσμηθεί ο ναός. Η αυτοκράτειρα εκπλήρωσε το αίτημα με χαρά, έστειλε άφθονα δώρα στην εκκλησία και τον επίσκοπο και με μια επιστολή ανέθεσε την αγνή Γλαφύρα στη φροντίδα του Αγίου Βασιλείου. Μετά από λίγη ώρα, από τις δολοπλοκίες του διαβόλου, συνέβη το γράμμα της Γλαφύρας προς τη βασίλισσα να πέσει στα χέρια του κρεβατοφύλακα Venignus, ο οποίος έτσι έμαθε ότι η κοπέλα, την οποία όλοι θεωρούσαν νεκρή, ήταν ζωντανή και βρισκόταν στην Αμασία. Όλα αυτά ο Βενίνιν τα μετέφερε στον Λικίνιο, ο οποίος με τρομερή μανία έγραψε στον κυβερνήτη της πόλης της Αμασίας διαταγή να αλυσοδέσουν τον χριστιανό επίσκοπο Βασίλειο και τη δούλη της βασίλισσας Γλαφύρα και να τους στείλουν αμέσως στη Νικομήδεια. Αλλά με το θέλημα του Θεού, η μακαρία και αγία παρθένος Γλαφύρα πέθανε πριν φτάσει η διαταγή στον άρχοντα της Αμασίας. Τότε ο ηγεμόνας αλυσόδεσε και έστειλε έναν Βασίλειο στη Νικομήδεια και για τη Γλαφύρα είπε ότι είχε ήδη πεθάνει. Μαζί με τον επίσκοπο, δύο διάκονοι, ο Παρθένιος και ο Θεότιμος, πήγαν από την Αμασία, υποφέροντας πολλά βάσανα στο δρόμο από ασεβείς και σκληρούς στρατιώτες. Στη Νικομήδεια φυλακίστηκε ο δούλος του Θεού Βασίλειος, ενώ ο Παρθένιος και ο Θεότιμος εγκαταστάθηκαν όχι μακριά από το μπουντρούμι με μια φιλόξενη χριστιανή που ονομαζόταν Ελπιδιφόρα.

Έχοντας μάθει τα πάντα για τον Άγιο Βασίλειο, ο Ελπιδιφόρος δωροδόκησε με χρυσό έναν γνωστό δεσμοφύλακα για να έχει πρόσβαση στον επίσκοπο και τον εαυτό του και τους δύο διακόνους. Έτσι έρχονταν συχνά στον Άγιο Βασίλειο, καθημερινά έψαλλαν ιερούς ύμνους και τη νύχτα προσεύχονταν θερμά.

Την παραμονή της ημέρας που χρειάστηκε να εμφανιστεί ενώπιον του βασιλιά για ανακρίσεις, ο ιερός επίσκοπος κάλεσε τον φύλακα και ζήτησε να καλέσουν τους διακόνους και τον Ελπιδοφόρο. Ο δεσμοφύλακας εκπλήρωσε πρόθυμα το έργο. Τότε ο Βασίλειος άρχισε, σύμφωνα με το έθιμο, να ψάλλει τους ψαλμούς του Δαβίδ, ξεκινώντας από τον ψαλμό «Θυμήσου, Κύριε, Δαβίδ και όλη τη μεταμέλειά του» ( Ψαλμ. 131:1 ). Όταν έφτασε στα λόγια: «Αν πάρω τα φτερά της αυγής και κινηθώ στην άκρη της θάλασσας, και εκεί το χέρι σου θα με οδηγήσει, και το δεξί σου χέρι θα με κρατήσει» ( Ψαλμ. 139:9-10), τα επανέλαβε τρεις φορές σηκώνοντας τα χέρια ψηλά. Οι διάκονοι βλέποντας τη θλίψη και τα δάκρυα του προσευχόμενου αμφέβαλαν αν ο επίσκοπος φοβόταν το επικείμενο μαρτύριο. Ήξερε όμως το νόημα αυτών των λέξεων, προβλέποντας ότι το σώμα του, μετά τον κολοβό του κεφαλιού, θα πεταχτεί στη θάλασσα. Αφού τελείωσε τους ψαλμούς, ήδη από την αυγή, ο επίσκοπος είπε στους διακόνους:

«Αδέρφια μου, με την παρότρυνση του διαβόλου, μας περιμένουν σκληροί πειρασμοί. Αλλά μη φοβάσαι, μη λιποθυμήσεις από τα βάσανα, θαρρείς και ακλόνητα υπερασπίζεσαι την πίστη, για να μη ντροπιαστείς την ημέρα της έλευσης του Κυρίου. Με πνευματικά μάτια, στραφείτε με κέφι σε Αυτόν που μόνο μπορεί να μας σώσει, που μπορεί να μετατρέψει τη λύπη σε χαρά, το κλάμα σε χαρά, τα δάκρυα σε γέλιο, τους κόπους σε ειρήνη. Θεωρήστε όλες τις ευλογίες και τις απολαύσεις της ζωής ως ασήμαντες για χάρη του Υιού του Θεού Ιησού Χριστού, ώστε μαζί με όλους τους αγίους να είστε κληρονόμοι της Βασιλείας Του. Να ξέρετε, παιδιά μου, ότι αυτή τη νύχτα εμφανίστηκε σε μένα ο ίδιος ο Κύριος και μου ανακοίνωσε ποιο τέλος της ζωής με περιμένει και πόσο θα φανερωθεί η δόξα Του μέσω εμένα, του δούλου του Θεού. Έτσι, δεν λυπάστε, αλλά επιστρέφετε πίσω στον εαυτό σας και ενισχύετε τους αδελφούς στο πνεύμα του Χριστιανισμού. Εκλέξτε τον Ευτύχη, γιο του Καλλίστου, για επίσκοπο στη θέση μου. Μου είπε λοιπόν ο Θεός. Θα σου δώσει το αμαρτωλό μου σώμα.

Οι διάκονοι έκλαιγαν πικρά. Ο επίσκοπος, ενώ έλεγε ακόμα το συνηθισμένο μάθημα, τους προέτρεψε να επιστρέψουν στην Αμασία. Απευθύνθηκε στον Ελπιδιφόρο με τα εξής λόγια:

– Ο αδερφός μου! Έχετε επιλεγεί από τον Θεό για να υπηρετήσετε τους ξένους, και για την αγάπη σας θα λάβετε μια αιώνια ανταμοιβή στον ουρανό. Σας εμπιστεύομαι αυτά τα δύο πνευματικά μου παιδιά, μην τα αφήσετε, αλλά μοιραστείτε τη θλίψη τους. Όταν ο Θεός σας καλεί στην υπηρεσία Του, τότε εργαστείτε επιμελώς.

Όταν ο άγιος απέλυσε τον Ελπιδιφόρο και τους δύο μαθητές από αυτόν, ο βασιλιάς τον κάλεσε για ανάκριση και, πρώτα απ’ όλα, άρχισε να κατηγορεί ότι, έχοντας πάρει τη Γλαφύρα στον εαυτό του, την έκρυψε και δεν ενημέρωσε τον βασιλιά γι’ αυτήν. Ο άγιος επίσκοπος έδωσε αμέσως μια άξια απάντηση με τόση τόλμη που εξόργισε τον βασιλιά και οδηγήθηκε ξανά στη φυλακή. Τότε ο Λικίνιος του έστειλε ένα βήμα 2791 με μια υπόσχεση όχι μόνο να ξεχάσει το περιστατικό με τη Γλαφύρα, αλλά να τον βρέξει με τιμές, ακόμη και να τον διορίσει ανώτερο από όλους τους ιερείς της πόλης, αν ο επίσκοπος κάνει θυσίες στους θεούς. Ο Βασίλειος, ο άγιος του Θεού, απάντησε στην κερκίδα:

– Δώσε τα λόγια μου στον βασιλιά. Αν ήθελες να μου δώσεις ολόκληρο το βασίλειο, τότε αυτό δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτό που θέλεις να μου αφαιρέσεις: με βάζεις στον πειρασμό να φύγω από τον αληθινό Θεό και να υπηρετήσω τους δαίμονες – τους καταστροφείς της ψυχής, να αρνηθώ την αθάνατη δόξα και απολαύστε πρόσκαιρες και φευγαλέες τιμές, λαμπρότητα που είναι αποκρουστική για μένα, που οδηγούν όχι στο φως, αλλά στο απελπιστικό σκοτάδι. Αλλά αν θέλετε να ακολουθήσετε την καλή μου συμβουλή. καλύτερα να υποταχθείς σε μένα στο έγκλημά σου και να επιστρέψεις, όπως πριν, στον Χριστό, από τον οποίο απέρριψες. Με ταπείνωση πέσε στα πόδια Του, του ελεήμονος Θεού μας, του δίκαιου Σωτήρα μας. Μετανοήστε, φύγετε από την κακία σας, για να μη σας τιμωρήσει για την τρέλα σας ο δίκαιος Κριτής, τον οποίο αποκαλούσατε Θεό και τον οποίο αρνηθήκατε.

Ακούγοντας αυτά τα λόγια του αγίου από την κερκίδα, ο Λικίνιος διέταξε ξανά τον επίσκοπο να παρακινηθεί να υπακούσει στον βασιλιά και, αν αρνηθεί, να τον ρίξουν στη θάλασσα κόβοντάς του το κεφάλι. «Τότε ας δούμε», είπε, «αν ο Galilean 2792 θα τον σώσει .

Η κερκίδα ήρθε πάλι στον άγιο και του είπε:

– Επιλέξτε μεταξύ ζωής και θανάτου. υπακούστε στον βασιλιά και προσκυνήστε τους θεούς του, αλλιώς θα αποκεφαλιστείτε αμέσως και θα σας ρίξουν στη θάλασσα.

Ακούγοντας τέτοιες απειλές, ο άγιος αναφώνησε με χαρά:

«Θέλω να υπηρετώ μόνο τον αθάνατο Βασιλιά και Θεό μου και υπακούω μόνο στις εντολές Του. Και τους οποίους αποκαλείτε θεούς, αυτοί είναι δαίμονες, που μαζί με τους θαυμαστές τους, τον αληθινό και μοναδικό Θεό μου, τον Κύριο όλων, θα βυθιστούν την ημέρα της δίκαιης κρίσης σε μια άσβεστη κολασμένη φωτιά, στο απελπιστικό σκοτάδι, όπου θα κλάψουν και θα τρίζουν τα δόντια τους. Κάνε μαζί μου ότι θέλεις. Είμαι έτοιμος να δεχτώ για τον Χριστό όχι μόνο αποκεφαλισμό με σπαθί και πνιγμό στη θάλασσα, αλλά και αμέτρητα άλλα βασανιστήρια. Μέχρι την τελευταία μου πνοή, δεν θα απαρνηθώ τον Θεό, τον Δημιουργό μου, και δεν θα υποκύψω στο αιώνιο πυρ.

Πεπεισμένος από αυτά τα λόγια ότι οι προτροπές ήταν άχρηστες, η κερκίδα διέταξε να χτυπήσουν τον άγιο και μετά να αποκεφαλίσουν και να τον ρίξουν στη θάλασσα. Με τον ίδιο τρόπο, πάρα πολλοί χριστιανοί, ιδιαίτερα οι βοσκοί του ποιμνίου του Θεού, θανατώθηκαν και έγιναν θήραμα των ψαριών. Ο μάρτυς του Χριστού Βασίλειος δέχτηκε τα χτυπήματα με χαρά και αναφώνησε:

– Κανένα μαρτύριο, κανένας πόνος, καμία φυλακή, καμία φωτιά, κανένα σπαθί, κανένας θάνατος δεν μπορεί να με χωρίσει από τον πανάγαθο Θεό. Είναι δυνατός να με ελευθερώσει από όλα τα μαρτύρια.

Στο δρόμο για τον τόπο της εκτέλεσης, ο άγιος μάρτυρας έψαλε τους ψαλμούς του Δαβίδ. Τον ακολούθησε ο Ελπιδιφόρος με διακόνους και μερικούς χριστιανούς. Όταν όλοι έφτασαν στον καθορισμένο χώρο, ο Ελπιδιφόρος έδωσε στους στρατιώτες μερικά νομίσματα και άρχισε να τους ζητά να επιτρέψουν στον Βασίλειο να μιλήσει λίγο με τους φίλους του. Οι πολεμιστές συμφώνησαν. Γονατισμένος στην ακροθαλασσιά και σηκώνοντας τα χέρια του, ο πιστός δούλος του Χριστού άρχισε να προσεύχεται με αυτά τα λόγια:

– Κύριε, Θεέ μου, που δημιούργησες τις ουράνιες ασώματες δυνάμεις, που άπλωσες τον ουρανό σαν δέρμα, που έστησες τη γη στα νερά, που έπλασες τη θάλασσα, που είσαι πάντα και παντού, ελεήμων σε όσους σε φοβούνται και εκπληρώνουν τις εντολές Σου, άκουσε τις προσευχές μου και σώσε το πιστό σου ποίμνιο, ποιμένα που με διόρισες, τον ασήμαντο δούλο Σου, από κάθε συμφορά, από την ελληνική κακία, από τη συκοφαντία των ανθρώπων που Σε βλασφημούν. Κατέστρεψε, Παντοκράτορα, την υπηρεσία των ειδώλων, κατέστρεψε τις πονηριές του διαβόλου και μεγάλωσε και αύξησε την αγία Σου Εκκλησία . Οδήγησέ την πόλη αυτή και όλες τις γύρω σε ομοψυχία και ομοφωνία, για να σε ομολογήσουν όλοι, τον αληθινό Θεό. Κάνε όλους τους ανθρώπους να ζηλέψουν για το αγαθό και την υπηρεσία σε Σένα, ώστε το όνομα του Πατέρα, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος να δοξάζεται σε όλους, τώρα και πάντα, σε όλους τους αιώνες. Αμήν.

Αφού τελείωσε την προσευχή, ο άγιος αγκάλιασε και φίλησε τον Ελπιδιφόρο και τους δύο διακόνους, απευθυνόμενος σε αυτούς με τα ίδια λόγια με τα οποία ο άλλοτε μεγάλος Απόστολος Παύλος χαιρέτησε τους Εφέσιους ιερείς (Βλ. Πράξεις 20:28–36 ):

– Ευλογητός ο Θεός, που δεν μας επέτρεψε να γίνουμε λεία αόρατων εχθρών, αλλά συνέτριψε τις πονηριές τους και μας ελευθέρωσε. τώρα οι εχθροί δεν θα τολμήσουν να μας βάλουν σε πειρασμό. Υποκλιθείτε από εμένα στα αδέρφια και τα πνευματικά μου παιδιά. Η χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού να είναι μαζί σας. Αμήν.

Μετά. ο άγιος μάρτυρας είπε στον δήμιο: «Φίλε! κάνε ό,τι διατάζεις», γονάτισε πάλι και χαρούμενος τέντωσε τον λαιμό του κάτω από το χτύπημα του σπαθιού, ολοκληρώνοντας το ευσεβές κατόρθωμα του.

Όταν αποκεφαλίστηκε ο άγιος, ο Ελπιδιφόρος, δίνοντας στους στρατιώτες χρυσό, τους παρακάλεσε να μην πετάξουν το σώμα του μάρτυρα στη θάλασσα, αλλά να του το δώσουν για ταφή. Αλλά οι στρατιώτες δεν συμφώνησαν, λέγοντας ότι φοβούνται τον βασιλιά, που θα τους εκτελούσε με θάνατο γι’ αυτό. Τότε ο Ελπιδήφορος ζήτησε να δώσει μόνο το κεφάλι του επισκόπου, αλλά και πάλι αρνήθηκε. Και έτσι οι στρατιώτες έβαλαν το σώμα και το κεφάλι του μάρτυρα στο ψαροκάικο, έπλευσαν μακριά από την ακτή και πέταξαν το σώμα στο νερό σε ένα μέρος και το κεφάλι σε άλλο.

Οι χριστιανοί κοίταξαν από την ακτή και έκλαιγαν πικρά, και ανάμεσά τους ήταν και ο ιερέας από τη Νικομήδεια, ο Ιωάννης, που είδε και αργότερα περιέγραψε όλο το κατόρθωμα του αγίου μάρτυρα. Ο πιστός δούλος του Χριστού, Ελπιδήφορος, πήρε και τους δύο διακόνους πίσω στο σπίτι του και τους παρηγόρησε όσο μπορούσε.

Την ίδια νύχτα είχε ένα θεϊκό όραμα σε ένα όνειρο. Ένας άγγελος του εμφανίστηκε και του είπε:

– Ο Επίσκοπος Βασίλειος βρίσκεται τώρα στη Σινώπη και σας περιμένει εκεί. Πάρε τους διακόνους του και πήγαινε με το πλοίο κοντά του.

Το όραμα επαναλήφθηκε τρεις φορές κατά τη διάρκεια της νύχτας. Ο Ελπιδήφορος το είπε στους διακόνους και τους ρώτησε αν ξέρουν τι είδους τόπος ή πόλη είναι η Σινώπη. Ο Παρθένιος απάντησε:

– Η Σινώπη είναι μια παραθαλάσσια πόλη όπου ο άγιος Απόστολος Ανδρέας κήρυξε τη διδασκαλία του Χριστού. Και είδα τον Άγιο Βασίλειο σε όνειρο. Μου φάνηκε ότι έδωσε το χέρι του στον Απόστολο, μπήκε μαζί του στην εκκλησία και μου είπε: «Αυτό που θα δεις θα γίνει πραγματικότητα».

Τότε ο Ελπιδιφόρος, παίρνοντας μαζί του αρκετό χρυσάφι και ό,τι χρειαζόταν στο δρόμο, επιβιβάστηκε σε ένα πλοίο με τους διακόνους και έπλευσε στην πόλη της Σινώπης με θερμή προσευχή να εξηγήσει ο Θεός το ονειρικό όραμα.

Όταν το πλοίο πλησίαζε τη Σινώπη, ο Ελπιδήφορος είδε πάλι σε όνειρο έναν Άγγελο, ο οποίος είπε:

Ρίξτε ένα δίχτυ στη θάλασσα στη δεξιά πλευρά της πόλης και θα βρείτε το κόσμημα που ψάχνετε.

Δείχνοντας το μέρος με το δάχτυλό του, ο Άγγελος έδειξε επίσης τα σημάδια για το πώς θα το βρεις. Στον Ελπιδήφορο φάνηκε ότι είδε εκεί μια φωτεινή κάμαρα και μέσα σε αυτήν τον Βασίλειο με πολλούς λαμπρούς πολεμιστές. «Βλέπεις», συνέχισε ο Άγγελος, «αυτόν που έψαχνες; Πάρτο το πρωί». Σηκωμένος από τον ύπνο, ο Ελπιδιφόρος είπε στους συντρόφους του το όραμα.

Νωρίς το πρωί πήγαν στη δεξιά πλευρά της πόλης, και σύμφωνα με τα σημάδια που υπέδειξε ο Άγγελος, βρήκαν ένα μέρος. Εκεί είδαν ψαράδες να ετοιμάζουν δίχτυα για να πιάσουν ψάρια. Ο Ελπιδήφορος είπε σε αυτούς τους ψαράδες:

«Θα σας πληρώσουμε ό,τι θέλετε αν ρίξετε τα δίχτυα σας για την ευτυχία του καθενός μας και μας δώσετε ό,τι πιάσετε.

Οι ψαράδες συμφώνησαν και συμφώνησαν σε μια τιμή. Ο Ελπιδιφόρος και οι διάκονοι έριξαν κλήρο στην ευτυχία των οποίων να ρίξουν το πρώτο δίχτυ. Ο κλήρος έπεσε στον Θεοτίμου. Πέταξαν το δίχτυ, αλλά δεν έπιασαν τίποτα. Έπειτα, βίωσαν την ευτυχία του Παρθενίου, και πάλι ανεπιτυχώς. Τότε ο Ελπιδιφόρος αναφώνησε:

«Σας διατάζω να ρίξετε το δίχτυ όχι στο όνομά μου, αλλά στο όνομα του Θεού μου και σε Αυτόν ελπίζω ότι το ψάρεμα δεν θα είναι άκαρπο.

Όταν άρχισαν να βγάζουν το δίχτυ, οι ψαράδες ένιωσαν βάρος και άρχισαν να λένε μεταξύ τους:

«Ο θεός αυτού του ανθρώπου είναι πιο ευτυχισμένος από τους άλλους θεούς.

Έχοντας βγάλει το δίχτυ, οι αρπαγείς είδαν το σώμα του νεκρού και αντίθετα άρχισαν να λένε ότι το να πιάσουν τον Ελπιδοφόρο ήταν το πιο άτυχο. Ήθελαν να ρίξουν το πτώμα ξανά στο νερό, αλλά ο Ελπιδιφόρος και οι σύντροφοί του αντιτάχθηκαν και ζήτησαν από τους ψαράδες να δώσουν το σώμα για μια αξιοπρεπή ταφή και να λάβουν τη συμφωνημένη πληρωμή. Οι ψαράδες αρνήθηκαν τα χρήματα λέγοντας ότι έπιασαν πτώμα, όχι ψάρι, αλλά τελικά μετά από επιμονή του Ελπιδιφόρου το πήραν. Το σώμα του αγίου μεταφέρθηκε στη στεριά, και οι διάκονοι και ο Ελπιδιφόρος ευλαβικά, με δάκρυα χαράς τον άγγιξαν. Έμειναν έκπληκτοι με το θαύμα, βλέποντας ότι το κεφάλι, που χώρισε ο δήμιος από το σώμα και ρίχτηκε χωριστά στη θάλασσα, ήταν στη θέση του, και το ίχνος του ξίφους έμεινε μόνο σαν ουλή στο λαιμό. Ένα υπέροχο άρωμα αναβλύζει από το σώμα του μάρτυρα. Οι χριστιανοί τύλιξαν τα λείψανα του αγίου με καθαρά ταφικά ρούχα, μίσθωσαν ένα άρμα, τα πήγαν στην Αμάσεια και εκεί θρηνώντας, ειλικρινά θαμμένος στο ναό που δημιούργησε. Τέτοιο μαρτυρικό κατόρθωμα τέλεσε ο Άγιος Βασίλειος Επίσκοπος Αμασίας.

Λίγο μετά το θάνατό του, ο μεγάλος βασιλιάς Κωνσταντίνος, έχοντας μάθει από τα μυστικά μηνύματα της αδερφής του για την ακολασία, την αποστασία και τη σκληρότητα του Λικίνιου, πήγε κοντά του με μεγάλο στρατό και τον νίκησε με τη βοήθεια του Θεού. Ο Λικίνιος συνελήφθη ζωντανός και φυλακίστηκε στη Γαλατία, όπου πέθανε με κακό θάνατο. Ολόκληρη η Ανατολή απαλλάχθηκε από τη βία των βασανιστών και υπηρέτησε ελεύθερα τον Χριστό Θεό. Σε όλο το σύμπαν διαδόθηκε η δόξα του Πατέρα και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, του Ενιαίου Θεού στην Τριάδα, τον Οποίο τιμάται και λατρεύεται από όλους σε όλους τους αιώνες. Αμήν.

* * *

2786 Η Αμάσεια είναι μια μικρή πόλη της Μικράς Ασίας, στην ακτή της Μαύρης Θάλασσας.
2787 Ο γιος του Μαξιμιανού, αυτοκράτορα της Ρώμης το 306-312, νικήθηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο και πνίγηκε στον Τίβερη. Γνωστός για τη σκληρότητά του.
2788 Ρωμαίος αυτοκράτορας που κυβέρνησε τη Συρία και την Αίγυπτο από το 305-313.
2789 Αυτοκράτορας από το 312 έως το 324
2790 Αρχαία πόλη στη Μικρά Ασία.
2791 Αρχηγός στρατιωτικού αποσπάσματος.
2792 Εκείνοι. Ιησούς Χριστός.