ΕΑΝ   ΘΕΛΕΤΕ

ΕΠΙΣΚΕΘΦΕΙΤΕ

ΤΙΣ ΠΑΡΑΚΑΤΩ 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΕΣ ΞΕΝΕΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ

 

 

Ιωάννης Τιμαγένης, 

Αγιος Νεκτάριος επίσκοπος Πενταπόλεως ο θαυματουργός. 

Αθήναι: Μιχ. Σαλίβερος α.ε., [χ.χ.].

 

 

 

Ο Άγιος Νεκτάριος ο εν Αιγίνη, Μητροπολίτης Πενταπόλεως Αιγύπτου

 

Βιογραφία

Γεννήθηκε στις 1 Οκτωβρίου του 1846 μ.Χ. στη Σηλυβρία της Θράκης από τον Δήμο και τη Βασιλική Κεφάλα και ήταν το πέμπτο από τα έξι παιδιά τους. Το κοσμικό του όνομα ήταν Αναστάσιος.

Μικρός, 14 ετών, πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου εργάστηκε ως υπάλληλος και κατόπιν ως παιδονόμος στο σχολείο του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου. Κατόπιν πήγε στη Χίο, όπου, από το 1866 μ.Χ. μέχρι το 1876 μ.Χ. χρημάτισε δημοδιδάσκαλος στο χωριό Λίθειο.

Το 1876 μ.Χ. εκάρη μοναχός στη Νέα Μονή Χίου με το όνομα Λάζαρος και στις 15 Ιανουαρίου 1877 μ.Χ. χειροτονήθηκε διάκονος, ονομασθείς Νεκτάριος, από τον Μητροπολίτη Χίου Γρηγόριο (1860 – 1877 μ.Χ.), και ανέλαβε τη Γραμματεία της Μητροπόλεως.

Το 1881 μ.Χ. ήλθε στην Αθήνα, όπου με έξοδα του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρονίου Δ’ (1870 – 1899 μ.Χ.), σπούδασε Θεολογία και πήρε το πτυχίο του το 1885 μ.Χ. Έπειτα, ο ίδιος προαναφερόμενος Πατριάρχης, τον χειροτόνησε το 1886 μ.Χ. πρεσβύτερο και του έδωσε τα καθήκοντα του γραμματέα και Ιεροκήρυκα του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Διετέλεσε επίσης πατριαρχικός επίτροπος στο Κάιρο.

Στις 15 Ιανουαρίου 1889 μ.Χ., χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Πενταπόλεως. Η δράση του ως Μητροπολίτου ήταν καταπληκτική και ένεκα αυτού ήταν βασικός υποψήφιος του πατριαρχικού θρόνου Αλεξανδρείας. Λόγω όμως φθονερών εισηγήσεων (αισχρών συκοφαντιών), προς τον Πατριάρχη Σωφρόνιο, ο ταπεινόφρων Νεκτάριος, για να μη λυπήσει τον γέροντα Πατριάρχη, επέστρεψε στην Ελλάδα (1889 μ.Χ.).

Διετέλεσε Ιεροκήρυκας (Ευβοίας) (1891 – 1893 μ.Χ.), Φθιώτιδος και Φωκίδας (1893 – 1894 μ.Χ.) και διευθυντής της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής στην Αθήνα (1894 – 1904 μ.Χ.).

Μετά τον θάνατο του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρονίου (1899 μ.Χ.), ο Νεκτάριος εκλήθη να τον διαδεχθεί, αλλά ο Άγιος αρνήθηκε.

Στα κηρύγματα του, πλήθος λαού μαζευόταν, για να «ρουφήξει» το νέκταρ των Ιερών λόγων του.

Το 1904 μ.Χ. ίδρυσε γυναικεία Μονή στην Αίγινα, της οποίας ανέλαβε προσωπικά τη διοίκηση, αφού εγκαταβίωσε εκεί το 1908 μ.Χ., μετά την παραίτηση του από τη Ριζάρειο Σχολή.

Στην Αίγινα ο Άγιος Νεκτάριος εγκαταστάθηκε το 1908, η ιστορία όμως της εγκατάστασης του πηγαίνει αρκετά νωρίτερα στο χρόνο. Ο Νεκτάριος ποτέ στη ζωή του, δεν απέβαλε την έντονη επιθυμία του για το μοναχικό βίο. Αυτή η επιθυμία ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο κατά την επίσκεψη του στο Άγιο Όρος και την σύνδεσή του με το γέροντα Δανιήλ το 1898. Έκτοτε έψαχνε ένα τόπο να στεγάσει ένα μοναστήρι για το τέλος της ζωής του, ένα «Εκκλησιαστικό Παρθενώνα», όπως έλεγε. Πιο έντονη και ίσως επιτακτική έγινε αυτή η ανάγκη, όταν 4 γυναίκες που ήσαν μόνες και συνδέονταν μαζί του, με σχέση πνευματικής καθοδήγησης, θέλησαν να μονάσουν υπό την εποπτεία του. Έτσι τελικά βρήκε ένα παλαιό εγκαταλελειμμένο μοναστήρι στην Αίγινα στη θέση Ξάντος στο οποίο και αποφάσισε να στεγάσει τις 4 μοναχές και άλλες 3 που ήδη μόναζαν στο νησί. Το μοναστήρι άρχισε να επαναλειτουργεί το 1904 υπό την καθοδήγησή του, παρότι αυτός ακόμα βρισκόταν στην Ριζάρειο σχολή.


Η εμφάνισή του στην Αίγινα όμως συνδυάστηκε από δύο γεγονότα, με αποτέλεσμα να γίνει άμεσα λαοφιλής. Ο Νεκτάριος αρχικά θεράπευσε έναν δαιμονισμένο νέο κάτι που γρήγορα μαθεύτηκε. Οι χωρικοί τότε τον επισκέφτηκαν ζητώντας του να λειτουργήσει και να δεηθεί στον Θεό να βρέξει, διότι είχε 3 χρόνια να βρέξει στο νησί με αποτέλεσμα να έχει προκληθεί εκτεταμένη ανομβρία και οικονομική ζημία. Ο ίδιος με σύσσωμη παρουσία των νησιωτών, λειτούργησε και την ίδια μέρα άρχισε να βρέχει. Αυτά, εκλήφθηκαν ως θεϊκά σημάδια από τους Αιγινίτες, με αποτέλεσμα να θεωρούν Άγιο τον Νεκτάριο, ακόμα και εν ζωή.

Το 1908 παραιτήθηκε από σχολή για λόγους υγείας αλλά και γήρατος και αφοσιώθηκε στο μοναστήρι. Η χάρη του και η φήμη διαρκώς μεγάλωνε με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος δωρεών να κατευθύνεται στο μοναστήρι και μέσα σε 4 χρόνια επιτεύχθηκε να μεγαλώσει τόσο, ώστε να χωράει 15 μοναχές. Τα χρήματα κατευθύνονταν κυρίως στους φτωχούς του νησιού. Μεγάλο μέρος λαού και πιστών κατευθυνόταν προς το μοναστήρι, από διάφορα μέρη της Ελλάδας, για να δει ή να πάρει την ευχή του ήδη ξακουστού Νεκταρίου, κάτι που βοηθούσε και τους νησιώτες να ανασάνουν οικονομικά.

Τό Κελλί τού Αγίου στην Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος στην Αίγινα.

 

 

Το έργο του στην Αίγινα

Παρότι ήταν μεγάλος σε ηλικία όταν αποσύρθηκε στην Αίγινα, δεν έπαψε ποτέ να εργάζεται είτε πνευματικά, υπέρ της εκκλησίας, είτε και χειρωνακτικά για την διεύρυνση του μοναστηριού. Το έργο πλέον είχε χαρακτήρα ποιμαντικό, λειτουργικό, λατρευτικό, εξομολογητικό, παρηγορητικό. Στάθηκε στους ανθρώπους του νησιού σαν αδελφός, βοηθός, συμπαραστάτης, οδηγός και συνοδοιπόρος της ζωής. Τα χρόνια μέχρι το τέλος της ζωής του, έμελλε να είναι πολύ ταραγμένα. Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους που έφεραν ηθική ανάταση και κάποια ευφορία οικονομική και πνευματική, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ήρθε να σκιάσει την Ελλάδα. Φτώχεια, ανέχεια και όλα τα συνεπακόλουθα ενός βασανισμένου τόπου και λαού μαζί με τα σύνδρομα του φόβου και των στερήσεων εμφανίζονταν απειλητικά σε αυτά τα ταραγμένα πολιτικά χρόνια για την Ελλάδα. Ο ίδιος όμως πάντα βοηθός, παρηγορητής, γνωρίζοντας από μικρός τις δυσκολίες του κόσμου κήρυττε την ελπίδα και το Θεό για ένα καλύτερο μέλλον, που πάντα όπως έλεγε στεκόταν κραταιός δίπλα στον πιστό λαό. Γι’ αυτό και ο Άγιος Νεκτάριος για τους Αιγινίτες υπήρξε κάτι παραπάνω από ένας μοναχός που εγκαταστάθηκε στο νησί τους.

Η ποιμαντική αγωγή του ποιμνίου, μακρύτερα από τα στενά όρια του νησιού, ήταν πάντα μέλημά του, έτσι συνέχισε το συγγραφικό του έργο, που πλέον αναγνωριζόταν τόσο από τον τύπο της εποχής για την επιστημονική εγκυρότητά του, όσο και από μεγάλα πνευματικά ιδρύματα της εποχής. Επίσης διέθετε περισσότερο χρόνο για προσευχή κάτι που αγαπούσε, ιδιαίτερα προς την Παναγία, που θεωρούσε μητέρα του, όπως έλεγε. Ποτέ παρά τον κλονισμό της υγείας του δεν έπαψε όμως να προσφέρει ακόμα και χειρωνακτικά. Μάλιστα συνεισέφερε στην ανέγερση νέων κοιτώνων της μονής, στη διάνοιξη δρόμων προς το μοναστήρι, ασχολείτο με την κηπουρική και άλλες χειρωνακτικές εργασίες που πάντα τις θεωρούσε τιμή. Πάντα ανέφερε πως καμία εργασία δεν είναι ντροπή, αντιθέτως είναι ευλογία Θεού.

Τα τελευταία χρόνια

Ο Άγιος Νεκτάριος αρχικά αφού τελείωσε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, και ο Θεόκλητος αποπέμφθηκε λόγω του αναθέματος στον Βενιζέλο μαζί με τους υπολοίπους επισκόπους, πίστεψε πως τα πράγματα ίσως εξομαλυνθούν. Η αρχική αισιοδοξία όμως διεκόπη όταν 1918 κατηγορήθηκε από μητέρα μοναχής για ανηθικότητα. Γρήγορα όμως εξετάσεις και έρευνες του εισαγγελέα Αθηνών κατέδειξαν το ψεύδος της μητέρας της κόρης, η οποία οικειοθελώς είχε προσχωρήσει στο μοναστήρι. Εξ αιτίας αυτού του λόγου, αλλά και κληρικών οι οποίοι στο νησί τον φθονούσαν, πιστεύοντας ότι τους παίρνει όλη την «πελατεία» και τον κατηγορούσαν πισώπλατα, ουσιαστικά δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει το όνειρό του, την αναγνώριση του Μοναστηριού. Πάντα όμως πιστός στο Ευαγγέλιο, το παράδειγμα του Χριστού, τα γραφέντα του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη, πίστευε απόλυτα στη δικαιοσύνη του Θεού. Ήταν πράος, ήρεμος, υπομονετικός σε όλες αυτές τις κατηγορίες και εξευτελισμούς που κατά καιρούς τον υπέβαλαν.

Έγραψε αρκετά συγγράμματα, κυρίως βοηθητικά του θείου κηρύγματος. Η ταπεινοφροσύνη του και η φιλανθρωπία του υπήρξαν παροιμιώδεις.

 

Το τέλος της ζωής του ήταν επίπονο. Η χρόνια ασθένεια του προστάτη, μαζί με τα περασμένα χρόνια της ηλικίας του και κακοπάθειες της ζωής τον ταλαιπωρούσαν. Ακόμα και τότε είχε σχέδια. Ήθελε να δημιουργήσει ένα εκπαιδευτήριο. Τελικά δεν πρόλαβε. Το 1920 εισήχθη στο Αρεταίειο νοσοκομείο Αθηνών όπου διεγνώσθη καρκίνος του προστάτη. Στις 9 Νοεμβρίου του ιδίου έτους ο Άγιος Νεκτάριος πέθανε. Το δωμάτιο στο οποίο πέθανε, έχει σήμερα μετατραπεί σε μικρό ναό στο δεύτερο όροφο του Αρεταιείου νοσοκομείου, που κοσμείται από εικόνες του

Το δωμάτιο στο Αρεταίειο Νοσοκομείο Αθηνών
όπου νοσηλεύθηκε ο Άγιος, όπου άφησε την τελευταία του πνοή
και όπου έπιτέλεσε καί το πρώτο του θαύμα
αμέσως μετά την κοίμηση του

Πέθανε το απόγευμα της 8ης Νοεμβρίου 1920 μ.Χ. Τόση δε ήταν η αγιότητά του, ώστε επετέλεσε πολλά θαύματα, πριν αλλά και μετά τον θάνατο του. Ενταφιάστηκε στην Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος στην Αίγινα.

9 Νοεμβρίου 1920
Τό Ιερό Σκήνωμα τού Αγίου μεταφέρθηκε από το Αρεταίειο Νοσοκομείο Αθηνών έξω απο την κλειστή πόρτα
τού Ιερού Ναού Αγίας Τριάδος Πειραιώς
όπου ἐναπετέθη μέχρι να έλθει η ώρα αναχωρήσεως
τού πλοίου για την Αίγινα

 

 


Ο Τάφος τού Αγίου στην Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος στην Αίγινα.

Η ανακομιδή των Ιερών λειψάνων του έγινε στις 3 Σεπτεμβρίου του 1953 μ.Χ. και στις 20 Απριλίου του 1961 μ.Χ. με Πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, διακηρύχτηκε Άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

 

 

Ιερά Λείψανα

Η Κάρα και τα περισσότερα Λείψανα του Αγίου φυλάσσονται στη Μονή Αγίας Τριάδος Αιγίνης.

Λείψανο του Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως
στην Ιερά Μονή Αγίου Παύλου, Άγιον Όρος


Απότμημα Λειψανου του Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως
στην Ιερά Μονή Μεγάλου Σπηλαίου Καλαβρύτων

Ένας αστράγαλος του Αγίου βρίσκεται στο ομώνυμο Προσκύνημα Καμάριζας Λαυρίου.


Ένας σπόνδυλος του Αγίου βρίσκεται στο ομώνυμο Προσκύνημα Χανίων Κρήτης.

Η ανακήρυξή του σε Άγιο

Ο Νεκτάριος δεν ανακηρύχθηκε Άγιος αμέσως όταν πέθανε. Χρειάστηκε να περάσουν 40 χρόνια και στις 20 Απριλίου του έτους 1961 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας, έκρινε πως έπρεπε να τον ανακηρύξει σε Άγιο, καθώς είχε πραγματοποιήσει πολλά μεγάλα έργα πάνω στη Θρησκεία και στην Εκκλησία. Η απόφαση αυτή προκάλεσε πολλές συζητήσεις και σχόλια, καθώς τότε βρίσκονταν στη ζωή πολλοί άνθρωποι οι οποίοι είχαν ζήσει από κοντά το Νεκτάριο και πίστευαν πως ο Αθηναγόρας το έκανε αυτό μόνο για να φάει λεφτά και για κανέναν άλλο σκοπό. Με την ανακήρυξή του Νεκταρίου Κεφαλά σε Άγιο, ο Αθηναγόρας αποφάσισε ακόμα πως οι άντρες και οι γυναίκες που φέρουν τα ονόματα Νεκτάριος και Νεκταρία θα εορτάζουν την ονομαστική τους εορτή στις 9 Νοεμβρίου κάθε χρόνο. Μέχρι τότε αυτά τα ονόματα εόρταζαν στις 11 Ιουλίου.

 

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Σηλυβρίας τὸν γόνον καὶ Αἰγίνης τὸν ἔφορον, τὸν ἐσχάτοις χρόνοις φανέντα ἀρετῆς φίλον γνήσιον, Νεκτάριον τιμήσωμεν πιστοί, ὡς ἔνθεον θεράποντα Χριστοῦ, ἀναβλύζει γὰρ ἰάσεις παντοδαπὰς τοῖς εὐλαβῶς κραυγάζουσι. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ θαυματώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίως ἐβίωσας, ὡς Ἱεράρχης σοφός, δοξάσας τὸν Κύριον, δι’ ἐναρέτου ζωῆς, Νεκτάριε Ὅσιε. Ὅθεν του Παρακλήτου, δοξασθεὶς τῇ δυνάμει, δαίμονας ἀπελαύνεις, καὶ νοσοῦντας ἰᾶσαι, τους πιστῶς προσιόντας, τοῖς θείοις λειψάνοις σου.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Ὀρθοδοξίας τὸν ἀστέρα τὸν νεόφωτον, καὶ Ἐκκλησίας τὸ νεόδμητον προτείχισμα Ἀνυμνήσωμεν καρδίας ἐν εὐφροσύνῃ. Δοξασθεὶς γὰρ ἐνεργείᾳ τῇ τοῦ Πνεύματος. Ἰαμάτων ἀναβλύζει χάριν ἄφθονον τοῖς κραυγάζουσι· χαίροις Πάτερ Νεκτάριε.

Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν ταφον σου Σωτὴρ.
Ὡς ἥλιος λαμπρός, ἐν ἐσχάτοις τοῖς χρόνοις, ἀνέτειλας ἡμῖν, τῇ ὁσίᾳ ζωῇ σου, Νεκτάριε Ὅσιε, καὶ πρὸς δόξαν καὶ αἴνεσιν, πάντας ἤγειρας, Χριστοῦ τοῦ πάντων Δεσπότου, τοῦ σὲ δείξαντος, δεδοξασμένον σε Πάτερ, θαυμάτων δυνάμεσι.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν καθαρότητα, τῆς πολιτείας σου, καὶ τὴν εὐθύτητα, Πάτερ τῶν τρόπων σου, ὡς προσφορὰν πνευματικήν, δεξάμενος ὁ Δεσπότης, ἰαμάτων κρήνην σε, ἐν Αἰγίνῃ ἀνέδειξε, τοῖς πιστῶς προστρέχουσι, τοῖς ἁγίοις λειψάνοις σου, τοῖς νέμουσιν ὀσμὴν οὐρανίαν, πᾶσι καὶ θείαν εὐωδίαν.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ὀρθοδόξων δογμάτων ἑρμηνευτής, διδαχῶν θεοφθόγγων ὑφηγητής, δεικνύμενος Ὅσιε, Ἱεράρχης ὡς ἔνθεος, τῶν εὐσεβῶν ῥυθμίζεις, ἐνθέως τὸ φρόνημα, πρὸς θεϊκὴν ἀγάπην, καὶ τρίβον σωτήριον. Ὅθεν ἐν Αἰγίνῃ, θεοφρόνως ἐγείρεις, Μονὴν σεπτὴν Ὅσιε, εἰς ψυχῶν περιποίησιν, Θεοφόρε Νεκτάριε· ἐν ᾗ Μοναζουσῶν ἡ πληθύς, τὰ σεπτά σου προσκυνοῦσα λείψανα, εὐλαβῶς ἑορτάζει, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀρετῆς διανύσας τὸν δρόμον Ὅσιε, θεοπρεπῶς μετετέθης πρὸς τὴν ἀγήρω ζωήν, καὶ ἁγίων κοινωνὸς ὤφθης Νεκτάριε, μεθ’ ὧν πρέσβευε ἀεί, τῷ Παντάνακτι Χριστῷ, δοθῆναι πταισμάτων λύσιν, καὶ ψυχικὴν σωτηρίαν, τοῖς ἑορτάζουσι τὴν μνήμην σου.

 

 

Ὁ Οἶκος
Ἄνθρωπος οὐρανόφρων, ἀνεδείχθης ἐν κόσμῳ, Νεκτάριε Χριστοῦ Ἱεράρχα· ζωὴν γὰρ ὁσίαν διελθών, ἀκέραιος ὅσιος καὶ θεόληπτος, ἐν πᾶσιν ἐχρημάτισας· ἐντεῦθεν παρ’ ἡμῶν ἀκούεις.

Χαῖρε δι’ οὗ οἱ πιστοὶ ὑψοῦνται,
χαῖρε δι’ οὗ ἐχθροὶ θαμβοῦνται.
Χαῖρε τῶν Ὁσίων Πατέρων ἐφάμιλλος,
χαῖρε Ὀρθοδόξων ὁ θεῖος διδάσκαλος.
Χαῖρε οἶκος ἁγιώτατος ἐνεργείας θεϊκῆς,
χαῖρε βίβλος θεοτύπωτος πολιτείας τῆς καινῆς.
Χαῖρε ὅτι ἀρτίως ἡμιλλήθης Ἁγίοις,
χαῖρε ὅτι ἐμφρόνως ἐχωρίσθης τῆς ὕλης.
Χαῖρε λαμπρὸν τῆς Πίστεως τρόπαιον,
χαῖρε σεπτὸν τῆς χάριτος ὄργανον.
Χαῖρε δι’ οὗ Ἐκκλησία χορεύει,
χαῖρε δι’ οὗ νῆσος Αἴγινα χαίρει.
Χαίροις Πάτερ Νεκτάριε.

 

Ζωντανό θαύμα του Αγίου Νεκταρίου στην Αίγινα,
τη μέρα της γιορτής του


Ο νέος Ιερός Ναός τού Αγίου κάτω από την Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος
– Αγλιου Νεκταρίου στην Αίγινα


Όπως όλοι οι προσκυνητές έτσι και η Σταυρούλα έβγαλε φωτογραφίες στο κινητό της τον Άγιο Νεκτάριο, σε στάση νεκρού με τα κλειστά μεταλλικά μάτια. Βγαίνει ο Άγιος σε δύο στάσεις με κλειστά μάτια, όπως είναι πάντοτε και μετά αλλάζει όψη.
Στην τρίτη φωτογραφία, την ίδια στιγμή στο ίδιο κινητό ανοίγει τα μάτια με χαμόγελο και χρώμα όπως δείχνουν οι φωτογραφίες. Η συγκίνηση μεγάλη μέσα και έξω από το ναό.
Το γεγονός που συνέβη δοθηκε στην έγκριτη εφημερίδα “Ροδιακή”, για να ενισχυθεί η πίστη και η εμπιστοσύνη των χριστιανών στις δύσκολες μέρες που περνάμε σαν κράτος και προσωπικά ο καθένας μας.
Στο ναό της Αγίας Ειρήνης-Τριών Ιεραρχών στο Παν/μιο Αιγαίου Ρόδου υπάρχουν οι αυθεντικές φωτογραφίες του θαύματος. Αυτές είδανε οι 5 αρχιερείς, οι κληρικοί, ο κόσμος και οι Μοναχές του προσκυνήματος.

Πρωτοπρεσβύτερος
Κυριάκος Μανέττας
κληρικός-εκπαιδευτικός
εφημέριος Ιερού Ναϋδρίου Αγίας Ειρήνης-Τριών Ιεραρχών Παν/μίου Αιγαίου Ρόδου.
Τηλ. επικοινωνίας 22410-67444.

2 Σεπτεμβρίου 2015 στην Αίγινα:

Εδώ βρίσκεται η λάρνακα με τον άγιο λείψανο του δεξιού χεριού του Αγίου Νεκταρίου. Έβλεπα όμως επί ώρα κάποιοι να φωτογραφίζουν και ρώτησα γιατί.

«Σαν τέτοια μέρα ανοίγει η λάρνακα – μου είπαν – και στη γιορτή του επίσης. Κάποτε ο Άγιος άνοιξε τα μάτια του, κι όλα αυτά τα χρόνια πάντα κάτι κάνει τέτοια ημέρα».

«Φωτογραφίζουν λοιπόν για να δουν τα μάτια του Αγίου ανοιχτά; Μα πως γίνεται αυτό; Ας μη σκέφτομαι» είπα μέσα μου. «Με ενοχλεί να βλέπω κόσμο να φωτογραφίζει μέσα σε έναν Ιερό Ναό, πόσο μάλιστα έναν Άγιο». Όμως δεν το απέφυγα. Μισή ώρα μετά, πλησίασα κι εγώ, στάθηκα πάνω από τη λάρνακα και τράβηξα τέσσερις φωτογραφίες.

«Τι βγήκε, τι βγήκε με ρωτούσαν. Άνοιξε τα μάτια του;»
«Όχι» απάντησα. «Να, δείτε».
Και στις τέσσερις φωτογραφίες ο Άγιος είχε τα μάτια του κλειστά.

Για να μη ξαναμπώ στον πειρασμό, έκλεισα το τηλέφωνο, για να το φορτίσω σε μία πρίζα που ήταν δίπλα μου. Έτσι θα μπορούσα να αφοσιωθώ στην ολονύχτια. 20 λεπτά όμως κράτησε η χάρη της σιωπής μου.

Μετά τα 20 λεπτά άνοιξα το τηλέφωνο: Ήθελα να σβήσω τις φωτογραφίες που τράβηξα και να κρατήσω μόνο τη μία. Στις τέσσερις δηλαδή φωτογραφίες, θα κρατούσα μόνο τη μία, έτσι, για ευλογία… Αυτό μου ήρθε ξαφνικά να κάνω. Είμαι λίγο ιδιόρρυθμη μερικές φορές. Μα ως εισηγήτρια και σύμβουλος Δημιουργικής Σταδιοδρομίας, δεν θα μπορούσα να «σταθώ» εάν πρώτη δεν έμπαινα στα βαθιά νερά του ποταμού της ζωής για να κολυμπήσω. Άθελα μου ή μη, έγινε, και συνεχίζει…

Και είδα την πρώτη φωτογραφία του Αγίου με τα μάτια κλειστά όπως την είχα ξαναδεί.

Και είδα τη δεύτερη φωτογραφία του Αγίου με τα μάτια κλειστά όπως την είχα ξαναδεί.

Και είδα μετά και την τρίτη φωτογραφία του Αγίου,
κι αντίς να είναι τα μάτια του κλειστά όπως τα είχα ξαναδεί,
ήτανε τώρα ορθάνοιχτα.

Πάγωσα. Την κοιτούσα επίμονα. Και προχώρησα μετά και στην τέταρτη φωτογραφία, με την καρδιά να χτυπάει σε όλο μου το κορμί, και την αγωνία για το τι θα αντικρίσω. Χλόμιασα. Και σε αυτή τη φωτογραφία ο Άγιος είχε τα μάτια του ανοιχτά! Τα μάτια μου κόλλησαν επάνω του.

Πως μέσα σε μία πραγματικότητα μιζέριας και κούρασης, κοιτούσαν τα άθλια μάτια μου τα δικά του ιερά μάτια;;; Βούρκωσαν μπρος σε ένα κινητό που ξάφνου είχε μετατραπεί σε «είσοδο» για την ολοζώντανη ιερή Παρουσία. Πόσο ανίκανα ήταν αυτά τα γεμάτα αμφιβολία μάτια μου, να βλέπουν τώρα με σάρκα και οστά τη «ζωή» που παρουσιάστηκε μπρος μου και στην τέταρτη εικόνα;

Γύρω μου ανάσες πολλές και φωνές. Είχαν καταλάβει και μαζεύτηκαν πάνω απ’ το κινητό. Κι ήρθαν μετά «μοναχές», και είδαν κι αυτές. Ήρθε και η Γερόντισσα, και είδε κι αυτή. Και κόσμος ήρθε πολύς, κι έβαζαν το χέρι τους στο σαγόνι και δόξαζαν τον Κύριο…

Και μετά… άρχισα να βγάζω φωτογραφίες με χαρά,
για να γνωρίζομαι πιότερο με τον Άγιο,
και γιατί χαιρόμουν να τον βλέπω να… «μας» αποκαλύπτεται.

Δεν ένιωσα πως εγώ ήμουν η «άξια» για όλο αυτό, ή ότι συνέβη γιατί είμαι άνθρωπος καλός, μήτε ότι συνέβη γιατί είμαι άνθρωπος που αμφιβάλλει με το παραμικρό.
Ένιωσα όμως πάρα πολύ έντονα πως ήμουν απλά το «μέσον». Όπως ένα γράμμα. Το βάζουμε μέσα σε έναν φάκελο και το στέλνουμε. Εάν ο φάκελος δεν χωράει το γράμμα, θα τσαλακώσει, και πως θα φτάσει; Και άραγε, ήμουν ένας φάκελος που χωρούσε το «γράμμα» ή ένας άγνωστος ταχυδρόμος; Σίγουρα όμως δεν ήμουν κάτι το ξεχωριστό. Μου είναι παντελώς αδιανόητο να πιστέψω κάτι τέτοιο. Η ομολογία μου στο Σμαράγδι, δεν είναι τυχαία. Έτσι ένιωσα και έτσι έκανα. Η καθοδήγηση του πνευματικού μου άλλωστε, στάθηκε καθοριστική. Ήρθε το μήνυμα για όλους, και για εμένα φυσικά. Σας το παρουσίασα λοιπόν έτσι όπως το έγραψε η ψυχή μου κι όχι μία λογοτεχνική ή δημοσιογραφική πένα. Βέβαια, περιττό να σας πω, ότι τράβηξα μετά κι άλλες φωτογραφίες τον Άγιο, και σε κάποιες είχε τα μάτια ανοιχτά και σε κάποιες όχι.

Σκέφτηκα όμως σε μια στιγμή πως «εάν πράγματι είναι έτσι, γιατί να μη συμβεί και κάτι άλλο;» Δεν ήξερα τι ήταν αυτό που σκέφτηκα σε χρόνο μηδέν, μα τα μάτια μου κατευθύνθηκαν και στο υπόλοιπο σώμα του Αγίου στη λάρνακα. Και ναι, τράβηξα φωτογραφία το σώμα του όλο, και είδα…


Το λείψανο που ήταν τοποθετημένο στο δεξί χέρι,
συνέχιζε τώρα ως πάνω στον ώμο, και όχι μόνο.
Το λείψανο εμφανίστηκε και στην αριστερή του πλευρά!!!

Μπρος στην ατελείωτη άγνοια μου, όλα τώρα ήταν διαφορετικά…

Πως μπορούμε και ζούμε με τόσο κενό, σε τόσο κενό;
Πως μπορούμε και ζούμε με τόση απιστία, σε τόση απιστία;
Πως μπορούμε και ζούμε με τόση περηφάνια για τον εαυτό μας και όλα τα γήινα που αποκτάμε;
«Ας ήταν τα μάτια μου να μην ξαναδούν τούτο το φως της ημέρας, αν έβλεπαν μιαν ακτίνα μόνο από το Φως Εκείνου…
Ας ήταν τα χείλη μου να μην ξανανοίξουν, αν άνοιγαν για ένα και μόνο ωραίο να πουν, που θα έκανε καλό σε εμένα και τον κόσμο…
Ας ήταν η πένα μου να στέρευε, αν έγραφε μόνο με μία σταγόνα, κάτι που θα είχε τη μεγάλη και διαχρονική αξία στην ψυχή που παραμελούμε…»

Ξημέρωσε. Ανήμερα της εορτής… Η ολονύχτια τελείωσε. Το φως του ήλιου αγκάλιασε το μοναστήρι. Σαν από όνειρο βγήκα και πήγα στον ξενώνα να κλείσω για λίγο τα μάτια μου γιατί μετά ξεκινούσε η θεία λειτουργία. Με πήρε όμως ο ύπνος και δεν πρόλαβα πολλά. «Αν είναι δυνατόν. Κοντεύει 10. Δηλαδή αν δεν κοιμόμουν τι θα γινόταν;» Τα έβαλα με τον εαυτό μου για τα καλά. «Είδες και τα μάτια του Αγίου ανοιχτά, κι εσύ κοιμήθηκες άθλια ζωή;;;» έλεγα τρέχοντας να προλάβω τα τελευταία αντίδωρα…

Στο δρόμο όμως με σταματούσαν πολλοί. «Δείξτε και σε εμάς» μου έλεγαν.
«Για όλους συνέβη αυτό» απαντούσα. Είχε μαθευτεί. Ξέρανε. Και μετά ξεθάρρεψα κι έλεγα «ελάτε κι εσείς να δείτε», για όλους συνέβη. Απλά, έτυχε σε εμένα. Δεν έχει σημασία αυτό. Αυτοί τη στιγμή που βλέπετε, είναι σα να έγινε και σε εσάς».,

Το πολύ χαρούμενο νέο όμως μέσα σε όλη αυτή τη χαρά, ήταν που… υπήρξαν και άλλοι άνθρωποι που έβλεπαν τον Άγιο να μισοανοίγει τα ματάκια του ή να χαμογελά. Άκουγα που το έλεγαν… Και με τα μάτια μου είδα επίσης φωτογραφία με τα μάτια ανοιχτά του Αγίου, και σε άλλη κοπέλα. Έτσι ένιωθα πιο καλά. Όσο για τις «μοναχές» εκεί, σας λέγω πως ζουν μέσα στα θαύματα της γλυκιάς ταπείνωσης, πιστές στο έργο της ψυχής και στον Αγώνα.

Μπήκα στον Ιερό Ναό της Αγίας Τριάδας για… τα τελευταία αντίδωρα. Η εκκλησία άδειαζε… Πήγα μετά στη λάρνακα. Κάτι με τράβηξε πάλι να φωτογραφήσω.

Βεβαίως σας παρουσιάζω και αυτές τις πρωινές εικόνες, που είναι τώρα διαφορετικές…

Δεν έχω κάτι άλλο να πω. Δεν έχω να σχολιάσω. Δεν έχω να κρίνω ή να επιβραβεύσω. Τίποτα δεν ανήκει σε εμένα. Μα αν ήταν να ξαναγεννηθώ, θα ζούσα διαφορετικά. Μπορώ όμως να ξαναγεννηθώ μαζί με την γένεση της νέας ημέρας που χαράζει… έστω κι αν κρατώ στα χέρια μου τα… τελευταία αντίδωρα…

καταθέτω την ομολογία μου και την εμπειρία μου αυτή…

Έφη Πασχάλη

 

 

 

Οσία Ματρώνα

 

 

Ζωῆς μελλούσης ἀξιοῦται Ματρῶνα,
Ὡς ἐν βίῳ ζήσασα ταύτης ἀξίως.

Βιογραφία

Η Οσία Ματρώνα έζησε στα χρόνια των βασιλέων Μαρκιανού (450 – 457 μ.Χ.) και Λέοντα Θρακός ή Μακέλλη (457 – 474 μ.Χ.). Καταγόταν από την Πέργη της Παμφυλίας και ανατράφηκε από γονείς πλούσιους και ευσεβείς.

Σε κατάλληλη ηλικία παντρεύτηκε με κάποιο Δομέτιο (κατ’ άλλους Δομετιανό), με τον όποιο απόκτησε μια κόρη και κατά τα χρόνια του Λέοντα του Θρακός ήλθαν οικογενειακά στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί συνδέθηκε με μια ευσεβή γυναίκα, την Ευγενία, και σύχναζε στους ιερούς ναούς, ποθώντας να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στη λατρεία του θείου. Έτσι εγκατέλειψε τον σύζυγο της, και την κόρη της αφού την εμπιστεύθηκε σε κάποια Σωσάννα, κατέφυγε στη Μονή του Βασιανού (βλέπε 10 Οκτωβρίου), μεταμφιεσμένη με το όνομα Βαβύλας.

Αλλά καταζητούμενη από τον άνδρα της και αφού αποκαλύφθηκε το φύλο της, στάλθηκε από τον Βασιανό σε γυναικεία Μονή των Ιεροσολύμων. Κατόπιν αναχώρησε και από ‘κει και πολλά μέρη αφού επισκέφθηκε, γριά πλέον, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Τοποθετήθηκε από τον Βασιανό σε ιδιαίτερο μέρος (της Ματρώνης ονομαζόμενο αργότερα), όπου έκτισε Μονή, στην οποία μαζεύτηκαν αρκετές μοναχές. Στη Μονή αυτή λοιπόν, έζησε με μεγάλη αρετή και πνευματική τελειότητα.

Απεβίωσε ειρηνικά σε ηλικία 100 χρονών.

Мощехранителница на Св. Матрона Константинополска от 1798 г., изработена от сребро с позлата, скъпоценни камъни, емайл филигран. Днес в Националния исторически музей (НИМ) в София.
Σκήνωμα του Αγίου Ματρόνια της Κωνσταντινούπολης από το 1798, από ασήμι με επιχρύσωση, πολύτιμες πέτρες, φίλντισμα σμάλτου. Σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο (NIM) στη Σόφια.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστὸν ἀγαπήσασα, τῶν ἀγαθῶν τὴν πηγήν, Ἀγγέλων ἐζήλωσας, μετὰ σαρκὸς τὴν ζωήν, Ματρώνα θεόπνευστε, σὺ γὰρ συνεύνου φίλτρον, παραδίδουσα ἐμφρόνως, ἤσχυνας τὸν Βελίαρ, τῷ πανσόφῳ σου τρόπω, διὸ τῆς ἀκατάλυτου δόξης ἠξίωσαι.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοὶ Μῆτερ ἀκριβῶς διεσώθη τὸ κατ᾽ εἰκόνα· λαβοῦσα γὰρ τὸν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καὶ πράττουσα ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μὲν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διὸ καὶ μετὰ Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὁσία Ματρώνα τὸ πνεῦμά σου.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τὸ σῶμα τὸ σόν, νηστείαις κατατήξασα, ἐν μέσῳ ἀνδρῶν, Ματρῶνα κατοικήσασα, προσευχαῖς σχολάζουσα, τὸν Δεσπότην ἐνθέως ἐθεράπευσας, δι’ ὃν πάντα κατέλιπες, ὁσίως τὸν βίον διανύσασα.

Ὁ Οἶκος
Ἄνοιξόν μου τὸ στόμα Χριστέ μου, ἀνυμνῆσαι καὶ λέγειν τοὺς ἀγῶνας τῆς σῆς Ὁσίας Φιλάνθρωπε, ὅπως τὰ πάντα καταλιποῦσα, καὶ ποθήσασα μόνον σε τὸν Νυμφίον, τὸν ἐπὶ γῆς ὡς φθαρτὰ ἐλογίσατο ἅπαντα, καὶ τὸν τύπον τοῦ ζωηφόρου Σταυροῦ ἐν ἑαυτῇ τυπώσασα, δαιμόνων θράση κατήργησε, καὶ εἰς τέλος αὐτοὺς ἐξηφάνισεν, ὁσίως τὸν βίον διανύσασα.