ΕΑΝ ΘΕΛΕΤΕ
ΕΠΙΣΚΕΘΦΕΙΤΕ
ΤΙΣ ΠΑΡΑΚΑΤΩ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΕΣ ΞΕΝΕΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ
ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΛΑΡΙΩΝΟΣ
(σελίδες 82 – 136 )
Ο Όσιος Ιλαρίων ο Μέγας
Прп. Иларион.
Тзортзи (Зорзис) Фука. Фреска. Афон (Дионисиат). 1547 г.
Όσιος Ιλαρίων ο Μέγας.
Τοιχογραφία (Fresco) τού έτους 1547 μ.Χ.
στην Ιερά Μονή Διονυσίου Αγίου Όρους
έργο τού αγογράφου Τζώρτζη (Ζώρζη) Φουκά
Ἐν δάκρυσι πρὶν καὶ πόνοις σπείρας κάτω,
Ἱλαρίων θέριζε νῦν χαίρων ἄνω.
Ὕστατα Ἱλαρίων κοιμήσατο εἰκάδι πρώτῃ.
Βιογραφία
Ο ισάγγελος αυτός άγιος, σύγχρονος των Μεγάλων Βασιλέων και Ισαποστόλων Κων/τίνου και Ελένης, γεννήθηκε, τό έτος 291 μ.Χ. στην κωμόπολη της Παλαιστίνης τη Θαβαθά, που βρίσκεται πέντε περίπου μίλια μακριά απο την αρχαία πόλη των Φιλισταίων, τη Γάζα. Οι γονείς του, πλούσιοι ειδωλολάτρες φρόντισαν από νωρίς να δώσουν στο παιδί τους μια ξεχωριστή μόρφωση. Γ’ αυτό κι από μικρό έσπευσαν να τον αποχωρισθούν και να τον στείλουν στην Αλεξάνδρεια, που ήταν τότε ένα μεγάλο κέντρο Ελληνικών σπουδών. Σε μια από τις ονομαστές Σχολές της πόλεως αυτής φρόντισε ο μικρός Ιλαρίων να εγγραφεί και μ’ ενδιαφέρον να παρακολουθήσει τα μαθήματα της. Ο πόθος του όμως να γνωρίσει την αλήθεια οδήγησε κάποτε τα βήματα του και σε χριστιανικές συγκεντρώσεις.
Прп. Иларион Великий.
Фреска. 1176-1180 гг.
Роспись трапезной мон-ря ап. Иоанна Богослова на о-ве Патмос.
Όσιος Ιλαρίων.
Τοιχογραφία τῆς Τράπεζας (Fresco) μεταξύ τών ετών 1176 – 1180 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου τού Θεολόγου Πάτμος
Святой Преподобный Иларион Великий.
Фреска 1610-е – 1620-е годы.
церкви Преображения Господня в Палехори, Кипр.
Ο Άγιος Ιλαρίων ο Μέγας.
Τοιχογραφία (Fresco) μεταξύ τών ετών 1610 – 1620 μ.Χ.
στον Ιερό Ναό τής Μεταμορφώσεως του Κυρίου
στο Παλαιχώρι, Κύπρος.
Святой Преподобный Иларион Великий.
Фреска . XIII век.
монастыря Милешева (Милешево), Сербия
Ο Άγιος Ιλαρίων ο Μέγας.
Τοιχογραφία (Fresco) τού 13ου αιώνα μ.Χ.
στην Ιερά Μονή Μιλησέβου (Mileshevo) (Ορθόδοξο μοναστήρι της Σερβίας στον ποταμό Mileshevtse, κοντά στην Priepola , που ιδρύθηκε από τον πρίγκιπα Στέφαν Βλάνισλαβ το 1218-1219. Το σύνολο των τοιχογραφιών της Εκκλησίας της Αναλήψεως στην Milesheva είναι ένα από τα αριστουργήματα της Σερβικής τέχνης του Μεσαίωνα).
Прп. Иларион Великий.
Роспись 1348-1350 гг.
ц. Вознесения мон-ря Дечаны, Косово и Метохия.
Όσιος Ιλαρίων.
Τοιχογραφία τού έτους 1348 – 1350 μ.Χ.
στόν Ιερό Ναό τού Χριστού Παντοκράτορα
τήςἹεράς Μονής Βισόκι Ντέτσανι. Κοσσυφοπέδιο. Σερβία.
Святой Преподобный Иларион Великий.
Фреска . Ο Άγιος Ιλαρίων ο Μέγας.
Τοιχογραφία (Fresco)
Минея – Октябрь (фрагмент). Икона. Русь. Начало XVII в. Церковно-Археологический Кабинет Московской Духовной Академии.
Μηναῖο – Οκτώβριος (τεμάχιο). Εἰκονίδιο στίς ἀρχές τοῦ 17ου αἰώνα μ.Χ. στήνἘκκλησία καί τό Αρχαιολογικό Μουσεῖο τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας τῆς Μόσχας .
Прп. Иларион.Миниатюра 985 г.
Минология Василия II. Константинополь.
Ватиканская библиотека. Рим.
Όσιος Ιλαρίων. Μικρογραφία (Μινιατούρα) τού έτους 985 μ.Χ.
στό Μηνολόγιο τοῦ Βασίλειος Β ‘. Κωνσταντινούπολη.
Τώρα εὑρίσκεται στήν Βιβλιοθήκη τοῦ Βατικανοῦ. Ρώμη
Η ζωή των χριστιανών, η ευγένεια κι η καλοσύνη τους, το ενδιαφέρον τους να εξυπηρετήσουν τους άλλους με κάθε ανιδιοτέλεια και προθυμία του έκαμαν απ’ την πρώτη στιγμή ξεχωριστή εντύπωση. Αλλά και τα αγνά ήθη κι έθιμα τους κι η όλη τους αρετή του σκλάβωσαν την ψυχή κι άναψαν μέσα του θερμό τον ζήλο να γνωρίσει καλύτερα την πηγή της τροφοδοσίας τους. Έτσι ο φιλομαθής νέος επεδίωξε να έρθει σ’ επαφή με σημαίνοντας χριστιανούς κι από υπεύθυνα πρόσωπα να μάθει τις επιταγές της νέας πίστεως. Ο ενθουσιασμός του για όσα άκουε κι ο ζήλος του να γνωρίσει περισσότερα, προχωρούσε μέρα με τη μέρα για να καταλήξει κάποτε στην αποδοχή της νέας θρησκείας και να βαπτισθεί.
Η χαρά κι η ευτυχία του αγνού νέου την ήμερα εκείνη, που φόρεσε τον λευκό χιτώνα του βαπτίσματος, υπήρξε αφάνταστα μεγάλη. Μια απόδειξη τούτης της χαράς είναι κι η πλούσια χρηματική προσφορά του για χάρη των πτωχών αδελφών του Χριστού.
Με την είσοδο του στην Εκκλησία του Θεού ο νεοπροσήλυτος χριστιανός ρίχτηκε με πιο πολύ κέφι στον αγώνα. Η Αγία Γραφή γίνηκε ο αγαπημένος του σύντροφος κι η ζωή των ενάρετων ανδρών, που μελετούσε στα ιερά κείμενα, ήταν εκείνη που προσπαθούσε κι ο ίδιος να μιμηθεί κι ακολουθήσει. Η πνευματική ζωή τον συνείχε κυριολεκτικά. Πόθος του ένας:
Ν’ αποχωρισθεί από καθετί που θα τον κρατούσε δεμένο με τα υλικά, τα γήινα κι ελεύθερος να τραβήξει τον δύσκολο, μα ευλογημένο δρόμο, που φέρει τον άνθρωπο στον ουρανό.
Αυτή την εποχή στην Αλεξάνδρεια και σ’ όλη την Αίγυπτο κυριαρχούσε η φήμη του Μεγάλου Αντωνίου. Μορφωμένοι κι αγράμματοι μιλούσαν με σεβασμό για τη θεοσέβεια του ξακουστού ασκητή. Κοντά σ’ αυτόν ο ζηλωτής νέος πεθύμησε να μαθητεύσει έστω και για λίγο.
Χωρίς να χάσει καιρό ένα πρωί άφησε την πολυθόρυβη πόλη και τράβηξε στην έρημο. Βρήκε τον άγιο ερημίτη κι έμεινε κοντά του αρκετό καιρό. Στο διάστημα αυτό σαν τη μέλισσα ρούφηξε από τον καθηγητή της ασκήσεως ό,τι καλό μπόρεσε να δει και ν’ ακούσει με αποτέλεσμα η καρδιά του να σκλαβωθεί ακόμη περισσότερο από την αγάπη της άλλης, της μακαριάς ζωής.
Πλησίον στον πολύπειρο αγωνιστή του καλού και της αρετής έμαθε ο αγνός νέος να ζει σε μια θεϊκή ανάταση. Η ζωντανή προσευχή, η προσεκτική μελέτη, η ανάλογη περισυλλογή κι ο αυστηρός αυτοέλεγχος ήταν η καθημερινή απασχόληση του. Με τα μέσα τούτα τα πνευματικά ο ζηλωτής νέος αγωνίστηκε ν’ αυξήσει τις διανοητικές του δυνάμεις και να αποκτήσει σιγά-σιγά τα εφόδια που χρειαζόταν για τους κατοπινούς του αγώνες. Εδώ συνήθισε ακόμη ν’ αξιοποιεί τον χρόνο του και να ιεραρχεί
τις ανάγκες του. Έτσι έγινε ένας θεοκεντρικός άνθρωπος. Κύριο σκοπό της υπάρξεως του έβαλε ν’ αρέσει στον Θεό. Κι όλες του οι δυνάμεις, όλες του οι προσπάθειες, όλοι του οι αγώνες σε τούτο και μόνο στράφηκαν: Στο πώς να καλλιεργήσει μέσα του το «κατ’ εικόνα», για να επιτύχει «το καθ’ ομοίωσιν». Στο πώς ν’ αναπτύξει τα χαρίσματα με τα οποία τον επροίκισε ο Πανάγαθος Θεός, για να επιτύχει να γίνει κάποια μέρα γνήσια εικόνα του Θεού. Ένας αληθινός άνθρωπος αρετής. Ένας άγιος.
Με τούτη την απόφαση και τούτο τον πόθο και σκοπό ως θησαυρό πολύτιμο στην ψυχή του αποχαιρέτησε κάποιο πρωινό τον πνευματικό του πατέρα και καθοδηγητή της ερήμου Αντώνιο και πήρε τον δρόμο της επιστροφής στην πατρίδα του. Ποθούσε να δει τους γονείς του, γιατί έμαθε πώς δεν ήσαν καλά στην υγεία. Κι ακόμη ήθελε να τακτοποιήσει και μερικά περιουσιακά στοιχεία, που ήσαν εκκρεμή.
Σαν έφθασε, πήγε και κτύπησε την πόρτα του σπιτιού του. Κάποιος γείτονας που άκουσε το κτύπημα, βγήκε και του είπε πως τόσο ο πατέρας όσο κι η μητέρα του είχαν εδώ κι αρκετό καιρό φύγει από τούτο τον κόσμο. Λυπημένος ο φιλόστοργος νέος κι ακολουθούμενος από τον γείτονα τράβηξε προς το κοιμητήριο. Πάνω από το χώμα του τάφου που σκέπαζε τ’ αγαπημένα πρόσωπα, γονάτισε. Για ώρες έμεινε εκεί προσευχόμενος με ιερή κατάνυξη.
Στην πατρίδα του ο εραστής της αγγελικής ζωής δεν στάθηκε για πολύ. Αφού μοίρασε την πατρική περιουσία στους πτωχούς κι αποχαιρέτησε τους γνωστούς, ανεχώρησε. Γεμάτος αποφασιστικότητα προχώρησε για την εκπλήρωση του ιερού σκοπού του. Τα λόγια του θείου Παύλου «εμοί κόσμος εσταύρωται κάγώ τω κόσμω» (Γαλατ. στ’, 14) αντηχούσαν δυνατά μέσα του και του γέμιζαν την ψυχή από αληθινή ευτυχία. Όλος ο κόσμος με τις δόξες και τις τιμές μα και τα Πλούτη και τις ηδονές κι όλα τα θέλγητρα του σταυρώθηκαν και νεκρώθηκαν για τον ευγενικά νέο. Τίποτα απ’ αυτά δεν μπορούσε να τον τραβήξει ή να τον συγκινήσει. Μα και κανένα άλλο από εκείνα που λέγονται αγαθά του κόσμου τούτου, δεν ήταν δυνατό να τον δελεάσει και να του μεταλλάξει την αγάπη και την αφοσίωση του στον Σωτήρα Χριστό. Καύχηση και χαρά του ήταν μόνο Αυτός, που πέθανε πάνω στον σταυρό για τις αμαρτίες του, μα και για τις αμαρτίες όλων εκείνων που θα πίστευαν σ’ Αυτόν. Το όνομα Του ανέλαβε να κηρύξει. Και το κηρύττει παντού.
«Ούκ εστίν εν άλλω ουδενί η σωτηρία• ουδέ γαρ όνομα εστίν έτερον υπό τον ουρανόν το δεδομένον εν ανθρώποις εν ω δεί σωθήναι ημάς» (Πράξ. δ’, 12). Κανένα άλλο πρόσωπο δεν μπορεί να μας εξασφαλίσει τη σωτηρία. Κανένα άλλο όνομα δεν έχει δοθεί από μέρους του Θεού, που να μπορεί να μας σώσει. Μόνο ο Χριστός είναι ο αληθινός Σωτήρ. Σ’ Αυτόν ας πιστέψουμε όλοι. Αυτά με παρρησία και ζωντάνια κηρύττει παν τού ο νέος Ιεραπόστολος. Και το κήρυγμα του συγκινεί κι ενθουσιάζει. Μα και πείθει και οικοδομεί. Ένα μεγάλο ποσοστό από τους ειδωλολάτρες που κατοικούσαν στις περιοχές εκείνες της Γάζας και της Νότιας Παλαιστίνης δέχτηκαν το κήρυγμα της σωτηρίας χάρη στον άγιο κι έγιναν χριστιανοί. Αλλά κι οι αιρετικοί που ζούσαν στα μέρη εκείνα, στο πρόσωπο του οσίου βρήκαν τον σθεναρό κι ακαταμάχητο πρόμαχο της Ορθοδοξίας.
Αφού για ένα χρονικό διάστημα ο ζηλωτής εργάτης του Ευαγγελίου ασχολήθηκε με το ιεραποστολικό έργο, κατόπιν αποσύρθηκε στην αγαπημένη του έρημο. Εκεί κοντά στο λιμάνι του Μαϊουμά προχώρησε κι έστησε το ησυχαστήριο του. Τριάντα επτά χρόνια πέρασε στο μέρος αυτό. Τριάντα επτά ολόκληρα χρόνια αυστηρής ασκήσεως.
Ένας τρίχινος σάκος, που ταλαιπωρούσε το κορμί του, ήταν το φόρεμα του χειμώνα-καλοκαίρι. Στον λαιμό έφερε μια δερμάτινη λωρίδα, δώρο του πνευματικού του πατέρα, του Μεγάλου Αντωνίου. Κατοικία του είχε μια σπηλιά μ’ ένα στενότατο κελί. Και τροφή του λίγα ξερά σύκα και μερικά αγρία χόρτα. Με την αυστηρή του τούτη εγκράτεια, αλλά και τη θερμή κι αδιάλειπτη προσευχή και τη συνεχή μελέτη της Αγίας Γραφής αγωνιζόταν κάθε μέρα για ένα πράγμα μόνο:
Στο πως να αρέσει στον Θεό.
Σαν το χρυσάφι που δοκιμάζεται στη φωτιά, έτσι κι αυτός δοκιμάστηκε τούτο τον καιρό από τους ποικίλους πειρασμούς που η αγάπη του Θεού επέτρεψε να του έρθουν για προσωπική του ωφέλεια και δοκιμή. Όμως με το να έχει τη σκέψη του στραμμένη στο θέλημα του Θεού και την καρδιά του καθαρή από κάθε ακάθαρτο λογισμό κατόρθωσε και τους πειρασμούς να ξεπεράσει κι αυτός απρόσβλητος να μένει. Κάτι περισσότερο. Πέτυχε να γίνει η ψυχή του κατοικητήριο Αυτού του Αγίου Πνεύματος, ώστε τίποτα στον κόσμο να μην τον φοβίζει και να μη τον ταράσσει.
Το παρακάτω περιστατικό είναι ενδεικτικό του θάρρους και της τόλμης πού διέκρινε τον όσιο.
Κάποτε εκεί στην ερημιά, στην αρχή που πήγε, μια συμμορία από ληστές τον είχε επισημάνει και τον πλησίασε με κακές διαθέσεις.
– Τι θα ‘καμνες, καλόγηρε, αν εδώ στην ερημιά που είσαι μόνος, σου επετίθεντο ληστές; τον ρώτησε με προσποιητή αφέλεια ο αρχηγός τους.
– Τι έχει να φοβηθεί ένας γυμνός σαν κι έμενα; απήντησε με πραότητα κι αταραξία ο ερημίτης.
– Κι αν σε σκοτώσουν; πρόσθεσε ο ληστής.
Ο θάνατος δεν φοβίζει εκείνο, που είναι έτοιμος να πεθάνει, ξανάπε ο ερημίτης. Ο θάνατος κλείει τούτη τη ζωή την προσωρινή. Μα ανοίγει την άλλη, την αιώνια, την πραγματική. Σ’ αυτή βαδίζουμε όλοι.
Τα λόγια του αυτά κι ο τρόπος με τον όποιο τα είπε έκαμαν τους ληστές σκεφτικούς. Απομακρύνθηκαν σιωπηλοί, για να ξαναγυρίσουν σε λίγο. Κάθησαν μπροστά στο κελί του κι άρχισαν να ζητούν από Αυτόν πιο πολλές εξηγήσεις. Στο τέλος ομολόγησαν τον σκοπό τους και με δάκρυα γονάτισαν μπροστά του και ζήτησαν συγχώρηση. Ο άγιος τους συγχώρησε κι εξακολούθησε τη διδασκαλία του. Από την ήμερα εκείνη συνεχίστηκαν οι επισκέψεις με αποτέλεσμα στο τέλος να πιστέψουν και να βαπτιστούν όχι μονάχα αυτοί, αλλά κι άλλοι ομοεθνείς τους που κατοικούσαν στην πόλη της Ιδουμαίας, Ελούζη. Έτσι ο άγιος πήρε τον τίτλο: Απόστολος των Σαρακηνών.
Η φήμη της αγιότητας του οσίου διαδόθηκε τόσο πολύ, ώστε νωρίς πλήθη από μοναχούς συγκεντρώθηκαν γύρω του, για ν’ ακούνε τα λόγια του και να έχουν την πνευματική καθοδήγηση του. Με τον τρόπο αυτό πολλά μοναστήρια φύτρωσαν σε όλη εκείνη την περιοχή. Για τούτο δίκαια θεωρείται ο ιερός ασκητής ως ο εισηγητής του μοναχισμού στην Παλαιστίνη, καθώς και ο Μέγας Αντώνιος εισηγητής του μοναχισμού στην Αίγυπτο.
Στη μεγάλη φήμη του Ιλαρίωνα πολύ συνέβαλε και το θαυματουργικό του χάρισμα. Πολλά, πάρα πολλά θαύματα αναφέρονται σ’ Αυτόν. Θεραπείες διαφόρων ασθενειών και δαιμονισμένων.
Η αγάπη του σε όσους έπασχαν από κάτι ήταν συγκινητική. Ένα πράγμα δεν ανεχόταν ο καλοκάγαθος ερημίτης: Την πλεονεξία και τη φιλαργυρία στους μοναχούς.
Σαν παρατηρούσε μια τέτοια αδυναμία σε κανένα, τότε ο άγιος φρόντιζε να καλέσει εκείνο τον μοναχό κοντά του και να τον συμβουλέψει. Όταν όμως εκείνος περιφρονούσε τις συμβουλές του και συνέχιζε να διατηρεί το πάθος του, τότε κι αυτός έσπευδε να διακόψει κάθε σχέση κι επαφή μαζί του. Κάτι περισσότερο. Αρνιόταν και να τον δεχθεί να πάρει κάτι, που προερχόταν από τον κήπο του. Ένα λάχανο, για παράδειγμα ή ένα καρπό.
Μια φορά ένας τέτοιος φιλάργυρος μοναχός, που παρά τις υποδείξεις του αγίου, συνέχιζε να μένει αδιόρθωτος, έστειλε λάχανα σ’ αυτόν από τον κήπο του, για να τον εξευμενίσει.
Στον μαθητή του Ησύχιο που έφερε το δώρο για να το δείξει σ’ Αυτόν και το καμαρώσει, ο συνεπής στις αρχές του ασκητής είπε: Βρωμούν αυτά τα λάχανα, Ησύχιε. Βρωμούν…
– Τα έχω πλύνει καλά, Αββά, εξήγησε ο μαθητής.
— Και όμως σε βεβαιώνω πως βρωμούν, επανέλαβε ο άγιος. Βρωμούν από φιλαργυρία!
Και δεν τα άγγισε. Ναι! δεν δέχτηκε να τ’ αγγίσει.
Υπερβολική αυστηρότης θα πουν μερικοί. Συνέπεια λέγουμε εμείς. Συνέπεια! Το στοιχείο που λείπει από τη ζωή των συγχρόνων χριστιανών. Η αρετή που πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα σήμερα και να γίνει αχώριστος σύντροφος της όλης ζωής μας, αν θέλουμε να μη νοθευτεί περισσότερο και να καταντήσει αγνώριστη η Ορθόδοξη Πίστη μας με τις συνεχείς υποχωρήσεις μας και τις σκοπιμότητες μας.
Οι καθημερινές επισκέψεις στο κελί του άγιου για θεραπεία και συνομιλία μ’ αυτόν είχαν γίνει τόσες πολλές με τον καιρό, που ο μακάριος ασκητής πήρε την απόφαση να φύγει από τον τόπο εκείνο. Και το έκαμε.
Παρά τις παρακλήσεις των γνωστών του, που με δάκρυα τον προέπεμψαν στο τέλος, ο Ιλαρίων στην ηλικία των 63 περίπου χρόνων έφυγε από την Παλαιστίνη. Στην αρχή κατευθύνθηκε στην Αίγυπτο. Με συνοδεία μερικούς μαθητές του προχώρησε κι έφτασε στο αναχωρητήριο του αγίου Αντωνίου. Ο μεγάλος ερημίτης είχεν ήδη πεθάνει. Δύο μαθητές του ανέλαβαν την ξενάγηση τους. Με βαθιά συγκίνηση ο Ιλαρίων κι οι συνοδοί του επισκέφθηκαν και στάθηκαν στα μέρη που ο θεμελιωτής της αγγελικής ζωής συνήθιζε να προσεύχεται, να εργάζεται, να απασχολείται…
Υστερ’ από λίγες μέρες παραμονή τους στον τόπο εκείνο, ο άγιος προχώρησε με τη συνοδεία του κι από τη μια έρημο στην άλλη κατέβηκε σε μια παραλιακή πόλη της Λιβύης, την Άβασσο.
Την εποχή αυτή στον θρόνο της Κων/πόλεως ανέβηκε ο Ιουλιανός ο Παραβάτης (361-363). Οι Αρειανοί που αναθάρρησαν από τη στάση του αυτοκράτορα άρχισαν ν’ αναζητούν τον άγιο για να τον βρουν και να τον κακοποιήσουν. Ο Ιλαρίων σαν το έμαθε, έφυγε κι απ’ εκεί και με πλοίο πέρασε στη Σικελία και μετά στη Δαλματία.
Τα πολλά θαύματα, που με τη χάρη του Θεού έκανε στα μέρη που περνούσαν, προσείλκυαν καθημερινά στον τόπο που διέμενε πλήθη ανθρώπων, που έπασχαν από διάφορες αρρώστιες. Τούτο όμως εμπόδιζε τον όσιο να χαρεί τη θεόγνωστη ησυχία που διψούσε. Γι’ αυτό, κάποια μέρα που βρήκε ένα πλοίο που ταξίδευε στην Κύπρο, μπήκε μέσα για το νησί.
Στο ταξίδι ένα πλοίο ληστρικό τους κυνήγησε. Οι ταξιδιώτες, που το είδαν, τρόμαξαν κυριολεκτικά κι άρχισαν να κλαίνε. Ο άγιος όμως τους ενίσχυσε και στο τέλος τους έσωσε. Την ώρα που το εχθρικό πλοίο τους πλησίαζε κι ετοιμαζόταν να τους κτυπήσει, ο Ιλαρίων έριξε μια πέτρα ανάμεσα στα δύο πλοία. Ένα τείχος ορθώθηκε μπροστά στους ληστές που δεν τους άφησε να προχωρήσουν. Έτσι ασφαλισμένο πια το πλοίο με τον άγιο συνέχισε το ταξίδι του κι έφτασαν στην Πάφο.
Η πόλη, όπως μας αναφέρει ο άγιος Νεόφυτος, ήταν τότε καταστρεμμένη από σεισμούς εξ αίτιας της ασέβειας των κατοίκων της. Έξω από αυτή κι ανάμεσα στα ερείπια συνέχισε ο άγιος τους ασκητικούς του αγώνες. Επειδή όμως και στο μέρος αυτό άρχισαν να τον επισκέπτονται πολλοί για θεραπεία, δύο χρόνια μόνο έμεινε στον τόπο εκείνο. Απ’ εκεί προχώρησε κι έφτασε στο μεγάλο και δύσβατο βουνό, με τα πανύψηλα δένδρα και τα πολλά νερά. Μα και τον ειδωλολατρικό ναό που ήταν αφιερωμένος κατά την παράδοση στη «θεά του Έρωτα». Στον τόπο αυτό έστησε ο άγιος το ησυχαστήριο του. Πέντε χρόνια έζησε εκεί. Χρόνια δημιουργικά, ευλογη-μένα. Υπάρχει η άποψη πως ο άγιος Ιλαρίων που έζησε στο βουνό αυτό είναι κάποιος άλλος άγιος Ιλαρίων μεταγενέστερος και γνωστός ως Ιλαρίων ο νέος. Ο άγιος Ιλαρίων ο Μέγας έζησε τα τελευταία πέντε χρόνια της ζωής του στην Επισκοπή της Πάφου.
Με τη διδασκαλία του τη ζωντανή και τα πολλά του θαύματα σιγά-σιγά η λατρεία των ειδώλων εκτοπίσθηκε και τη θέση της πήρε η αληθινή θρησκεία του γλυκύτατου Ιησού.
Στην ηλικία των ογδόντα χρόνων ο θαυματουργός ασκητής αρρώστησε. Αφού κάλεσε κοντά του τα πνευματικά του παιδιά και τα συνεβούλεψε να μένουν πιστά μέχρι θανάτου στη διδασκαλία του Κυρίου, τα ευλόγησε κι αφήκε την αγνή ψυχή του να μεταπηδήσει στους πάμφωτους κόσμους του ουρανού (το έτος 371 μ.Χ.).
Οι Κύπριοι θρήνησαν με την καρδιά τους τον αγαπημένο τους ερημίτη κι έθαψαν με μεγάλες τιμές το σκήνωμα του στον χώρο εκείνο.
Δυστυχώς το λείψανο του μεγάλου θαυματουργού δεν έμεινε για καιρό στο νησί μας. Οι χριστιανοί της Παλαιστίνης, σαν έμαθαν τον θάνατο του οσίου, έστειλαν εδώ τον μαθητή του Ησύχιο, ο οποίος με τρόπο ανέσκαψε τον τάφο. Χωρίς να τον αντιληφθεί κανένας πήρε τα ιερά λείψανα και τα μετέφερε στην Παλαιστίνη. Εκεί οι χριστιανοί τα εναπέθεσαν με ξεχωριστές τιμές στη Μονή του Μαϊουμά.
Όμως αν τα ιερά λείψανα του μεγάλου ασκητή αφαιρέθηκαν και μεταφέρθηκαν μακριά από το φιλόξενο νησί της Κύπρου, που ο ίδιος διάλεξε για επίγεια κατοικία του, η πνευματική παρουσία του αγίου παραμένει στη μαρτυρική μας πατρίδα. Παραμένει με τα θαύματα που γίνονται ακόμη και σήμερα στον τόπο όπου θάφτηκε αρχικά. Παραμένει ακόμη με τους ναούς που έχουν αφιερωθεί στη χάρη του και τις πάμπολλες εικόνες του που είναι εγκατεσπαρμένες στο νησί μας.
Όλα αυτά αποτελούν μια ζωντανή πνευματική παρουσία του αγίου στον τόπο μας. Γιατί όλα αυτά μας μιλούν για τον φλογερό και ακατάβλητο αγωνιστή του καλού και της αρετής.. Τον αγωνιστή με την αγία ζωή, τη ζωή της συνέπειας και του ηρωισμού. Τον αγωνιστή που πάλαιψε και νίκησε τη σάρκα και τον κόσμο της αμαρτίας. Αλλά και τον αγωνιστή που ζητά και θέλει μιμητές. «Μιμητοί μου γίνεσθε καθώς κάγώ Χριστού» μας φωνάζει. Θα θελήσουμε οι σημερινοί κάτοικοι του πονεμένου αυτού νησιού ν’ άφουγκρασθοϋμε και ν’ ακούσουμε τη σωστική τούτη πρόσκληση; Θα θελήσουν προ παντός οι νέοι του καιρού μας να τραβήξουν κόντρα στο ρέμα της σαρκολατρείας για να ζήσουν μια ζωή ανώτερη, μια ζωή αγνή, κι αληθινά χριστιανική; Το ευχόμαστε μετά κραυγής ισχυράς. Τοις του αγίου Ιλαρίωνος πρεσβείαις ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.
(http://www.pigizois.net)
Ιερά Λείψανα
Αποτμήματα του Ιερού Λειψάνου του Αγίου βρίσκονται στις Μονές Προυσού Ευρυτανίας και Κύκκου Κύπρου.
Часть мощей прп. Илариона Великого
в монастыре св. Николая в Форт-Майерсе
Μέρος των λειψάνων τού Αγ. Ιλαρίωνος τού Μεγάλου στήν Ιερά Μονή τού Αγ. Νικολάου
στο Fort Myers . Φλώριδα. ΗΠΑ
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἐγκρατείας τὴ αἴγλη λαμπρυνθεῖς τὴν διάνοιαν, ἤστραψας θαυμάτων ἀκτῖνας Ἰλαρίων Πατὴρ ἠμῶν, καὶ γεγονὸς φωστὴρ περιφανής, καὶ στῦλος εὐσέβειας θεαυγῆς, καταυγάζων τὴ ἐνθέω σου βιοτῆ, τοὺς πίστει προσιόντας σοί. Δόξα τῷ δεδωκότι σοὶ ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σου, πάσιν ἰάματα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς, τῆς ἐρήμου τὸ ἄγονον ἐγεώργησας· καὶ τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατὸν τοὺς πόνους ἐκαρποφόρησας· καὶ γέγονας φωστὴρ τῇ οἰκουμένῃ, λάμπων τοῖς θαύμασιν, Ἱλαρίων Πατὴρ ἡμῶν ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὡς φωστῆρα ἄδυτον, τοῦ νοητοῦ σε Ἡλίου, συvελθόvτες σήμεροv, ἀνευφημοῦμεν ἐν ὕμvοις. Ἔλαμψας τοῖς ἐν τῷ σκότει τῆς ἀγνωσίας, ἅπαντας ἀναβιβάζων πρὸς θεῖοv ὕψος, Ἱλαρίων τοὺς βοώντας. Χαίροις ὢ Πάτερ, τῶν Ἀσκητῶv ἡ κρηπίς.
ΑΠΟ ΤΟ ΡΩΣΙΚΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ
(μετάφραση Google)
Από τον Άγιο Δημήτριο
Μητροπολίτη Ροστόφ
Ο Αιδεσιμότατος Πατέρας μας
Ο Ιλαρίωνος ο Μέγας
Ο μοναχός Ιλαρίωνας γεννήθηκε το 291 στο χωριό Θαβαθά στην Παλαιστίνη κοντά στην πόλη της Γάζας. Οι γονείς του ήταν Έλληνες [1] . Πώς είναι το τριαντάφυλλο ανάμεσα στα αγκάθια, οπότε η γέννηση του αγίου από τον κόσμο ήταν το άρωμα του Χριστού. Έστειλε στην Αλεξάνδρεια για διδασκαλία των επιστημών, όχι μόνο σύντομα κατέκτησε όλη αυτή την υποτροφία στην οποία αναζητούσαν οι Έλληνες, αλλά και εξοικειώθηκε με την πνευματική σοφία. Έχοντας πιστέψει στον Κύριο μας Ιησού Χριστό, έλαβε το Άγιο Βάπτισμα [2] και κατά τις συχνές επισκέψεις στο ναό άκουγε τα λόγια της Θείας Υπηρεσίας.Φτάνοντας τα καλά ηθικά και την καρδιά της θλίψης του με αγάπη για τον Θεό, άρχισε να σκέφτεται πώς να τον ευχαριστήσει. Ακούγοντας για τον Άγιο Αντώνιο τον Μεγάλο, η δόξα της οποίας η ενάρετη ζωή εκείνη την εποχή εξαπλωνόταν παντού, ο Ιλαρίωνας έσπευσε να πάει στον άγιο, γεμάτο ζωντανή επιθυμία να τον δει. Έχοντας φτάσει στη θέση της διαμονής του στην έρημο, ο Ιλαρίωνας είδε το άγιο πρόσωπο του και άκουσε τις γλυκές του ομιλίες, που του έδειξαν τον τρόπο της τελειότητας. Διακόμισε για λίγο με τον Άγιο Αντώνιο, κοιτάζοντας προσεκτικά την ισόγεια ζωή του, ζωντανές και συχνές προσευχές, κεντήματα και συνεχή δουλειά, νηστεία και αποχή, αγάπη των γειτόνων, έλλειψη δημιουργικότητας και άλλες εκμεταλλεύσεις της μοναστικής ζωής [3] .
Πολλοί άνθρωποι συρρέουν στον Αντώνιο του Μοναχού: κάποιοι για να θεραπευτούν από τις ασθένειες τους, άλλοι για να λάβουν μια ευλογία από αυτόν, άλλοι για να ακούσουν τις εμπνευσμένες και τις ψυχικές του συνομιλίες. Χωρίς να βρει απόλυτη μοναξιά και σιωπή εδώ, ο Ιλαρίωνας δεν ήθελε να μείνει εδώ, αλλά αποφάσισε να βρει ένα μέρος όπου θα μπορούσε να είναι μόνος με το Θεό και χωρίς κανένα θόρυβο και φασαρία. Λαμβάνοντας μια ευλογία από τον Αντώνιο του Μοναχού, επέστρεψε στην πατρίδα του και, χωρίς να βρει ζωντανό τους γονείς του, χώρισε την περιουσία του σε δύο μέρη: ο ένας έδωσε στους συγγενείς, ο άλλος ζητιάνος, δεν άφησε τίποτα για τον εαυτό του ” ] και να αποκηρύξει τον κόσμο και τον εαυτό του να γίνει ο μαθητής του Χριστού και μιμητής της φτώχειας Του.
Έχοντας απελευθερωθεί λοιπόν από μάταιες φροντίδες, ο Ιλαρίωνας έφυγε στην έρημο, η οποία βρισκόταν σε απόσταση επτά κορυφών από τη Μάγιουμ Γάζα και εγκαταστάθηκε εκεί ανάμεσα στη θάλασσα και τη λίμνη. Στην έρημο ζούσαν ληστές και μερικοί γνωστοί τον συμβούλευαν να φύγει από εκεί, για να μην πέσει στα χέρια των ληστών και να μην σκοτωθεί. Αλλά ο μοναχός δεν φοβόταν τον σωματικό θάνατο, θέλοντας να απαλλαγεί μόνο από τον πνευματικό θάνατο.
“Πρέπει να αποφύγουμε τους ληστές να σκοτώνουν την ψυχή και δεν φοβάμαι εκείνους που σκοτώνουν το σώμα”, είπε: “Ο Κύριος είναι η διαφώτιση και ο απελευθερωτής μου, τον οποίο θα φοβάμαι. Ο Κύριος είναι ο προστάτης της κοιλιάς μου, από τον οποίο θα φοβάμαι; [5] .
Και ο μοναχός άρχισε να ζει εκεί σε συνεχή προσευχή και νηστεία. Στην τροφή, δεν πήρε περισσότερα από δεκαπέντε σύκα [6] την ημέρα – και στη συνέχεια μετά τον ήλιο κατέβηκε και τα ρούχα του αποτελούσαν από ύφασμα [7] και μια μικρή δερμάτινη ρόμπα που του έδινε ο μοναχός Αντώνιος.
Το μίσος όλων των αγαθών – ο διάβολος, βλέποντας πώς ο νεαρός μοναχός τον κερδίζει, έθεσε ένα σκάνδαλο εναντίον του [8] . Θέλοντας να νικήσει τον πνευματικό πολεμιστή με σαρκική επιθυμία, άρχισε να φουσκώνει το νεαρό του σώμα και να συγχέει το μυαλό με ακάθαρτες σκέψεις. Αισθάνωντας ένα ακάθαρτο φίδι, προσπαθώντας να τον βλάψει με ένα τσίμπημα αμαρτίας, ο Ιλαρίωνας τον ντρέποντας με ακόμα μεγαλύτερη δολοφονία του σώματος και νίκησε τον εχθρό, οπλισμένο με επιμελή προσευχή στον Θεό. Συνήθιζε να εργάζεται για να εργάζεται, να μην τρώει φαγητό για τρεις ή μερικές φορές τέσσερις ημέρες, να εξαντλεί το σώμα με δουλειά, να σκάβει τη γη, να υφαίνει τα καλάθια και να επαναλαμβάνει στον εαυτό του τα λόγια του Αποστόλου: «Αν κάποιος δεν θέλει να το κάνει, ναι yast ” [9] . Έσκυψε τις ακάθαρτες σκέψεις από την καρδιά, χτυπώντας τον στο θωρακικό σαν δημόσιο και αναπνέοντας από τα βάθη της καρδιάς του. Η σάρκα του Ιλαρίωνα αποκαλούσε το γάιδαρο και μίλησε μαζί του έτσι:
– Θα σε ντροπιάσω, γαϊδούρι: Δεν θα τρέψω με κριθάρι, αλλά με χνουδάκι, με λιμοκτονία και δίψα, επιβαρύνω τον εαυτό μου με ένα βαρύ φορτίο, έτσι ώστε να σκεφτείς περισσότερα για τα τρόφιμα παρά για την ακάθαρτη.
Αυτά τα λόγια, απευθυνόμενα στο σώμα του, έκανε και εξαντλούσε το σώμα του ότι μόνο τα κόκαλα που καλύπτονταν με το δέρμα παρέμειναν από αυτόν.
Ο διάβολος, βλέποντας ότι δεν είχε επιτύχει τίποτα από αυτή την κακομεταχείριση, και όχι μόνο δεν νίκησε τον άγιο, αλλά ο ίδιος νικήθηκε, σχεδιάστηκε για να τον φοβίσει με φαντάσματα και φαντάσματα. Μια νύχτα, ενώ στάθηκε στην προσευχή, ο άγιος Ιλαρίωνας άκουσε το κλάμα των παιδιών, το κραυγαλέα των συζύγων, τη φλέβα των λιονταριών και τις φωνές άλλων άγριων ζώων και ζώων, θόρυβο και σύγχυση, σαν από μια μεγάλη μάχη.Προέτρεψε σκόπιμα ένα σύνταγμα των φίλων του, φωνάζοντας με διαφορετικές φωνές, ώστε ο Ιλαρίωνας να φοβόταν έναν από αυτούς και να φύγει, αφήνοντας την έρημο. Όμως, συνειδητοποιώντας ότι όλα αυτά είναι μόνο τα φρίκη που προκαλούνται από τους δαίμονες, ο άγιος ανέβηκε με το σημάδι του σταυρού, οπλισμένος με την ασπίδα της πίστης και, γονατιστή, πρόσφερε επιμελή προσευχή στον Θεό ώστε να του δώσει βοήθεια από πάνω. Έτσι, πέφτοντας στο έδαφος στην προσευχή [10] , ο Ιλαρίωνα αποδυνάμωσε τον επιτιθέμενο εχθρό. Αλλά μόνο ανέβαινε λίγο, θέλοντας να δει με τα μάτια του τι άκουγε με τα αυτιά του (και η νύχτα ήταν σεληνιακή, πολύ ελαφριά), καθώς ένα μεγάλο άρμα με τρομερά και άγρια άλογα έσπευσε πάνω του με μεγάλο θόρυβο.
“Κύριε Ιησού Χριστό, βοηθήστε με!” – Ο άγιος αναφώνησε – και αμέσως η γη χωρίστηκε και απορρόφησε όλη τη δαιμονική δύναμη. Ο Ιλαρίωνας επίσης τραγούδησε, σαν να θριαμβεύει τον Φαραώ [11] :
– “Το άλογο και ο αναβάτης θα ριχτούν στη θάλασσα, θα απλώσουν το δεξί του χέρι και θα καταβροχθίσουν τη γη τους … Αυτά είναι στα άμαξά τους και αυτά με άλογο: θα καλέσουμε στο όνομα του Κυρίου του Θεού μας. Ο Tii είναι πενταετής και έχει πέσει: είμαστε ανεβασμένοι και μεταρρυθμισμένοι » [12] .
Αλλά ο ηττημένος εχθρός δεν σταμάτησε να επαναστατήσει και να πάρει τα χέρια εναντίον του αγίου, δελεάζοντάς τον με διάφορους άλλους τρόπους: όταν ο Ιλαρίωνας κοιμόταν, δίπλα του φαινόταν να βρισκόταν χωρίς συκοφαντική δυσφήμιση γυμνές γυναίκες. όταν ήταν πεινασμένος ή διψασμένος, οι δαίμονες του έδειξαν διάφορα γλυκά φαγητά και ποτά. όταν προσευχόταν, μερικές φορές υπήρχε ένας λύκος και έσπρωξε, στέκονταν μπροστά του, μερικές φορές πήγαινε μια αλεπού ή αγωνίστηκαν πολεμιστές και ένας από αυτούς, που έπεσε θανάσιμος, έπεσε στα πόδια ενός αγίου και προσευχόταν να τον θάψει.
Κάποτε, ενώ στάθηκε στην προσευχή, ο Ιλαρίωνας ξέχασε τον εαυτό του και το μυαλό του, ξεπερνώντας τη φυσική ανικανότητα, σκεφτόταν κάτι ξένο. Ο δαίμονας πήδηξε αμέσως στους ώμους του σαν πολεμιστής και, χτυπώντας τον με τα πόδια του κατά μήκος των νευρώσεων και ασπώντας τους ώμους και το λαιμό του, είπε:
“Εκτελέστε, τρέξτε, ότι κοιμάστε!” – Και, γελώντας, ρώτησε:
“Θέλετε κριθάρι;” [13]
Ο άγιος δεν έδωσε προσοχή σε όλες αυτές τις διαβολικές intrigues και τους οδήγησε μακριά, οπλισμένοι με το σημάδι του σταυρού.
Δημιούργησε ένα μικρό κελί, σαν φέρετρο, που το κράτησε μόνος του και έζησε μέσα του, αγωνιζόμενος για την καταπολέμηση των αόρατων πνευμάτων. Μια νύχτα, οι ληστές αποφάσισαν να τον επιτεθούν, ελπίζοντας να βρουν κάτι από αυτόν, και όλη τη νύχτα τον ενοχλούσαν ανεπιτυχώς. Βρεθώντας τον το επόμενο πρωί και βλέποντας ότι δεν είχε τίποτα, ζήτησαν από τον άγιο:
“Τι θα κάνατε αν οι ληστές σας επιτέθηκαν;”
“Γυμνό δεν φοβάται τη ληστεία”, απάντησε.
«Αλλά θα μπορούσαν να σε σκοτώσουν», είπαν ξανά.
“Δεν φοβάμαι τους ληστές, γιατί είμαι πάντα έτοιμος για θάνατο”, απάντησε ο Ιλαρίωνας.
Εκπληκτικοί με τόσο θάρρος και πίστη, οι ληστές του ομολόγησαν ότι τον έψαξαν όλη τη νύχτα, αλλά δεν μπορούσαν να τον βρουν. Τότε έφυγαν κάνοντας έναν όρκο για να διορθώσουν τη ζωή τους.
Όταν ο μοναχός Ιλαρίωνας έζησε πολλά χρόνια στην έρημο αυτή, η φήμη της αγιότητας της ζωής του πέρασε από όλη την Παλαιστίνη και οι άνθρωποι άρχισαν να συρρέουν σ ‘αυτόν αναζητώντας βοήθεια στις ιερές προσευχές του. [14] Η πρώτη ήρθε μια γυναίκα από την Eleutferopol, που πέρασε δεκαπέντε χρόνια στο γάμο και έμεινε άτεκνος.Τερματίζοντας από τον σύζυγό της για άσεμνες συνεχείς επιλήψεις και προσβολές, τόλμησε να καταφύγει στον άγιο και να πέσει στα πόδια του. Ο Ιλαρίωνας, βλέποντάς την, γύρισε μακριά. Τότε άρχισε να προσεύχεται με δάκρυα:
“Γιατί απομακρύνεστε από μένα, υπηρέτης του Θεού, όταν έχω θλίψη;” Γιατί τρέχεις μακριά από μένα όταν σε παρακαλώ με αναίσθητα; Μην κοιτάς τη γυναίκα, αλλά με τον πόνο της καρδιάς της και στα δάκρυά της! Μου ελέησον, ο άγιος του Χριστού! Θυμηθείτε ότι ο Σωτήρας τιμήσε το σεξ μας, ντυμένο με ανθρώπινη σάρκα, ότι εσείς ο ίδιος γεννήσατε μια γυναίκα. Επομένως, μην με απορρίπτετε χωρίς βοήθεια, έρχομαι σε σας και περιμένω από τις προσευχές σας την άδεια για την αδεια σου, για την οποία ο σύζυγός μου συνεχώς κατακρίνει και προσβάλλει μου.
Αυτές οι λέξεις προστάτευαν τον άγιο Ιλαρίωνα: σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και προσευχήθηκε γι ‘αυτήν. Τότε της είπε να επιστρέψει στο σπίτι και είπε:
«Πηγαίνετε με αδικαιολόγητη ελπίδα και ο Κύριος θα δώσει την αίτησή σας».
Η γυναίκα επέστρεψε στον εαυτό της με χαρά και πίστη στα λόγια του αγίου. Ο Θεός άκουσε την προσευχή του υπηρέτη Του και σύντομα η γυναίκα, σύμφωνα με την προφητεία του Ιλαρίωνα, συνέλαβε και γέννησε έναν γιο. Την επόμενη χρονιά ήρθε σε τον με ένα μωρό στην αγκαλιά της και είπε:
“Αυτά είναι τα φρούτα των αγίων σας προσευχών, ο άγιος του Θεού. ευλογήσω τον γιο που μου ζητήσατε από τον Θεό.
Ο άγιος ευλόγησε το βρέφος και τη μητέρα και τους απελευθέρωσε με ειρήνη. Η γυναίκα έφυγε, δοξάζοντας τον Κύριο και δοξάζοντας τον υπηρέτη Του σε όλη τη χώρα.
Μετά από αυτό, μια άλλη γυναίκα του φάνηκε, ονομάστηκε Aristeneta, ένας χριστιανός, σύζυγος μιας ορισμένης ευγενείας Elpidia. Οι τρεις γιους της, μολυσμένοι από μια κακοήθη μανία, έπεσαν σε μια σοβαρή ασθένεια μια μέρα, από την οποία κανένας γιατρός δεν μπορούσε να τους θεραπεύσει και ήταν κοντά στο θάνατο. Ακούγοντας για την ιερή έρημο Ιλαρίωνα, αυτή η γυναίκα ήρθε σ ‘αυτόν με τους δούλους και τους ευνούχους της και με δάκρυα έπεσε στα πόδια του.
“Σας παρακαλώ από τον Κύριο Ιησού Χριστό και τον δίκαιό Σταυρό Του”, είπε, “έρχονται στη Γάζα και θεραπεύονται από την ασθένεια των τριών πεθαμένων γιων μου, έτσι ώστε στην παγανιστική πόλη δοξάζεται το Όνομα του Κυρίου και ο ψεύτικος θεός Γκάζι Μαρνά [16] λατρεύεται από τους άπιστους.
Ο άγιος αρνήθηκε, λέγοντας ότι δεν αφήνει ποτέ την έρημο και δεν πλησιάζει μόνο στην πόλη, αλλά και στα χωριά. Αλλά μέχρι τότε η γυναίκα τον ενοχλούσε με δάκρυα προσκλήσεις, έως ότου υποσχέθηκε να έρθει μαζί της στο ηλιοβασίλεμα. Αργά το βράδυ, ο άγιος ήρθε στη Γάζα. Δεν είχε αγγίξει τους αρρώστους νεαρούς άνδρες, που τους καλούσαν το όνομα του Ιησού Χριστού, καθώς είχαν ένα γερό ιδρώτα σαν ένα ρεύμα από την πηγή.Άρχισαν αμέσως υγιείς και, αφού έτρωγαν, άρχισαν να ευχαριστούν τον Θεό και να φιλήσουν τα ιερά χέρια του γιατρού τους. Η φήμη διαδόθηκε στη Γάζα και από εκείνη την εποχή οι άρρωστοι με διάφορες ασθένειες άρχισαν να έρχονται στην έρημο στον μοναχό Ιλαρίωνα και, σύμφωνα με τις προσευχές τους, έλαβαν θεραπείες, με αποτέλεσμα πολλοί Εθνικοί να στραφούν στην πίστη στον Κύριό μας Ιησού Χριστό. Πολλοί επιθυμούσαν να ανταγωνιστούν την ενάρετη ζωή του και, αφού εγκατέλειψαν τον κόσμο, άρχισαν να εγκαθίστανται κοντά του στην έρημο. Σύντομα ο αριθμός των μαθητών του μοναχού Ιλαρίων αυξήθηκε και ο άγιος έγινε ο πρώτος μέντορας των μοναχών στη Γάζα και την Παλαιστίνη, όπως ο Άγιος Αντώνιος στην Αίγυπτο.
Μια μέρα μια γυναίκα ήρθε στο μοναχό, που είχε χάσει την όρασή της από την ηλικία των δέκα ετών και, χωρίς κανένα πλεονέκτημα, ξόδεψε όλη την περιουσία της για τους γιατρούς. Ο Άγιος θεράπευσε το φτύσιμο, γινόταν σαν τον Κύριο: έφτυσε στο πρόσωπό της – και αμέσως άρχισε να βλέπει και όλοι δοξάζουν τον Θεό.
Ο δούλος και ο οδηγός ενός συγκεκριμένου ευγενή της Gaz, τραυματίστηκε από έναν δαίμονα κατά τη διάρκεια του ελέγχου του άμαξου, ήταν όλοι μπερδεμένοι, έτσι ώστε να μην μπορεί να κινήσει μια ενιαία άρθρωση και μόνο η γλώσσα του παρέμεινε ελεύθερη. Ο σκλάβος το έφερε στην έρημο στον μοναχό Ιλαρίωνα. Βλέποντας τον, ο άγιος είπε:
“Δεν μπορείς να θεραπεύσεις από ασθένεια μέχρι να πιστέψεις στον Χριστό που μπορεί να θεραπεύσει τον Κύριο”.
«Πιστεύω σε Αυτόν, επιτρέψτε μου μόνο να με θεραπεύσει», απάντησε ο ασθενής με ζήλο.
Αφού δημιούργησε μια προσευχή, ο άγιος τον θεράπευσε με τη δύναμη του Χριστού και, διδάσκοντας την ιερή πίστη, διέταξε να βαφτιστεί. Έτσι, αυτός ο δούλος επέστρεψε στο σπίτι χωρίς την υποδούλωση του δαίμονα και ένα λογικό σώμα και ψυχή.
Ένας άλλος νεαρός από την περιοχή της Ιερουσαλήμ, που ονομάστηκε Marsit, είχε μεγάλη δύναμη, ώστε να μπορεί να σηκώσει και να μεταφέρει δεκαπέντε μέτρα σιταριού και δεν χρειάζεται να έχει γαϊδούρι για να μεταφέρει βαριά φορτία. Με μια τέτοια δύναμη, ένας δαίμονας τον μπήκε και άρχισε να τον βασανίζει, οδηγώντας μέσα από ερήμους και πεδία. Κάνοντάς τον, οι γύρω κάτοικοι δεσμεύονταν τα χέρια και τα πόδια του με σιδερένια αλυσίδες και αλυσίδες και τον κρατούσαν κάτω από έντονη δυσκοιλιότητα, παρακολουθώντας τον με προσοχή. Αλλά έτρεξε μακριά, σπάζοντας εύκολα τα αγκύλια και τις κλειδαριές στην πόρτα, εξαιτίας της διπλασιασμένης δύναμης, της δαιμονικής και της δικής του, και χτύπησε όλους τους ανθρώπους που γνώρισε στο δρόμο του: κάποιοι μασούν τη μύτη, τα αυτιά και τα χείλη, σπάζουν τα χέρια και τα πόδια, , την τέταρτη, τελικά, τη δολοφονία, γεμάτη από το λαιμό του. Έκανε πολλές άλλες φρικαλεότητες σε αυτά τα μέρη και κανείς δεν μπορούσε να τον πειράξει. Συγκεντρώνοντας σε μεγάλους αριθμούς, οι άνθρωποι τον πιάστηκαν τελικά, έδεσαν ολόκληρη την αλυσίδα με αλυσίδες σιδήρου και τον έσυραν στον μοναχό σαν ένα άγριο βόδι. Βλέποντας τον δαιμόνιο, ο Ιλαρίωνας διέταξε να τον εξαπατήσει και έγινε πενιχρός, σαν αρνί. Έχοντας προσευχηθεί προσεκτικά γι ‘αυτόν, ο άγιος είπε στον δαίμονα που ήταν μέσα του:
– Στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, σας διατάζω, ακάθαρτο πνεύμα, να βγείτε από αυτό τον άνθρωπο και να πετύχετε σε άχρηστους χώρους.
Ο δαίμονας βγήκε, κουνώντας και χτυπούμενος στη γη του ασθενούς, αμέσως επουλώθηκε από τη χάρη του Κυρίου και από τις προσευχές του αγίου και άρχισε να δοξάζει τον μοναχό Ιλαρίωνα επιμελώς. Ο μοναχός τον απαγόρευσε και όλους τους άλλους που ήταν παρόντες, λέγοντας:
“Δεν ήταν από τη δύναμή μας ότι αυτό επιτεύχθηκε, αλλά σύμφωνα με την φιλανθρωπία και τη χάρη του Σωτήρος, ο οποίος υπέφερε από το πόνο μας με το αναπόφευκτο έλεός του προς εμάς, τους δούλους του. Πρέπει συνεχώς να τον επαίνουμε, να τον ευχαριστήσουμε και να τον μεγαλώσουμε.
Όταν το είπε αυτό, ένας άλλος σύζυγος τον έφερε, ονομάστηκε Ορίον, ένας από τους πλούσιους και ευγενείς πολίτες της πόλης Isla [18] . Σε αυτόν ήταν μια λεγεώνα των δαίμων, και οδηγήθηκε δεμένο με αλυσίδες σιδήρου. Πλησιάζοντας στον άγιο, δραπέτευσε από τα χέρια των ανθρώπων που τον οδήγησαν και, έβγαζε πίσω, άρπαξε τον μοναχό και τον έβαλε στον αέρα πάνω από το ύψος του. Όλοι φώναζαν με το φόβο μήπως δεν τον χτύπησαν στο έδαφος και να συντρίψουν τα κόκκαλά του, αποξηραμένα από ένα μακρύ νησί. Ο Άγιος χαμογέλασε και είπε:
“Ας πολεμήσει ο αντίπαλός μου”.
Τράβηξε το χέρι του, πήρε το δαιμόνιο από τα μαλλιά, το έβαλε μπροστά στα πόδια του, έδεσε τα χέρια του και βγήκε στα πόδια του, είπε:
“Να υποφέρετε, δαιμονικό διάβολο, να βασανίζεστε!”
Οι δαίμονες που ήταν σε αυτόν τον άνθρωπο φώναζαν με διαφορετικές φωνές, κάνοντας ένα θόρυβο, σαν από ένα μεγάλο πλήθος. Τότε ο άγιος άρχισε να προσεύχεται:
“Κύριε Ιησού Χριστό!” Απελευθερώστε τον άτυχο δαίμονα των δαίμων, για το πώς μπορείτε να κατακτήσετε έναν από αυτούς, τόσο εύκολα – και πολλούς.
Οι δαίμονες με δυναμική κραυγή βγήκαν αμέσως από τον άνθρωπο και ανέκτησε, ξεφορτώθηκε το μαρτύριο του και ευχαρίστησε τον Θεό και τον άγιο του, τον άγιο Ιλαρίωνα, για τη θεραπεία του. Μετά από λίγο καιρό επέστρεψε ξανά μαζί με τη γυναίκα και τους φίλους του στον Άγιο Ιλαρίωνα με πλούσια δώρα, σε ευγνωμοσύνη για τη θεραπεία. Αλλά ο άγιος δεν τους έλαβε και είπε:
“Δεν άκουσε πώς υπέφερε ο Γιεζάι, λαμβάνοντας μια πληρωμή από έναν άνθρωπο που θεραπεύτηκε από λέπρα;” Η χάρη του Κυρίου δεν είναι προς πώληση. Πήγαινε, παραδώστε στους φτωχούς της πόλης σας, για μας που ζούμε στην έρημο, η ιδιοκτησία δεν εξυπηρετεί καλά.
Έτσι τον έστειλε πίσω με δώρα.
Μετά από αυτό, ο άγιος έφερε ένα χαλαρό λιθουανιστή από την πόλη Maiyum, που ονομάστηκε Zanana, ο οποίος αμέσως ανακτήθηκε από τις προσευχές του αγίου.
Στη συνέχεια, ένα παράλογο κορίτσι ήρθε από τη Λωρίδα της Γάζας. Bes εισήγαγε για τον ακόλουθο λόγο. Ένας νεαρός άνδρας την αγάπησε και ήθελε να είναι μαζί της σε σαρκική συμβίωση. αλλά εκείνος αντιστάθηκε και δεν συμφώνησε με τις ακάθαρτες επιθυμίες του. Βλέποντας ότι δεν θα πετύχει με κολακευτικά λόγια ή ακριβά δώρα, ο νεαρός άνδρας πήγε στην αιγυπτιακή πόλη του Μέμφις στους μάγους του Ασκληπιού και τους είπε μια ασθένεια που έκανε την καρδιά του ευάλωτη στην αγάπη αυτού του κοριτσιού. Αφού έλαβε από αυτούς μερικές μαγικές λέξεις γραμμένες σε μια πλάκα χαλκού, επέστρεψε στο σπίτι και έθαψε την πλάκα κάτω από το κατώφλι του σπιτιού στο οποίο ζούσε το κορίτσι, όπως το δίδαξαν οι μάγοι. Αμέσως ο δαίμονας μπήκε στο παρθένο και έτσι την πυροβόλησε επιμελώς με λαχταριστή λαγνεία, που άρχισε να φωνάζει χωρίς ντροπή, καλώντας τον νεαρό με το όνομα για να ικανοποιήσει το πάθος, ρίχνοντας τα ρούχα της, εκθέτοντας τον εαυτό της και πετώντας γύρω, καίγοντας με τη φωτιά της πορνείας. Βλέποντας αυτό, οι γονείς της συνειδητοποίησαν ότι η ασθένεια την προκάλεσε ο διάβολος και τον οδήγησε στο μοναστήρι στον μοναχό (εκείνη τη στιγμή ο μοναχός συγκέντρωσε πολλούς αδελφούς και έχτισε ένα μεγάλο μοναστήρι). Όταν οδηγήθηκε σε αυτόν, ο δαίμονας μέσα του φώναξε και έλεγε.
«Ήταν καλύτερο για μένα», είπε, «όταν γοήτευα τους ανθρώπους στο Μέμφις με ονειρικά οράματα και όχι τώρα, όταν ήμουν έστειλε εδώ.
Όταν ήρθε στον άγιο, ο δαίμονας φώναξε:
“Έχω εισέλθει σε αυτό το κορίτσι και μου έστειλε βίαια από τον δάσκαλό μου”. Τώρα είμαι σκληρά βασανισμένος και δεν μπορώ να βγω έξω, αφού είμαι δεμένος με μια χάλκινη πλάκα και θαφτεί κάτω από το κατώφλι. Δεν θα πάω έξω μέχρι ο νεαρός που με δέσει θα το λύσει!
Ο άγιος χαμογέλασε ελαφρώς και είπε:
“Έτσι, πόσο μεγάλη είναι η δύναμή σας, διάβολος, ότι έχετε δεμένο με ένα νήμα και φυλάσσετε βίαια με ένα χάλκινο διοικητικό συμβούλιο;” Γιατί δεν μπήκατε στον νεαρό που σας έδεσε;
“Υπάρχει ήδη ο φίλος μου σε αυτόν, ένας αδιάφορος δαίμονας”, απάντησε.
Προσευχή, ο άγιος τον έβγαλε από το παρθένο και της έδωσε εντολή να προσέχει τα δίκτυα του εχθρού και να αποφεύγει να μιλάει με τους ξεδιάντροχους νέους.
Ένας ορισμένος πρίγκιπας, εμμονή με ένα ακάθαρτο πνεύμα, ήρθε στον άγιο και θεραπεύτηκε. Σε ευγνωμοσύνη, έφερε στον άοπλη γιατρό του, τον Άγιο Ιλαρίωνα, δέκα κιλά χρυσού και τον ικέτευσε να δεχτεί το δώρο. Τότε ο άγιος του έδειξε ψωμί του κριθαριού.
“Εκείνοι που τρέφονται με τέτοιο ψωμί θεωρούν ότι ο χρυσός είναι ένα βάλτο”, είπε και, χωρίς να δεχθεί χρυσό, απέρριψε τον πρίγκιπα ως υγιή.
Ο μοναχός Αντώνιος, ακούγοντας για τον Ιλαρίωνα και τα θαύματα του, χαρούσε στο πνεύμα και συχνά έγραψε σε αυτόν. Σε όσους έρχονται σε αυτόν για θεραπεία από τη Συρία, είπε:
“Γιατί τον εαυτό σου ενοχλείς, κάνοντας ένα μακρύ ταξίδι σε μένα, όταν πλησιάζεις τον γιο σου για τον Χριστό, τον Ιλαρίωνα, ο οποίος έχει λάβει από τον Θεό δώρο για να θεραπεύσει κάθε είδους ασθένειες”.
Σε όλη την Παλαιστίνη άρχισαν να εμφανίζονται μοναστήρια με την ευλογία του Αγίου Ιλαρίωνα και όλοι οι μοναχοί ήρθαν σε αυτόν για να ακούσουν τον διδακτικό του λόγο. Και ανέθεσε σε όλους την πορεία της σωτηρίας.
Όταν οι αδελφοί τον ώθησαν να επισκεφθεί τα μοναστήρια πολλαπλασιασμένα με τις προσευχές και τις ευλογίες του, να τους επιβεβαιώσει και να τους δώσει έναν χάρτη μοναχικής ζωής. Όταν έφτασε, πολλοί αδελφοί συρρέουν σε αυτόν, περίπου τρεις χιλιάδες, που τον ακολουθούσαν, απολαμβάνοντας τις πιο γλυκείς διδασκαλίες του. Παραβιάζοντας τα μοναστήρια και επισκέπτοντας τους αδελφούς, ο άγιος έκανε πολλά θαύματα. Ένας αδελφός, ο οποίος ήταν πολύ φιλόξενος, είχε τον δικό του αμπελώνα, από τον οποίο είχε περίπου εκατό μέτρα σταφύλια κάθε χρόνο. Αγάπησε τον Άγιο Ιλαρίωνα με αγάπη και ικέτευσε τους αδελφούς να μεταβούν σε αυτόν στον αμπελώνα και να χωρίσουν τις συστάδες τους όσο θέλησε, αφού τα σταφύλια ήταν ήδη ώριμα. Ο καθένας κοπεί ο ίδιος πόσο ήθελε. Οι αδελφοί ήταν, όπως προαναφέρθηκε, περίπου τρεις χιλιάδες. Βλέποντας αυτή την αγάπη του αδελφού του, ο μοναχός ευλόγησε τον αμπελώνα του και εκείνος ο αδελφός συνέλεξε από τον αμπελώνα του πάνω από τριακόσια μέτρα σταφυλιών. Έτσι, το σεβασμό του μοναχού αύξησε τη γονιμότητα του αμπελώνα για την αγάπη του αδελφού της φύσης. Ένας άλλος αδελφός, τσιγγάνικος και σκληρός, έχοντας δει έναν άγιο που περνάει με το πνευματικό του κοπάδι, έβαλε έναν φυλακή στον αμπελώνα του, έτσι ώστε κάποιος να μην κόψει τουλάχιστον ένα πινέλο. ο φύλακας έριξε πέτρες στους αδελφούς, λέγοντας ότι κανένας δεν πρέπει να πλησιάσει τον αμπελώνα, αφού είναι ξένος. Αυτός ο αδελφός έχασε την ευλογία του αγίου και συγκέντρωσε πολύ λίγο σταφύλια και ήταν ξινό.
Μια μέρα ο μοναχός πήγε στην έρημο του Κάντιθ [22] για να επισκεφτεί έναν μαθητή.Στο δρόμο, ο Ιλαρίωνα έτυχε να περάσει από την παγανιστική πόλη του Ελσουού [23] . Εδώ βρήκε μια δαιμονική γιορτή, η οποία συγκέντρωσε από τα γύρω χωριά ένα πλήθος ειδωλολατρικών ανθρώπων, που χαίρονται και φέρνουν άγια θυσίες στη θεά Αφροδίτη του στο ναό. [24] Ακούγοντας για την προσέγγιση του Αγίου Ιλαρίωνα, ήρθαν να τον συναντήσουν με τις συζύγους και τα παιδιά τους, αφού είχαν ακούσει εδώ και πολύ καιρό ότι ήταν ένας μεγάλος εργάτης θαύματος. Βλέποντάς τον, έσκυψαν τα κεφάλια τους και φώναξαν στα Συριακά: “Βαρά! Varah! “- που σημαίνει: ευλογεί, ευλογεί! Τότε έφεραν σε αυτόν πολλούς άρρωστους και δαιμονικούς, και ο μοναχός, μέσω της δύναμης του Χριστού, τους θεραπεύει. Έχοντας διδάξει τους Εθνικούς στη γνώση του ενός αληθινού Θεού, τους έφερε όλους στην πίστη του Χριστού και δεν άφησαν την πόλη νωρίτερα, καθώς κατέστρεψαν τον ιερό των ειδώλων, έσπασαν τα είδωλα, έχτισαν μια ιερή εκκλησία και βαφτίστηκαν στο όνομα του Κυρίου. Αφού τα επιβεβαίωσε στην πίστη και διδάσκει την ευλογία, ο άγιος πήγε στο πιο πέρα.
Ο μοναχός Ιλαρίωνος έλαβε από τον Θεό τέτοια χάρη που με την αίσθηση της όσφρησης και της αίσθησης των πραγμάτων αναγνώριζε ποιος κατέχει το πάθος. Μόλις ένας μέσος και παράλογος αδελφός έστειλε ένα άγιο φρούτο από τον κήπο του. Όταν ήρθε το βράδυ και ο άγιος καθόταν σε ένα γεύμα, οι μαθητές του πρόσφεραν φρούτα, που έστειλε ένας τσιγκούνης αδελφός. Βλέποντάς τους, ο Ιλαρίωνας γύρισε μακριά.
«Απομακρύνετέ τους από εδώ», είπε, «δεν μπορώ να αντέξω τη δυσωδία από αυτά τα φρούτα».
Ο μαθητής του, ευλογημένος Ίσιχιος, χάλυβας, επέμενε να δοκιμάσει και να ευλογήσει την αγάπη του αδελφού.
“Μην αποθαρρύνεστε από τον Πατέρα”, είπε, “με την προσφορά του αδελφού, επειδή έφερε πιστά σε σας τους πρώτους καρπούς του αμπελώνα του”.
“Δεν αισθάνεσαι,” απάντησε ο άγιος, “ότι από αυτά τα φρούτα έρχεται η δυσοσμία του τσίμπημα;
“Πώς μπορούν τα φρούτα, εκτός από τη φυσική τους μυρωδιά, να εκπέμπουν άλλη δυσοσμία κάποιου πάθους;” Ρώτησε τον Ισχιχί.
– Αν δεν με πιστέψεις, δώσε αυτούς τους καρπούς στους βοούς και δες αν θα φάνε;
Ο Ησύχιος έφερε και έβαλε καρπούς στην ράχη μπροστά από τα βοοειδή, αλλά οι βοοειδείς, άρρωστοι, άρχισαν να σφυγίζουν βίαια και, ανίκανοι να φέρουν τη δυσωδία που έρχεται από αυτά τα φρούτα, έσπασαν από το φυτώριο και έφυγαν.
Αυτή τη στιγμή, ο άγιος ήταν ήδη 63 ετών. Πολλοί άνθρωποι συγκεντρώθηκαν γύρω του, οπότε ήταν απαραίτητο να επεκταθεί το μοναστήρι. Πολλές ανησυχίες απέτρεψαν τον θρησκευόμενο από τη σιωπή. Επιπλέον, επισκεφθήκαμε από πολλούς ανθρώπους που αναζητούσαν κάποιον – θεραπεία, ποιες – ευλογίες. Επίσκοποι και ιερείς ήρθαν μαζί με άλλους υπουργούς της Εκκλησίας, πρίγκηπες και ευγενείς από πολλές πόλεις και περιφέρειες ήρθαν να ακούσουν από τον Ιλαρίωνα το λόγο του Θεού και να λάβουν την ευλογία του. Ο άγιος ήταν πολύ αναστατωμένος που οι φιλοξενούμενοι δεν τον άφηναν να παραμείνει σιωπηλός και φώναξε, θυμόμαστε τη σιωπή των πρώτων ημερών, όταν ήταν μόνος στην έρημο. Βλέποντας τον συνεχώς θλιμμένο και κλάφο, οι αδελφοί τον ρώτησαν:
«Γιατί λυπάσαι και κλάπες, πατέρα;»
Απάντησε:
“Γι ‘αυτό λυπάμαι και κλαίνω τόσο πολύ που επέστρεψα στον κόσμο και έλαβα την ανταμοιβή μου στη γη, επειδή όλα τα Παλαιστινιακά και τα γύρω χωριά με δοξάζουν, τους τιμάτε και ως κυβερνήτη και καλέστε τον δάσκαλο όλων όσοι ζουν στο μοναστήρι.
Ακούγοντας τέτοια λόγια από τον μοναχό, οι αδελφοί υπολόγισαν ότι θέλησε να τους αφήσει κρυφά και άρχισε να παρακολουθεί προσεκτικά ότι δεν τους άφησε. Ο Πρεσβύτερος πένθησε με αυτόν τον τρόπο για δύο χρόνια.
Μόλις τον έφτασε ο Αριστενέ, η σύζυγος της μητρόπολης Ελπιδιάς, στην οποία ο άγιος θεράπευε κάποτε τρεις από τους θανάσιμους γιους της. Τον ρώτησε για ευλογίες και προσευχές για το δρόμο, καθώς σκόπευε να πάει στην Αίγυπτο – να λατρεύει τον μοναχό Αντωνία. Ακούγοντας για τον Αντώνιο, ο άγιος αναστέναξε και είπε:
“Ω, αν θα μπορούσα να πάω εκεί και να δω μέσα στη σάρκα τον ιερό και αγαπητό πατέρα του ανθόνιου μου”. Αλλά οι αδελφοί με κρατούν με βίαιο τρόπο εδώ και δεν μπορώ να πάω σε αυτόν.
Μετά από μια παύση, φώναξε πικρά.
«Αυτός είναι ο δεύτερος μήνας», είπε, «καθώς ολόκληρος ο κόσμος θρηνεί για την απώλεια του μεγάλου λαμπτήρα, γιατί ο μοναχός Αντώνιος έχει ήδη φύγει από το σώμα του.
Ακούγοντας αυτό, η γυναίκα και όλοι οι παρόντες συνειδητοποίησαν ότι του είχε δοθεί αποκάλυψη από τον Θεό για την ανάπαυση του Αγίου Αντωνίου. Ο Aristenet επέστρεψε στο σπίτι και λίγες μέρες αργότερα ήρθαν οι ειδήσεις για το θάνατο του Αντωνίου.
Δεν αφαιρώντας τις φήμες και την τιμή των ανθρώπων, ξέροντας εξάλλου από την αποκάλυψη από τον Θεό, που υποκριθεί για την αναχώρησή του από εκεί, ο άγιος Ιλαρίωνας κάλεσε μερικούς από τους μαθητές του και τους είπε να πάνε μαζί του. Έχοντας φέρει το γάιδαρο, έβαλαν τον Αιδεσιμότατο Πατέρα πάνω του, καθώς από το γήρας δεν μπορούσε πλέον να περπατήσει και, υποστηρίζοντάς τον, πήγε μαζί του. Όταν οι υπόλοιποι αδελφοί, όπως και οι κάτοικοι των γύρω χωριών και πόλεων, έμαθαν ότι ο μοναχός τους είχε αφήσει, συγκεντρώθηκαν σε δέκα χιλιάδες ανθρώπους και, αφού τον κυνηγούσαν, τον προσπέρασαν. Με δάκρυα έπεσαν στον άγιο και ζήτησαν να μην τους αφήσουν.
– Μετά από το Θεό, σας είχαμε στην Παλαιστίνη ως πατέρα, που μας δυναμώνει και μας βοηθάει. Μη μας αφήνετε μόνοι μας, σαν πρόβατα χωρίς βοσκό.
“Γιατί, παιδιά μου, σπάστε την καρδιά μου;” Ο άγιος τους προειδοποίησε. “Να ξέρετε ότι δεν άφησα τον Κύριο χωρίς θέληση: προσευχήθηκα προς τον Κύριο και με διέταξε να φύγω από εδώ, όχι για να δούμε τη θλίψη που πρέπει να κατανοήσει την Εκκλησία του Θεού, να μην κοιτάξει την καταστροφή των ιερών ναών, την καταπάτηση των βωμών και την ρίψη αίμα των παιδιών μου. Μην με κρατάτε, τα παιδιά μου.
Ακούγοντας ότι αποκαλύφθηκε σχετικά με την καταστροφή που τους απειλούσε, άρχισαν να τον προσεύχονται ακόμη περισσότερο – ειδικά για να μην τους αφήνουν, αλλά για να τους βοηθήσουν στη δοκιμασία τους με τις προσευχές τους. Λυπημένος, ο άγιος χτύπησε τη γη με μια ράβδο και είπε:
“Δεν θα φάω ούτε θα πίνω μέχρι να με αφήσεις να φύγω. αν θέλετε να με δείτε νεκρό, κρατήστε το.
Για επτά ημέρες κατέλαβαν τον μοναχό με τις προσκλήσεις τους και, τελικά, πεισμένοι για την αμετάβλητη πρόθεση του, απελευθερώθηκαν με ειρήνη. Όλος ο πλήθος των ανθρώπων, φωνάζοντας, τον είδε μακριά. Πηγαίνοντας στην πόλη της Bethel, ο άγιος κατέβηκε, προσευχήθηκε με όλους και, αφού τους ανέθεσε στον Κύριο, έστειλε σπίτι.Επιλέγοντας 40 ανθρώπους από τους αδελφούς, για τους οποίους γνώριζε ότι ήταν σε θέση να αντέξουν το έργο του ταξιδιού, να νηστεύσουν και να τρώνε λίγο φαγητό, μόνο αφού κατέβηκε ο ήλιος, τους πήρε μαζί του. Μετά από ένα πενθήμερο ταξίδι, ο άγιος έφτασε στην Πυλουσία [27] . Μετά από να επισκεφθεί τους αδελφούς που έζησαν στην έρημο στην περιοχή που είναι γνωστός ως Λυχνός, έφυγε εκεί και μέσα σε τρεις μέρες ήρθε στην πόλη του Φάβαστ. Εδώ είδε τον επίσκοπο Drakontii εξομολογητή, ο οποίος φυλακίστηκε, και οι δυο τους ήταν παρηγορημένοι από μια θεία εμπνευσμένη συνομιλία [28] . Μετά από ένα καινούργιο ταξίδι που διαρκεί λίγες μέρες, ο γέρος πήγε στη Βαβυλώνα με μεγάλη δυσκολία να επισκεφτεί τον επίσκοπο του Φίλο [29] εξομοιωτή. Αυτοί οι δύο σύζυγοι οδηγήθηκαν σε αυτά τα μέρη από τον βασιλιά του Κωνστάντιου, βοηθώντας τους πονηρούς Αριανούς. Αφού είδε τον ευλογημένο Φίλωνα και μίλησε μαζί του, ο μοναχός συνέχισε την πορεία του και ήρθε στην πόλη της Αφροδιτόπολης και έπειτα, μετά από ένα τριήμερο ταξίδι μέσα από την τρομερή και σοβαρή έρημο, έφτασε σε ένα ψηλό βουνό όπου ήταν ο Αντώνιος του μοναχού.
Εδώ ο μοναχός Ιλαρίωνας βρήκε τους δυο μαθητές του, τον Ισαάκ και τον Πελουσιανό, που ήταν πολύ χαρούμενοι που είδαν τον άγιο. Η περιοχή ήταν πολύ όμορφη και ο άγιος με μεγάλο ζήλο το παρακάμπτει. Ο Ισαάκ και ο Πελουσιανός έδειξαν στον Ιλαρίωνα όλα τα μέρη που αγιάστηκαν από τα γραπτά του Μοναχικού Αντωνίου.
“Ο άγιος πατέρας μας Αντόνι τραγουδούσε σ ‘αυτό το μέρος”, είπαν, “αλλά έβαζε τον εαυτό του στη σιωπή. εκεί προσευχόταν, και εκεί καθόταν και υφαντά καλάθια. Εδώ συνήθιζε να ξεκουράζει από την εργασία και να κοιμάται εκεί. Αυτά τα σταφύλια και τα δέντρα αυτά φυτεύτηκαν, και αυτό το αλώνι κανόνισε με τα χέρια του. Αυτή η λίμνη για το πότισμα του κήπου έσκαψε τον εαυτό του, με μεγάλη δυσκολία και εφίδρωση αργότερα.Εδώ είναι η σπάτουλα, την οποία ο άγιος χρησιμοποίησε για μεγάλο χρονικό διάστημα για να σκάψει τη γη.
Αυτά και πολύ περισσότερο έδειξαν στον Άγιο Ιλαρίωνα. Αλλά όταν ήρθε στον τόπο όπου ο Αντώνιος συνήθιζε να ξεκουράζει, φίλησε το κρεβάτι του με φόβο και χαρά και κάθισε πάνω του. Στην κορυφή του βουνού υπήρχαν δύο πέτρινα κελιά, στα οποία ο Άγιος Αντώνιος αποσύρθηκε για σιωπή, κρύβοντας από τους ενοχλητικούς επισκέπτες που ήρθαν σε αυτόν. Αφού τους έφερε κατά μήκος των βημάτων του Ιλαρίωνα, οι μαθητές του έδειξαν τα αμπέλια και τα διάφορα οπωροφόρα δέντρα που έφεραν φρούτα και ανέφεραν ότι φυτεύτηκαν από τον Άγιο Αντώνιο πριν από τρία χρόνια.
Αφού παρέμεινε εδώ με τον αδελφό του, ο μοναχός Ιλαρίωνα επέστρεψε και πάλι στην Αφροδίτη και άφησε τους αδελφούς να πάνε, λέγοντάς τους να επιστρέψουν στην Παλαιστίνη στο μοναστήρι τους, αλλά άφησε μόνο δύο από αυτούς. Με αυτούς, πήγε στην έρημο πλησίον εκείνης της πόλης, όπου εγκαταστάθηκε, παραμένοντας σε σιωπή, νηστεία, προσευχή και σε πράξεις τόσο μεγάλες, σαν να είχε μόλις αρχίσει τη μοναστική του ζωή για τον Χριστό.
Μετά το θάνατο του Αγίου Αντωνίου, εδώ και τρία χρόνια υπήρχε μια οργισμένη γη σε αυτή την περιοχή και η πείνα έπληξε σε όλη τη χώρα, επειδή το χώμα καίει από τη φωτιά, όπως από τη φωτιά. Οι άνθρωποι είπαν ότι όχι μόνο οι άνθρωποι θρηνούν το θάνατο του μοναχού, αλλά και η γη, ο ουρανός δεν δίνει βροχή. Οι άνθρωποι και τα κατοικίδια ζώα πέθαναν από την πείνα και τη δίψα. Ακούγοντας ότι σε αυτά τα μέρη ζει ο άγιος Ιλαρίωνας, ένας μαθητής του Αντωνίου, πολλοί άνθρωποι με τις συζύγους και τα παιδιά τους συγκεντρώθηκαν και πήγαν προς αυτόν στην έρημο. Όταν έφθασαν, άρχισαν να προσεύχονται σοβαρά:
– Ο Θεός μας έστειλε σε εσάς αντί του Αντωνίου: να είστε έλεος και να προσευχηθείτε στον Κύριο, ο οποίος, με το μεγάλο έλεός Του, θα στείλει βροχή στην ξηρανθείσα γη από τις καταστροφές.
Βλέποντας την ατυχία αυτών των ανθρώπων, πεθαμένος από την πείνα και τη δίψα, ο Άγιος Ιλαρίωνας έγειρε τα μάτια και τα χέρια του στον ουρανό και άρχισε να προσεύχεται με δάκρυα. Αμέσως υπήρξε μια μεγάλη βροχή και γεμίζει ολόκληρη τη γη με άφθονο. [30]Από τότε οι άνθρωποι άρχισαν να πηγαίνουν στον Αιδεσιμότατο, φέρνοντάς τους άρρωστους. Βλέποντας ότι βαριέται και δεν του επιτρέπεται να παραμείνει σιωπηλός, ο άγιος ήθελε να αποσυρθεί στην έρημο του Οσαίμ [31] και, έχοντας συγκεντρωθεί, ξεκίνησε με τους δύο μαθητές του. Έχοντας περάσει από την Αλεξάνδρεια, ήρθε στη Bruchia, όπου βρήκε φίλους αδελφούς που τον αποδέχτηκαν ευχάριστα. Αφού ξόδεψε λίγο χρόνο μαζί τους, ο ίδιος ξεκίνησε να φύγει, αλλά οι αδελφοί δεν ήθελαν να τον αφήσουν και να παρακαλέσουν να παραμείνει μαζί τους. Στη συνέχεια, αποφάσισε να τα αφήσει κρυφά το βράδυ, αλλά όταν οι μαθητές προετοίμαζαν έναν γάιδαρο γι ‘αυτόν, οι αδελφοί είδαν γι’ αυτό και, έρχονταν, κατέβηκαν από την πόρτα.
“Είναι καλύτερο για μας να πεθάνουμε ψέματα στα πόδια σας,” είπαν, “από το να σας χάσουν τόσο σύντομα!”
«Άνοδος, παιδιά μου», είπε ο μοναχός, «είναι πιο χρήσιμο για σένα και για μένα, να με αφήσεις να πάω μάλλον σύντομα, γιατί είχα μια θεϊκή αποκάλυψη που διέταξε να φύγω από εδώ». Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο προσπαθώ να ξεφύγω από σας όσο το δυνατόν γρηγορότερα, ώστε να μην υποφέρετε από τη λύπη μου. Πραγματικά, αργότερα θα συνειδητοποιήσετε ότι δεν βιάζομαι να βιάζομαι και να αποφύγω τη διαμονή μου μαζί σας.
Ακούγοντας αυτά τα λόγια, οι αδελφοί αυξήθηκαν και ο άγιος δημιούργησε μια προσευχή, τους αγκάλιασε και έφυγε. Η χάρη του Θεού τον προστατεύει στο δρόμο του μέσα από μια αδιαπέραστη έρημο.
Την επόμενη μέρα, μετά την αναχώρησή του από τη Bruchia, οι Gamans έρχονταν από τη Γάζα με τους εκτελεστές και ρώτησαν πού ήταν ο Ιλαρίωνας. Όταν διαπίστωσαν ότι είχε πάει, είπαν ο ένας στον άλλο:
– Κοιτάξτε αυτόν τον οδηγό: ανακάλυψε τι τον περιμένει από εμάς και έφυγε.
Οι κακοί κάτοικοι της Γάζας απ ‘την αρχή αρχίζουν να ζηλεύουν τον άγιο που ο λαός συρρέουν σε αυτόν και σταμάτησαν να λατρεύουν τον θεό τους Μαρνά. Συγκεκριμένα, εξαιτίας αυτού, οι ιερείς των Μαρμασίων ενοχλούνταν. προσπάθησαν με κάθε δυνατό τρόπο να την καταστρέψουν, αλλά δεν μπορούσαν, δεδομένου ότι όλες οι γύρω πόλεις και χωριά εκτιμούσαν πολύ τον άγιο. Όταν πέθανε ο Τσάρος του Κωνστάντιου και ο άσχημα δούλος των δαίμων, ο Ιουλιανός ο Αποστάτης εισήλθε στο θρόνο, οι άνομοι λαοί βρήκαν αυτή τη φορά βολική για την εκτέλεση των μακρόπνοων σχεδίων τους. Οι ειδωλολάτρες της πόλης της Γάζας προχώρησαν στον ασεβή τσάρο, συκοφαντούσαν μπροστά του τον μοναχό Ιλάριο και τους μαθητές του και ζήτησαν γραπτό διάταγμα για να καταστρέψουν τα μοναστήρια του κοντά στη Γάζα, να εκδιώξουν από την περιοχή τους τους μαθητές, αφού τους χτύπησαν και τον ίδιο τον Ιλαρίωνα καθώς και τον βοηθό του Ισχί , να σκοτώσει. Οι ασεβείς το έκαναν: κατέστρεψαν τα μοναστήρια και διασκορπίζουν το κοπάδι του Χριστού. Ο Ησύχιος, ο πιο αγαπημένος από τον Ιλαρίωνα για την ζήλιατη υπακοή του, που ξεπέρασε τους άλλους μαθητές, κρύφτηκε στις ερήμους, τρέχοντας στα χέρια των άπιστων.
Εν τω μεταξύ, ο μοναχός Ιλαρίωνας, που κρατήθηκε από τον Θεό, έζησε στην Έρημο Οασημ. Όταν έμεινε εκεί για περίπου ένα χρόνο, ο μαθητευόμενος Αδριανός ήρθε σε αυτόν με την είδηση ότι ο βασιλιάς Ιουλιανός είχε σκοτωθεί – και τον κάλεσε στην Παλαιστίνη στην παλιά του θέση, καθώς η Εκκλησία καθιέρωσε και πάλι ειρήνη. Η αγάπη της αγάπης, ο άγιος δεν ήθελε να επιστρέψει στην Παλαιστίνη, αλλά βλέποντας ότι στην έρημο του Οασίμ δεν μπορεί να κρυφτεί από τους ανθρώπους, πήγε στην έρημο στην περιοχή της Λιβύης με έναν μαθητή τον Ζήνον. Ο Adrian επέστρεψε στην Παλαιστίνη με έναν άλλο μαθητή.
Φθάνοντας στην παραθαλάσσια πόλη του Pareton [32] , ο Ιλαρίωνα επιβιβάστηκε σε ένα πλοίο και κατέπλευσε στη Σικελία για να ξεφύγει από τη δόξα του ανθρώπου. Ο πλοίαρχος του πλοίου είχε έναν γιο, που βασανίστηκε από ένα ακάθαρτο πνεύμα που φώναξε σ ‘αυτόν:
– Δούλη του Θεού Ιλαρίωνα! Γιατί δεν μας δίνετε ειρήνη ακόμα και στη θάλασσα;Περίμεθα, ενώ διασχίζουμε στην ακτή, έτσι ώστε να μην χρειάζεται να κατεβείτε από εδώ στην άβυσσο.
Ο άγιος απάντησε:
– Αν ο Θεός σας διατάξει να παραμείνετε στη δημιουργία Του, παραμείνετε, εάν Εκείνος θα σας εκδιώξει, τότε αυτό που είχαμε πριν: Είμαι αμαρτωλό πρόσωπο.
Ακούγοντας αυτό, ο πατέρας του άρρωστου νεαρού, μαζί με όλους εκείνους που βρισκόταν στο πλοίο, έπεσαν στον άγιο, προσευχόμενοι να χάσουν το γιο του και να εκδιώξουν τον δαίμονα από αυτόν. Αλλά ο άγιος δεν συμφώνησε, λέγοντας τον εαυτό του αμαρτωλό.
“Αν μου υποσχεθείς”, είπε επιτέλους, “να μην πω σε κανέναν για μένα στη χώρα όπου πηγαίνουμε, θα προσεύχομαι στον Δάσκαλο μου να βγάλει έξω το κακό πνεύμα.”
Αυτοί οι όρκοι υποσχέθηκαν. Στη συνέχεια, έχοντας δημιουργήσει μια προσευχή, ο μοναχός απέκλεισε τον δαίμονα από τη νεολαία και όλοι δοξάζουν τον Θεό.
Όταν έφτασε το πλοίο στη Σικελία, ο άγιος έδωσε στον ναύτη τη μεταφορά του Ευαγγελίου, το οποίο αντιγράφει τον εαυτό του τις ημέρες της νεολαίας του: δεν είχε τίποτα να δώσει σε κάποιον άλλο, επειδή ήταν κακή περιουσία όπως το πνεύμα. Αλλά ο ιδιοκτήτης του πλοίου δεν έλαβε πληρωμή από αυτόν, αν και ο άγιος επέμεινε ότι το πήρε.
«Δεν θα πάρω τίποτα από εσάς, αφού εσείς οι ίδιοι είστε φτωχοί και δεν έχετε τίποτα», απάντησε ο πλοίαρχος του πλοίου.
Ο άγιος χαρούσε στο πνεύμα, βλέποντας τον εαυτό του ως απολύτως φτωχό και χωρίς τίποτα θλιβερό. Απομακρυνόμενη από την ακτή, περίπου είκοσι μίλια, εγκαταστάθηκε εδώ με τον μαθητή του. Ο μαθητής συγκέντρωσε καθημερινά μια δέσμη καυσόξυλων, την πήγε σε ένα κοντινό χωριό και αγόρασε το ψωμί για το οποίο έφαγε και οι δύο μαζί, χάρη στο Θεό.
Αλλά το χαλάζι δεν μπορεί να κρυφτεί πίσω από την κορυφή του βουνού [34] . Ένας δαιμονιστής στην εκκλησία του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη αναφώνησε:
– Πρόσφατα, ο υπηρέτης του Ιλαρίωνα Ιλαρίωνα έφτασε στη Σικελία. κανείς δεν τον ξέρει και σκέφτεται ότι μπορεί να κρύψει: αλλά θα πάω εκεί και θα τον τονίω.
Και συνέβη. Αυτός ο άνθρωπος ήρθε στη Σικελία. στο Πήχιο βρήκε τον Άγιο Ιλαρίωνα, έπεσε στο κελί του και έλαβε, σύμφωνα με τις προσευχές του μοναχού, θεραπεία. Από τότε οι άνθρωποι αυτής της χώρας έχουν μάθει γι ‘αυτό. Πολλοί άνθρωποι άρχισαν να έρχονται σε αυτόν, αναζητώντας θεραπεία από τις ασθένειες τους, και ποτέ δεν επέστρεψαν πίσω χωρίς να πάρουν αυτό που ήθελαν. Ο προαναφερόμενος άνθρωπος, ο οποίος ήρθε από τη Ρώμη και επουλώθηκε από την παραφροσύνη, πρόσφερε στον αγίτη πλούσια δώρα με ευγνωμοσύνη για τη θεραπεία. Αλλά ο άγιος δεν τους έλαβε, λέγοντας:
– Είναι γραμμένο: θα λάβετε μια μελωδία, θα δώσετε έναν τόνο [35] .
Ενώ ο μοναχός βρισκόταν στη Σικελία, ο αγαπημένος του μαθητής, ο ευλογημένος Ησύχιος, για τρία χρόνια έψαχνε τον κόσμο για τον αγαπημένο του πατέρα, τον πνευματικό, Αιδεσιμότατο Ιλαρίωνα: περιγράφει προσεκτικά πολλές χώρες, βουνά και ερήμους, αλλά δεν τον βρήκε πουθενά. Αργότερα, στην Πελοπόννησο [36] , στην παραθαλάσσια πόλη της Μεθώνης, άκουσε από έναν Εβραίο έμπορο ότι ένας χριστιανός προφήτης είχε εμφανιστεί στη Σικελία και έκανε πολλά θαύματα.
– Και ποιο είναι το όνομά του και τι είναι αυτός; Ρώτησε τον Ισχιχί.
«Δεν τον είδα και δεν ξέρω με το όνομά του», απάντησε ο Εβραίος, «άκουσα μόνο γι ‘αυτόν».
Συνειδητοποιώντας ότι αυτός ο προφήτης είναι αυτός που αναζητά, ήρθε στο πλοίο και κατέπλευσε στη Σικελία. Με δυσκολία κατάφερε να ανακαλύψει κάτι για το ιερό από τους δορυφόρους, οι οποίοι δήλωσαν ομόφωνα ότι είχε κάνει πολλά θαύματα και από κανέναν δεν πήρε ακόμη και μια φέτα ψωμιού γι ‘αυτό. Αφού βρήκε έναν άγιο στην Πιόνα, ο Ίσιχι έπεσε στα πόδια του, φιλώντας και πλένοντας με δάκρυα. Ο γέρος δεν μπορούσε να ανυψώσει το παιδάκι που φώναζε από τη γη και τον παρηγορούσε με ψυχική συνομιλία.
Αφού είδε πολλούς ανθρώπους που ήρθαν σε αυτόν και τον δοξάρισαν μετά από λίγο, ο γέροντας είπε στους μαθητές του, τον Ζήνον και τον Ίσιι:
“Είναι αδύνατο να παραμείνουμε εδώ, παιδιά. Ας πάμε σε μια άλλη χώρα, όπου κανείς δεν θα ξέρει για μας.
Συγκεντρώθηκε, αποσύρθηκε κρυφά μαζί τους στην πόλη της Επιδαύρου [37] , όπου ο Θεός τον κατεύθυνε να τους προσφέρει πολλά οφέλη. Δεν είχε χρόνο να μείνει λίγες μέρες σε ένα σιωπηλό μέρος κοντά στην Επίδαυρο, καθώς οι κάτοικοι της χώρας έμαθαν ότι έρχονται σε αυτούς ο άγιος του Θεού, ο οποίος ήταν στη Σικελία. Ο Θεός έδειξε τον υπηρέτη Του στους ανθρώπους και τον δοξάρισε. Ακούγοντας τον ο ένας από τον άλλον, οι κάτοικοι συγκεντρώθηκαν και ήρθαν σε αυτόν. άρχισαν να τον ικετεύουν για να τους βοηθήσουν στη μεγάλη τους ατυχία: υπήρχε ένα τρομερό φίδι σε εκείνους τους τόπους, τόσο τεράστιο που καταβρόχθιζε μεγάλα βόδια και καταβρόχθιζε ανθρώπους. Έτσι, σκότωσε αμέτρητους ανθρώπους και ζώα. Ακούγοντας γι ‘αυτόν, ο άγιος διέταξε να στοιβάζει πολλά καυσόξυλα και να ανάψει μια μεγάλη φλόγα, και γονατιστήκαμε, προσευχόταν στον Θεό να χάσει τον λαό Του και να τον παραδώσει από το κακό φίδι στη δόξα του ιερού ονόματός Του. Τότε άρχισε να καλέσει το φίδι. Και το φίδι φαινόταν σαν να τραβούσε από τη δύναμη της σφαγής. Όλοι κοίταξαν και τρομοκρατήθηκαν. Ο άγιος του είπε να εισέλθει στη φλόγα και αμέσως, υπακούοντας στα λόγια του, το φίδι έμπαινε στη φωτιά και κάηκε. Τότε οι άνθρωποι δοξάζουν τον Θεό και ευχαριστούν τον Άγιο Ιλαρίωνα.
Από εκείνη την ημέρα, πολλοί έχουν αρχίσει να προσφύγουν σε αυτόν για βοήθεια. Ο γέρος πένθιζε και αναρωτιόταν από πού θα μπορούσε να βρει ένα μέρος όπου θα μπορούσε να κρύψει από τους ανθρώπους και να παραμείνει στη σιωπή. Εκείνη την εποχή, σημειώθηκε ένας μεγάλος σεισμός, από τον οποίο η θάλασσα ήταν πολύ αναστατωμένη και προεξέχθη από τις ακτές της. Τα κύματα ανέβηκαν τόσο ψηλά ώστε να καλύπτονται μεγάλα βουνά και τα πλοία που μεταφέρονται με νερό να παραμένουν ψηλά. Οι κάτοικοι της Επίδαυρας που βρίσκονται δίπλα στη θάλασσα, βλέποντας αυτές τις καταστροφές, σκέφτηκαν ότι ξεκινά η δεύτερη πλημμύρα, και με τρόμο, περιμένοντας τον θάνατο ολόκληρης της γης και τον επικείμενο θάνατό τους, έκαψαν δυνατά. Θυμίζοντας τον ιερό Ιλαρίωνα, όλοι έσπευσαν σε αυτόν, μεγάλες και μικρές, συζύγους και παιδιά, και με δάκρυα τον ικέτευαν να προσεύχεται γι ‘αυτούς στον Θεό, έτσι ώστε να απομακρύνει τον δίκαιό του θυμό από αυτούς. Ο άγιος σηκώθηκε και πήγε μαζί τους στην πόλη. Όταν ήρθε, στάθηκε ανάμεσα στην πόλη και τη θάλασσα. η θάλασσα ανέβαινε ψηλά στον αέρα πάνω από την Επίδαυρο, έτσι ώστε φαινόταν ότι άγγιζε τα σύννεφα και ήταν ήδη έτοιμη να βυθίσει την πόλη. Ο άγιος έγραψε τρεις σταυρούς πάνω στην άμμο και, σηκώνοντας τα χέρια του στον ουρανό, άρχισε να εκλαγιάζει με επιμέλεια τον Θεό που αγαπάει τον Θεό, για να χάσει τη δημιουργία Του. Όταν προσευχόταν, ο Θεός εκδήλωσε την φιλανθρωπία Του: Με την εντολή του Κυρίου, η θάλασσα υποχώρησε βαθμιαία και εισήλθε στις ακτές της, ο σεισμός σταμάτησε και οι άνεμοι υποχώρησαν. Σχετικά με αυτή τη μεγάλη δύναμη του Κυρίου και την προσευχή εκπροσώπηση του μοναχού Ιλαρίωνα στην πόλη της Επιδαύρου, οι πατέρες των φυλών είπαν αργότερα στα παιδιά τους.
Εν τω μεταξύ, ο άγιος Ιλαρίωνας, ξεφεύγοντας από ανθρώπινη δόξα, βγήκε τη νύχτα και, βρίσκοντας ένα πλοίο που πήγε στην Κύπρο, κάθισε πάνω του με τους μαθητές του.Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους επιτέθηκαν από ληστές και όλοι όσοι ήταν στο πλοίο φοβήθηκαν πολύ. Ο Ιλαρίωνας τους παρηγορεί.
“Υπάρχουν περισσότεροι ληστές από τον στρατό του Φαραώ;” – είπε. “Αλλά ο Θεός επίσης βυθίστηκε στη θάλασσα.”
Όταν οι ληστές έπεσαν κοντά στο πλοίο σε τέτοια απόσταση ώστε να ρίξουν μια πέτρα, ο άγιος από το πλοίο, απειλώντας με το χέρι του, είπε:
«Αρκεί για σένα να έχεις φτάσει στον τόπο αυτό».
Τα πλοία ληστείας σταμάτησαν αμέσως, αδυνατούν να κολυμπήσουν περισσότερο και να προσεγγίσουν το πλοίο στο οποίο ήταν ο άγιος. Οι ληστές έκαναν πολλή δουλειά, κουνούσαν μάταια, και επέστρεψαν με ντροπή, που ρίχτηκαν πίσω από τη δύναμη του Θεού από το πλοίο.
Ιστιοπλοΐα προς το νησί της Κύπρου [38] Ο Άγιος Ιλαρίωνας εγκαταστάθηκε σε έρημο τόπο δύο καταπακτές από την πόλη της Πάφου [39] . Αλλά ακόμα και εδώ δεν μπορούσε να ξεφύγει: οι ίδιοι οι δαίμονες, που κατοικούσαν στους ανθρώπους, είπαν στους ανθρώπους για την έλευση του. Με εντολή του Θεού, οι δημοζόνες που συγκεντρώθηκαν από όλη τη χώρα, αριθμούσαν έως και 200 άντρες και γυναίκες, ήρθαν στο άγιο και, σύμφωνα με τις προσευχές του, απελευθερώθηκαν όλοι από το διάβολο. Μετά από δύο χρόνια εδώ, ο μοναχός αποφάσισε να φύγει από εδώ, αναζητώντας ένα ερημικό μέρος όπου θα μπορούσε να τερματίσει τη ζωή του σε σιωπή. Μετά από ένα μίλι περίπου από τη θάλασσα, βρήκε μια μοναχική, άγρια θέση ανάμεσα στα ψηλά βουνά. Γύρω του μεγάλωσαν πολλά οπωροφόρα δέντρα (ο καρπός του οποίου, όμως, ποτέ δεν έχει δοκιμάσει), πόσιμο νερό στραγγισμένο από το βουνό. Υπήρχε ένας ανθισμένος κήπος και ένας εγκαταλελειμμένος ναός ειδώλων, στον οποίο υπήρχαν πολλοί δαίμονες. Ο τόπος αυτός άρεσε ο άγιος στην ακραία του ερήμου και έζησε εκεί για πέντε χρόνια. Οι δαίμονες, μέρα και νύχτα, φώναζαν δυνατά, θέλοντας να τρομάξουν τον άγιο και να τον εκδιώξουν. Τους πολεμούσε επίσης με αδιάκοπη προσευχή και αναπαύεται σιωπηλά, επειδή λόγω της δύσκολης πρόσβασης σε αυτόν και στους πολλούς δαίμονες που κατοικούσαν εκεί, κανείς δεν τολμούσε να έρθει σε αυτόν.
Μόλις βγήκε από την καλύβα του, ο γέρος είδε την παραλυτική που βρισκόταν μπροστά της και ρώτησε τον Ishii:
“Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος και που το έφερε;”
“Είναι ο ιδιοκτήτης του τόπου όπου ζούμε”, απάντησε ο Ησύχιος.
Ο άγιος ρίχνει δάκρυα, τεντωμένο το χέρι του πάνω του και είπε:
– Στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, σηκώστε και περπατήστε!
Και ο χαλαρός άντρας αμέσως σηκώθηκε τέλεια υγιής και άρχισε να περπατά, εγκωμιάζοντας τον Θεό. Μετά από αυτό το θαύμα, όλοι οι γύρω κάτοικοι άρχισαν να έρχονται στον άγιο, δεν φοβούνται πλέον εχθρικά πνεύματα ούτε ένα δύσκολο και επικίνδυνο μονοπάτι.
Θυμίζοντας τους παλαιστίνιους αδελφούς, ο μοναχός έστειλε τον ευλογημένο Ησυχίους να τους επισκεφτεί και να τους χαιρετήσει για λογαριασμό του. Ο ίδιος άρχισε να σκέφτεται να φύγει, βλέποντας τον εαυτό του και εδώ σεβαστό και τον κόπο των ανθρώπων που ήρθαν, αλλά περίμενε την επιστροφή του Ishii. Εκείνη την εποχή, ο ευλογημένος μαθητής του Ζήνων πέθανε και γι ‘αυτόν ήρθε η ώρα να σταματήσει τη μακρόχρονη γήινη περιπλάνηση του (ήταν ήδη 80 ετών).
Έχοντας προβλέψει την αναχώρησή του στον Θεό, ο μοναχός έγραψε το θέλημά του στην αδελφότητα με το δικό του χέρι και άφησε το ιερό ευαγγέλιο που έγραψε ο Υσύκυια, γραμμένο με το χέρι του, ένα πουκάμισο για τα μαλλιά και μια κούκλα. Μετά από αυτό άρχισε να λιποθυμεί με το σώμα.
Όταν η φήμη για την ασθένεια του Αγίου Ιλαρίωνα έφτασε στους κατοίκους της Πάφας, όλοι ευσεβείς άνδρες ήρθαν αμέσως να τον επισκεφθούν και μαζί τους μια φιλανθρωπική γυναίκα που ονομάστηκε Κονστάκτιος, της οποίας η άρρωστη κόρη θεραπεύτηκε με το χρίσμα με λάδι.
Βλέποντας ότι ο Κύριος τον καλεί στον εαυτό του, ο άγιος άρχισε να ρωτά τους επισκέπτες του, έτσι ώστε μετά το θάνατο, έθαψαν χωρίς καθυσμό το σώμα του στον κήπο όπου ζούσε. Ήδη που πεθαίνει, μίλησε ο Ιλαρίωνας, μελετώντας με το καθαρό μυαλό τον διαχωρισμό της ψυχής από το σώμα:
“Έλα, ψυχή μου, ότι φοβάσαι!” Έλα, είσαι αμηχανία! Ογδόντα χρόνια υπηρετήσατε τον Χριστό και φοβάστε το θάνατο;
Με αυτά τα λόγια πρόδωσε το πνεύμα του στο Θεό. [41] Κλαίγοντας πάνω του, ως πατέρας και δάσκαλος, οι παρόντες τον έθαψαν στον τόπο όπου διέταξε.
Επιστρέφοντας από την Παλαιστίνη και χωρίς να βρει τον μέντορά του, ο ευλογημένος Ησύχιος διέταξε για πολλές μέρες το φέρετρο του. Προτίθετο να μεταφέρει το σώμα στην Παλαιστίνη στους αδελφούς, αλλά δεν μπορούσε, αφού όλοι οι γύρω κάτοικοι φρουρούσαν το σώμα, έτσι ώστε κάποιος να μην πάρει τέτοιο θησαυρό από τη χώρα τους.
Τότε ο Ησύχιος προσποιήθηκε ότι ήθελε να εγκατασταθεί σε αυτό το μέρος και είπε:
“Μπορώ να πεθάνω και να θαφτεί εδώ με τον πατέρα μου”.
Πιστεύοντάς τον, οι άνθρωποι τον άφησαν να ζήσει στον τόπο όπου θάφτηκε ο Άγιος Ιλαρίωνας. Ο Ησύχιος, μετά από δέκα μήνες, άνοιξε το φέρετρο του μοναχού και είδε το άγιο σώμα του, σαν να ήταν νεκρό, φωτεινό με πρόσωπο και αρωματικό. Το πήρε και μυστικά πήγε στην Παλαιστίνη. Οι μοναχοί της Παλαιστίνης και οι λαϊκοί ακούσαν για την κατάκτηση των λειψάνων του Αγίου Ιλαρίωνα από τους Ισχιούς και συγκεντρώθηκαν από όλα τα μοναστήρια και τις πόλεις με κεριά και θυμιατήρια και, αφού τα οδήγησαν με τιμή, τα έβαλαν στο Mayim, στο πρώτο μοναστήρι του.
Μη σιωπάτε για το τι έκανε η προαναφερθείσα Κωνσταντία. Όντας ενάρετος και με μεγάλο ζήλο για τον μοναχό Ιλαρίωνα, μετά το θάνατό του, πήγε συχνά στο φέρετρο του, προσευχόταν για ολόκληρες νύχτες και μίλησε μαζί του σαν ζωντανός, προσευχόμενος για τον εαυτό του. Όταν έμαθε ότι το σώμα του αγίου είχε κλαπεί, έπεσε από τη θλίψη και πέθανε, και με το θάνατό της έδειξε πώς είχε πίστη και αγάπη για τον άγιο.
Οι κάτοικοι της Κύπρου και της Παλαιστίνης διαμαρτύρονταν μεταξύ τους, καυχιζόμενοι του Αγίου Ιλαρίωνα. Οι κάτοικοι της Παλαιστίνης δήλωσαν:
“Έχουμε το σώμα του Αγίου Ιλαρίωνα”.
«Και έχουμε το πνεύμα του», απάντησε ο Κύπριος.
Και στα δύο μέρη και στην Κύπρο, όπου θάφτηκε, και στην Παλαιστίνη όπου μεταφέρθηκε, πολλά θαύματα έγιναν με τις ιερές προσευχές του και αμέτρητες θεραπείες δίνονταν για τη δόξα του Θεού, του Μοναχού στην Αγία Τριάδα, προς αυτόν, επίσης, τιμή και ευχαριστία από εμάς και λατρεία για πάντα. Αμήν.