Ἱκανοποίηση θείας δικαιοσύνης; Θ΄
- Ή «όργή» τοΰ Θεοΰ
Ή έννοια τής «όργής» τοΰ Θεοΰ εΐναι τό δεύτερο μεγάλο ζήτημα πού σχετίζεται μέ τή θεωρία τής ικανοποιήσεως τής θείας δικαιοσύνης, μάλιστα όχι τόσο ώς πρός τήν άνσέλμεια διατύπωσή της, άλλά τήν οξύτερη μορφή της, όπως αύτή διαμορφώθηκε άπό σημαντική μερίδα τοϋ Προτεσταντισμού.
Τό ζήτημα είναι ένδιαφέρον, διότι καϊ στούς Ορθόδοξους συγγραφείς, πού χρησιμοποιούν τήν ορολογία τής θεωρίας τής ικανοποιήσεως τής θείας δικαιοσύνης, συναντάμε καϊ συχνή καί έντονη μερικές φορές τήν άναφορά στήν «όργή» τοϋ Θεοϋ, άπό τήν όποία, όπως τονίζουν, μας λυτρώνει ό Χριστός διά τής Θυσίας Του.
Όσοι έπικρίνουν αύστηρά αύτόν τόν έπηρεασμό τών Ορθοδόξων ύποστηρίζουν ότι θεολογικώς είναι λάθος νά κάνουμε λόγο γιά «όργή» τοϋ Θεοϋ. Πρωτίστως διότι ό Θεός είναι άπαθής καϊ έπομένως Τοϋ είναι παντελώς ξένη κάθε έννοια πάθους. Άρα άποτελεΐ άτόπημα ή άπόδοση όργής σ’ Αύτόν. Πολύ περισσότερο, λένε, είναι άπαράδεκτη ή άπόδοση όργής στόν Θεό, διότι Εκείνος εΐναι μόνο άγάπη καϊ άποτελεΐ βλασφημία τό νά Τοΰ άποδίδεται κάτι πού άποτελεΐ διαστροφή τών αισθημάτων Του. Ή παρουσία έπομένως αύτής τής διατυπώσεως στά κείμενα τών Ορθόδοξων συγγραφέων κρίνεται λανθασμένη και έπικρίνεται έντονα ώς άνεπίτρεπτος έπηρεασμός καϊ έκτροπή άπό τήν άλήθεια τής Ορθοδοξίας.
Έχουν όμως έτσι άκριβώς τά πράγματα; Κατά τή γνώμη μας αύτή ή άντιμετώπιση τών Ορθόδοξων συγγραφέων πού ομιλούν γιά «όργή» τοϋ Θεοΰ είναι ύπερβολική καϊ άδικη.
Ή άντίδραση τών έπικριτών δέν είναι άσφαλώς άνερμήνευτη. Γνωρίζοντας αύτοί τήν προτεσταντική κακοποίηση τής έννοιας, οδηγούνται έξ άντιδράσεως σέ παντελή άπόρριψη τής διατυπώσεως.
Όμως ή έννοια καϊ ή ορολογία περί «όργής» τοϋ Θεοϋ όχι μόνο δέν είναι όρθοδόξως άπόβλητη, άλλά καϊ έπιβεβλημένη, όταν αύτή θεωρείται καϊ χρησιμοποιείται σωστά.
Πρωτίστως είναι έπιβεβλημένη, διότι είναι καθαρά άγιογραφική έννοια. Αγιογραφική όχι μόνο τής Παλαιάς (όπου χρησιμοποιείται συχνότα-τα καϊ μέ υπερβολικά έντονες διατυπώσεις) άλλά και τής Καινής Διαθήκης.
Και στήν μέν Παλαιά Διαθήκη οί φράσεις τοϋ τύπου «ώργίσθη θυμώ Κύριος», «όργή θυμού Κυρίου» καί παρόμοιες είναι συχνότατες. Μάλιστα εμφανίζεται ό Θεός νά οργίζεται τόσο πολύ, ώστε νά τιμωρεί αύστηρά καί σκληρά τήν άμαρτία, όπως έκανε μέ τόν Κατακλυσμό καί μέ τήν καταστρο-φή τών Σοδόμων καί τών Γομόρων.
Και στήν Καινή Διαθήκη όμως έπίσης συχνά γίνεται άναφορά στήν «όργή» τοϋ Θεοϋ. Ό ίδιος ό Χριστός μας χρησιμοποίησε τέτοιες έκφράσεις, όπως π.χ. στήν παραβολή τών Βασιλικών Γάμων (Ματθ. κβ’ 7).
‘ Επιπλέον, ή έννοια τής «όργής» τοϋ Θεοϋ είναι διάσπαρτη καί στήν υμνολογία τής Εκκλησίας καί στά συγγράμματα τών θεοφόρων Πατέρων. Γράφει π.χ. ό ιερός Χρυσόστομος: «Ώργίζετο ήμΐν ό Θεός, άπεστρεφόμεθα ήμεΤς τόν Θεόν, τόν φιλάνθρωπον Δεσπότην- μέσον έαυτόν έμβαλών ό Χριστός έκατέραν τήν φύσιν κατήλλαξε. Και πώς μέσον έαυτόν ένέβαλε; Τήν τιμωρίαν τήν όφειλομένην ήμΐν παρά τοϋ Πατρός αύτός ένεδέξατο, και τήν έκεΐθεν τιμωρίαν καί τά ένταϋθα ονείδη ύπέμεινε» (P.G. 50, 445).
Συνεπώς, άν κάτι είναι άπόβλητο, αύτό είναι ή λανθασμένη χρήση τής διατυπώσεως. Ή ορθή χρήση της και άκατηγόρητη είναι καί έπιβεβλημένη. Τήν όρθή δέ χρήση τής έννοιας τής όργής τήν ύποδεικνύουν έπακριβώς οί Πατέρες τής ‘Εκκλησίας. Λέει π.χ. ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς: «Όργήν δέ Θεού νοητέον τήν δικαίαν ήμών παρ’ Αύτοϋ έγκατάλειψιν»· τήν όργή τοϋ Θεοϋ πρέπει νά τήν έννοοϋμε ώς δίκαιη έγκατάλειψή μας έκ μέρους τοΰ Θεοϋ. Γιατί δίκαιη; «Διά τήν ήμετέραν άμαρτίαν καί άπείθειαν», συμπληρώνει ό άγιος Γρηγόριος. Ακριβέστατα τό διατυπώνει στό Εύαγγέλιο του ό εύαγγελιστής ‘Ιωάννης: «Ό άπειθών τώ υΐώ ούκ όψεται ζωήν, άλλ’ ή όργή τοΰ Θεοϋ μένει έπ’ αύτόν» (Ιω. γ’ 36). Τό ίδιο καί ό άπόστολος Παύλος: «Αποκαλύπτεται όργή Θεού άπ’ ούρανοϋ έπί πάσαν άσέβειαν καί άδικίαν άνθρώπων» (Ρωμ. α’ 18). Καί είναι πολλά άκόμη τά σχετικά κείμενα.
Συνεπώς ή χρήση τοϋ όρου «όργή τοϋ Θεοϋ» και τών σχετικών, όταν γίνεται μέ παραδοσιακό τρόπο, όχι μόνο επιτρέπεται άλλά καί έπιβάλλεται. Ό παραδοσιακός δέ τρόπος είναι αύτός πού ύπέδειξε ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς: «ή δικαία ήμών παρά τοϋ Θεοϋ έγκατάλειψις».
Ό άγιος κάνει λόγο γιά δίκαιη εγκατάλειψη λόγω τών αμαρτιών μας. Είναι έγκατάλειψη τήν όποια έμεΐς αισθανόμαστε ώς όργή. Όμως καί αύτή ή έγκατάλειψη (όργή) είναι έκδήλωση τής άγάπης τοϋ Θεοϋ. ‘Οργίζεται ό Θεός, δηλαδή έγκαταλείπει τόν άμαρτάνοντα άνθρωπο άπό άγάπη, γιά νά δοκιμάσει αύτός τά τραγικά άποτελέσματα τής άμαρτίας καί νά συνέλθει ή νά συνετιστούν οί άλλοι άπό τό κατάντημά του.
” Ετσι έξηγεΐται γιατί καί οί ‘Ορθόδοξοι συγγραφείς πού χρησιμοποιούν τήν έννοια τής όργής τοϋ Θεοϋ, δέν παύουν τήν ‘ίδια ώρα νά περιγράφουν τήν άπειρη άγάπη τοϋ Θεοϋ, άγάπη πού Τόν παρεκίνησε νά γίνει άνθρωπος καί νά άνεβεΐ στό Σταυρό προσφέροντας ώς λύτρο γιά τή δικαίωση καί σωτηρία τοϋ άνθρώπου τό Αίμα Του.
(Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ” Τεῦχος 2083 15-2-2014)
- Ἡ θεία «ὀργὴ» ὡς ἀγάπη
Ἀναπτύξαμε στὸ προηγούμενο ἄρθρο μας τὴν ἔννοια τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ καὶτονίσαμε ὅτι αὐτὴ εἶναι ἐμφανέστατη ὄχι μόνο στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἀλλὰ καὶ στὴν Καινὴ καὶ σὲ ὅλη τὴ μακραίωνη πατερικὴ παράδοση.
Στὸ τέλος αὐτοῦ τοῦ ἄρθρου σημειώσαμε πὼς καὶ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ στὴν οὐσία εἶναι ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης Του. Αὐτὸ τὸ στοιχεῖο εἶναι πολὺ σημαντικὸ καὶ θὰ τὸ πραγματευθοῦμε ἀναλυτικότερα στὸ παρὸν ἄρθρο.
Ἡ τιμωρητικὴ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης Του, πρωτίστως διότι ἀποσκοπεῖ στὴ μετάνοια τῶν ἁμαρτωλῶν. Ἐκδηλώνεται τιμωρητικῶς πρὸς αὐτούς, «ἵνα ποθήσουσι τὸν Θεόν, οὗ καταπεφρονήκασιν»· γιὰ νὰ ποθήσουν τὸν Θεό, τὸν Ὁποῖο ἔχουν περιφρονήσει .«Ὀργίζεται» καὶ «τιμωρεῖ» ὁ Θεός, γιὰ νὰ φέρει σὲ συναίσθηση τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσει σὲ μετάνοια καὶ ἀλλαγὴ ζωῆς. Νὰ τὸν ὁδηγήσει δηλαδὴ κοντά Του, στὴν ἀληθινὴ εὐτυχία. Ἔχει δὲ συμβεῖ ἀναρίθμητες φορὲς στὴ διάρκεια τῆς ἱστορίας αὐτό.
Τί γίνεται ὅμως στὶς περιπτώσεις ἐκεῖνες ποὺ ὁ ἁμαρτωλὸς δὲν συνέρχεται παρὰ τὴν τιμωρητικὴ ἐκδήλωση τῆς «ὀργῆς τοῦ Θεοῦ»;
Καὶ σ᾿ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις, ἐμφανιζόμενος ὡς «ὀργισμένος» καὶ «τιμωρῶν» ὁ Θεός, ἐξ ἀγάπης ἐνεργεῖ. Ἐξ ἀγάπης καὶ πρὸς τὸν ἀμετανόητο ἁμαρτωλὸ καὶ πρὸς τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, γιὰ νὰ παραδειγματιστοῦν.
Καὶ τὸ μὲν νὰ παραδειγματιστοῦν οἱ ἄλλοι τὸ κατανοοῦμε εὐκολότερα. Πράγματι, ἡ τιμωρία προσώπων ἢ συνόλων ποὺ ἁμαρτάνουν προκλητικὰ καὶ ἀσεβῶς προξενεῖ φόβο σὲ πολλούς, μὲ ἀποτέλεσμα εἴτε νὰ συγκρατοῦνται ἀπὸ τὸ νὰ ἁμαρτήσουν εἴτε νὰ μετανοοῦν γιὰ τὰ ἁμαρτήματά τους. Τὸ λέει σαφῶς ὁ ἀπόστολος Πέτρος: Ὁ Θεὸς «πόλεις Σοδόμων καὶ Γομόρρας τεφρώσας καταστροφῇ κατέκρινεν, ὑπόδειγμα μελλόντων ἀσεβεῖν τεθεικώς»· ἔκανε στάχτη τὰ Σόδομα καὶ τὰ Γόμορρα καταδικάζοντάς τα σὲ ὁλοσχερὴ καταστροφή, γιὰ νὰ ἀποτελοῦν φοβερὸ παράδειγμα σὲ ὅσους ἐπρόκειτο νὰ ἀσεβήσουν μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ὥστε νὰ φοβηθοῦν καὶ νὰ μὴν τὸ κάνουν (Β΄ Πέτρ. β΄ 6).
(Εἶναι κατάλληλο σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο νὰ ἀνοίξουμε σύντομη παρένθεση. Ὁ σημερινὸς κόσμος ποὺ μὲ πρωτοφανὴ μανία προβάλλει καὶ νομιμοποιεῖ τὸ βρω-μερὸ πάθος τοῦ Σοδομισμοῦ, τῆς ὁμοφυλοφιλίας δηλαδή, ὅπως ὀνομάζεται, δὲν ἀντιλαμβάνεται ὅτι θὰ ἔχει τὴν ἴδια τύχη μὲ τὰ Σόδομα καὶ τὰ Γόμορρα;).
Ἂς ἐπανέλθουμε ὅμως στὸ θέμα μας. Εἴπαμε ὅτι κατανοοῦμε κάπως ὡς ἀγάπη τὴν ἐκδήλωση τῆς τιμωρητικῆς ἐνέργειας τῆς «ὀργῆς» τοῦ Θεοῦ, προκειμένου νὰ συνετισθοῦν οἱ ἄλλοι. Πῶς ὅμως μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ἐκδήλωση ἀγάπης γιὰ τὸν ἴδιο τὸν ἁμαρτωλό, ὅταν αὐτὸς δὲν μετανοεῖ; Καὶ σ᾿ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις τὸ ἴδιο ἰσχύει. Ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ τιμωρητικὴ ἐκδήλωση τῆς «ὀργῆς» Του.
Πρωτίστως ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ ἴδιου τοῦ ἁμαρτωλοῦ, διότι τὸ νὰ ὑποστεῖ τὴν τιμωρητικὴ ἐνέργεια τῆς «ὀργῆς» τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἐλαφρότερη τιμωρία ποὺ θεωρεῖ ὁ ἴδιος ὁ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος ὅτι εἶναι δίκαιο νὰ τοῦ ἐπιβληθεῖ. Ἐπειδὴ ἂν δὲν ἐκδηλώσει τιμωρητικῶς τὴν «ὀργή» Του ὁ Θεός, ὁ ἁμαρτωλὸς εἴτε ἐν ζωῇ, ἂν ἔχει κάποια συναίσθηση, εἴτε μετὰ θάνατον, ὁπότε θὰ τοῦ φανερωθεῖ ἡ ἀλήθεια τῶν πραγμάτων, θὰ ὑποφέρει πολὺ χειρότερα. Ἡ ἐκδήλωση τῆς «ὀργῆς» τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ ἀνακουφιστικὰ γιὰ τὴν ἁμαρτία του. Τὸ θέμα αὐτὸ τὸ πραγματεύεται μὲ δύναμη ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος φέρνοντας μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ τὸ ἑξῆς παρά-δειγμα: Ἂς ὑποθέσουμε, λέει, ὅτι εἶναι κάποιος ληστὴς καὶ κακοῦρ-γος ποὺ ἔχει καταδικασθεῖ καὶ ὁδηγεῖται στὸν θάνατο. Τὸν βλέπει ὁ βασιλιὰς καὶ στὴ θέση τοῦ κακούργου βάζει τὸν μοναχογιό του, ὥστε αὐτὸς νὰ θεωρηθεῖ ἔνοχος τῶν κακουρ-γημάτων καὶ νὰ ὑποστεῖ τὸν ὀφειλόμενο θάνατο· τὸν δὲ κακοῦργο τὸν ἀνυψώνει «εἰς μεγάλην ἀρχήν», σὲ κορυφαῖο ἀξίωμα μέσα στὸ κράτος. Ὁ κακοῦργος ὅμως, «μετὰ τὴν σωτηρίαν καὶ τὴν δόξαν τὴν ἀπόρρητον», φθάνει στὸ σημεῖο νὰ ὑβρίσει τὸν βασιλιά. Λοιπόν, ἐπιλέγει ὁ Ἅγιος, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, «εἴ γε νοῦν εἶχεν», ἂν εἶχε ἔστω λίγο μυαλό, δὲν θὰ προτιμοῦσε «μυριάκις ἀποθανεῖν», νὰ πεθάνει μύριες φορές; Κι ἂν ὑποτεθεῖ ὅτι ὁ βασιλιὰς δὲν τὸν τιμωρήσει, αὐτὸ δὲν θὰ εἶναι ἀπείρως χειρότερη τιμωρία γιὰ τὸν ἴδιο; Διότι πολὺ περισσότερο ἀνακουφίζει τὸν ἔνοχο ἄνθρωπο τὸ νὰ τιμωρηθεῖ («δίκην δοῦναι») παρὰ τὸ νὰ μείνει ἀτιμώρητος («ἢ τὸ μὴ κολάζεσθαι κόλασιν»)2. Αὐτὰ ὡς πρὸς τὸ τί αἰσθάνεται ὁ ἴδιος ὁ ἁμαρ-τωλός.
Ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Θεοῦ τώρα καὶ ἀντικειμενικῶς ἐξεταζόμενη ἡ τιμωρητι-κὴ ἐνέργεια τῆς «ὀργῆς» Του εἶναι ἐκ δήλωση ἀγάπης, διότι ἐπιφέρει, κατὰ λόγον δικαιοσύνης, μείωση τῆς αἰώνιας τιμωρίας τοῦ ἁμαρτωλοῦ καὶ ἐλάφρυνση τῆς κολάσεώς του. Τὸν τιμωρεῖ ὁ Θεὸς ἐδῶ καὶ γίνεται ἐλαφρότερη ἡ βασανιστικὴ θέση του στὴν αἰωνιότητα. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τὸ βεβαίωσε, ὅταν εἶπε γιὰ τὴν πόλη Καπερναοὺμ ποὺ εἶχε δεῖ ἀναρίθμητα θαύματα, ἀλλὰ ἔμεινε ἀμετανόητη, ὅτι κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως τὰ Σόδομα θὰ κριθοῦν ἐπιεικέστερα: «Γῇ Σοδόμων ἀνεκτότερον ἔσται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ἢ σοί» (Ματθ. ια΄ 24). Ἔτσι ἑρμηνεύει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τὴ σχετικὴ περικοπή: «Εἰπὼν γάρ, ὅτι Ὃς ἂν μὴ δέξηται ὑμᾶς, ἀποτινάξετε τὸν κονιορτὸν τῶν ποδῶν ὑμῶν, ἐπήγαγε λέγων· Ἀνεκτότερον ἔσται γῇ Σοδόμων καὶ Γομόῤῥας ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως, ἢ τῇ πόλει ἐκείνῃ. Τῷ γὰρ εἰπεῖν ἀνεκτότερον, τοῦτο ἐδήλωσεν, ὅτι κἀκεῖνοι κολασθήσονται μὲν, κουφότερον δέ, ἐπειδὴ καὶ ἐνταῦθα ἔδωκαν δίκην»3.
Νά λοιπὸν πῶς ἡ ὀνομαζόμενη καὶ θεωρούμενη «ὀργὴ» τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἄπειρης φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ.
- Ὠριγένους (Ἀμφιβαλλόμενα), Σχόλια εἰς τὴν Ἀποκάλυψιν, ΒΕΠΕΣ 17, 148: «οὐ τὸ συμβεβηκὸς πάθος ὀνομάζεται Θεοῦ ὀργὴ καλούμενον, ἔξω ὑπάρχον αὐτοῦ, πλὴν εἰς χρείαν κατατασσόμενον τοῖς δεομένοις, ᾧ καὶ παραδίδονται ὡς ἀνάξιοι Θεοῦ, ἵνα ποθήσουσι τὸν Θεόν, οὗ καταπεφρονήκασιν, ὅτε ὑπὸ τὴν τοῦ χείρονος ἐξουσίαν γίνονται».
- Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς τὴν Β΄ πρὸς Κορινθίους Ὁμιλία ΙΑ΄, PG 61, 479-480.
- Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς τὸν πλούσιον καὶ τὸν Λάζαρον λόγος τρίτος, PG 48, 999: «Καὶ ἁπλῶς πᾶσα κόλασις, ἂν μὲν ἐπὶ ἁμαρτωλῶν γίνηται, ὑποτέμνεται τὸ τῆς ἁμαρτίας φορτίον· ἂν δὲ ἐπὶ δικαίων, φαιδροτέραν αὐτῶν ἐργάζεται τὴν ψυχὴν, καὶ μέγιστον ἑκατέροις τὸ κέρδος ἀπὸ τῆς θλίψεως συμβαίνει» (PG 48, 1004).
(Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ” Τεῦχος 2084 1-3-2014)