Επιμέλεια: Αρχιμανδρίτης Αυγουστίνος Κκαράς
Ἱερά Μητρόπολις Κωνσταντίας – Ἀμμοχώστου
Τα φυσικά δεδομένα και φαινόμενα ανέκαθεν υπήρξαν σημείο αναφοράς λαϊκών αντιλήψεων, μαγικών εκδηλώσεων και θρησκευτικών πεποιθήσεων, ιδίως κατά την αρχαιότητα. Η άγνοια των ανθρώπων μπροστά στα «ανεξήγητα» αυτά φαινόμενα οδηγούσε στη μυθοποίηση και θεοποίησή τους. Στην πορεία του χρόνου όμως και με την ανάπτυξη σχετικών με τα θέματα αυτά επιστημών, οι αντιλήψεις αυτές έχουν κατά πολύ διαφοροποιηθεί. Παρά ταύτα το θέμα αυτό είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον ακόμα και σήμερα, που η επιστήμη έχει προοδεύσει πάρα πολύ και μπορούμε να πούμε, ότι δεν υφίστανται πλέον οι παλαιότερες προκαταλήψεις γύρω από τις ποικίλες εκδηλώσεις της φύσης. Για παράδειγμα, όταν παρουσιάζονται ακραία και έντονα καιρικά ή και άλλα φαινόμενα, διαπιστώνει κανείς αντιλήψεις και απόψεις που σχετίζονται με εκδήλωση «οργής» ή και «απειλής» του Θεού. Γι΄ αυτό σε τέτοιες περιπτώσεις επικρατούν όροι ή και φράσεις των απλών ανθρώπων όπως «θεομηνία», «οργή Θεού» κ.λπ. Στο παρόν κείμενο θα γίνει προσπάθεια εξέτασης της αντιμετώπισης των φυσικών δεδομένων και φαινομένων μέσα από τα συγγράμματα του Αγίου Νεοφύτου του Εγκλείστου.
Ο άνθρωπος από την πρώτη στιγμή της παρουσίας του στη γη δέχεται τις επιδράσεις του περιβάλλοντος και των καιρικών φαινομένων, όπως είναι το κρύο, η ζέστη, η βροχή κ.λπ. Οι έντονες εκδηλώσεις των φαινομένων αυτών προκαλούν ενίοτε διάφορες ζημιές είτε σε καλλιέργειες, είτε σε σπίτια, είτε και απώλειες ανθρώπινων ζωών. Για το λόγο αυτό οι πρώτες θεότητες που εμφανίστηκαν είχαν σχέση με τα φυσικά φαινόμενα. Την τάση αυτή την εντοπίζει κανείς στην ιστορία διαφόρων λαών. Ειδικότερα στον Ελληνικό χώρο και στην Ελληνική μυθολογία συναντά κανείς την πλήρη θεοποίηση των φαινομένων αυτών. Κορυφαία θέση κατείχε ο θεός Δίας που κατά τη μυθολογία προκαλούσε και κατεύθυνε τα φαινόμενα αυτά. Άλλωστε είναι ευρύτερα γνωστές από τη μυθολογία οι φράσεις «σημεία των καιρών» και «αλκυονίδες μέρες». Η ρίζα της φράσης «σημεία των καιρών» βρίσκεται στη λέξη «διοσημίες» («διοσημείαι») που σημαίνει τα σημεία του Δία. Στον όρο αυτό περικλείονταν όλες οι καιρικές εκδηλώσεις που εκλαμβάνονταν ως διαθέσεις του θεού Δία, π.χ. ένας κεραυνός σήμαινε τον θυμό του
[1].
Οι «αλκυονίδες μέρες» είναι οι ηλιόλουστες μέρες στην καρδιά του χειμώνα (μέσα Ιανουαρίου) και προέρχονται από το όνομα της Αλκυόνης κόρης του θεού Αίολου που κυβερνούσε τους ανέμους. Σύμφωνα με το μύθο, όταν η Αλκυόνη διέπραξε ένα σφάλμα τιμωρήθηκε από το Δία, ο οποίος μεταμορφώνοντάς την σε πουλί, την Αλκυώνα, την καταδίκασε να γεννά τα αυγά της το χειμώνα αντί την άνοιξη όπως όλα τα πτηνά. Επειδή όμως η εκκόλαψη ήταν ανέφικτη το χειμώνα παρακάλεσε τον Δία να την συγχωρέσει, ο οποίος τελικά τη λυπήθηκε και διέταξε τον Αίολο, να σταματά για 14 μέρες περίπου τους δυνατούς ανέμους, έτσι ώστε να επικρατεί καλοκαιρία και να μπορεί η Αλκυώνα να εκκολάπτει τους νεοσσούς της
[2].
Τα δυο αυτά παραδείγματα, αλλά και άλλα πολλά, που εύκολα κανείς μπορεί να εντοπίσει στην αρχαία Ελληνική μυθολογία, καταδεικνύουν τη διάσταση των αντιλήψεων των ανθρώπων της εποχής αυτής γύρω από τα φυσικά φαινόμενα. Η άγνοια περί των φαινομένων αυτών οδηγούσε στην αναγωγή τους στη θεότητα. Η στροφή στη σκέψη αυτή έγινε από τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, οι οποίοι μελετώντας τα φαινόμενα αυτά χωρίς θρησκευτικές προκαταλήψεις, άρχισαν να τα αποδίδουν σε φυσικά αίτια
[3]. Η εικόνα και αντίληψη για τα φαινόμενα αυτά ξεκαθαρίζει με την Αποκάλυψη του Τριαδικού Θεού μέσα στον κόσμο.
Μέσα στην Αγία Γραφή λοιπόν, τα φυσικά δεδομένα και φαινόμενα τίθενται υπό το πρίσμα της δημιουργίας του Θεού. Ειδικότερα στην Π.Δ., κυριαρχεί η άποψη και η πίστη ότι το σύμπαν ολόκληρο είναι έργο του Θεού και δημιουργήθηκε «εκ του μη όντος». Κορωνίδα της δημιουργίας του Θεού είναι ο άνθρωπος «και έλαβεν ο Θεός τον άνθρωπον, ον έπλασεν, και έθετο αυτόν εν τω παραδείσω εργάζεσθαι αυτόν και φυλάσσειν»
[4]. Η σχέση του ανθρώπου με την υπόλοιπη κτιστή δημιουργία είναι αλληλένδετη. Ο άνθρωπος έχει το δικαίωμα της εκμετάλλευσης του περιβάλλοντος για την επιβίωσή του αλλά ταυτόχρονα έχει και την υποχρέωση της προστασίας του. Από την άλλη, η ίδια η φύση γίνεται ο τροφοδότης του ανθρώπου, κάτω βέβαια από την επίβλεψη και τον πλήρη έλεγχο του ίδιου του Θεού.
Έτσι λοιπόν ο Θεός είναι εκείνος που δίνει τη βροχή «μη εστίν εν ειδώλοις των εθνών υετίζων; Και ει ο ουρανός δώσει πλησμονήν αυτού; Ουχί συ ει ο αυτός; Και υπομένουμέν σε, ότι συ εποίησας πάντα ταύτα»
[5]. Ο Θεός είναι εκείνος που ρυθμίζει την ανατολή και δύση του ηλίου «διότι ιδού εγώ στερεών βροντήν και κτίζων πνεύμα και απαγγέλλων εις ανθρώπους τον χριστόν αυτού, ποιών όρθρον και ομίχλην και επιβαίνων επι τα ύψη της γης»
[6] και «εγώ ο κατασκευάσας φως και ποιήσας σκότος»
[7]. Ο Θεός είναι εκείνος που κατευθύνει τα στοιχεία της φύσης «ούτως είπεν κύριος ο δούς τον ήλιον εις φως της ημέρας, σελήνην και αστέρας εις φως της νυκτός, και κραυγήν εν θαλάσση και εβόμβησεν τα κύματα αυτής, κύριος παντοκράτωρ όνομα αυτώ»
[8]. Τέλος, ο Θεός είναι εκείνος που προκαλεί τις διάφορες εκδηλώσεις της φύσης «ο επιβλέπων επί την γην και ποιών αυτήν τρέμειν, ο απτόμενος των ορέων και καπνίζονται»
[9]. Ταυτόχρονα ο Θεός είναι εκείνος που μεταβάλλει τη λειτουργία της φύσης ή προκαλεί έντονες εκδηλώσεις της, είτε για να προστατέψει το λαό του, είτε για να προκαλέσει τη μετάνοια των ανθρώπων, είτε για να τιμωρήσει την απιστία και σκληροκαρδία των ασεβών. Ο κατακλυσμός
[10], η καταστροφή των Σοδόμων και Γομόρρων
[11], καθώς και η θαυμαστή διάβαση της Ερυθράς Θάλασσας
[12] είναι από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα
[13].
Οι θέσεις αυτές της Π.Δ. διαπνέουν και τη θεολογία της Κ.Δ., στην οποία τονίζεται η «εκ του μη όντος» δημιουργία του κόσμου από τον Θεό. Ο Θεός είναι εκείνος που δημιουργεί, κυβερνά και διακρατεί τον κόσμο. «Και συ κατ΄ αρχάς Κύριε την γην εθεμελίωσας και έργα των χειρών σου εισίν οι ουρανοί»
[14]. Την ίδια στιγμή τονίζεται η συμμετοχή του Ιησού Χριστού στο έργο της δημιουργίας του κόσμου «πάντα δι΄ αυτού εγένετο, και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ έν ο γέγονεν»
[15]. Αυτό αποδεικνύει και η πράξη δημιουργίας του Ιησού Χριστού στο θαύμα της θεραπείας του εκ γενετής τυφλού «έπτυσε χαμαί και εποίησε πηλόν εκ του πτύσματος και επέχρισε τον πηλόν επί τους οφθαλμούς του τυφλού»
[16]. Έπλασε δηλαδή πρώτα τα μάτια, που δεν υπήρχαν στο σώμα του τυφλού και στη συνέχεια του χάρισε και την όρασή του.
[17]
Ταυτόχρονα ο Ιησούς Χριστός παρουσιάζεται να επιβάλλεται στα στοιχεία της φύσης. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση κατά την οποία ο Ιησούς Χριστός περπατά πάνω στα ύδατα για να προσεγγίσει το καράβι, μέσα στο οποίο βρίσκονται οι μαθητές του εν μέσω μεγάλης θαλασσοταραχής. Η επιβολή στα στοιχεία της φύσης συνίσταται κατά πρώτον στο περπάτημα του Χριστού πάνω στα νερά, κάτι που είναι αντίθετο προς τους φυσικούς νόμους και κατά δεύτερον στο ότι μετά την άνοδο του Χριστού στο καράβι κοπάζει ο άνεμος και η θαλασσοταραχή
[18]. Επομένως όλα τα δεδομένα και φαινόμενα μπορεί να κινούνται και να λειτουργούν με μια φυσική νομοτέλεια, ωστόσο δεν διαφεύγουν της επίβλεψης και καθοδήγησης του ίδιου του Θεού.
Εξάλλου τα φυσικά δεδομένα και φαινόμενα γίνονται και σημεία έκφρασης του θελήματος ή και της διάθεσης του Θεού. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα στην Κ.Δ. είναι τα σημεία κατά τη σταύρωση του Ιησού Χριστού. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των Ευαγγελίων, όταν πλέον ο Χριστός σταυρώθηκε παρατηρήθηκαν κάποια ανεξήγητα σημεία όπως το σκοτάδι και ο σεισμός. Ο ευαγγελιστής Ματθαίος μας πληροφορεί ότι «από δε έκτης ώρας σκότος εγένετο επί πάσαν την γην έως ώρας ενάτης»
[19]. Το φαινόμενο αυτό ερμηνεύεται ως έκφραση δυσαρέσκειας του Θεού, που διοχετεύεται μέσα από τη φύση, σημειώνοντας ότι και η κτίση ολόκληρη, ως δημιούργημα του Θεού θλίβεται για το πάθος του Ιησού Χριστού. Εξάλλου κατά την ώρα της εκπνοής του Χριστού «το καταπέτασμα του ναού εσχίσθη εις δύο από άνωθεν έως κάτω, και η γη εσείσθη και αι πέτραι εσχίσθησαν»
[20]. Την ίδια ώρα που τα φαινόμενα αυτά εκφράζουν τη διάθεση του Θεού απέναντι στις πράξεις των σταυρωτών του Χριστού, γίνονται ταυτόχρονα και αιτία μετάνοιας για ορισμένους από αυτούς «ο δε εκατόνταρχος και οι μετ΄ αυτού τηρούντες τον Ιησούν, ιδόντες τον σεισμόν και τα γενόμενα εφοβήθησαν σφόδρα λέγοντες, αληθώς Θεού Υιός ην ούτος»
[21].
Το πνεύμα αυτό που εκπηγάζει μέσα από την Αγία Γραφή επηρεάζει και τη σκέψη των Αγίων και Πατέρων της Εκκλησίας μας. Η κτίση δηλαδή ολόκληρη και οι εκδηλώσεις της πολλές φορές εκφράζουν το θέλημα του Θεού, που μπορεί να αποσκοπεί στην προστασία των ανθρώπων από κάποιο κίνδυνο ή στο να προκαλέσει τη μετάνοια εκείνων που αμάρτησαν και ασέβησαν κατά του Θεού. Πάντως η γενικότερη αντίληψη είναι ότι τα φυσικά δεδομένα και φαινόμενα πέρα από τη φυσική τους νομοτέλεια μπορεί να προσλαμβάνουν πνευματικές και εσχατολογικές προεκτάσεις. Στη συνέχεια θα δούμε πως ο Άγιος Νεόφυτος αντιμετωπίζει και ερμηνεύει τέτοιου είδους εκδηλώσεις της φύσης.
Ο Άγιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος γεννήθηκε το 1134 στο χωριό Κάτω Δρυς των Λευκάρων. Οι γονείς του ήταν ο Αθανάσιος και η Ευδοξία και είχε ακόμα επτά αδέλφια. Για να βοηθήσει την οικογένειά του εργαζόταν στα αμπέλια και έτσι παρέμεινε χωρίς τη στοιχειώδη μόρφωση. Οι γονείς του στα δεκαοκτώ του χρόνια τον αρραβώνιασαν με προοπτική το γάμο. Ο Νεόφυτος όμως είχε άλλες βλέψεις γι΄ αυτό και κατέφυγε στο μοναστήρι του Χρυσοστόμου στον Κουτσοβέντη, όπου έμεινε για δύο μήνες οπότε οι γονείς του τον εντόπισαν και τον επανέφεραν στο χωριό. Ο ίδιος όμως διαλύει τον αρραβώνα του και επιστρέφει στο μοναστήρι, όπου γίνεται μοναχός. Μετά από αρκετά χρόνια στο μοναστήρι ο Νεόφυτος κατά θεία υπόδειξη καταλήγει σε μια μικρή σπηλιά στο Μελισσόβουνο της Πάφου, όπου ο ίδιος λάξευσε μια εγκλείστρα για περαιτέρω άσκηση. Μετά τη χειροτονία του Αγίου σε πρεσβύτερο (1170/1) από τον Επίσκοπο Πάφου Βασίλειο Κίνναμο η Εγκλείστρα έγινε κοινόβιο με ηγούμενο τον Άγιο και αρκετούς υποτακτικούς μοναχούς. Ο Άγιος Νεόφυτος συνέγραψε πλήθος θεολογικών συγγραμμάτων και συγκαταλέγεται μέσα στη χορεία των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας. Ο θάνατος του Αγίου επήλθε μετά από εξήντα χρόνια έγκλειστης ζωής (1219/1220)
[22].
Μέσα στα συγγράμματα του Αγίου Νεοφύτου εντοπίζουμε αναφορές σε φυσικά δεδομένα και φαινόμενα, όπως είναι οι πληροφορίες του για τη γεωργία, για το φυτικό και ζωικό κόσμο, για σεισμούς, εκλείψεις ηλίου, ανομβρίες κ.λπ
[23]. Ακολούθως θα εξετάσουμε τέτοιες αναφορές του Αγίου, επισημαίνοντας τις ερμηνείες που προσδίδει ο ίδιος στα φαινόμενα αυτά.
Στο 29
ο κεφάλαιο του «Πεντηκοντακέφαλου» ο Άγιος μας πληροφορεί για τον τριετή λιμό που επικρατεί στο νησί, καθώς και για ένα σεισμό. «Τρία έτη, ως οράτε, ήδη λιμόν υπομένομεν, και εκ τρίτου τω έτει τούτω σεισμός παρεγένετο, και η χώρα μικρού δειν εναπέμεινεν άοικος»
[24]. Ο τριετής λιμός επισφραγίζεται και με ένα ισχυρό σεισμό. Τα δυο αυτά φαινόμενα, ο λιμός και ο σεισμός, είχαν σαν επακόλουθο είτε τον θάνατο πολλών ανθρώπων είτε τον ξενιτεμό τους. «Και τους μεν γαρ του λαού χώραι αλλοδαπαί δι΄ αποπλεύσεως υπεδέξαντο, τους δε ο εκ του λιμού θάνατος κατηνάλωσεν»
[25]. Κατά τον Άγιο Νεόφυτο ο Θεός επιτρέπει αυτή τη δοκιμασία «ίνα εντεύθεν οι εναπομείναντες λάβωσιν αίσθησιν και εις μετάνοιαν έλθωσιν, ότι ου θελήσει θέλει Θεός τον θάνατον του αμαρτωλού, ως αυτός αψευδώς επηγγείλατο, ως το επιστρέψαι και ζην αυτόν»
[26]. Το θέλημα του Θεού είναι η επιστροφή και η σωτηρία των ανθρώπων «φιλανθρώπως παιδεύει ως υπεράγαθος και ως πατήρ ευσυμπάθητος επιστρέφοντας προς αυτόν ως τον άσωτον υιόν και ημάς υποδέχεται»
[27].
Στη συνέχεια ο Άγιος μιλά για μια φοβερή ανομβρία με συνεπαγόμενη σιτοδεία και λιμό «… ο υετός ου προσγίνεται, και η γη ημών τους συνήθεις καρπούς κατασχούσα κατέκρυψε και τα γενήματα αυτής ως το πριν σύνηθες ουκ αποδίδωσιν»
[28]. Η κατάσταση αυτή είναι συνεπακόλουθο της παράβασης των εντολών του Θεού «… και ημείς τας αυτού παραβαίνομεν εντολάς και ου προσέχομεν αυτού τοις προστάγμασι και ηθετήκαμεν αυτού τα δικαιώματα και πλάγιοι ενώπιον αυτού δια πλήθος κακών πορευόμεθα»
[29].
Μιλά επίσης για λιμό μεγάλης χρονικής διάρκειας με μια μόνο μικρή διακοπή
[30], αναφέρει σχετικά «… προ του χορτασθήναι τινάς άρτου σχεδόν, λιμώ και αύθις ετέρω συνήντησαν, και ουχ ενί απλώς μόνω αλλά και δυο συνηρμοσμένοις ενιαυτοίς ήδη τω λιμώ προσπαλαίουσι»
[31]. Οι συνεχόμενοι λιμοί συνοδεύονται και από σεισμούς και άλλα περίεργα ουράνια φαινόμενα, τα οποία δεν καθορίζει τι ακριβώς ήταν «σεισμοί δε πυκνότατοι γίνονται και ημάς εκταράττουσι∙ σημεία τε εν ηλίω και σελήνη και άστροις, ως οράτε, συμβαίνουσι»
[32], ενώ ταυτόχρονα επικρατεί και φοβερή ανομβρία. Οι χαρακτηρισμοί του Αγίου είναι ενδεικτικοί «και ιδού ως σιδηρούν μεν τον ουρανόν, ωσεί χαλκήν δε καθορώμεν την γην, και παρέδραμεν άπας όμβρου χωρίς ο χειμέριος χρόνος»
[33]. Ο χειμώνας παρήλθε άνυδρος, ενώ οι περιγραφές περί του ουρανού και της γης μαρτυρούν την πλήρη ξηρασία. Όλα αυτά τα φαινόμενα κατά τον Άγιο «την του Θεού καθ΄ ημών διασημαίνουσιν αγανάκτησιν και την τούτου δικαίαν οργήν υμίν προμηνύουσι»
[34].
Τα προηγηθέντα φαινόμενα τα συνδέει ο Άγιος με μια έκλειψη ηλίου που σημειώθηκε πριν λίγα χρόνια «τις γαρ των παρόντων ουκ οίδε το γενόμενον σκότος εν τη νέα Κυριακή της Χριστού Αναστάσεως προ ολίγων ενιαυτών»
[35]. Η έκλειψη του ηλίου προκάλεσε απορία και φόβο στους ανθρώπους, ενώ περιγράφεται με ζωηρές εικόνες «γέγονε μετά το ανατείλαι και υψωθήναι τον ήλιον, ως εξέλιπεν όλος και ηφανίσθη, και ζόφος βαθύς κατέλαβε τον αέρα, και μετετράπη προς νύκτα το φώς το ημερινόν, και μικρού δειν σκότος γεγόνει ψηλαφητόν», ενώ επανήλθε στη συνήθη κατάσταση «μικρόν και μικρόν έως ώρας τετάρτης»
[36]. Η έκλειψη του ηλίου κατά την εξήγηση του Αγίου ήταν το προμήνυμα για τα επερχόμενα κακά «τούτο δε το σημείον εσήμανε τον μετά ταύτα λιμόν και τον θάνατον»
[37]. Οι συνεχόμενοι λιμοί, σεισμοί και ανομβρίες προκάλεσαν συρρίκνωση του πληθυσμού σε σημείο που ακόμα και ολόκληρα χωριά ερημώθηκαν «και του λαού το τρίτον ουκ εναπέμεινε, και πλείστα χωρία από τε λιμού και θανάτου και περασίας αποικισθέντα ανθρωπίνης οικήσεως καθίστανται έρημα»
[38].
Κατόπιν μνημονεύει ακόμα μια έκλειψη ηλίου στις 14 Σεπτεμβρίου κατά τον χρόνο της συγγραφής του κειμένου του «τω διαβάντι χρόνω»
[39]. Εδώ πρόκειται για ολική έκλειψη «και προς ώραν της ημέρας εννάτην ηφανίσθη και αύθις το φως το ηλιακόν, και εμειώθησαν αι ακτίνες ολοτελώς»
[40]. Και αυτό το φαινόμενο κατά τον Άγιο είναι προανάκρουσμα των κακών που ακολούθησαν «όπερ και αυτό το σημείον ενιαυτών δύο λιμόν και θλίψεων πολυπλόκων και πλείστων ανιαρών και θανάτου εισαγωγήν προεσήμανε τρανώς»
[41]. Για όλα αυτά δεν είναι αίτιος ο Θεός, αλλά η αποστασία των ανθρώπων «τούτων αίτιος ουχ ο Θεός αλλ΄ η πλαγιότης ημών και αι πράξεις αι σφαλεραί και ο διεστραμμένος βίος».
Ο Άγιος Νεόφυτος στο 16
ο λόγο της «Πανηγυρικής» αναφέρεται σε διάφορους σεισμούς που έπληξαν την Κωνσταντινούπολη, την Κύπρο και την ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Στην αρχή του κειμένου του προτάσσει τους διαλογισμούς του για τα αίτια που προκαλούν τους σεισμούς «ζητών πολλάκις εγώ την αιτίαν δι΄ ην η γη τρέμει και κατασίεται»
[42]. Ο Άγιος καταθέτει δυο ερμηνείες α) «δια τους πολυθέους και θεοποιούντας την κτίσιν, ίνα γνώσιν ότι “εις Θεός”» και β) «δια πλήθος πολύ παρανομούντων ανθρώπων»
[43]. Η στάση αυτή του Θεού είναι παιδαγωγική αφού, «η άλογος και ανεύθυνος μαστίζεται κτίσις ανθρώπους διδάσκουσα φεύγειν την αμαρτίαν»
[44]και «τρομάσσει Θεός την γην βουλόμενος και ημάς συντρομάξαι και αποστήναι της αμαρτίας»
[45]. Στόχος του Θεού δεν είναι η τιμωρία, αλλά η μετάνοια και επιστροφή των ανθρώπων ακόμα και με αφορμή αυτά τα φαινόμενα «δια τούτο γαρ και κατά διαφόρους καιρούς σεισμοί φοβεροί επηνέχθησαν προς Θεού προς πίστιν και μετάνοιαν άγων τους ανθρώπους»
[46].
Ο πρώτος σεισμός που μνημονεύει είναι επί της βασιλείας του Θεοδοσίου του μικρού στις 25 Σεπτεμβρίου του 437 μ.Χ.
[47] Σύμφωνα με τις περιγραφές του Αγίου ο σεισμός φαίνεται ότι ήταν ιδιαίτερα ισχυρός με μακρά διάρκεια μετασεισμών «πηλίκον, φασί, συμβεβηκέναι σεισμόν επί πλείσταις ημέραις»
[48]. Συνέπεια των σεισμών ήταν η ερήμωση των πόλεων και η διαμονή των ανθρώπων για μικρό χρονικό διάστημα στην ύπαιθρο «ως μικρού δειν έρημον ανθρώπων εναπομείναι την πόλιν». Ο φόβος και η απορία μπροστά στο φαινόμενο αυτό κατακυριεύει και την πολιτική και πνευματική ηγεσία, που διοργανώνει δεήσεις και λιτανείες για τη σωτηρία του λαού «έξω εν τοις πεδίοις λιτανεύειν πανδημεί άμα τω βασιλεί και Πρόκλω τω πατριάρχη και βοάν εκτενώς το “Κύριε ελέησον”
[49]». Αιτία του σεισμού κατά την ερμηνεία του Αγίου είναι η προσπάθεια επιβολής από ορισμένους κάποιων αιρετικών δοξασιών «ην δε του σεισμού η αιτία ότι κακοφρόνως αιρετικοί τινές επεχείρουν διδάσκειν διεστραμμένα»
[50].
Ο δεύτερος σεισμός που μας αναφέρει, έγινε στις 26 Οκτωβρίου «επί της βασιλείας Λέοντος Ισαύρου του μισοχρίστου και εικονομάχου»
[51]. Ο σεισμός ήταν ιδιαίτερα ισχυρός γι΄ αυτό προκλήθηκαν πολλές υλικές ζημιές «τοιούτος, φασίν, επεισήλθε σεισμός, ως πλείστους οίκους και ναούς και τείχη καταπεσείν»
[52]. Ο Άγιος Νεόφυτος προσδίδει πνευματική διάσταση στο σεισμό, θεωρώντας ότι έγινε για να συνετιστεί και μετανοήσει ο αυτοκράτορας «ίνα τάχα συνήσει ο ασεβής βασιλεύς και αλάστωρ μη θεομαχείν μηδέ “προς κέντρα λακτίζειν”»
[53]. Ως επιπρόσθετη πληροφορία έρχεται η σημείωση του Αγίου για την μέχρι τέλους αμετανοησία του βασιλιά «αλλ΄ “ου συνήκεν” ο άθλιος ουδέ επαύσατο θεομαχείν, άχρις αν θανών παρεδόθη τω “πυρί τω ασβέστω”»
[54].
Επί της βασιλείας και πάλιν του Λέοντος του Ισαύρου γίνεται αναφορά και πάλι σε σεισμό στις 6 Οκτωβρίου του 740 μ.Χ.
[55] «παντός σεισμού βαρυτέρα ώφθη απειλή Θεού και ανάγκη»
[56]. Σύμφωνα με τις περιγραφές του Αγίου δυο πράγματα μπορεί να συνέβησαν, το πρώτο ότι έγινε σεισμός και επακολούθησε μεγάλη πυρκαγιά και το δεύτερο ότι υπήρξε έκρηξη ηφαιστείου «ώφθησαν γαρ εν τω αέρι παρασυνήθεις πυρφορούσαι νεφέλαι και οσονούπω πυρ βρέχειν προσαπειλούσαι και ακταφλέξαι την πόλιν ως τα Σόδομα πάλαι»
[57]. Η συνέχεια της διήγησης μάλλον τείνει προς την εκδοχή της έκρηξης ηφαιστείου
[58] «έβρεξε δε μέλαιναν ζέουσαν αιθάλην ώσπερ από καμίνου αφ΄ ώρας εσπερινής μέχρι μεσονυκτίου, ως καλυφθήναι την γην παρά μικρού έως γονάτου ανδρός, και κατεφλέχθησαν κήποι και φυτά ώσπερ από “πυρός καιομένου”
[59]».
Ο Άγιος μας πληροφορεί ότι ο φόβος και η αίσθηση της απειλής του Θεού οδηγεί και πάλιν σε πάνδημες προσευχές «πας δε ο λαός εν τοις ιεροίς κατέφευγον ναοίς το “Κύριε ελέησον” κράζοντες εκτενώς. Πέραν από την πρόκληση μετάνοιας στο λαό ο αυτοκράτορας, συσχετίζοντας το φαινόμενο αυτό με την περίπτωση των Σοδόμων και Γομόρρων, διατάζει έρευνα μέσα στην πόλη για τυχόν παρόμοια στοιχεία «προσέταξε κεδνούς άνδρας τινάς μαστεύσαι την πόλιν»
[60]. Η έρευνα του βασιλιά φαίνεται ότι δεν περιορίστηκε στα χαμηλά στρώματα του λαού, αλλά προχώρησε και σε αξιωματούχους και επιφανείς άντρες «εύροσαν πλείστους της σοδομικής μυσαράς πράξεως συμμετέχοντας, ου των τυχόντων απλώς αλλά μέχρι και αρχικωτάτων και περιβλέπτων ανδρών»
[61]. Το αποτέλεσμα της έρευνας θα προκάλεσε μάλλον κοινωνικό σάλο, γι΄ αυτό ο βασιλιάς προχώρησε σε επιβολή πεινών «ους ο βασιλεύς, ως άλλος Φινεέ ζηλωτής, εποινηλάτησε διαφόρως»
[62]. Μάλιστα οι ποινές που επέβαλε έφθασαν και μέχρι ακροτήτων «τινάς γαρ δημεύσει και φυλακαίς και εξορίαις κατέκρινεν, τινάς δε τω της θαλάσσης βυθώ κατεπόντισεν, άλλων δε τα του σώματος απόκρυφα μόρια εξέτεμεν»
[63]. Κατά τον Άγιο Νεόφυτο όμως, οι ενέργειες αυτές του βασιλιά είχαν ως αποτέλεσμα την αποφυγή της αμαρτίας αλλά και την αποτροπή της καταστροφής της πόλης «ταύτα δε ποιών και Θεώ εθεράπευεν και πολλούς της μυσηράς αμαρτίας παρέστειλεν και της δικαίας θείας οργής την πόλιν ερρύσατο»
[64].
Στη συνέχεια του κειμένου ο Άγιος Νεόφυτος μνημονεύει ακόμα δύο σεισμούς που έγιναν επί της βασιλείας του Βασιλείου του Μακεδόνος, ο πρώτος στην αρχή της βασιλείας του στις 9 Ιανουαρίου 869 μ.Χ. και ο δεύτερος κατά το δέκατο έτος της βασιλείας του στις 9 Δεκεμβρίου 877 μ.Χ.
[65] και οι δύο ισχυρότατοι σεισμοί με πολλές καταστροφές. Μάλιστα, ο Άγιος μας πληροφορεί ότι κατά τον πρώτο σεισμό μεταξύ πολλών κτισμάτων καταστράφηκε και «ο εν τω Σίγματι μέγιστος της αχράντου Θεοτόκου … ναός»
[66], ενώ κατά το δεύτερο εκτός των άλλων οικοδομημάτων καταστράφηκε και «ο μέγιστος του αγίου μάρτυρος Αντίπα … νεώς»
[67].
Ο Άγιος Νεόφυτος μας αναφέρει και ένα σεισμό στις 14 Δεκεμβρίου επί Διοκλητιανού και Μαξιμιανού, ο οποίος ήταν «άξιος της αυτών μανίας και θεομαχίας»
[68]. Σκοπός του σεισμού, κατά τον Άγιο, ήταν να συνετιστούν οι διώκτες βασιλείς και να γνωρίσουν τον αληθινό Θεό, πλην όμως «ουκ επαύσαντο θεομαχείν και διώκειν την Εκκλησίαν του Θεού, άχρις αν ο θάνατος επελθών τω διαβόλω και τω Ταρτάρω παρέπεμψεν τούτους»
[69].
Επιπλέον ο Άγιος μνημονεύει ακόμα ένα σεισμό προς το τέλος της βασιλείας του Θεοδοσίου του μικρού, ο οποίος όπως φαίνεται από την περιγραφή του Αγίου υπήρξε ισχυρός και με μακρά διάρκεια μετασεισμών «αρξάμενος κατά τον Ιανουάριον, εικοστή έκτη του μηνός, ώρα Δευτέρα της ημέρας, ημέρα Κυριακή, μέχρι και εικοστής πέμπτης του Απριλλίου μηνός»
[70]. Οι ζημιές από τα σεισμικά φαινόμενα ήταν αρκετές «και κατέπεσον τα της πόλεως τείχη και πλείστον μέρος των οιμημάτων∙ γέγονε δε, φασί, περισσοτέρα κατάπτωσις από των λεγομένων Τρωαδησίων Εμβόλων μέχρι και του Χαλκού Τετραπύλου»
[71]. Η μακράς χρονικής διάρκειας σεισμική δραστηριότητα προκάλεσε φόβο και τρόμο στο λαό, καθώς μαρτυρείται από τις πάνδημες λιτανείες και δεήσεις με επικεφαλής τον ίδιο τον αυτοκράτορα, που παρουσιάζεται να καθικετεύει τον Θεό για τη σωτηρία του λαού του «ο δε βασιλεύς πανδημεί λιτανεύων μετά δακρύων εβόα προς Κύριον∙ ρύσαι ημάς, Κύριε, λέγων, ρύσαι ημάς της δικαίας σου οργής, ην εξήγειραν αι πολλαί ημών αμαρτίαι, και εσάλευσας “την γην και συνετάραξας αυτήν”∙ αλλά φείσαι ημών, Κύριε, “ως μόνος ελεήμων και φιλάνθρωπος”
[72]». Η αιτία των φαινομένων αυτών είναι οι πολλές αμαρτίες των ανθρώπων που συνιστούν απομάκρυνση από το θέλημα του Θεού και προκαλούν τη δίκαια οργή του, όχι για να καταστρέψει το λαό του, αλλά για να τον οδηγήσει σε συναίσθηση της αποστασίας του και μετάνοια.
Ο Άγιος Νεόφυτος μνημονεύει ακόμα δύο σεισμούς που ο ίδιος έζησε και καταθέτει την εμπειρία του ως αυτόπτης μάρτυρας «εφ΄ ων είδον αυτόπτως και αφ΄ ων ήκουσα ατεχνώς»
[73]. Ο πρώτος έγινε «κατ΄ αρχάς γαρ της εν τη Εγκλείστρα καθείρξεώς μου προς τετάρτην της νυκτός ώραν»
[74] και είχε ακόμα έξι συνεχόμενους μετασεισμούς. Οι συνέπειες του σεισμού ήταν αρκετές, καθώς 14 ναοί της επαρχίας Πάφου κατεδαφίστηκαν, μεταξύ των οποίων και ο μεγάλος ναός της Θεοτόκου ο επικαλούμενος Λειμενιώτισσα. Χαρακτηριστική είναι η εξήγηση που δίδει ο Άγιος στο πως προκαλείται ο σεισμός «ημών αμαρτανόντων και βασιλέως παντουργού Θεού βλοσυρώς επί την γην επιβλέψαντος, η δούλη κτίσις ουχ υποφέρει το φοβερόν όμμα του κτίστου οπτεύειν μετά θυμού»
[75]. Ο δεύτερος σεισμός έγινε στη γειτονική Αντιόχεια και τα σχετικά περί του σεισμού τα πληροφορείται από έναν μοναχό της Αντιόχειας που τον επισκέφθηκε. Ο σεισμός ήταν φοβερός με πολλές υλικές ζημιές αλλά και ανθρώπινες απώλειες «καταπεπτώκασι δε ου τείχη μόνον και πλείστα των οικημάτων αλλά και η μεγάλη εκκλησία, εξ΄ ης και ο πατριάρχης κατεφονεύθη και πλήθος λαού πολλού»
[76].
Ως επίλογο του λόγου του ο Άγιος παραθέτει τις σκέψεις του για το σκοπό της αναφοράς του σε τέτοια φαινόμενα «εμνημόνευσα εγώ των σεισμών βουλόμενος δείξαι ομού δύναμιν Θεού και κηδεμονίαν υπερ ημών»
[77]. Ο Θεός έχει τη δύναμη να καθοδηγεί τα στοιχεία της φύσης, όλα τα φυσικά δεδομένα και φαινόμενα, τα οποία άλλωστε ο ίδιος δημιούργησε. Ταυτόχρονα αυτά τα φαινόμενα με τις έντονες και ακραίες εκδηλώσεις τους τα χρησιμοποιεί ενίοτε για παιδαγωγικούς σκοπούς, για να ελκύσει τους ανθρώπους σε μετάνοια «ημών δε φείδεται προς μετάνοιαν έλκων»
[78]. Εδώ κάνει και ένα παραλληλισμό με τα φαινόμενα που παρουσιάστηκαν κατά τη σταύρωση του Ιησού Χριστού «ώσπερ και ότε Χριστός εσταυρούτο, ουδέν έπασχον οι σταυρούντες, η δε κτίσις εμαστίζετο τρόμω και σκοτασμώ, ένθεν και πλήθη πολλά προς πίστιν και μετάνοιαν ήγαγεν»
[79]. Η συμμετοχή της κτίσης στο πάθος του Ιησού Χριστού έγινε η αιτία μετάνοιας και πίστης για αρκετούς από τους σταυρωτές του. Κατά τον ίδιο τρόπο όλα αυτά τα φαινόμενα που μνημονεύει ο Άγιος μπορούν, να λειτουργήσουν κατά παρόμοιο τρόπο, προκαλώντας τη μετάνοια των ανθρώπων και την επιστροφή τους στο Θεό.
Τελειώνοντας τη σύντομη αυτή αναφορά μπορούμε να προβούμε στις εξής γενικές διαπιστώσεις: α) ο Άγιος Νεόφυτος ξεκαθαρίζει ότι όλη η κτιστή δημιουργία με τις διάφορες εκδηλώσεις της είναι δημιούργημα της αγάπης του Θεού, β) δεν προσδίδει σε όλα αυτά τα φυσικά δεδομένα και φαινόμενα που μνημονεύει καμία θεϊκή δύναμη, αλλά τα εντάσσει μέσα στην πρόνοια του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου και γ) δίδει μια πνευματική διάσταση στην ερμηνεία των φαινομένων αυτών, μέσα από τα οποία μπορεί ο άνθρωπος να οδηγηθεί στη μετάνοια και επιστροφή στο Θεό. Αναφέρει ο ίδιος χαρακτηριστικά «και νυν καθορά ο παντεπόπτης αυτού οφθαλμός, και καθορών ότι εξεκλίναμεν πάντες άμα ηχρειώθημεν, εμφανίζει ημίν ήδη τον καρπόν των έργων ημών και τας μικρόν ανωτέρω ρηθείσας θλίψεις ψήφω δικαία συγχωρεί εκπιέζειν ημάς. Διατί; Ίνα μετανοήσωμεν, ίνα επιστρέψωμεν, ίνα συγγνώμην αιτήσωμεν»
[80].
[1] Εισαγωγή στη Μετεωρολογία από την αρχαία Ελλάδα μέχρι σήμερα, Στο
www.hnms.gr, ημερομηνία ανάκτησης 19/01/2014.
[17] Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιεροθέου,
Όσοι Πιστοί, Εκδόσεις Ιεράς Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας) 2002, σελ. 147-154.
[22] Χ. Κ. Οικονόμου,
Ο Άγιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος Προσωπικότητα – Συγγράμματα και Ερμηνευτικές Προσεγγίσεις, Εκδόσεις Ιεράς Μονής Αγίου Νεοφύτου, Πάφος 2010, σελ. 76-97.
[23] Ι.Γ. Αντωνόπουλου, «Μαρτυρίες του Αγίου Νεοφύτου για τα φυσικά φαινόμενα»
, στο
Πρακτικά Α΄ Διεθνούς Συνεδρίου Άγιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος, Ιστορία – Θεολογία – Πολιτισμός. Εκδόσεις Ι.Μ. Αγίου Νεοφύτου, Πάφος 2010, σελ.209.
[24] Νεοφύτου Εγκλείστου,
Συγγράμματα, Πεντηκοντακέφαλον, Εκδόσεις Ι.Μ. Αγίου Νεοφύτου, Πάφος 1996, σελ.312.
[25] Νεοφύτου Εγκλείστου, Στο ίδιο, σελ.312.
[26] Νεοφύτου Εγκλείστου, Ό. π., σελ.312.
[27] Νεοφύτου Εγκλείστου, Ό. π., σελ.312.
[28] Νεοφύτου Εγκλείστου, Ό. π., σελ.320.
[29] Νεοφύτου Εγκλείστου, Ό. π., σελ.320.
[30] Ι.Γ. Αντωνόπουλου, Στο ίδιο, σελ.209.
[31] Νεοφύτου Εγκλείστου, Ό. π., σελ.324.
[32] Νεοφύτου Εγκλείστου, Ό. π., σελ.324.
[33] Νεοφύτου Εγκλείστου, Ό. π., σελ.323.
[34] Νεοφύτου Εγκλείστου, Ό. π., σελ.324.
[35] Νεοφύτου Εγκλείστου, Ό. π., σελ.324.
[36] Νεοφύτου Εγκλείστου, Ό. π., σελ.324.
[37] Νεοφύτου Εγκλείστου, Ό. π., σελ.324.
[38] Νεοφύτου Εγκλείστου, Ό. π., σελ.325.
[39] Νεοφύτου Εγκλείστου, Ό. π., σελ.325.
[40] Νεοφύτου Εγκλείστου, Ό. π., σελ.325.
[41] Νεοφύτου Εγκλείστου, Ό. π., σελ.325.
[42] Νεοφύτου Εγκλείστου,
Συγγράμματα, Πανηγυρική, Εκδόσεις Ι.Μ. Αγίου Νεοφύτου, Πάφος 1999, σελ.327.
[43] Νεοφύτου Εγκλείστου, Ό. π., σελ.327.
[44] Νεοφύτου Εγκλείστου, Ό. π., σελ.328.
[45] Νεοφύτου Εγκλείστου, Ό. π., σελ.328.
[46] Νεοφύτου Εγκλείστου, Ό. π., σελ.328.
[47] Ι.Γ. Αντωνόπουλου, Ό. π. σελ.210.
[48] Νεοφύτου Εγκλείστου, Ό. π., σελ.328.
[49] Νεοφύτου Εγκλείστου, Ό. π., σελ.329.
[50] Νεοφύτου Εγκλείστου, Ό. π., σελ.329.
[51] Νεοφύτου Εγκλείστου, Ό. π., σελ.330.
[52] Νεοφύτου Εγκλείστου, Ό. π., σελ.330.
[53] Νεοφύτου Εγκλείστου, Ό. π., σελ.330.
[54] Νεοφύτου Εγκλείστου, Ό. π., σελ.330.
[55] Ι.Γ. Αντωνόπουλου, Ό. π. σελ.211.
[56] Νεοφύτου Εγκλείστου, Ό. π., σελ.330.
[57] Νεοφύτου Εγκλείστου, Ό. π., σελ.330.
[58] Ι.Γ. Αντωνόπουλου, Ό. π. σελ.211.
[59] Νεοφύτου Εγκλείστου, Ό. π., σελ.330.
[60] Νεοφύτου Εγκλείστου, Ό. π., σελ.330.
[61] Νεοφύτου Εγκλείστου, Ό. π., σελ.331.
[62] Νεοφύτου Εγκλείστου, Ό. π., σελ.331.
[63] Νεοφύτου Εγκλείστου, Ό. π., σελ.331.
[64] Νεοφύτου Εγκλείστου, Ό. π., σελ.331.
[65] Ι.Γ. Αντωνόπουλου, Ό. π. σελ.211.
[66] Νεοφύτου Εγκλείστου, Ό. π., σελ.331.
[67] Νεοφύτου Εγκλείστου, Ό. π., σελ.331.
[68] Νεοφύτου Εγκλείστου, Ό. π., σελ.331.
[69] Νεοφύτου Εγκλείστου, Ό. π., σελ.332.
[70] Νεοφύτου Εγκλείστου, Ό. π., σελ.332.
[71] Νεοφύτου Εγκλείστου, Ό. π., σελ.332.
[72] Νεοφύτου Εγκλείστου, Ό. π., σελ.332.
[73]Νεοφύτου Εγκλείστου, Ό. π., σελ.333.
[74] Νεοφύτου Εγκλείστου, Ό. π., σελ.333.
[75] Νεοφύτου Εγκλείστου, Ό. π., σελ.333.
[76] Νεοφύτου Εγκλείστου, Ό. π., σελ.334.
[77] Νεοφύτου Εγκλείστου, Ό. π., σελ.334.
[78] Νεοφύτου Εγκλείστου, Ό. π., σελ.334.
[79] Νεοφύτου Εγκλείστου, Ό. π., σελ.334.
[80] Νεοφύτου Εγκλείστου,
Συγγράμματα, Πεντηκοντακέφαλον, Ό. π., σελ.312.