Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Σ Α Ν Ε Σ Τ Η
Φορητή εικόνα της Ανάστασης του Χριστού. Ζωγράφος: Ηλίας Μόσκος. 1679.
Από τα Επτάνησα. ΒΧΜ 1578
Α Λ Η Θ Ω Σ Α Ν Ε Σ Τ Η Ο Κ Υ Ρ Ι Ο Σ Μ Α Σ
Των Αγίων Μυροφόρων γυναικών,
έτι δε Ιωσήφ του εξ Αριμαθαίας
και του νυκτερινού μαθητού Νικοδήμου
Tο Xαίρε των Mυροφόρων – 1546 μ.Χ. –
Ιερἀ Mονή Σταυρονικήτα, Άγιον Όρος
(Κρητική σχολή, Θεοφάνης ο Kρής)
Χριστῷ φέρουσιν αἱ Μαθήτριαι μύρα,
ἐγὼ δὲ ταύταις ὕμνον, ὡς μύρον, φέρω.
Mihail Damascus 16ου αἰ.
Κρήτη 16ος αι.
Ἱερα Μονή Ἁγ. Αἰκατερίνης Σινᾶ 7ου αἰ.
ΠΟΙΕΣ ΚΑΙ ΠΟΣΕΣ ΗΤΑΝ ΑΙ ΜΥΡΟΦΟΡΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ;
(ΑΓΙΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ – ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΑΡΤΗΣ)
«…Πρῶτον λοιπόν ζήτημα ἔχομεν πόσες ἦταν οἱ Μυροφόρες γυναῖκες οἱ ὁποῖες ἐπῆγαν εἰς τόν Τάφον τοῦ Χριστοῦ μέ τά μύρα; Καί λέγομεν εἰς αὐτό ὅτι πολλές καί διάφοροι εἶναι αἱ Μυροφόρες πλήν οἱ κυριώτερες Μυροφόρες γυναῖκες ἦταν ἑπτά. Αὐτές δέ ἦταν οἱ ἑξῆς:
Πρώτη εἶναι Μαρία ἡ Μαγδαληνή ἀπό τήν ὁποία ὁ Χριστός ἔβγαλε ἑπτά δαιμόνια καί διά τήν εὐεργεσίαν αὐτήν ἀκολουθοῦσε καί ἀγαποῦσε τόν Χριστόν. Μαγδαληνή δέ ὀνομάζετο ἡ Μαρία διότι ἐκατάγετο ἀπό τά Μάγδαλα. Μετά δέ τήν Ἀνάληψιν τοῦ Χριστοῦ ἐπῆγεν εἰς τήν Ρώμην, πρός τόν Αὐτοκράτορα Τιβέριον, ὁ ὁποῖος ἔπασχε ἀπό τόν ἕνα ὀφθαλμόν καί τόν ἐθεράπευσε. Διά τήν εὐεργεσίαν αὐτήν τῆς Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς ὁ Τιβέριος ἔφερε εἰς τήν Ρώμη τούς Ἀρχιερεῖς τῶν Ἰουδαίων καί τόν Πόντιον Πιλᾶτον καί ἀφοῦ τούς ἐδίκασε, τούς κατεδίκασε εἰς θάνατον, ἐπειδή ἐσταύρωσαν ἕναν ἀθῶον, τόν Ἰησοῦν Χριστόν. Τέλος ἡ Μαρία ἀπέθανεν εἰς τήν Ἔφεσον ὅπου καί τήν ἔθαψεν ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος. Ἀργότερον ὁ Βασιλεύς Λέων ὁ Σοφός ἔφερε τό ἅγιον λείψανόν της εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν.
Δεύτερη Μυροφόρος εἶναι ἡ Σαλώμη, περί τῆς ὁποίας λέγουσι κάποιοι ὅτι ἦτο ἡ νόμιμη γυναῖκα τοῦ Ἰωσήφ τοῦ Μνήστορος. Ἄλλοι δέ λέγουν ὅτι ἦταν θυγατέρα τοῦ Ἰωσήφ τοῦ Μνήστορος, τό ὁποῖον εἶναι ἀληθέστερον, διότι ὁ Ἰωσήφ ὁ Μνήστωρ εἶχε ἑπτά παιδιά. Τέσσερα ἀγόρια, τόν Ἰάκωβον (ὁ ὁποῖος ὀνομάζετο μικρός) τόν Ἰωσῆν, τόν Σίμωνα καί τόν Ἰούδα, ὄχι τόν προδότην, ἀλλά τόν λεγόμενον Ἀδελφόθεον. Εἶχε δέ καί τρεῖς θυγατέρες, τήν Ἐσθήρ, τήν Θάμαρ καί τήν Σαλώμην τήν γυναῖκα τοῦ μικροῦ Ζεβεδαίου. Ὤστε ὅταν ἀκούεις αὐτό πού λέγεται στό Εὐαγγέλιο «Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου τοῦ μικροῦ καί Ἰωσῆ μήτηρ» (Μάρκ. ιε΄, 40) τήν Παναγία Θεοτόκον νόμιζε ὅτι λέγει, διότι ὡς μήτηρ τῶν τέκνων τοῦ Ἰωσήφ ἐφαίνετο ἡ Παναγία. Ἐκ τούτου δέ προκύπτει ὅτι ὁ Ἰωάννης ὁ Θεολόγος καί ὁ Χριστός ἦταν ἀνεψιός καί θεῖος. Ὁ μέν Χριστός θεῖος, ὁ δέ Ἰωάννης ἀνεψιός.
Τρίτη Μυροφόρος εἶναι ἡ Ἰωάννα, ἡ ὁποῖα ἦταν γυναίκα τοῦ Χουζᾶ, ὁ δέ Χουζᾶς αὐτός ἦτο ἐπίτροπος καί οἰκονόμος εἰς τόν οἶκον τοῦ βασιλέως Ἠρώδου.
Τέταρτη Μυροφόρος εἶναι ἡ Μαρία ἡ ἀδελφή του Λαζάρου, ἡ ὁποῖα καί προτύτερα εἰς τόν οἶκον της ἤλειψε τό Χριστόν μέ τό Μύρον, ὅταν ἀνέστησε τόν ἀδελφόν της τόν Λάζαρον, καθώς τό ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης λέγων: «Ἡ οὖν Μαρία λαβοῦσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικῆς» ( Ἰω. ιβ΄, 3).
Πέμπτη Μυροφόρα εἶναι ἡ Μάρθα ἡ ἀδελφή τῆς Μαρίας καί τοῦ Λαζάρου, ἡ ὁποῖα καί πολλήν προθυμίαν ἔδειξε πρός τόν Χριστόν ἀπό τήν ἀρχήν, διότι αὐτή τόν ὑπηρέτει εἰς ὅλα τά σωματικά.
Ἕκτη Μυροφόρος εἶναι ἡ Μαρία ἡ γυναίκα τοῦ Κλωπᾶ. Κλωπᾶν δέ κάποιοι τόν Κλεόπαν ὀνομάζουσιν. Αὐτή τήν Μαρία ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ἀδελφήν τῆς Θεοτόκου τήν ὀνομάζει, λέγων εἰς τήν Σταύρωσιν αὐτό: «Εἰστήκεσαν δέ παρά τῷ Σταυρῷ τοῦ Ἰησοῦ ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ ἡ ἀδελφὴ τῆς μητρὸς αὐτοῦ, Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ» (Ἰω. ιθ΄, 25).
Πῶς δέ ἦταν ἀδελφή τῆς Παναγίας ἀκούσατε. Ὁ Ἰωακείμ ὁ πατήρ τῆς Παναγίας, εἶχεν ἀδελφό, ὅστις ἀπέθανε χωρίς νά ἀποκτήσει τέκνον, κατά δέ τόν Νόμον τοῦ Μωϋσέως ἐπῆρε τήν νύμφην του διά γυναῖκα καί ἔκαμε ἀπό ἐκείνην αὐτήν τήν Μαρίαν. Ἀπό δέ τήν Ἄννα ἔκαμε τήν Παναγίαν Θεοτόκον. Ὥστε λοιπόν ἀδελφή τῆς Παναγίας μας ἦταν ἀπό τόν πατέρα μόνον.
Ἑβδόμη Μυροφόρος εἶναι ἡ Σωσσάνα.
Ἦσαν δέ καί ἄλλες πολλές ὡς τό λέγει ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς «αἵτινες ἦσαν διακονοῦσαι αὐτῶ» (Λουκ. η΄, 3 και Ματθ. κζ΄, 55) δηλαδή τόν Χριστόν, ἀλλά οἱ Εὐαγγελιστές δέν ἔγραψαν τά ὀνόματα ὅλων διότι δέν ὑπῆρχε λόγος.
Ἐδιαλύσαμεν μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ τό πρῶτον ζήτημα. Ἄς ἔλθωμεν τώρα καί είς τό δεύτερον»…
(Δαμασκηνοῦ Στουδίτου – Μητροπολίτου Ἄρτης)
(Ο ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, ΤΟΜΟΣ ΙΔ΄, σελ. 38.
Ὅρα καί «Θησαυρός Δαμασκηνοῦ» σελ. 130)
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β΄.
Ὀ εὐσχήμων Ἰωσήφ, ἀπὸ τοῦ ξύλου καθελὼν τὸ ἄχραντόν σου σῶμα, σινδόνι καθαρὰ εἰλήσας καὶ ἀρώμασιν, ἐν μνήματι καινῷ, κηδεύσας ἀπέθετο· ἀλλὰ τριήμερος ἀνέστης Κύριε, παρέχων τῷ κόσμῳ τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ταῖς μυροφόροις γυναιξί, παρὰ τὸ μνῆμα ἐπιστάς, ὁ Ἄγγελος ἐβόα· τὰ μύρα τοῖς θνητοῖς ὑπάρχει ἁρμόδια· Χριστὸς δὲ διαφθορᾶς ἐδείχθη ἀλλότριος· ἀλλὰ κραυγάσατε· Ἀνέστη ὁ Κύριος, παρέχων τῷ κόσμῳ τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄ Κανόνας πίστεως.
(Ἀπολυτίκιον Νικοδήμου Μυροφόρου)
Χριστὸν τὸν Κύριον ἐν νυχτὶ ἐπεσκέψατο, ἀναγέννησιν ἄνωθεν ἐκδιδαχθεὶς ἐμαθήτευσεν, ὡς κεκρυμμένος ἀπόστολος. Εὐθαρσῶς διεφώνει πρὸς φαρισαίους καὶ γραμματεῖς, τὸν Σωτῆρα διώκοντας. Ὃν νεκρὸν καθεῖλεν ἐκ τοῦ Σταυροῦ, μῦρα τῇ ταφῇ ἐνεγκών, Νικόδημος ὁ ἔνθερμος.
Κοντάκιον
Ἦχος β΄.
Τὸ Χαῖρε ταῖς Μυροφόροις φθεγξάμενος, τὸν θρῆνον τῆς προμήτορος Εὔας κατέπαυσας, τῇ Ἀναστάσει Σου Χριστὲ ὁ Θεός· τοῖς Ἀποστόλοις δὲ τοῖς σοῖς κηρύττειν ἐπέταξας· ὁ Σωτὴρ ἐξανέστη τοῦ μνήματος.
Γιατί στις μυροφόρες το πρώτο «Χριστός ανέστη»;
«Ο δε λέγει αυταίς- Μη εκθαμβείσθε- Ιησούν ζητείτε τον Ναζαρηνόν τον εσταυρωμένον ηγέρθη, ουκ εστίν ώδε…» (Μαρκ. 16, 6) Εξακολουθούμε, αγαπητοί μου, να εορτάζουμε το μέγα, το κοσμοσωτήριο γεγονός της αναστάσεως του Σωτήρος Χριστού. Οι περισσότεροι ύμνοι που ψάλλονται την περίοδο αυτή ως θέμα έχουν την ανάσταση του Χριστού. Άλλα και αυτή η θεία λειτουργία, που γίνεται τις Κυριακές αυτές του Πεντηκοσταρίου, διαφέρει από τη θεία λειτουργία του υπολοίπου εκκλησιαστικού έτους• διότι αμέσως μετά το «Ευλογημένη η βασιλεία…» δεν λέμε αμέσως τα ειρηνικά, δεν λέμε τις αιτήσεις «Εν ειρήνη του Κυρίου δεηθώμεν…», άλλα ο ιερεύς θυμιάζει την αγία τράπεζα απ’ όλες τις πλευρές καθώς και όλο το ναό και ψάλλει μαζί με τους ψάλτες κατ’ επανάληψιν, δέκα φορές, το «Χριστός ανέστη».
Το «Χριστός ανέστη» ακούγεται όλες τις Κυριακές αλλά και όλες τις ημέρες μέχρι της Αναλήψεως. Το «Χριστός ανέστη» είναι, αδελφοί μου ο γλυκύτερος χαιρετισμός, χαιρετισμός που μεταφέρει από στόμα σε στόμα, από γενεά σε γενεά το μέγα μήνυμα, την πιο χαρμόσυνη είδηση, ότι ο Κύριος νίκησε το θάνατο. Χιλιάδες φορές – αμέτρητες ακούστηκε, και ακούγεται, και θα εξακολούθηση ν’ ακούγεται το «Χριστός ανέστη». Άλλα πότε ελέχθη για πρώτη φορά; ποιά αυτιά το πρωτοάκουσαν; ποιός είναι εκείνος που άκουσε για πρώτη φορά το «Χριστός ανέστη»;
Όπως τη γέννηση του Χριστού δεν την έμαθαν πρώτοι οι μεγάλοι και ισχυροί και πλούσιοι, αλλά οι ταπεινοί και φτωχοί βοσκοί που έβοσκαν τα ποίμνια τους στα βοσκοτόπια της Βηθλεέμ, έτσι και την ανάσταση του Χριστού, το γεγονός ότι ο Ιησούς σύντριψε τις πύλες του άδου, δεν το άκουσαν πρώτοι οι επιφανείς και αξιωματούχοι, δεν το άκουσαν οι ισχυροί άνδρες, δεν το άκουσαν ούτε και αυτοί οι μαθηταί του Χριστού•
Αλλά γιατί το μήνυμα της Αναστάσεως το άκουσαν πρώτες απ’ όλους οι μυροφόρες; Γιατί η πρώτη εμφάνισης του αναστάντος Κυρίου να γίνει σ’ αυτές; Μήπως ο Χριστός στην περίπτωση αυτή ενήργησε μεροληπτικώς;
Μεροληπτικώς σε καμία στιγμή της ζωής του δεν συμπεριφέρθηκε ο Κύριος. Ήταν δίκαιος• και συνεπώς, εάν τώρα όχι οι άντρες, όχι οι απόστολοι, όχι ο Πέτρος και ο Ιωάννης, αλλά οι γυναίκες άκουσαν το χαρμόσυνο μήνυμα, υπάρχει λόγος• λόγος όχι κάποιας ιδιαιτέρας συμπαθείας, αλλά λόγος δικαιοσύνης. Ο Χριστός αγαπά όλα τα παιδιά του και αμείβει το καθένα χωρίς να μεροληπτεί εις βάρος άλλου. Άκουσαν πρώτες οι μυροφόρες γυναίκες το «Χριστός ανέστη», διότι τους άξιζε πράγματι να το ακούσουν. και τους άξιζε, διότι αυτές έδειξαν αρετές που δεν έδειξαν ούτε οι μαθηταί του Κυρίου. Ποιές αρετές έδειξαν;
Από την πρώτη μέρα που γνώρισαν τον Κύριο στη Γαλιλαία, έγιναν πιστές μαθήτριές του, τον ακολουθούσαν και δαπανούσαν από τα υπάρχοντά τους για τη συντήρηση εκείνου καθώς και του ομίλου των μαθητών του• «ότε ην εν τη Γαλιλαία ηκολούθουν αυτώ» (Μαρκ. 15,41) και «διηκόνουν αυτώ εκ των υπαρχόντων αυταίς» (Λουκ. 8,3). και μόνο τότε;
Την ώρα της θυσίας του, ενώ όλοι είχαν εγκαταλείψει τον Κύριο, ενώ ο μεν Ιούδας τον πρόδωσε για τριάκοντα αργύρια, ενώ ο Πέτρος τον αρνήθηκε εμπρός σε μία υπηρέτρια και μάλιστα με όρκο, ενώ οι άλλοι μαθηταί πλην του Ιωάννου «πάντες αφέντες αυτόν έφυγαν» (Ματθ. 26,56), ενώ όλοι όσους είχε ευεργετήσει καθ’ όλο το διάστημα της δημοσίας δράσεώς του πήγαν και ενώθηκαν μαζί με τους εχθρούς και φώναζαν «Άρον άρον, σταύρωσον αυτόν» (Ιωάν. 19,15), μέσα στη γενική αυτή εγκατάλειψη οι μυροφόρες έμειναν πιστές και αφοσιωμένες στον Κύριο. Έμειναν κοντά στον Διδάσκαλο, ζώντας το δράμα από απόσταση τόση όση τους επέτρεπαν οι συνθήκες. ούτε ένα λεπτό δεν αποχωρίσθηκαν από αυτόν.
«Ήσαν δε εκεί και γυναίκες πολλαί από μακρόθεν θεωρούσαι, αίτινες ηκολούθησαν τω Ιησού από της Γαλιλαίας διακονούσαι αυτώ• εν αίς ην Μαρία η Μαγδαληνή, και Μαρία η του Ιακώβου και Ιωσή μήτηρ, και η μήτηρ των υιών Ζεβεδαίου» (Ματθ. 27,55-56) «και Σαλώμη, αι…και διηκόνουν αυτώ, και άλλαι πολλαί αι συναναβάσαι αυτώ εις Ιεροσόλυμα» (Μαρκ. 15,40-41). Βρήκαν το ψυχικό σθένος να μείνουν εκεί, στο Γολγοθά.
Είδαν το φρικτό θέαμα. Άκουσαν όλους τους λόγους, που είπε ο Χριστός επάνω στο σταυρό, άκουσαν και το «Τετέλεσται» (Ιωάν. 19,30).
Αλλά και μετά το θάνατό του δεν αναχώρησαν. Έμειναν θρηνώντας κοντά στο σταυρό. Καί μόλις παρουσιάστηκε ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας και ο Νικόδημος με την άδεια του ενταφιασμού, αυτές έτρεξαν, τους βοήθησαν, τους συνόδευσαν στο μνημείο, και δεν έφυγαν από ‘κεί παρά μόνο όταν ο ήλιος της δραματικωτέρας αυτής ημέρας έριξε πάνω στη γη τις τελευταίες του ακτίνες.
Την αγάπη τους όμως, την ανδρεία τους, τη μεγάλη ψυχή τους την έδειξαν κατ’ εξοχήν τη νύχτα της Αναστάσεως, «τη μια των σαββάτων» (Λουκ. 24,1). Τότε, ενώ ήξεραν ότι το μνήμα είναι σφραγισμένο, ότι λίθος μεγάλος και βαρύς φράζει την είσοδό του, ότι ένοπλοι Ρωμαίοι στρατιώτες φρουρούν τον τάφο κ’ έχουν εντολή να χτυπήσουν καθένα που θα τολμούσε να πλησίαση εκεί, εν τούτοις οι μυροφόρες γυναίκες «λίαν πρωί» (Μαρκ. 16,2), «όρθρου βαθέος» (Λουκ. 24,1), πριν ακόμη ανατείλει ο ήλιος, ξεκινούν να έρθουν στο μνήμα φέρνοντας μαζί τους αρώματα, τα οποία είχαν ετοιμάσει, για να μυρώσουν το σώμα του Χριστού. Κανένας φόβος και καμιά δυσκολία δεν στάθηκαν ικανά να τις εμποδίσουν. Το μόνο που τις απασχολούσε ήταν, πως θ’ αποκυλίσουν τον τεράστιο και ασήκωτο εκείνο λίθο από το άνοιγμα του μνημείου.
Μία τέτοια αγάπη, μία τέτοια αφοσίωση, μία τέτοια ανδρεία ήταν δυνατόν να μη δεί, να μην εκτιμήσει, να μη βραβεύσει ο Κύριος; Αμοιβή λοιπόν της αγάπης τους ήταν το ότι πρώτες αυτές άκουσαν τη μεγάλη είδηση, το άγγελμα της Αναστάσεως, το «Χριστός ανέστη», από άγγελο Κυρίου. Καί εν συνεχεία, ότι πρώτες αυτές βλέπουν τον αναστάντα Κύριο και παίρνουν εντολή, να μεταδώσουν το μήνυμα αυτό στους μαθητάς και στις άλλες μαθήτριες.
Κ’ εμείς σήμερα, αγαπητοί μου, που εορτάζουμε τη μνήμη των αγίων μυροφόρων γυναικών, άντρες και γυναίκες ας μιμηθούμε των μυροφόρων τις αρετές, ιδίως την αγάπη που είχαν στον Κύριο.
Είναι αλήθεια, ότι και μέχρι σήμερα οι γυναίκες αγαπούν το Θεό περισσότερο από τους άντρες. Αυτές εκκλησιάζονται περισσότερο. Αυτές έρχονται στους ναούς «όρθρου βαθέος». Αυτές μελετούν το Ευαγγέλιο και άλλα εκκλησιαστικά βιβλία. Αυτές τρέχουν στο κήρυγμα, όπου ακούγεται λόγος Θεού. Αυτές είναι προθυμότερες στην άσκηση της φιλανθρωπίας και ελεημοσύνης. Αυτές… Ω, πόσα δεν οφείλει ή Εκκλησία στις γυναίκες τις θερμές!
Σήμερα όμως, στους χρόνους αυτούς της απιστίας και της διαφθοράς, και οι γυναίκες αρχίζουν να κλονίζονται, να χάνουν το άρωμα της πίστεως και της ευσεβείας. Οι πειρασμοί είναι μεγάλοι. Τα κακά παραδείγματα, τα θέατρα, οι κινηματογράφοι, τα αισχρά περιοδικά, η μόδα, όλα μαζί σπρώχνουν τη γυναίκα να λησμονήσει τον προορισμό της, την αποστολή της, να προδώσει την πίστη και την ηθική.
Αλλ’ όχι! Οι γυναίκες, όσες τουλάχιστον κατοικούν στη γωνία αυτή της γης, ας μη παρασύρονται από τα απατηλά συνθήματα, ας μη θαμπώνονται από φανταχτερές εικόνες και άλλα είδωλα, ας κλείσουν τα αυτιά στις εισηγήσεις του όφεως. Ας μη μιμηθούν την Εύα, που άκουσε τη συμβουλή του εωσφόρου και απολεσθεί• ας μιμηθούν τις μυροφόρες, τις άγιες που αγάπησαν τον Κύριον. Να είσθε δε βέβαιοι, ότι τότε θα έχουν και στην παρούσα ζωή την ευλογία του Κυρίου και θ’ αξιωθούν και αυτές ως μυροφόρες της βασιλείας των ουρανών. Αμήν.
(†) επίσκοπος Αυγουστίνος-
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία, η οποία έγινε στον ι. ναό Ζωοδόχου Πηγής Δάφνης – Αθηνών την 5-5-1957.
ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΠΟΛΕΩΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
Αγίου Επιφανίου Κωσταντίας Κύπρου –
Κατά αιρέσεων ογδοήκοντα (Πανάριος).
Άγ. Επιφάνιος Κύπρου, Πατέρας και Διδάσκαλος της Εκκλησίας
Ομότ. Καθηγητή Πατερικής Θεολογίας
της Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
Ομιλία του Αγίου Γερμανού του Α,
Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως,
εις την προσκύνησιν του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού
κατά τον καιρόν του μεσονηστίμου.
Άγιος Επιφάνιος Επίσκοπος Κωνσταντίας και Αρχιεπίσκοπος Κύπρου
Τοιχογραφία στόν Ἱ. Ναό Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ Πεδούλας Κύπρου
Φανεὶς Ἐπιφάνιος ἐν Κύπρῳ μέγας,
Κλέος παρ᾽ αὐτῇ καὶ θανὼν ἔχει μέγα.
Τῇ δυσκαιδεκάτῃ Ἐπιφάνιον μόρος εἷλε.
Βιογραφία
Ο Άγιος Επιφάνιος γεννήθηκε, κατά τον ιστορικό Σωζόμενο, στη Βεσανδούκη, (Au Vieil, Besanduc (Beth-Saddounq) χωριό της Παλαιστίνης, που βρίσκεται κοντά στην Ελευθερούπολη (Beit-Djibrin).
Свт. Епифаний. Фреска. Кипр.
Άγιος Επιφάνιος.Τοιχογραφία (Fresco) Κύπρος
Κυπριακή λαϊκή παράδοση αναφέρει πως ο Άγιος Επιφάνιος γεννήθηκε στον Καλοπαναγιώτη, ένα χωριό της Μαραθάσας της Κύπρου και μεγάλωσε στη Βεσανδούκη. Οι γονείς του ήσαν φτωχοί Εβραίοι, καθώς μας αναφέρει ο βίος του, αρκετά πλούσιοι χριστιανοί, όπως ισχυρίζονται οι J. Holl, J.Tixeront και D. Paperbroch, που είναι μάλλον αμφίβολο. Είναι δύσκολο ακόμη να καθορίσουμε μ’ ακρίβεια την ημερομηνία που γεννήθηκε ο Άγιος Επιφάνιος. Η πιό κοινή αποδεκτή γνώμη και άποψη την τοποθετεί γύρω στα 310 μ.Χ., καθότι ο Άγιος Ιερώνυμος στα 392 μ.Χ. μας περιγράφει τον Άγιο Επιφάνιο ως πολύ γέροντα.
Свт. Епифаний.
. Фреска. Афон (Дионисиат). 1547 г.
Тзортзи (Зорзис) Фука
Άγιος Επιφάνιος.
Τοιχογραφία (Fresco) τού έτους 1547 μ.Χ. .
στην Ιερά Μονή Διονυσίου Άγιον Όρος
έργο τού αγιογράφου Τζώρτζη (Ζώρζης) Fuca
Ο Άγιος Επιφάνιος, πριν την επισκοποίησή του περνά τριάντα ολόκληρα χρόνια αυστηρού ασκητικού-μοναχικού βίου. Ήταν μόλις δεκαέξι χρόνων όταν αναχώρησε για την έρημο. Πήγε άραγε στην Αίγυπτο για να γνωρίσει τον κοινοβιακό Μοναχισμό σαν δόκιμος ή ήτανε ήδη Μοναχός και πήγε εκεί για προσκύνημα και πνευματική αρτίωση; Ιδού ακόμα ένα ερώτημα που παραμένει αναπάντητο μέχρι της στιγμής. Η «σύνοψις» που αναφέρει ο «Αγκυρωτός» μαs λέει, πως, ο Άγιος Επιφάνιος επιστρέφει στην Παλαιστίνη, αφού έχει περάσει στην Αίγυπτο είκοσι ολόκληρα χρόνια. Δηλαδή όλην την «πνευματική του νιότη». Και είναι εκεί που με πόθο και ζήλο περισσό μυήθηκε στην ασκητική ζωή από τους πλέον επιφανείς και «μεγαλοσώματους» «καθηγητές της Ερήμου»: Μέγα Αντώνιο, Άγιο Θεοδόσιο Κοινοβιάρχη, Όσιο Παχώμιο, Άγιο Αθανάσιο Αλεξανδρείας, Όσιο Ιωάννη Λυκοπόλεως τον Βλέποντα ή Γρηγόριο τον Κύπριο, τον Γέροντα και «μετά Θεόν θεόν του» και άλλους. Μπορούμε επίσης να πιστεύουμε μαζί με τον Βίο του, ότι έγινε μοναχός στην Παλαιστίνη σ’ ένα ησυχαστικό μέρος καλούμενο Σπανόδριον, παρά την Ελευθερούπολη, ένθα και εχειροτονήθη σύντομα Ιερομόναχοs και Ηγούμενο, καθώς μας αναφέρει ο Άγιος Ιερώνυμος.
Στην περιοχή τns Γάζας, και γενικά της Παλαιστίνης, ο μοναχισμός ανθούσε, αφότου ο Άγιος Ιλαρίωνας ο Μέγας και οι Όσιοι Γρηγόριος, Ησύχιος και Δωρόθεος, καθώς και πολλές χιλιάδες άλλοι «βιαστές της Βασιλείας», μετέφεραν εκεί τον τόπο δοξολόγησης και παραμονής τους, ιδίως στις αρχές του τετάρτου (Δ΄) αιώνα μ.Χ.
Από αυτά που διηγείται ο Άγιος Επιφάνιος σχετικά με συνάντησή του στην Αίγυπτο με ομάδα γνωστικών γυναικών (ελευθερίων ηθών) που τον είχαν προσκαλέσει στο Κοινόβιό τουs, και προσπάθησαν να τον παρασύρουν, πιθανόν να μπορούμε να του προσδώσουμε μια ηλικία πιο νεανική.
Πλην όμως, το μεγαλύτερο μέρος της μοναχικής του βιοτής το διέρχεται στο Μοναστήρι που ο ίδι0ς ίδρυσε και επάνδρωσε, πολύ κοντά στο μέρος που γεννήθηκε, στην Ελευθερούπολη, κι’ όπου προσφωνείται απ’ όλους με ευλάβεια «ο Γέροντας!». Η μεγάλη όμως φήμη την οποίαν απέκτησε λόγω της αυστηρής ασκητικής ζωής και ένθεης πολιτείας του, τα άπειρα σημεία και θαύματα, που ενεργούσαν αι δυνάμεις του Θεού, τα πυκνά χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, που δαψιλώς και πληθωρικώς υπερχείλιζαν της αρετής της ταπείνωσης, ήτις «φιλεί κρύπτεσθαι», καθώς και η μεγάλη κοσμοσυρροή του πλήθους των πιστών, τον ανάγκασαν να εγκαταλείψη την Παλαιστίνη, να έρθη εις Κύπρον, για να επισκεφθή τον Μέγα Άγιο Ιλαριώνα και να μαθητέψη και πάλιν παρά τους πόδας του γέροντα Πνευματικού του Οσίου Γρηγορίου του Κυπρίου.
Свт. Епифаний. Фреска церкви Благовещения. Грачаница. Косово. Сербия. Около 1318 г.
Άγιος Επιφάνιος. Τοιχογραφία τού έτους 1318 μ.Χ. στην Εκκλησία τού Ευαγγελισμού τής Θεοτόκου
τής Ιεράς Μονής Γκρατσάνιτσα. Σερβία (Κόσοβο).
Ο Άγιος Επιφάνι0ς βρέθηκε στο μεταίχμι των μεγαλυτέρων ρευμάτων και αιρέσεων ως «στύλος και εδραίωμα της αληθείας» πνευματικός άτλαντας αναδοχής και ισορρόπησης των κόσμων και του λόγου των όντων, τράνωσης της φύσης!..
Святитель Епифаний, Епископ Кипрский. Фреска церкви Святых Иоакима и Анны (Королевской церкви) в монастыре Студеница, Сербия. 1314 год.
Άγιος Επιφάνιος, Επίσκοπος Κύπρου.
Τοιχογραφία (Fresco) τού έτους 1314 μ.Χ. στην Εκκλησία τὠν Αγίων Ιωακείμ και Άννα (Royal Εκκλησία) στην Ιερά Μονή τής Studenica, πού είναι ανδρικό μοναστήριτής Επισκοπής Ζίτσης τής Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας , και Ευρίσκεται στη δεξιά όχθη του ποταμού Studenica [sr] , 39 χλμ από την πόλη του Κράλιεβο. Σερβία.
СВЯТИТЕЛЬ ЕПИФАНИЙ, ЕПИСКОП САЛАМИНА КИПРСКОГО
Церковь Симеона Богоприимца
в Зверине монастыре в Новгороде
Άγιος Επιφάνιος, Επίσκοπος Κύπρου.
στον Ιερό Ναό τού Συμεών τού Θεοδόχου
Τοιχογραφία (Fresco)
τής Ιεράς Μονής Ζβερίν-Πορόβσκι
στο Βελίκι Νόβγκοροντ. Ρωσία
Епифаний еп. Кипрский, свт. (12 мая)
Менологий 12 -15 мая; Византия. Греция; XIV в.;
памятник: Византийский менологий (Byzantine illumination Menologion);
10 x 13 см.; местонахождение: Англия. Оксфорд. Бодлеанская Библиотека
(Bodleian Librry)
Άγιος Επιφάνιος, Επίσκοπος Κύπρου.
Βυζαντινό Μηνολόγιο τού Μαίου (12 – 15) τού 14ου αιώνα μ.Χ.
και ευρίσκεται Αγγλία. Βιβλιοθήκη Bodleian στην Οξφόρδη. Αγγλία
Στην εποχή του έχουμε την άνοδο της παναίρεσns του αρειανισμού ιδία μετά τον θάνατο του Μεγάλου Κωνσταντίνου (το 337 μ.Χ.), ακολουθούν εκτελέσεις, διωγμοί και εξορίες των υπερασπιστών του όρου «ομοιούσιος» της Α’ Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας (325 μ.Χ.). Διαιρέσεις και πολεμική με τους «ομοούσιους», με τους «ανόμιους», μη εκκλησιαστική κοινωνία με τους «ωριγενιστές», τους «ανθρωπομορφιστές», τους «παυλικιανούς» κ.τ.λ.
Προς αντιμετώπιση των ποικίλων αιρεσιαρχών και Χριστιανών διαφωνούντων της έδρας του, καθώς και για να τους ελέγξει, ζήτησε και την βοήθειαν του Αυτοκράτορος Θεοδοσίου του Α’ ο οποίος, ως απάντησιν εις την έκκλησιν του Αγίου Επιφανίου, εξέδωκε διάταγμα, διά του οποίου «ει τις τω πατρί Επιφανίω, τω επισκόπω της Κυπρίων χώρας, ουχ υπακούει διά των θείων λόγων, εξερχέσθω της Νήσου, και όπου θέλει κατοικείτω· ει δε τινες, φίλοι όντες και τέκνα της μετανοίας ομολογούσι τω κοινώ πατρί ότι πλανηθέντες βουλόμεθα εις την οδόν της αληθείας ελθείν, μεινάτωσαν επί της νήσου διδασκόμενοι υπό του κοινού πατρός…».
Σε παράφραση του κειμένου του Αυτοκράτορος Θεοδοσίου του Μεγάλου παραθέτουμε το ακόλουθο απόσπασμα: «Όποιος από τους κατοίκους της Κύπρου δεν παραδέχεται την διδασκαλία του Επιφανίου, πρέπει να φεύγει από την Κύπρο, είτε αιρετικός είναι, είτε ειδωλολάτρης. Δηλαδή, «τότε μόνον μπορεί να μείνη, αν παραδεχθή τα όσα διδάσκει ο Επιφάνιος, και αφήσει κατά μέρος τα όσα ξέρει και πιστεύει».
Αν ο Άγιος Επιφάνιος δεν εγεννιόταν εκ φύσεωs τόσο ζηλωτής και ένθερμοs αγωνιστής υπέρ της Αλήθειας, μια τέτοια εποχή, θα τον άφηνε άραγε άγευστο πολεμικής; Ίδε ένα άλλο καυτό ερώτημα.
Ἀπό τόν Ἱ. Ναό του Σωτήρος στην Seni (Ροστόφ) Ρωσίας
(τοιχ. ἔτους 1675 μ.Χ. 😉
Με πρόταση του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Θεόφιλου (384-412 μ.Χ.) και του επισκόπου Επιφανίου, συγκαλείται στην Κωνσταντία της Κύπρου Σύνοδοs κατά την οποία καταδικάζονται τα γραπτά του Ωριγένους.
Ο Άγιος Επιφάνιος βρισκόμενος στο προσκήνιο μεταξύ όλων αυτών των συγκρούσεων και συγκινήσεων δένεται με πολλή συμπάθεια και εστιότητα πατρική, με ελεήμονα διάθεση και πλατυσμό καρδίας, ως άλλος Σαμψών ξενοδόχος, μεγάλο αριθμό επισκέψεων. Η δε εκτίμηση, με την οποίαν τον περιβάλλουν όλοι είναι απεριόριστη. Δεχόμενοι τα όσα μας αναφέρει ο Άγιος Ιερώνυμος ακόμη και οι αιρετικοί τον ευβλαβούντο πολύ, αρνούμενοι κάθε είδους πολεμική εναντίον του.
Αρκετοί μάλιστα απ’ αυτούς με μεγάλο σεβασμό τον συμβουλεύονται στις ανησυχίες τους. Μοναχοί δε απ’ όλα τα μέρη έρχονταν να εγκατασταθούν στην Κύπρο για να έχουν τον Άγιο Επιφάνιο απλανή καθοδηγητή και πνευματικό τους πατέρα. Η όλη πυρούμενη μορφή του, ο αυστηρόs ασκητικός βίος του, τα καυτά αντιαιρετικά του συγγράμματα και ο ένθεοs ζήλος του τού προσέδωσαν οικουμενική αίγλη, και οι απόψεις του επείχαν θέση δόγματος για την καθόλου Εκκλησία. Είχε σχέση με όλα τα θύματα του Κωνστάντιου (337-361 μ.Χ.) και προπαντός με τον Μέγα ομολογητή της Ορθοδοξίας, Άγιο Αθανάσιο Αλεξανδρείας, με τον οποίον συναντιέται, χωρίς αμφιβολία, μετά το 349 μ.Χ. ως μας αναφέρει κι ο εξαίρετοs Γάλλος πατρολόγος Tillemont. Επίσης πηγαίνει και βρίσκει στην εξορία του τον Ευσέβιο Νικομήδειας, τον οποίον με περίσσεια συμπάθειαs και αγαπητική δύναμη νουθετεί φιλικά, για να τον κερδίσει υπέρ της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Λεπτομέρεια ἀπό ψηφιδωτό (11ου αἰ.) στόν Ἱ. Ναό Ἁγίας Σοφίας Κιέβου
Είναι γύρω στα 367 μ.Χ. που ο Άγιος Επιφάνιος εκλέγεται «ψήφω κλήρου και λαού» Αρχιεπίσκοποs Κωνσταντίας (αρχαίας Σαλαμίνας) και πάσης Κύπρου. Ήτανε άραγε σύμφωνα με παρότρυνση του Αγίου Ιλαρίωνα του Μεγάλου που δέχτηκε την εκλογή και χειροτονίαν του εις Επίσκοπον από τη φωτισμένη μορφή του Αγίου Πάππου; και στο σημείο αυτό υπάρχουν πολλές αναφορές και λαϊκές διηγήσεις. Όπως και νάχει όμως το όλο θέμα, ο Άγιος Επιφάνιος εφάνη ως όντως ο «λύχνος επί λυχνίαν!». Οργάνωσε τόσο την επισκοπικήν του περιφέρεια, όσο και την όλη Κύπριδα Εκκλησία, κατά τα πρότυπα των Πράξεων των Αποστόλων και της πρωτοχριστιανικής κοινωνίας αγάπης, κοινωνίας προσώπων, κοινωνίας Θεώσεως!… Ιδιαίτερα είχε σε μεγάλη περιωπή τη Μοναχική – Κοινοβιακή ζωή.
Η Μητρόπολή του ήταν ένα αέναο εργαστήρι αρετής – εδρασμένο στο Μοναχικόν ιδεώδες της κοινοκτημοσύνης και του καταμερισμού της όλης εργασίας σε διακονήματα, ανάλογα με τα χαρίσματα ενός-εκάστου. Έτσι, κι’ η Μητρόπολή του είχε μοναστηριακό χαρακτήρα. Καθώς μας αναφέρει είκοσι χρόνια αργότερα ο Άγιος Ιερώνυμοε, τα μοναστήρια της Κύπρου ήσαν πολυάριθμα, και ο ιστορικός Σωζόμεvoς συμπληρώνει, πως τούτο γίνεται θαυμαστό γεγονός πνευματικής άνθησης, χάρις στην πνευματική καθοδήγηση του Αγίου Επιφανίου.
Είναι εδώ στην Κύπρο που αρχίζει και το όλο συγγραφικό έργο του Αγίου Επιφανίου. Καθώς επιγραμματικά μας αναφέρει κι’ ο περίφημος πατρολόγος Κωνσταντίνος Κοντογόνης· «ο Όσιος Επιφάνιος εδαπάνησε τον ησύχιον αυτού βίον εις σύνταξιν σοφών συγγραμμάτων, καταπολεμούντων την πίστιν των ασεβών δογμάτων της αιρέσεως και της ειδωλολατρείαs».
Ο Άγιος Γέροντας Επιφάνιος γράφει στην αρχή επιστολές για να διατηρήση τον πνευματικό σύνδεσμο αγάπης και αναδοχής με τούς Μοναχούς της Παλαιστίνης, της Συρίας, της
Μεσοποταμίας, της Περσίας, της Αιγύπτου, του Σινά, της Γεωργίας και της Αιθιοπίας. Επίσης γύρω στο 372 μ.Χ. συντάσσει μια επιστολιμαία ομιλία του-εγκώμιο στην πνευματική πολιτεία και την ένθεη ζωή του Αγίου Ιλαρίωνα του Μεγάλου, που μόλις είχε «τελειωθή εν Κυρίω» κοντά στο χωριό Επισκοπή της Επαρχίαs Πάφου (Κύπρου), όπου απέλαυσε την «ειρηναία» και ησύχιον διαγωγήν του.
Επίσης έγραψε πολλές επιστολές, «νουθετών τους ατάκτους», καθώς και άλλα πολύτιμα έργα ποικίλου περιεχομένου, κυρίως δογματικά, ερμηνευτικά, λειτουργικά και ασκητικά.
Από την Παμφυλία και Πισιδία της Περσίας και Μεσοποταμίας, τη Συρία και την Παλαιστίνη, ως την Αφρική, τη Ρώμη και την Κωνσταντινούπολη, κληρικοί και λαϊκοί, άρχοντες και αρχόμενοι, του ζητούν την υπεύθυνη και βαρύνουσα διαγνώμη και πνευματική του συμβουλία ως θεολογική αυθεντία. Προπαντός να τους ξεκαθαρίση με την ενάργεια και εμπειρία του τα φλέγοντα Θεολογικά προβλήματα της εποχής. Ερωτήματα Τριαδολογικά, Χριστολογικά, Πνευματολογικά, Εκκλησιολογικά, Εσχατολογικά. Επίσης, και άλλα, σχετικά με την Αγία Γραφή, τον Μοναχισμό, την Πνευματική και Λειτουργική ζωή κ.τ.λ. Επάξια λοιπόν και ημείς μετά της καθόλου Εκκλησίας αναφωνούμεν: «Χαίροις Πάτερ Παγκόσμιε!…».
Για το σκοπό αυτό ο «Θείω έρωτι πυρούμενος» Γέροντας Επιφάνιος αναλαμβάνει γύρω στα 374 μ.Χ τη συγγραφή μιας εκτενέστατης πραγματείας, την οποίαν και τιτλοφορεί «ο Αγκυρωτός».
Επιθυμία του είναι να στηριχτούν οι πιστοί στην άγκυρα της Πίστεως, και να επαναγάγει τους πεπλανημένους και να τους επισυνάψη στην εκλεκτή Ποίμνη, όπως λέει κι’ η Αναφορά του Μ. Βασιλείου.
Το έργο αυτό του Αγκυρωτού, γνώρισε μια τέτοια επιτυχία, που ανάγκασε τον Άγιο Επιφάνιο ν’ αναλάβει μια νέα εργασία εκκλησιαστική και κοινωφελή διακονία. Πρόκειται για ανάπτυξη, ανασκευή και αναίρεση της διδασκαλίας ογδόντα αιρέσεων, των οποίων μας περισώζει κατάλογον και πολύτιμην περιγραφήν για την όλην έρευνα και μελέτη της ιστορίας των δογμάτων. Το ονομάζει «Πανάριον» (Adversus Haereses) ή «Πανέρι Φαρμάκων», που εμπεριέχει γιατρικά για όλες τις αρρώστιες, που μπορεί ν’ απειλούν την Πίστη. Άρχισε στα 374 μ.Χ. και η όλη εργασία θα εξακολούθησε τάχιστα, καθότι η 48η αίρεση τέλειωσε στα 375 και η 66η στα 376. Η σειρά που ακολούθησε ήταν μάλλον χρονολογική και η έκταση στα σχόλια διαφέρει σημαντικά, ανάλογα με τη σπουδαιότητα ή την επικαιρότητα των θεμάτων. Το όλο έργο πολύ χρησίμεψε σαν πηγή Εκκλησιαστικής Ιστορίας και ακραιφνούς γνώσης του Ορθοδόξου Δόγματος.
Εύγλωττα ακόμα παραδείγματα αποτελούν τα συγγράμματα του Αγίου Επιφανίου, «Περί μέτρων και Σταθμών», «Περί των 12 λίθων των όντων εν τοις στολισμοίς Ααρών», και το «Υπόμνημα εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον», καθώς επίσης και άλλα κείμενα απωλεσθέντα ή ευρισκόμενα ακόμα ανέκδοτα σε χειρόγραφα, καταχωνιασμένα στις διάφορες ανά τον κόσμο βιβλιοθήκες.
Διερωτούνται μερικοί εάν ο Άγιος Επιφάνιος λαμβάνει μέρος στην Β’ Οικουμενική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη το 381 μ.Χ. Εμείς πιστεύουμε ακραδάντως ότι, όντως παρέστη και υπήρξε η «ψυχή και το πνεύμα» της όλης δομής και των πρακτικών θεματολογίας που απασχόλησαν την Σύνοδο.
Ο C. Bardy πιστεύει ότι παρέστη, ενώ ο Tillemont σημειώνει, πως η υπογραφή του δεν αναφέρεται μεταξύ των υπογραφών αυτών που έλαβαν μέρος στη Σύνοδο. Όμως πλείστες άλλες μαρτυρίες επιβεβαιώνουν για το ότι, όντως παρέστη.
Την επόμενη χρονιά τον συναντούμε να πηγαίνει και να συμμετέχη ενεργά στη Σύνοδο της Ρώμης που κάλεσε ο Πάπας Δάμασος.
Εδώ υποστηρίζει τη μερίδα του φίλου του Παυλίνου, ενάντια στο Φλαβιανό για το επίμαχο θέμα του Επισκοπικού Θρόνου Αντιοχείας. Επίσης, όσον αφορά το καυτό ερώτημα του Απολλιναρισμού δίδει μίαν, ιδιαίτερα βαρύνουσα και υπεύθυνη διαγνώμη.
Εἰκονίδιο 18ου αἰωνα
Ο Άγιος Επιφάνιος πονών και πάσχων υπέρ της Εκκλησίας του Χριστού, το 377 μ.Χ. επεσκέφθη την Αντιόχεια και το 381 μ.Χ. πηγαίνει στη Ρώμη για το Αντιοχειανό σχίσμα των Μελετιανών.
Φιλοξενείται στο ονομαστό, για την αβραμιαία φιλοξενία του, Μέλαθρο συμμελέτns της Παύλας, χήρας του Τοξοτίου, όπου γνωρίζεται και συνδέεται αμέσως πολύ στενά με τον Άγιο Ιερώνυμο, τον περιώνυμο ερημίτη της Βηθλεέμ. Γι’ αυτόν οι άρρηκτοι δεσμοί φιλίας του θά είχαν μεγάλες συνέπειες επέκτασης και αύξησης του εν Χριστώ Ιησού. Ίσως ακόμη δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι πλέον συνεπής εναρμόνιση των έργων του Αγίου Επιφανίου προς την Αγία Γραφή είναι προϊόν – καρπός του συνδέσμου του με τον Άγιο Ιερώνυμο.
Ακόμη μπορούμε να σκεφτούμε ότι η τόσο δυνατή και αμοιβαία φιλία τους επέδρασεν αποφασιστικά στο να κλίνη κι ο Άγιος Ιερώνυμος με το μέρος του Αγίου Επιφανίου ενάντια στον Ιωάννη Ιεροσολύμων και να πάρη δυναμική θέση μεταξύ των αντι-ωριγενιστών, κατά τη διάρκεια της διαμάχης που είχε ξεσπάσει στους κόλπους της Εκκλησίας από το 393 μ.Χ. και εντεύθεν.
Τα τελευταία χρόνια του γέροντα Επισκόπου Επιφανίου δεν υπήρξαν καθόλου ειρηνικά. Θα είχε να συλλέξη τα πικρά φρούτα ενός ειλικρινούς αντι-ωριγενισμού, δίχως αμφιβολία, αλλά με λίγη οξυδέρκεια και διάκριση. Κατά τις μαρτυρίες των ιστορικών της Εκκλησίας μας, Σωκράτη και Σωζόμενου, φαίνεται πως ο φιλόδοξος Θεόφιλος Αλεξανδρείας εκμεταλλεύεται το ευγενές, άδολον και μακάριον πάθος του Αγίου Επιφανίου υπέρ της Αλήθειας και Ορθοδοξίας της Εκκλησίας για να ικανοποιήση τα δικά του υποχθόνια και ερρεβώδη – δαιμονικά σχέδια που δεν ήσαν καθόλου τίμια.
Αφού λοιπόν, το 402 μ.Χ., γέροντας πια ο Άγιος Επιφάνιος, είχε καταδικάσει σε τοπική Σύνοδο Επισκόπων Κύπρου τα έργα του Ωριγένη, ζήτησε και την ολοκληρωτική καταδίκητους κι’ από τους υπόλοιπους Επισκόπους των κατά τόπους Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Πλην όμως, ο της Κωνσταντινουπόλεως Πατριάρχης, Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος φαινόταν πως εκώφευε και με πολλή συμπάθεια και διάκριση προσπαθούσε να οικονομήσει διαφορετικά το όλο επίπονο και ακανθώδες θέμα με πιο ήπιο τρόπο, και δεν ήθελε να πάρη μέρος στην όλη διαμάχη και να καταδικάση τον Ωριγένη. Έτσι το 403 ο Άγιος Επιφάνιος αποβιβάζεται στην Κωνσταντινούπολη για να λάβη προσωπικά ό ίδιος σωστήν εικόνα των πραγμάτων ή να διακόψη κάθε πνευματικήν – μυστηριακήν επικοινωνίαν με τον Άγιο Χρυσόστομο.
Και είναι εδώ ακριβώς, που ο Άγιος Επιφάνιος, ζει μέχρι αηδίας το μέγεθος της πλεκτάνης, στην οποίαν τον ενέπλεξε και ενέπαιξε ο δόλιος Θεόφιλος Αλεξανδρείας, ο οποίος φθονούσε τον Άγιο Χρυσόστομο, εποφθαλμιούσε τον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως και εργαζόταν τόσον δόλια και υποχθόνια να υποσκάψη την όλη μεγαλοσώματη μορφή του χρυσού, τη γλώσσα και το στόμα Άγιου Ιωάννου.
Καθότι, ούτε ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, μήτε οι προστατευόμενοί του και θαυμάσιοι Ασκητές, οι λεγόμενοι Μακροί Αδελφοί της Αίγυπτου ήσαν αιρετικοί, καθώς ο Θεόφιλος από μανικό-σατανικό μίσος και τυφλό πάθος μεγαλομανίας και τυρίας (πρβλ. αίρεση «Αρτοτυρίται») κινούμενος τους είχε παρουσιάσει.
Τέλος, διάφοροι Επίσκοποι, αυτοί οι Μακροί Αδελφοί και ο προς τούτο αποσταλής Αρχιδιάκονος του Αγίου Χρυσοστόμου Σεραπίων, έπεισαν τον Άγιο Επιφάνιο ν’ άναχωρήση εκ Κωνσταντινουπόλεως, πράγμα που έπραξε, χωρίς καθόλου χρονοτριβή. Έτσι, γεμάτος αποτροπιασμό για όσα συνάντησε άτοπα και αχρεία, εγκατέλειψε την Πόλη, με την εξής χαρακτηριστική και παροιμιακή φράση: «Αφήιμι υμίν την πόλιν και το Βασίλειον και την υπόκρισιν· εγώ δε άπειμι, σπεύδω γαρ, πάνυ σπεύδω!…». Κατά τον πλουν της επιστροφής του για την Κύπρο, ενενηκοντούτης και πλέον, ο λευκόθριξ Λευΐτης της Νέας Σκηνής, μετέθη και ενώθη μετά της Άνω Ιεραρχίας στις 12 Μαΐου το 403 μ.Χ. Την αυτήν ημέραν τελείται πανηγυρικά και η εορτή της μνήμης του. Τοπική παράδοση και αρχαία Συναξάρια αναφέρουν επίσης και έτερη γιορτή του Αγίου Επιφανίου στις 14 Ιουλίου. Είναι άραγε η ημερομηνία της ανακομιδής των λειψάνων του; Ιδού ακόμα ένα ερωτηματικό.
Το ιερό του λείψανο έγινε δεκτό με τις μέγιστες δυνατές τιμές στην Κωνστάντια ή Σαλαμίνα, πρωτεύουσα τότε της Κύπρου, και κηρύχτηκε σ’ όλη την Μεγαλόνησο σαρανταήμερο πένθος. Κατά τον Άγιο Θεόδωρο τον Στουδίτη, δύο από τους μαθητές του, Ιωάννης και Πολύβιος, «Εδείμαντο αυτώ Ναόν», την μεγαλύτερη βασιλική την καθ’ ημάς Ανατολην, κατά την ρήτρα του διάσημου Καθηγητή μας στην Χριστιανική αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο των Παρισίων Δρα Jean Pierre Sodini.
Στην Σαλαμίνα ή Κωνσταντία, παλαιά πρωτεύουσα της Κύπρου, που βρίσκεται κοντά στην κατεχόμενη, σήμερα, Αμμόχωστο, σε ανασκαφές που έγιναν το 1924-25, 1954-56 και μετέπειτα, βρέθηκε τεραστίων διαστάσεων βασιλική, των αρχών του 5ου αιώνα, στο έσω κλίτος της οποίας ανακαλύφθηκε μαρμαροεπένδυτος τάφος, που προφανώς ανήκει στον Άγιο Επιφάνιο.
Στην καρδιά της Βασιλικής του Αγίου Επιφανίου υπάρχει υπόγεια Κατακόμβη- Εκκλησία και ο τάφος του Αγίου όπου κατά την διάρκειαν της Θείας Λειτουργίας της κυριωνύμου εορτής, στις 12 Μαΐου, ανέβλυζεν ευώδες αγίασμα πλήρες ιάσεων, «τοις πίστει προσιούσιν».
Ο Άγιος Επιφάνιος υπήρξεν ονομαστός, από τότε που ζούσε, για την αγιότητα του βίου του, τα πάμπολλα και μεγάλα θαύματά του, την ευρυμάθειά του και προπαντός τις αντιαιρετικές συγγραφές – διδαχές και ομιλίες του -«στύλος ο ίδιος και εδραίωμα της Αληθείας». Είναι ο τύπος μιας μοναδικής Χριστιανικής συνθέσεως στον Δ΄αιώνα. «Η συμβολή του Αγίου Επιφανίου είναι τόσο μεγάλη, ώστε δεν αποτελεί υπερβολή, αν λέγαμε, ότι η μελέτη των τριαδολογικών θεμάτων του Δ’ αιώνα είναι ελλειπής, αν δεν ληφθή υπόψη και το έργο του Αγίου Επιφανίου». Βρίσκεται στο μεταίχμι της ασκητικής παραδόσεως των Μοναχών της Ανατολής (Αιγύπτου, Σινά, Παλαιστίνης, Συρίας, Μεσοποταμίας, Περσίας, Μικράς Ασίας, Κύπρου κ.ά.).
Οι συγκεκριμένες και συχνές επαφές και σχέσεις του με τους Αγίους Τόπους και η πλατειά μόρφωσή του («πεντάγλωσσος» και πολυμαθής), τον είχαν από πολύ ενωρίς καθιερώσει στη συνείδηση του λαού του Θεού ως Μέγα Ιεράρχη και Άγιο. Σύμφωνα πάλιν με τον Άγιο Ιερώνυμο είναι «πατέρας όλων των επισκόπων και το τελευταίο λείψανο της αρχαίας ευσέβειας…». Η μορφή του και η ευχή και η πύρινη ικετηρία του ας μας συνοδεύουν και εμπνέουν στους δύστηνουs και πονηρούς καιρούς της συγχύσεως, των αιρέσεων και της των πάντων αλλοτριώσεως, ίνα και ημείς μ’ εκείνον το αυτό φρονούμεν!…Ας ακούσουμε την πιο κάτω παραίνεση – υποθήκη του Αγίου Αποστόλου Παύλου, που εκφράζει πλήρως το πνεύμα του Αγίου Επιφανίου: «Στήκετε εν ενί πνεύματι, μιά ψυχή συναθλούντες τη πίστει του Ευαγγελίου, και μη πτυρόμενοι εν μηδενί υπό των αντικειμένων, ήτις αυτοίς μεν εστιν ένδειξις απωλείας, υμίν δε σωτηρία και τούτο από Θεού· ότι υμίν εχαρίσθητο υπέρ Χριστού, ου μόνον το εις αυτόν πιστεύειν, αλλά και το υπέρ αυτού πάσχειν, τον αυτόν αγώνα έχοντες, οίον είδετε εν εμοί και νυν ακούετε εν εμοί…».
Ενώ ακόμα ο Άγιος Επιφάνιος βρισκόταν εν ζωή, αλλά και μετά την προς Κύριον εκδημία του, ενήργησε στο να συντελεστούν πολλά «θεοσημεία» και θαύματα, όχι μόνο στην Κύπρο, αλλά και σ’ όλο τον τότε γνωστό κόσμο. Νάχουμε την ευχή και πύρινη ικετηρία του να μας συνοδεύει εν παντί.
(Αρχ. Επιφανίου Ευθυβούλου, Αγίου Επιφανίου Κύπρου, Ανέκδοτη πνευματική ομιλία Περί Χριστιανικής Πολιτείας και Διαγωγής, εκδ. «Ορθόδοξο Πνευματικό Κέντρο Λεμεσού)
Ιερά Λείψανα
Ἡ Τιμία Κάρα τοῦ Ἁγ. Ἐπιφανίου ἀπό τήν Ἱ. Μονή Κύκκου Κύπρου
Αποτμήματα του Ιερού Λειψάνου του Αγίου ευρίσκονται στις Μονές Ιβήρων Αγίου Όρους και Κύκκου Κύπρου.
Ο Επιφάνιος Κωνσταντίας έκτισε την μεγάλη βασιλική (δεν την ολοκλήρωσε μέχρι τον θάνατό του), της οποίας τα ερείπια διασώζονται μέχρι τις ημέρες μας. Ο μεγάλος αυτός Αρχιεπίσκοπος, πολύ σημαντικός διδάσκαλος και πατέρας της Εκκλησίας, υπήρξε και αξιόλογος συγγραφέας. Τα έργα του «Πανάριον» (περιέχει επιχειρήματα για την ανασκευή των αιρέσεων που υπήρχαν τότε), «Αγκυρωτός» (σε 120 παραγράφους περιλαμβάνει μια επιτομή της σύγχρονης προς τον άγιο Επιφάνιο Θεολογίας), «Περί μέτρων και σταθμών», «Περί των δώδεκα λίθων των όντων εν τοις στολισμοίς του Ααρών», αποτελούν πολύτιμα πετράδια στο μέγα ψηφιδωτό της Πατερικής Γραμματείας.
Τέλος αξίζει να αναφέρουμε ενδεικτικά μερικά θαύματα που έκανε ο Άγιος Επιφάνιος: θεράπευσε την κόρη του βασιλιά της Περσίας από το δαιμόνιο που την βασάνιζε, ανάστησε το νεκρό παιδί ενός άρχοντα της Περσίας, θανάτωσε ένα λέοντα που έβγαινε από το δάσος κι έτρωγε τους ανθρώπους που περνούσαν από εκεί κοντά, εξεδίωξε το δαιμόνιο από κάποιο Κάλλιστο που ήταν γιος του πρώτου Έπαρχου της Ρώμης και τέλος θεράπευσε τον Μέγα Θεοδόσιο, τον αυτοκράτορα, από παράλυση των κάτω άκρων.
Минея - Май (фрагмент). Икона. Русь. Начало XVII в. Церковно-Археологический Кабинет Московской Духовной Академии. Μηναῖο - Μάιος (τεμάχιο). Εἰκονίδιο στίς ἀρχές τοῦ 17ου αἰώνα μ.Χ. στήνἘκκλησία καί τό Αρχαιολογικό Μουσεῖο τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας τῆς Μόσχας .
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τοὺς διττοὺς ὑποφήτας τῆς ἄναρχου θεότητας, τῶν θεοτυπώτων δογμάτων, τοὺς πανσόφους ἐκφάντορας, σὺν τῷ Ἐπιφανίῳ τῷ κλεινῷ, ὑμνήσωμεν τὸν θεῖον Γερμανῶν ὡς λαμπροὶ γὰρ τῶν ἀρρήτων μυσταγωγοί, πυρσεύουσι τοὺς κράζοντας δόξα τῷ στεφανώσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ μεγαλύναντι, δόξα τῷ βεβαιούντι δι’ ὑμῶν, πίστιν τὴν Ὀρθόδοξον.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ήχος α’. Του λίθου σφραγισθέντος.
Της Φοινίκης ο κλάδος και Κυπρίων το στήριγμα και Κωνστάντιας ανεδείχθης, Επιφάνιε, Πρόεδρος· δι’ ο Ασσυρίων βασιλεύς πίπτει ποδών σου προσκυλινδούμενος· το πνεύμα διωκόμενον εξ αυτού δια της σης δεήσεως· δόξα τω σε θαυμαστώσαντι, δόξα τω δωρησαμένω σε ημίν, πρέσβυν ακοίμητον.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’ . Ὁ ὑψωθείς.
Ἱεραρχῶν τὴν θαυμαστὴν ξυνωρίδα, ἀνευφημήσωμεν πιστοὶ κατὰ χρέος, σὺν Γερμανῷ τὸν θεῖον Ἐπιφάνιoν, οὖτοι γὰρ κατέφλεξαν, τῶν ἀθέων τὰς γλώσσας, δόγματα σοφώτατα, διαθέμενοι πᾶσι, τοῖς ὀρθοδόξως μέλπουσιν ἀεί, τῆς εὐσεβείας τὸ μέγα μυστήριoν.
Μεγαλυνάριον
Φύλαττε και σκέπε ταις σαις ευχαίς, Επιφάνιε θείε, εκ κινδύνων και χαλεπών νόσων τους τιμώντας, την ένδοξόν σου μνήμην και λύτρωσαι του Άδου φρικτών κολάσεων.
Άγιος Γερμανός Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης
Свт. Герман. Фреска Благовещенской церкви монастыря Грачаница.
Сербия (Косово). 1318 год.
Άγιος Γερμανός. Τοιχογραφία (Fresco) τού έτους 1318 μ.Χ.
στην Εκκλησία τού Ευαγγελισμού τής Θεοτόκου
τής Ιεράς Μονής Γκρατσάνιτσα. Σερβία (Κόσοβο).
Χαίρων ἀφεὶς γῆν Γερμανὸς καὶ γῆς θρόνον,
Γῆς Δημιουργοῦ τὸν θρόνον χαίρει βλέπων.
Βιογραφία
Ο Άγιος Γερμανός γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 640 μ.Χ. Πατέρας του ήταν ο πατρίκιος Ιουστινιανός, που τον ανέθρεψε με μεγάλη ευσέβεια. Είκοσι χρονών έμεινε ορφανός από πατέρα, τον όποιο σκότωσε ο Κωνσταντίνος ο Πωγωνάτος (668 – 685 μ.Χ.), αφού τον συμπεριέλαβε μεταξύ αυτών που σκότωσαν τον πατέρα του. Τον Γερμανό αφού τον ευνούχισε, τον κατέταξε στον κλήρο της Εκκλησίας.
Патриарх Герман I. Фреска церкви Богородицы Евергетиды монастыря Студеница (Сербия), 1208-1209 годы
Άγιος Γερμανός. Τοιχογραφία (Fresco)
μεταξύ τών ετών 1208 – 1209 μ.Χ.
στην Εκκλησία τής Παναγίας τής Ευεργέτιδας
τής Ιεράς Μονής Στουντένιτσας. Σερβία
Святитель Герман, Патриарх Константинопольский. Фреска монастыря Раваница, Сербия. 1380-е годы
Άγιος Herman, ο Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης. Τοιχογραφία (Fresco) τού έτους 1380 μ.Χ. στην Ιερά Μονής Ravanica, που ευρίσκεται κοντά στην πόλη Seigner, Cuprija στο κεντρικό τμήμα της Σερβίας.
Το Καθολικό τής Ιεράς Μονής είναι αφιερωμένο στην Ανάληψη τού Κυρίου
Αυτός, φημισμένος για την αρετή, τη μόρφωση και την αγιότητα της ζωής του, εκλέχθηκε μητροπολίτης Κυζίκου, στο 37ο έτος της ηλικίας του. Αργότερα όταν χήρεψε ο πατριαρχικός θρόνος, με τη γνώμη του βασιλιά Αναστασίου και την ψήφο της συγκλήτου, του κλήρου και του λάου, ανέβηκε στον οικουμενικό θρόνο (715 μ.Χ.).
Από τη θέση αυτή, αφιέρωσε όλες του τις πνευματικές και ηθικές δυνάμεις, διδάσκοντας και νουθετώντας με τα συνεχή κηρύγματα του το λαό. Κατόπιν, όταν ο εικονομάχος αυτοκράτορας Λέων ο Ίσαυρος, του είπε να συμμορφωθεί με τα ασεβή διατάγματα του, αυτός όχι μόνο δεν υπάκουσε, αλλά παρότρυνε και το λαό σε αντίσταση. Αναγκάστηκε έτσι να παραιτηθεί, αφού κατέθεσε το ωμοφόριό του πάνω στην αγία Τράπεζα.
Αποσύρθηκε σ’ ένα πατρικό του κτήμα, το Πλατάνια, και μετά από σύντομη αρρώστια, πέθανε σε ηλικία 100 ετών στις 12 Μαΐου το 740 μ.Χ. Η ταφή του έγινε στη Μονή της Χώρας.
Ενώ αρχικά καθαιρέθηκε και αναθεματίσθηκε από τη ψευδοσύνοδο της Ιερείας το 754 μ.Χ., στην συνέχεια δικαιώθηκε και εξυμνήθηκε από την Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο το 787 μ.Χ., η οποία καταδίκασε τους εικονομάχους και αναστήλωσε τις ιερές εικόνες. Επί της Πατριαρχίας του Αγίου, όταν το 718 μ.Χ. διασώθηκε η Κωνσταντινούπολη από βαρβαρική επιδρομή, συμπληρώθηκε από τον Άγιο Ανδρέα Κρήτης ο Ακάθιστος Ύμνος.
Ο Άγιος Γερμανός κατέλιπε αξιόλογο υμνογραφικό και συγγραφικό έργο, δυστυχώς όμως τα περισσότερα έργα του κατακάηκαν με διαταγή του Λέοντος. Περισώθηκαν δε από μεν τους ύμνους, 104 Στιχηρά και 22 Κανόνες, από δε τα συγγράμματά του τα εξής: α) «Περί αιρέσεων και Συνόδων», β) «Τρεις δογματικαί επιστολαί επί των εικονομάχων» (προς Ιωάννην, Επίσκοπον Συνάδων, προς Κωνσταντίνον, Επίσκοπον Νακαλείας, και προς Θωμάν, Επίσκοπον Κλαυδιουπόλεως), γ) «Οκτώ λόγοι» (δύο στην προσκύνηση του Τιμίου Σταυρού κατά την ημέρα της Σταυροπροσκυνήσεως και την ημέρα του Μεγάλου Σαββάτου, δύο στα Εισόδια της Θεοτόκου, τρεις στην Κοίμηση της Θεοτόκου και ένας στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου), δ)»Ομιλία» (στα εγκαίνια του ναού της Θεοτόκου και τα άγια σπάργανα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού).
Η Σύναξη του Αγίου Γερμανού ετελείτο στη Μεγάλη Εκκλησία.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος
.
Ξυνωρίδα τῆς θείας Ἐκκλησίας τᾶς σάλπιγγας, Γερμανὸν σοφὸν Ἱεράρχην, καὶ κλεινὸν Ἐπιφάνιον, τιμήσωμεν προφρόνως οἱ πιστοί, τὸν μὲν ὡς ἐν φρονήματι στερρῶ ὑπὲρ τῆς Χριστοῦ εἰκόνος, τὸν θεομάχον Λέοντα ἐλέγξαντα, ὡς μάστιγα δὲ αἱρέσεων δεινήν, τὸν ἅγιον Ἐπιφάνιον, Οὗτοι γὰρ ἐκτενῶς ὑπὲρ ἠμῶν, ἀεὶ πρεσβεύουσι.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τοὺς διττοὺς ὑποφήτας τῆς ἄναρχου θεότητας, τῶν θεοτυπώτων δογμάτων, τοὺς πανσόφους ἐκφάντορας, σὺν τῷ Ἐπιφανίῳ τῷ κλεινῷ, ὑμνήσωμεν τὸν θεῖον Γερμανῶν ὡς λαμπροὶ γὰρ τῶν ἀρρήτων μυσταγωγοί, πυρσεύουσι τοὺς κράζοντας δόξα τῷ στεφανώσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ μεγαλύναντι, δόξα τῷ βεβαιούντι δι’ ὑμῶν, πίστιν τὴν Ὀρθόδοξον.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’ . Ὁ ὑψωθείς.
Ἱεραρχῶν τὴν θαυμαστὴν ξυνωρίδα, ἀνευφημήσωμεν πιστοὶ κατὰ χρέος, σὺν Γερμανῷ τὸν θεῖον Ἐπιφάνιoν, οὖτοι γὰρ κατέφλεξαν, τῶν ἀθέων τὰς γλώσσας, δόγματα σοφώτατα, διαθέμενοι πᾶσι, τοῖς ὀρθοδόξως μέλπουσιν ἀεί, τῆς εὐσεβείας τὸ μέγα μυστήριoν.