Άγιος Γλυκέριος ο γεωργός
Λαιμὸν σὸν ὡς γῆν, ὡς ὕννιν δὲ τὴν σπάθην.
Γεωργὲ Γλυκέριε, προσφόρως κρίνω.
Ο Άγιος Μάρτυς Γλυκέριος αναφέρεται στο Συναξάρι του Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου.
Όταν ο Άγιος Γεώργιος ήταν κλεισμένος στη φυλακή, η φήμη των θαυμάτων του είχε φθάσει σε όλη την πόλη και τα περίχωρα. Έτσι πλήθος κόσμου κάθε νύχτα γέμιζε τη φυλακή, δίδοντας μεγάλα δώρα στους δεσμοφύλακες για να δει τον Άγιο και να λάβει πνεύμα δυνάμεως, πνεύμα χαράς, πνεύμα πίστεως και αγάπης. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο πτωχός Γλυκέριος. Είχε στην κατοχή του ένα μόνο βόδι, το οποίο ψόφησε την ώρα που όργωνε το χωράφι του. Έπεσε λοιπόν στα γόνατα του Αγίου Γεωργίου και τον ικέτευε να τον βοηθήσει. Στην ειλικρινή ομολογία του ότι πιστεύει στον Θεό, ο Άγιος τον προέπεμψε λέγοντάς του ότι το βόδι του ήταν ζωντανό. Όταν το διαπίστωσε ο Γλυκέριος, επέστρεψε στον Άγιο για να τον ευχαριστήσει και κραύγαζε: «Μέγας ο Θεός του Γεωργίου». Για τον λόγο αυτό συνελήφθη και υπέστη τον διά ξίφους θάνατο.
Άγιος Γεώργιος ο Κύπριος ο Νεομάρτυρας
Γεώργιος νυν τω Γεωργίω άμα,
Nέος παλαιώ συνετάχθη ενθάδε.
Ο Άγιος Νεομάρτυρας Γεώργιος καταγόταν από την Κύπρο. Αφού αναχώρησε από την πατρίδα του έφθασε στην Πτολεμαΐδα της Παλαιστίνης (σημερινή Άκκρα), όπου υπηρετούσε κοντά σε κάποιο ευρωπαίο πρόξενο. Εκεί, προσφέροντας τις υπηρεσίες του προς τον αφέντη του, επισκεπτόταν συχνά το σπίτι μιας φτωχής μωαμεθανής, η οποία είχε μια νεαρή θυγατέρα και αγόραζε αυγά. Κάποιες τουρκάλες γειτόνισσες, επειδή ο Γεώργιος δεν αγόραζε αυγά από αυτές, τον συκοφάντησαν ότι είχε αθέμιτες σχέσεις με τη νεαρή μωαμεθανή και με κραυγές συγκέντρωσαν μπροστά στο σπίτι της μωαμεθανής τον τουρκικό όχλο.
Ο Γεώργιος, διαμαρτυρόμενος για την προσαπτόμενη ψευδή κατηγορία, οδηγήθηκε βίαια στον ιεροδικαστή. Εκείνος μάταια προσπάθησε να τον πείσει να γίνει μουσουλμάνος προς αποφυγήν της τιμωρίας. Παρά τις προσπάθειες του κριτή και τις κολακείες ή φοβέρες του όχλου, ο Μάρτυρας παρέμεινε αμετάθετος στην πίστη, δηλώνοντας ότι Χριστιανός γεννήθηκε και Χριστιανός θέλει να πεθάνει.
Τότε ο κριτής διέταξε, το έτος 1752 μ.Χ., τον θάνατό του. Ο Μάρτυρας Γεώργιος οδηγήθηκε σε τόπο κοντά στην θάλασσα. Οι δήμιοι ανάγνωσαν την καταδίκη του σε θάνατο και προσπάθησαν πάλι με κολακείες και υποσχέσεις να επιτύχουν τον εξισλαμισμό του. Ο Μάρτυς ύψωσε τότε τα αλυσοδεμένα χέρια του στον ουρανό και ανεβόησε με φωνή μεγάλη: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, δέξαι το πνεύμα μου και αξίωσέ με της Βασιλείας Σου». Οι Τούρκοι τον πυροβόλησαν και ορμώντας εναντίον του διαμέλισαν το τίμιο λείψανό του διά μαχαίρας. Τότε ξαφνικά έγινε θύελλα, που συντάραξε την θάλασσα. Τα κύματα έφθασαν μέχρι το σημείο όπου έκειτο το ιερό λείψανο του Αγίου. Οι Τούρκοι φοβούμενοι απομακρύνθηκαν, οι δε Χριστιανοί παρέλαβαν το σκήνωμα του Μάρτυρος και ενταφίασαν αυτό στο ναό της Πτολεμαΐδος.
Στις 13 Απριλίου 1967 μ.Χ. τα σεπτά λείψανα του νεομάρτυρα μεταφέρθηκαν με τιμή στη Λευκωσία της Κύπρου και τοποθετήθηκαν στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Ιωάννου.