ΑΠΟ ΤΟ ΙΕΡΟ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΜΑΣ
ΕΑΝ ΘΕΛΕΤΕ
ΕΠΙΣΚΕΘΦΕΙΤΕ
ΤΙΣ ΠΑΡΑΚΑΤΩ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΕΣ ΞΕΝΕΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ
Απόδοση τής Εορτής
τών Αγίων Θεοφανείων
τού Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού
Τους ουρανούς βάπτισμα του Χριστού σχίσαν,
Τους αυτό μη χραίνοντας ένδον εισάγει.
Βάπτισεν εν ποταμώ Χριστόν Πρόδρομος κατά έκτην.
Τα Αγία Θεοφάνεια είναι μία από τις αρχαιότερες εορτές της εκκλησίας μας η οποία θεσπίσθηκε το 2ο αιώνα μ.Χ. και αναφέρεται στη φανέρωση της Αγίας Τριάδας κατά τη βάπτιση του Ιησού Χριστού. Η ιστορία της βάπτισης έχει ως εξής: Μετά από θεία εντολή ο Ιωάννης ο Πρόδρομος εγκατέλειψε την ερημική ζωή και ήλθε στον Ιορδάνη ποταμό όπου κήρυττε και βάπτιζε. Εκεί παρουσιάσθηκε κάποια ημέρα ο Ιησούς και ζήτησε να βαπτισθεί. Ο Ιωάννης, αν και το Άγιο Πνεύμα τον είχε πληροφορήσει ποιος ήταν εκείνος που του ζητούσε να βαπτισθεί, στην αρχή αρνείται να τον βαπτίσει ισχυριζόμενος ότι ο ίδιος έχει ανάγκη να βαπτισθεί από Εκείνον. Ο Ιησούς όμως του εξήγησε ότι αυτό ήταν το θέλημα του Θεού και τον έπεισε να τον βαπτίσει. Και τότε μπροστά στα έκπληκτα μάτια των θεατών διαδραματίσθηκε μία μοναδική και μεγαλειώδης σκηνή, όταν με την μορφή ενός περιστεριού κατήλθε το Άγιο Πνεύμα και κάθισε επάνω στο βαπτιζόμενο Ιησού, ενώ συγχρόνως ακούσθηκε από τον ουρανό η φωνή του Θεού η οποία έλεγε: «Ούτος εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα» («Αυτός είναι ο αγαπημένος μου Υιός, αυτός είναι ο εκλεκτός μου»).
Από τότε και το Βάπτισμα των χριστιανών, δεν είναι «εν ύδατι», όπως το βάπτισμα «μετανοίας» του Ιωάννη, αλλά «εν Πνεύματι Αγίω». Ο Κύριος με το να βαπτιστεί αγίασε το νερό, το έκανε νερό αγιασμού και συμφιλίωσης με το Θεό. Έτσι η Βάπτιση του Κυρίου άνοιξε τη θύρα του Μυστηρίου του Βαπτίσματος. Με την καθαρτική χάρη του αγίου Βαπτίσματος ο παλαιός αμαρτωλός άνθρωπος ανακαινίζεται και με την τήρηση των θείων εντολών γίνεται κληρονόμος της βασιλείας των ουρανών.
Миниатюра 985 г. Минология Василия II. Константинополь.
Ватиканская библиотека. Рим.
Μικρογραφία (Μινιατούρα) τού έτους 985 μ.Χ.
στό Μηνολόγιο τοῦ Βασίλειος Β ‘. Κωνσταντινούπολη.
Τώρα εὑρίσκεται στήν Βιβλιοθήκη τοῦ Βατικανοῦ. Ρώμη
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.
Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου σου Κύριε, ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη προσκύνησις· τοῦ γάρ Γεννήτορος ἡ φωνή προσεμαρτύρει σοι, ἀγαπητόν σε Υἱόν ὀνομάζουσα· καί τό Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς, ἐβεβαίου τοῦ λόγου τό ἀσφαλές. Ὁ ἐπιφανείς Χριστέ ὁ Θεός, καί τόν κόσμον φωτίσας δόξα σοι.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β’.
Ὅτε τῇ ἐπιφανείᾳ σου ἐφώτισας τὰ σύμπαντα, τότε ἡ ἀλμυρὰ τῆς ἀπιστίας θάλασσα ἔφυγε, καὶ Ἰορδάνης κάτω ῥέων ἐστράφη, πρὸς οὐρανὸν ἀνυψῶν ἡμᾶς. Ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου, συντήρησον Χριστὲ ὁ Θεός, πρεσβείες τῆς Θεοτόκου, καὶ σῶσον ἡμᾶς.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Αὐτόμελον.
Ἐπεφάνης σήμερον τῇ οἰκουμένῃ, καί τὸ φῶς σου Κύριε, ἐσημειώθη ἐφ᾽ ἡμᾶς, ἐν ἐπιγνώσει ὑμνούντάς σε· Ἦλθες, ἐφάνης, τό Φῶς τὸ ἀπρόσιτον.
Μεγαλυνάριον
Ἄφεσιν πηγάζων τοῖς ἐξ Ἀδάμ, ὁ τῆς ἀφθαρσίας, ἀνεξάντλητος ποταμὸς, ἐν τῷ Ἰορδάνῃ, βαπτίζεται θελήσει· ἀντλήσωμεν οὖν πάντες, ὕδωρ σωτήριον.
Η Αγία Νίνα η Ισαπόστολος
Η Γεωργία γνώρισε πολύ νωρίς το χριστιανισμό. Σύμφωνα με αρχαιότατη παράδοση, το σπόρο του Ευαγγελίου σ’ εκείνη την περιοχή έριξαν πρώτοι οι άγιοι απόστολοι Ανδρέας ο Πρωτόκλητος και Σίμων ο Κανανίτης. Η μεταστροφή, πάντως, ολόκληρου σχεδόν του λαού της Γεωργίας στη χριστιανική πίστη έγινε τον 4ο αιώνα από την αγία Ισαπόστολο Νίνα.Η αγία Νίνα γεννήθηκε στα τέλη του 3ου αιώνα στην Καππαδοκία, όπου τότε κατοικούσαν πολλοί Γεωργιανοί. Ήταν στενή συγγενής του αγίου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου, σύμφωνα μάλιστα μ’ ένα παλαιό χειρόγραφο ήταν ξαδέλφη του.
Ο πατέρας της Ζαβουλών, φημισμένος στρατιωτικός στην υπηρεσία του αυτοκράτορα Μαξιμιανού, και η μητέρα της Σωσάννα, αδελφή του επισκόπου Ιεροσολύμων Ιουβενάλιου, διακρίνονταν για τη βαθιά τους ευσέβεια. Έτσι, από το ευλογημένο αυτό ζεύγος προήλθε ένας εξίσου ευλογημένος καρπός, η μακάρια Νίνα.
Όταν έγινε δώδεκα χρόνων, πήγε με τους γονείς της στα Ιεροσόλυμα. Εκεί ο Ζαβουλών, με τη συγκατάθεση της συζύγου του και την ευλογία του επισκόπου, αναχώρησε για ν’ ασκητέψει στην έρημο του Ιορδάνη. Ο ακριβής τόπος και ο χρόνος του θανάτου του παρέμειναν άγνωστοι. Η Σωσάννα, πάλι, τοποθετήθηκε από τον επίσκοπο αδελφό της ως διακόνισσα στον ιερό ναό της Αναστάσεως, για να φροντίζει τις φτωχές και άρρωστες γυναίκες. Τέλος, την αγία Νίνα την παρέδωσαν στην ευλαβέστατη γερόντισσα Σάρα-Νιοφόρα, τη Βηθλεεμίτισσα, διακόνισσα κι εκείνη στον Πανάγιο Τάφο, για να την αναθρέψει «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» (Εφ. 6,4).
Η Σάρα-Νιοφόρα γνώριζε σε βάθος τις χριστιανικές αλήθειες και μιλούσε ακατάπαυστα στη μικρή Νίνα για το σωτηριώδες έργο του Θεανθρώπου στη γη, για τα Πάθη και την Ανάσταση Του. Και η αγία την άκουγε με πολύ ζήλο, «διετήρει πάντα τα ρήματα ταύτα εν τη καρδία αυτής» (Λουκ. 2,51), μελετούσε καθημερινά την Αγία Γραφή και φλεγόταν από αγάπη για το Χριστό και πόθο για τη σωτηρία των ανθρώπων.
Κάποτε, καθώς διάβαζε στο Ευαγγέλιο για τη Σταύρωση του Κυρίου, η σκέψη της στάθηκε στον άρραφο χιτώνα Του (Ιω. 19, 23-24).
— Τι απέγινε άραγε αυτή η πορφύρα; ρώτησε η αγία τη Σάρα-Νιοφόρα.
— Γνωρίζουμε από την παράδοση, αποκρίθηκε η γερόντισσα, ότι βρίσκεται στην πόλη Μτσχέτα, πρωτεύουσα της Γεωργίας. Μεταφέρθηκε εκεί από έναν Εβραίο, το ραββίνο της Μτσχέτα Ελιόζ, στον οποίο παραδόθηκε από το στρατιώτη πού την κέρδισε στην κλήρωση, κάτω από το Σταυρό. Οι κάτοικοι όμως της χώρας αυτής παραμένουν μέχρι σήμερα βυθισμένοι στο σκοτάδι της ειδωλολατρίας.
Τα λόγια εκείνα χαράχθηκαν βαθιά στην καρδιά της αγίας. Από τότε προσευχόταν νύχτα-μέρα στην Παναγία:
— Αξίωσέ με, Δέσποινα, να πάω στη Γεωργία, για να προσκυνήσω το χιτώνα του Υιού σου και να κηρύξω εκεί το όνομά Του!
Και μια νύχτα η Θεοτόκος εμφανίσθηκε στον ύπνο της και της είπε:
— Πήγαινε στη Γεωργία, κήρυξε το Ευαγγέλιο του Χριστού, και μη φοβάσαι! Εγώ θα είμαι η σκέπη σου!
Ο Σταυρός που έλαβε η Αγία Νίνα από την Παναγία
Για να την ενθαρρύνει, μάλιστα, της έβαλε στο χέρι ένα σταυρό από κληματόβεργες και πρόσθεσε:
— Πάρε τούτον το σταυρό. Θα σε προστατεύει απ’ όλους τους ορατούς και αόρατους εχθρούς. Με τη δύναμή του θα οδηγήσεις τη χώρα της Γεωργίας στην πίστη του Υιού μου,«ός πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α΄ Τιμ. 2,4).
Η αγία ξύπνησε, και είδε στα χέρια της τον θαυμαστό εκείνο σταυρό! Αφού τον ασπάσθηκε με δάκρυα, έκοψε μια τούφα από τα μαλλιά της και την τύλιξε ολόγυρά του.
Ύστερα έτρεξε να βρει το θείο της επίσκοπο Ιουβενάλιο, πού, ακούγοντας για την εμφάνιση και την εντολή της Θεοτόκου, έδωσε στην ανηψιά του την ευλογία να κηρύξει το Ευαγγέλιο στη μακρινή Γεωργία.
Μετά από πολλές περιπέτειες και αφού διέσχισε την Αρμενία, στην πρωτεύουσα της οποίας Βαγαρσαπάτ παρακολούθησε το φρικτό μαρτύριο της αγίας Ριψιμίας και άλλων τριανταπέντε παρθένων (η μνήμη τους εορτάζεται στις 30 Σεπτεμβρίου), η αγία Νίνα έφτασε, το 315, στις όχθες του ποταμού Κούρ. Κατάκοπη και ολομόναχη, καθώς ήταν, σε μια ξένη χώρα, ένιωσε να δειλιάζει. Ένα θεϊκό όραμα, όμως, της αναπτέρωσε το ηθικό. Με νέο ενθουσιασμό συνέχισε την πορεία της. Τράβηξε για τη Μτσχέτα, ακολουθώντας το δρόμο πού της έδειξαν κάποιοι βοσκοί.
Στην πρωτεύουσα της χώρας η αγία βρέθηκε την ημέρα πού ολόκληρος ο λαός, με επικεφαλής το βασιλιά Μιριάν (265-342), είχε συγκεντρωθεί σ’ ένα βουνό, απέναντι από την πόλη, για να προσφέρει θυσίες στο ανθρωπόμορφο είδωλο Αρμάζ. Κατευθύνθηκε και εκείνη προς το βουνό. Κρυμμένη στο κοίλωμα ενός βράχου, παρακολουθούσε τις ειδωλολατρικές τελετές. Και κάποια στιγμή, καθώς ήχησαν οι σάλπιγγες και τα πλήθη έπεσαν στη γη για να προσκυνήσουν το Αρμάζ, η καρδιά της αγίας άναψε από θειο ζήλο.
Σήκωσε τα μάτια της στον ουρανό και προσευχήθηκε θερμά:
— Παντοδύναμε Θεέ! Οδήγησε το λαό αυτό στη γνώση Σου! Σύντριψε τα είδωλα! Ελευθέρωσε τούτες τις ψυχές από την εξουσία του διαβόλου!…
Την ίδια στιγμή ο ολοκάθαρος ουρανός σκοτείνιασε. Μαύρα σύννεφα πλησίασαν με τρομερή ταχύτητα από τη δύση και στάθηκαν ακριβώς πάνω από τον ειδωλολατρικό ναό.
Ξέσπασαν τότε βροντές, αστραπές και δυνατή ανεμοθύελλα. Μέσα σε ελάχιστη ώρα ο ναός γκρεμίστηκε και το είδωλο Αρμάζ έγινε συντρίμμια. Μετά απ’ αυτή τη θεομηνία ο
ήλιος έλαμψε πάλι λαμπρότερος από πριν! Ήταν 6 Αυγούστου, η ημέρα της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, και το θαβώρειο φως, αστράφτοντας για πρώτη φορά στη Γεωργία, σκόρπισε το ειδωλολατρικό σκοτάδι. Από τότε ο βασιλιάς Μιριάν και ο λαός του έχασαν την πίστη τους στη δύναμη του Αρμάζ και άρχισαν να αναρωτιούνται τί σημείο ήταν εκείνο πού έγινε και τί προμηνούσε για το μέλλον.Στη Μτσχέτα τώρα η αγία, καθώς περνούσε μπροστά από τον βασιλικό κήπο, είδε τη γυναίκα του κηπουρού, πού την έλεγαν Αναστασία, να τρέχει κοντά της και να την καλεί στο σπίτι της. Σαν να τη γνώριζε από παλιά, σαν να την περίμενε. Ο Θεός την είχε φωτίσει, για να βοηθήσει την αγία στο ξεκίνημα του έργου της.
Η αγία ακολούθησε την Αναστασία ως το σπίτι της, όπου τόσο η ίδια όσο και ο άνδρας της όχι μόνο τη φιλοξένησαν με πολλή αγάπη, αλλά και την παρακάλεσαν να μείνει μαζί τους σαν αδελφή, γιατί ήταν άτεκνοι και τους έθλιβε η μοναξιά. Εκείνη δέχτηκε, και ο κηπουρός, σύμφωνα με την επιθυμία της, της έχτισε ένα κελάκι σε μια άκρη του κήπου.
Στη θέση αυτή -μέσα στον περίβολο τώρα της γυναικείας μονής Σαμτάβρ- είναι κτισμένο σήμερα ένα παρεκκλήσι προς τιμήν της αγίας Νίνας.
Η αγία τοποθέτησε στο κελί της το σταυρό πού της είχε δώσει η Θεοτόκος, και περνούσε τις ημέρες και τις νύχτες της με προσευχές και δεήσεις, με πνευματικές ασκήσεις και θαύματα. Το πρώτο θαύμα πού επιτελέσθηκε με την προσευχή της μακαρίας Νίνας ήταν η θεραπεία της Αναστασίας, πού από στείρα έγινε πολύτεκνη και καλλίτεκνη μητέρα.
Και οι πρώτοι Γεωργιανοί πού πίστεψαν στο Χριστό ήταν το τίμιο εκείνο ζεύγος πού περιέθαλψε την αγία.
Κάποια μέρα μια γυναίκα, κρατώντας στα χέρια το ετοιμοθάνατο παιδί της, τριγυρνούσε με γοερό θρήνο στους δρόμους της πόλης και ζητούσε απ’ όλους βοήθεια.
Η αγία Νίνα πήρε το παιδί, το έβαλε στο αχυρόστρωμά της, προσευχήθηκε, το σταύρωσε με το σταυρό της Θεοτόκου και το παρέδωσε στη μητέρα του θεραπευμένο.
Το θαύμα διαδόθηκε από στόμα σε στόμα. Από τότε η αγία άρχισε να κηρύσσει δημόσια το Ευαγγέλιο και να καλεί τους Γεωργιανούς σε μετάνοια. Η ευσέβεια, η δικαιοσύνη και η ακεραιότητα της ζωής της έγιναν σε όλους γνωστές. Πολλοί, και προπαντός γυναίκες, την πλησίαζαν, άκουγαν από τα μελίρρυτα χείλη της τη νέα διδασκαλία για τη βασιλεία του Θεού και ασπάζονταν τη χριστιανική πίστη.
Ανάμεσα σ’ αυτές τις γυναίκες ήταν και η Σιδωνία, θυγατέρα του αρχισυνάγωγου των Εβραίων της Καρτάλης Αβιάθαρ, καθώς και άλλες έξι Εβραίες. Σύντομα πίστεψε και ο ίδιοςο Αβιάθαρ, όταν άκουσε πώς ερμήνευε η αγία τις αρχαίες προφητείες για το Μεσσία και πώς εκπληρώθηκαν οι προφητείες αυτές στο πρόσωπο του Ιησού.
Από τον Αβιάθαρ έμαθε η αγία Νίνα ότι, σύμφωνα με παλαιά εβραϊκή παράδοση, ο χιτώνας του Κυρίου ήταν θαμμένος μαζί με την αδελφή του ραββίνου Ελιόζ, Σιδωνία, κάτω από τον βαθύσκιο κέδρο, πού υψωνόταν στο κέντρο του βασιλικού κήπου. Από τότε άρχισε να πηγαίνει τις νύχτες και να προσεύχεται κάτω απ’ τα κλαδιά του μεγάλου δέντρου.
Υπερφυσικά οράματα, πού είδε εκεί, την έπεισαν για την ιερότητα του τόπου.
Στο μεταξύ η δούλη του Θεού κήρυσσε ακατάπαυστα την αληθινή πίστη. Καθοριστικές, όμως, για τη μεταστροφή του γεωργιανού λαού ήταν οι θεραπείες των βασιλέων Μιριάν και Νάνας.
Πρώτη η βασίλισσα Νάνα, γυναίκα σκληρή και ειδωλολάτρισσα φανατική, αρρώστησε βαριά και κινδύνευε να πεθάνει. Οι γιατροί δεν μπορούσαν να της προσφέρουν τίποτα.
Τότε κάποιες φίλες της τη συμβούλεψαν να ζητήσει τη βοήθεια της ξένης Νίνας, πού με την επίκληση του Θεού της θεραπεύει κάθε ασθένεια. Πράγματι, η απελπισμένη βασίλισσα κατέφυγε στη Νίνα, πού με τη χάρη του Κυρίου της χάρισε την υγεία της. Επιστρέφοντας στο παλάτι η βασίλισσα, ομολόγησε με παρρησία, μπροστά στο βασιλιά Μιριάν, ότι ο Χριστός είναι ο αληθινός Θεός. Αργότερα, αφού διδάχθηκε τις χριστιανικές αλήθειες από την αγία Νίνα, βαπτίσθηκε και έγινε θερμή χριστιανή. Μετά το θάνατο της, μάλιστα, ο λαός την ανακήρυξε αγία. Η μνήμη της εορτάζεται την 1η Οκτωβρίου.
Ο βασιλιάς, ωστόσο, όχι μόνο αρνιόταν πεισματικά να πιστέψει στο Χριστό, μα και απειλούσε ότι θα θανάτωνε τη Νίνα και θα εξολόθρευε όλους τους χριστιανούς του βασιλείου του. Ώσπου μια μέρα, καθώς κυνηγούσε στα δάση του Μουρχάν, είκοσι χιλιόμετρα περίπου βορειοδυτικά της Μτσχέτα, ξαφνικά και αναπάντεχα τυφλώθηκε! Έντρομος, άρχισε να επικαλείται τους θεούς του, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Πάνω στην απελπισία του, θυμήθηκε το Θεό της Νίνας και ζήτησε τη βοήθειά Του. Αμέσως ξαναβρήκε το φως του!
Συγκλονισμένος και ολόχαρος, ύψωσε τα χέρια του στον ουρανό και κραύγασε με δάκρυα:
— Θεέ της Νίνας! Εσύ είσαι ο μόνος αληθινός Θεός. Ομολογώ και δοξάζω το όνομά Σου!
Το θαυμαστό εκείνο γεγονός συνέβη στις 6 Μαΐου του 319.
Μόλις επέστρεψε στην πόλη ο βασιλιάς, έτρεξε κι έπεσε στα πόδια της αγίας:
— Ώ μητέρα μου! της είπε. Δίδαξέ με και αξίωσέ με να επικαλούμαι το όνομα του μεγάλου Θεού σου και Σωτήρα μου!
Έτσι ο Μιριάν έγινε ο Μέγας Κωνσταντίνος της Γεωργίας. Ο Κύριος τον είχε διαλέξει για χειραγωγό των Γεωργιανών προς τη μοναδική αλήθεια.
Αμέσως έστειλε πρεσβεία στο Βυζάντιο και ζήτησε έναν επίσκοπο και ιερείς, για να κατηχήσουν και να βαπτίσουν το λαό του. Στο μεταξύ η αγία Νίνα τους προετοίμαζε για το άγιο βάπτισμα με τις ιερές διδαχές της.
Ώσπου να έρθουν οι κληρικοί, ο Μιριάν σκέφτηκε να οικοδομήσει έναν χριστιανικό ναό. Η αγία του υπέδειξε να τον κατασκευάσει μέσα στον βασιλικό του κήπο, και μάλιστα στο σημείο όπου υψωνόταν ο γνωστός κέδρος.
Ο κέδρος κόπηκε και από τα έξι κλαδιά του έγιναν ισάριθμοι στύλοι, πού τοποθετήθηκαν σε κατάλληλα σημεία του οικοδομήματος. Με θεία οικονομία, όμως, ο έβδομος στύλος, πού ήταν καμωμένος από τον κορμό του δέντρου και προοριζόταν για τη βάση του ναού, δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να μετακινηθεί. Από το κάτω μέρος του, μάλιστα, άρχισε να τρέχει ευωδιαστό και ιαματικό μύρο, πού θεράπευε όσους άρρωστους πρόστρεχαν εκεί και χρίονταν με πίστη.
Πλήθη λαού συνέρρεαν στον θαυματουργό στύλο, και ο βασιλιάς έδωσε εντολή να κατασκευασθεί ολόγυρά του μια περίφραξη. Στο μεταξύ ολοκληρώθηκε και η ανέγερση του πρώτου ναού στη Γεωργία, πού ήταν ξύλινος -σήμερα, μετά από ανακατασκευή του, είναι πέτρινος- και αφιερώθηκε στους αγίους Αποστόλους. Ο λαός όμως τον ονόμασε κοινά «Σβετιτσχόβελι» (= άγιος Στύλος).
Ήδη οι απεσταλμένοι του Μιριάν είχαν γίνει δεκτοί με μεγάλες τιμές από τον Μέγα Κωνσταντίνο, πού τους έστειλε πίσω στην πατρίδα τους με πλούσια δώρα και με τον αρχιεπίσκοπο Αντιοχείας Ευστάθιο (+337), δύο ιερείς, τρείς διακόνους και τα απαραίτητα για τη θεία λατρεία σκεύη και είδη.
Με διαταγή του Μιριάν ήρθαν στην πρωτεύουσα όλοι οι διοικητές των επαρχιών, οι στρατηγοί και οι αξιωματούχοι του κράτους. Σ’ ένα βαπτιστήριο, κοντά στη γέφυρα του ποταμού Κούρ, ο αρχιεπίσκοπος Ευστάθιος βάπτισε πρώτα το βασιλικό ζεύγος και στη συνέχεια τους άρχοντες. Γι αυτό το μέρος εκείνο ονομάζεται από τότε «Μταβάρτα Σανατλάβι», δηλαδή «Κολυμβήθρα Μεγιστάνων».
Λίγο πιο κάτω οι δύο ιερείς βάπτιζαν το λαό, πού είχε προετοιμασθεί και πιστέψει από το κήρυγμα και τα θαύματα της αγίας Νίνας. Από τους Εβραίους της Μτσχέτα βαπτίσθηκαν ο Αβιάθαρ με όλους τους οικείους του και πενήντα ακόμη εβραϊκές οικογένειες.
Με τη βοήθεια του Θεού, ο αρχιεπίσκοπος Ευστάθιος και η αγία Νίνα φώτισαν μέσα σε μερικά χρόνια ολόκληρη σχεδόν τη χώρα της Γεωργίας. Ύστερα ο αρχιεπίσκοπος, αφού
χειροτόνησε ως επίσκοπο της χώρας τον πρεσβύτερο Ιωάννη, επέστρεψε στην Αντιόχεια.
Η αγία Νίνα, αποφεύγοντας τη δόξα και τις τιμές του βασιλιά και του λαού, κατέφυγε σε μια ορεινή περιοχή, στις πηγές του ποταμού Άραγβι, όπου ετοιμαζόταν με προσευχές και νηστείες για νέους αποστολικούς αγώνες. Πράγματι, αφού κήρυξε το Χριστό στους σκληροτράχηλους ορεσίβιους κατοίκους του Καυκάσου, τους οποίους βάπτισε ο συνεργάτης
της πρεσβύτερος Ιάκωβος, κατευθύνθηκε στα νότια της Καχέτης και εγκαταστάθηκε στην κωμόπολη Μπόντμπε, τον τελευταίο σταθμό της επίγειας ζωής και των αγίων κόπων της. Σε σύντομο χρονικό διάστημα η βασίλισσα της Καχέτης Σόντζε (= Σοφία), ακούγοντας το θεόπνευστο κήρυγμα της αγίας, πίστεψε και βαπτίσθηκε μαζί με πλήθη λαού.
Τώρα πια ο Θεός αποκάλυψε στην πιστή απόστολό Του ότι πλησίαζε το τέλος της. Ειδοποίησε αμέσως με γράμμα τον βασιλιά Μιριάν, πού κατέφθασε ταχύτατα με τους αυλικούς του και τον επίσκοπο Ιωάννη. Η αγία κοινώνησε από τα χέρια του επισκόπου και ζήτησε να ταφεί στο φτωχικό καλύβι της. Ύστερα παρέδωσε ειρηνικά το πνεύμα της στον Κύριο. Ήταν τότε 67 ετών.
Ιερά Λείψανα
Αποτμήματα του Ιερού Λειψάνου της Αγίας βρίσκονται στον Ιερό Ναό Αγίας Μαρίνης Θεσσαλονίκης και στη Μονή Κύκκου Κύπρου.
Η Μονή Μποντί είναι μοναστήρι της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Γεωργίας , που βρίσκεται σε απόσταση δύο χιλιομέτρων από το Sighnaghi στο Kakheti της Γεωργίας [1] .
Ο τάφος της Αγίας Νίνας
Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ α’ . Τον συνάναρχον λόγον
Ως ωραίοι οι πόδες σου οι ζηλώσαντες ακολουθήσαι ταίς τρίβοις των αποστόλων Χριστού, Νίνα σκεύος Παρακλήτου παμφαέστατον’ όθεν τιμώντες σε πιστώς, Γεωργίας φρυκτωρέ φωτόλαμπρε, σε αιτούμεν’ ημών τα σκότη λιταίς σου της αγνωσίας πόρρω σκέδασον.
Ιερά Μονή Αγίας Ισαποστόλου Νίνας
στο Bodbe της Γεωργίας
Το μοναστήρι, στο οποίο διαφυλάσσονται τα Άγια λείψανα της Αγίας Ισαποστόλου Νίνας και διαφωτίστριας της Γεωργίας, βρίσκεται στα ανατολικά της χώρας , δύο χιλιόμετρα νότια της πόλης Sighnaghi, σε μια ειδυλλιακή τοποθεσία στους πρόποδες της Μεγάλης οροσειράς του Καυκάσου. Από το μοναστήρι μπορεί κανείς να θαυμάσει την υπέροχη θέα της κοιλάδας Alazani και των χιονισμένων κορυφών του Καυκάσου.Σύμφωνα με αρχαίες πηγές το μοναστήρι ιδρύθηκε μετά την εκδημία της Αγίας Νίνας, αρχές του τετάρτου αιώνος.
Οι πρόγονοι της Αγίας κατάγονταν από την Καππαδοκία. Ο πατέρας της, Ζαβουλών, ήταν στρατηγός του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Μαξιμιανού, και μετέδωσε τον Χριστιανισμό σε δέκα περιοχές της Γαλλίας. Είχε νυμφευτεί την Σωσσάννα, αδελφή του Πατριάρχη Ιεροσολύμων. Απέκτησαν μια μοναχοκόρη, τη Νίνα.
Η Αγία Νίνα ήταν μόλις δώδεκα ετών όταν η οικογένειά της εγκατέλειψε την γενέτειρά της για τα Ιεροσόλυμα. Ο Ζαβουλών χάρισε όλα τα υπάρχοντά του στους φτωχούς και επέλεξε να ζήσει ασκητικά στην έρημο της Ιορδανίας. Η Σωσσάννα έμεινε να φροντίζει τους αδύναμους και τους δυστυχισμένους. Ο Πατριάρχης θείος της ανέθεσε την ανατροφή της στη Σάρρα από την Βηθλεέμ που διακονούσε στον Πανάγιο Τάφο.
Η Παρθένος Μαρία εμφανίστηκε στην Αγία Νίνα όταν ήταν δεκατεσσάρων χρονών. Σε θείο όραμα της ανακοίνωσε τη σπουδαία αποστολή σύμφωνα με την οποία επρόκειτο να κηρύξει την αληθινή πίστη στην Αγία Γεωργία, γιατί αυτή ήταν η επιθυμία της Θεοτόκου. Αφού ευλογήθηκε να χρισθεί απόστολος με Θεϊκό σημάδι, η Θεοτόκος της παρέδωσε ένα σταυρό από κληματόβεργες, με το οποίο η Αγία Νίνα έπλεξε τα μαλλιά της. Ο σταυρός αυτός βρίσκεται τώρα στην Τυφλίδα, στον καθεδρικό ναό των Αγίων Αποστόλων, ο οποίος ονομάζεται Sioni.
Στη Γεωργία, την οποία η Αγία Νίνα μύησε στην Ορθοδοξία γύρω στο 327-333 μΧ, επιτέλεσε την αποστολή της με πολλή προσευχή και κόπο. Με τις προσευχές της κατόρθωσε να γιατρέψει την Βασίλισσα Νάνα από μια σοβαρή ασθένεια και την έπεισε να λατρεύει τον αληθινό Θεό, ενώ και ο βασιλιάς Μίριαν, σύντομα ακολούθησε τη γυναίκα του στην πίστη. Λίγο αργότερα ολόκληρος ο πληθυσμός της χώρας βαπτίστηκε στα νερά του ποταμού Aragvi στην Mtskheta, την αρχαία πρωτεύουσα της Γεωργίας.
Μετά το πέρας της αποστολής της, η Αγία Νίνα κοιμήθηκε στο χωριό Bodbe, όπου σύμφωνα με την πρόνοια του Θεού βρίσκεται και ο τάφος της.
Ο βασιλιάς θέλοντας να τιμήσει την διαφωτίστρια της Γεωργίας, προσπάθησε να μετακινήσει τα λείψανά της στον καθεδρικό ναό Svetitskhoveli, όπου βρίσκεται ο χιτώνας του Κυρίου (που είχε δοθεί στους Γεωργιανούς Εβραίους μετά τη Σταύρωση). Ωστόσο ούτε και διακόσιοι άνθρωποι δεν μπορούσαν να σηκώσουν το σκήνωμα από τη θέση του. Ύστερα από λίγο καιρό ο βασιλιάς έκτισε εκκλησία στο χώρο της ταφής της. Πριν κοιμηθεί και αυτός, είπε στη γυναίκα του: «Αν ο Θεός, σου χαρίσει αρκετό καιρό, Νάνα, να μοιράσεις το βασιλικό θησαυρό στα δύο και να το θυσιάσεις στον τάφο. Ας τιμάται αυτός ο χώρος στους αιώνες».
Από τότε το μοναστήρι έζησε πολλά ενδιαφέροντα ιστορικά γεγονότα. Τον πέμπτο αιώνα, ο πιστός βασιλιάς Vakhtang Gorgasali, που είχε διακριθεί για την αγάπη του και την προστασία του τάφου της Αγίας, επέκτεινε και εξωράισε την εκκλησία και τον τάφο. Τον 8ο και 9ο αιώνα η εκκλησία μετατράπηκε σε τρίκλητη Βασιλική. Τον 12ο αιώνα ένας άλλος βασιλιάς, ο Δημήτριος Α΄, γιός του πιστού βασιλιά Δαυΐδ του Οικοδόμου, ανακαίνισε ολόκληρη την περιοχή.
Ο χώρος όπου έχει ταφεί η Αγία Νίνα έγινε τόσο αξιόλογο λατρευτικό προσκύνημα που ούτε οι ΤάταροιΜογγόλοι, που κατέστρεψαν ολόκληρη τη χώρα δεν τόλμησαν να τον βεβηλώσουν, παρόλο που προξένησαν ζημιές στην εκκλησία.
Τον μεσαίωνα, η εκκλησία κατέστη ο χώρος όπου στέφονταν οι Βασιλείς της δυναστείας των Καχετών. Είναι πασίγνωστο ότι ο Πέρσης Βασιλιάς Abbas, παρέστη στην στέψη του Teimuraz I (Τεϊμουράζ Α΄) [1589-1663], αλλά αυτό δεν τον σταμάτησε από του να καταστρέψει σχεδόν ολοσχερώς το μοναστήρι λίγα χρόνια αργότερα. Ο ίδιος ο βασιλιάς Τεϊμουράζ Α΄ εργάστηκε πολύ σκληρά αργότερα για να ξαναχτίσει την εκκλησία.
Από αμνημονεύτων χρόνων το μοναστήρι έχει εγκαθιδρυθεί όχι μόνο ως εκκλησιαστικό αλλά και ως πολιτιστικό κέντρο. Μία θεολογική σχολή άρχισε να λειτουργεί τον 17ο αιώνα, όπου διδάσκονταν όχι μόνο θεολογία αλλά και άλλες επιστήμες. Εδώ βρισκόταν και μια από τις πιο πλούσιες βιβλιοθήκες της Γεωργίας, ενώ από το 18ο αιώνα ιδρύθηκε μοναστήρι με πολυάριθμούς μοναχούς.
Ο 19ος αιώνας έφερε πολλά προβλήματα στη Γεωργία και την Εκκλησία της. Το 1801, ο Ρώσος Αυτοκράτορας Αλέξανδρος Α΄, προσάρτησε το βασίλειο των Kartli και Kakheti και το μετέτρεψε σε Ρωσική επαρχία, σε μια κατάφορη παραβίαση της συμφωνίας ειρήνης Georgievsky Traktat, που είχε υπογραφεί το 1783 μεταξύ Ρωσίας και Γεωργίας. Η συμφωνία είχε εγκαθιδρυθεί μεταξύ των ομόθρησκων χωρών, υπό το Γεωργιανό Βασιλιά Erekle II (Ηράκλειος Β΄), ώστε να προστατευθεί η Γεωργία από την εισβολή των μουσουλμάνων.
Σύντομα η Εκκλησία της Γεωργίας υπέστη την τύχη ολόκληρης της χώρας, και το αυτοκέφαλο, που είχε δοθεί στη Γεωργία από τον ε΄αιώνα από την Αντιόχεια, ανετράπη από την Ιερά Σύνοδο της Ρωσίας το 1811. Από τότε, Ρώσοι επίσκοποι άρχισαν να διοικούν την Εκκλησία της Γεωργίας. Αυτήν την εποχή πολλές ενορίες επίσης διαλύθηκαν, μαζί με τη ενορία του μοναστηριού του Bodbe το 1837.
Ο τελευταίος Επίσκοπος του Bodbe, πριν τη διάλυση ήταν ο εφευρετικότατος Ivane Maqashvili (Bodbeli). Υπό την καθοδήγησή του, το μοναστήρι ξανακτίστηκε ακόμα μια φορά, ο καθεδρικός ναός τοιχογραφήθηκε και ένα καινούργιο εικονοστάσι τοποθετήθηκε. (Οι τοιχογραφίες και το εικονοστάσι διασώζονται ακόμα).
Η επισκοπική κατοικία βρίσκεται μέσα στην αυλή της Εκκλησίας. Η διάλυση της επαρχίας Bodbe και της θεολογικής σχολής συνέπεσε με τον θάνατο του Επισκόπου Ivane Maqashvili. Παρόλα αυτά το μοναστήρι εξακολουθούσε να λειτουργεί, διοικούμενο από διάφορους αρχιμανδρίτες. Υπό τον Αρχιμαδρίτη Nikoloz Mikeladze οικοδομήθηκε ένας τριώροφος πύργος κωδωνοστασίου που διασώζεται μέχρι σήμερα στην αυλή του μοναστηριού. Λίγο αργότερα διαλύθηκε και το μοναστήρι, αλλά σύντομα ξαναλειτούργησε χάρη στις μεγάλες προσπάθειες που κατέβαλε ο φημισμένος εικονογράφος Michael Sabinin. Αυτός ανέλαβε και την συντήρηση του μοναστηριού αφού αυτό είχε μείνει χωρίς προστασία. Οι άοκνες προσπάθειές του άνοιξαν το δρόμο για τη σημερινή ανοικοδόμησή του.
Οι πρώτες μοναχές του μοναστηριού ήταν δώδεκα κοπέλες που έστειλε ο Ρώσος Τσάρος Alexander III (Αλέξανδρος Γ΄), μετά από επίσκεψή του στη Γεωργία. Μια από αυτές, η ηγουμένη Juvenalia (Ιουβεναλία), διετέλεσε πρώτη ηγουμένη του ησυχαστηρίου.
Η μητέρα Tamar (κατά κόσμον Πριγκίπισσα Tamar Marjanishvili, αδελφή του φημισμένου θεατράνθρωπου Kote Marjanishvili την διαδέχθηκε, και έγινε και η ίδια γνωστή για τα έργα της στη Ρωσία.
Στην αρχή του 20ου αιώνα, ησύχαζαν στο μοναστήρι τριακόσιες αδελφές, ενώ υπήρχε και σχολείο στο οποίο διδάσκονταν κορίτσια από ευγενείς οικογένειες.
Στο μοναστήρι Bodbe, δόθηκε ο τίτλος του πρωτοκλασσάτου μοναστηριού από το Ρώσο Τσάρο Nikolai II (Νικόλαο Β΄) το 1906.
Το 1917, κάποιοι ιεράρχες της Εκκλησίας της Γεωργίας, εκμεταλλευόμενοι την κατάσταση στη Ρωσία, κατάφεραν να επαναφέρουν το αυτοκέφαλο της Αποστολικής Εκκλησίας της Γεωργίας. Αργότερα επετεύχθητε και η πολιτική ανεξαρτησία της χώρας.
Ο Σερ Oliver Wardrope, ο οποίος επισκέφτηκε το ησυχαστήριο, σε μια επιστολή στη γυναίκα του περιγράφει το μοναστήρι λέγοντας:
«Φτάσαμε στο μοναστήρι και βρήκαμε μια αψίδα θριάμβου καμωμένη από φυλλωσιά. Μας υποδέχθηκε η ηγουμένη (Πριγκίπισσα Vachnadze). Οι μοναχές, ντυμένες με τις μαύρες ενδυμασίες τους και τα περίεργα ψηλά καλύμματα της κεφαλής με τα πέπλα, τα κορίτσια του σχολείου, και χωρικοί από τις γύρω περιοχές, όλοι μαζεύονται στην αυλή του μοναστηριού. Ο ιερέας με οδήγησε στη μικρή εκκλησία, που κτίστηκε τον 4ο αιώνα, και τέλεσε μια μικρή ακολουθία προσευχόμενος για μένα ενώ οι αδελφές έψαλλαν ένα ύμνο… Ύστερα η ηγουμένη με ξενάγησε στο σχολείο, στο οικοτροφείο, στις τάξεις, στο κυλικείο, στην κουζίνα και στις αίθουσες όπου κατασκευάζονται χαλιά, κεντήματα, εκκλησιαστικά ενδύματα και εικονίσματα… Είδαμε επίσης και τον μεγάλο κήπο που άπτεται του μοναστηριού. Φορτωμένοι λουλούδια που μας προσέφεραν τα κορίτσια και ανάμεσα σε επευφημίες του πλήθους καλπάσαμε (ή μάλλον ακολουθώντας τους καλπάζοντας συνοδούς μας,) κατευθυνθήκαμε προς το Signakh». Αξίζει να σημειώσουμε ότι η επιστολή αυτή δόθηκε στην σημερινή ηγουμένη, Θεοδώρα, από την θυγατέρα του Oliver Wardrope, Nino, λίγο πριν το θάνατό της το 2004.
Δυστυχώς η ανεξαρτησία της Γεωργίας ήταν σύντομη και το 1921 ακυρώθηκε ύστερα από μια δεύτερη προσάρτηση στη Ρωσία που αυτή τη φορά έγινε από το κομμουνιστικό Ρωσικό καθεστώς. Αυτήν ακολούθησε το 1924 ο διωγμός κατά της Εκκλησίας της Γεωργίας και το κλείσιμο μοναστηριών, μεταξύ αυτών και του Bodbe. Η τελευταία ηγουμένη ήταν η Nino (πριγκίπισσα Elene Vachnadze). Πολύ εργατική, διετέλεσε και υπεύθυνη του σχολείου. Βοήθησε τις νέες κοπέλες να γνωρίσουν τη μοναχική ζωή και μέχρι την τελευταία στιγμή προστάτευε το αγαπημένο της συγκρότημα. Οι μπολσεβίκοι απείλησαν πολλές φορές ότι θα την σκοτώσουν αλλά αυτή με τη βοήθεια του Θεού έβρισκε προστασία στην πίστη της. Παρόλα αυτά στο τέλος εξαναγκάστηκε να εγκαταλείψει το μοναστήρι. Έζησε την υπόλοιπη ζωή της στην Τυφλίδα και διακόνησε στην εκκλησία Anchiskhati. Μετά τον θάνατό της, τα οστά της μεταφέρθηκαν και θάφτηκαν στον κήπο του μοναστηριού όπως ήταν και η τελευταία της επιθυμία.
Το κατεστραμμένο μοναστήρι ξαναζωντάνεψε πρόσφατα το 1991. Σ΄ αυτό διαμένουν σήμερα τριάντα μοναχές. Οι κληρονόμοι της μοναχικής βιωτής του μοναστηριού του Bodbe, είναι ως επί το πλείστον νεαρές κοπέλες. Υπό την καθοδήγηση της ηγουμένης Θεοδώρας, οι αδελφές συνεχίζουν ακούραστα να ξαναζωντανεύουν και να ενδυναμώνουν τις ρίζες του ησυχαστηριού τους.
Το μοναστήρι με τη βοήθεια των ενοριτών αλλά και άλλων, αργά και σταθερά αρχίζει να επανακτά την πρώτη του αίγλη. Ξανακτίζεται και αναδομείται. Ο τάφος της Αγίας Νίνας εικονογραφήθηκε ξανά. Μισογκρεμισμένα κτίρια και το σιντριβάνι της έχουν αποκατασταθεί. Ένα μικρό παρεκκλήσι έχει οικοδομηθεί στη μνήμη των γονέων της Ζαβουλών και Σωσάννα. Άνοιξε επίσης και ένα αρχονταρίκι. Υπάρχουν σχέδια και για την οικοδόμηση ενός σύγχρονου ξενοδοχείου στην περιοχή. Στο μοναστήρι καλλιεργούνται διάφορα τρόφιμα ενώ υπάρχουν και εργαστήρια εικονογραφίας και κεντήματος. Σύμφωνα με την παράδοση των Γεωργιανών μοναστηριών, οι αδελφές επιδίδονται και στην έρευνα της Γεωργιανής φιλολογίας. Η Γεωργιανή γλώσσα είναι μοναδική και η αρχαιότερη στον κόσμο με τη δική της κομψή γραφή. Με βάση αρχαία Γεωργιανά κείμενα ετοιμάζουν και δημοσιεύουν βιβλία της Θείας Λειτουργίας. Αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι καθημερινά τελούνται ακολουθίες στον τάφο της Ισαποστόλου Νίνας αφιερωμένες στην ειρήνη, στην ευημερία της Γεωργίας και ολόκληρης της Ορθοδοξίας.
Στον τάφο της πραγματοποιούνται πνευματικές και σωματικές θεραπείες ενώ οι αδελφές βοηθούν τους προσκυνητές να προσεγγίσουν περισσότερο αυτή τη συνεχιζόμενη πηγή που αναβλύζει αγιότητα.
Πηγή: Bodbe Convent Of St. Nino, 4200 Signagi Region, Georgia, 2009
Μετάφραση Από Τα Αγγλικά Από: Όλγα Κονναρή-Κόκκινου