ΕΑΝ   ΘΕΛΕΤΕ

ΕΠΙΣΚΕΦΘΕΙΤΕ

ΤΙΣ ΠΑΡΑΚΑΤΩ 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΕΣ ΞΕΝΕΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ

 

 

ΒΙΟΣ ΤΩΝ ΟΣΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΗΜΩΝ ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ

ΚΑΙ ΤΩΝ ΥΙΩΝ ΑΥΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΙ ΑΡΚΑΔΙΟΥ

Βιβλίον καλομευνον[sic] Εκλόγιον τουτέστιν οι ωραιότεροι Βίοι των αγίων / 

Εκ του μεταφραστού Συμεώνος, εκλελεγμένοι,

 και εις κοινήν μεταφρασθέντες διάλεκτον, παρά Αγαπίου μοναχού του Κρητός. 

Ενετίησιν: Παρά Νικολάω Γλυκεί τω εξ Ιωαννίνων, αψηθ’. 1799.

(σελίδες 204 – 213 )

 

 

 

ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ

 ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΤΕΚΝΩΝ ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΙ ΑΡΚΑΔΙΟΥ

 Συμεών τοῦ Μεταφραστοῦ

( σελίδες 1014 – 1044 )

 

Ο Όσιος Ξενοφών μετά τής συμβίου του Μαρίας
και τών τέκνων αυτών Αρκαδίου και Ιωάννη

Преподобные Ксенофонт, супруга его, Мария и сыновья их, Аркадий и Иоанн

 

 

Καὶ γῆν λιπόντας, τοὺς περὶ Ξενοφῶντα,
Ἁβρᾷ ξενίζω τοῦ λόγου πανδαισίᾳ.
Παισὶν ἅμ’ ἠδ’ ἀλόχῳ Ξενοφῶν θάνεν εἰκάδι ἕκτῃ.

Βιογραφία

Преподобный Ксенофонт, сыновья их Аркадий и Иоанн. Фреска. Афон (Ватопед). 1721 г.
Άγιοι Ξενοφών, Αρκάδιος , Ιωάννης. Τοιχογραφία (Fresco)
τού έτους 1721 μ.Χ.
στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου. Αγιον Όρος

Ο Όσιος Ξενοφών κατοικούσε στην Κωνσταντινούπολη κατά τους χρόνους των αυτοκρατόρων Ιουστίνου Α’ (518 – 527 μ.Χ.) και Ιουστινιανού (527 – 565 μ.Χ.). Ήταν πλούσιος συγκλητικός και διακρινόταν για την βαθιά ευσέβειά του προς τον Θεό. Είχε δύο παιδιά, τον Αρκάδιο και τον Ιωάννη. Μόλις αυτά τελείωσαν τα εγκύκλια γράμματα, τα έστειλε στη Βηρυτό της Φοινίκης, για να μελετήσουν και να σπουδάσουν τη νομική επιστήμη.

Καθ’ οδόν, όμως, το πλοίο έπεσε σε μεγάλη θαλασσοταραχή και συνετρίβη από τα κύματα, ενώ οι δυο αδελφοί, χωριστά ο καθένας, σώθηκαν με τη χάρη του Θεού.

Фреска. Афон (Ватопед). 1721 г.
Άγιος Ιωάννης.
Τοιχογραφία (Fresco) τού έτους 1721 μ.Χ.
στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου. Αγιον Όρος

Αφού βγήκε σε κάποια στεριά, κοντά στην Τύρο, ο Ιωάννης δόξασε τον Θεό για τη διάσωσή του και συνειδητοποιώντας την ματαιότητα του κόσμου, αποφάσισε να αφιερώσει το υπόλοιπο της ζωής του σε μοναστήρι. Έφυγε λοιπόν, προσευχόμενος στον Θεό να έχει λυτρώσει και τον αδελφό του Αρκάδιο και να δώσει και σε εκείνον τον αγαθό λογισμό να γίνει μοναχός. Αφού περπάτησε στα βάθη της ερήμου βρήκε κάποιο μοναστήρι και χτύπησε την πόρτα. Ο θυρωρός του άνοιξε και βλέποντας τον γυμνό του πρόσφερε ράσα για να ντυθεί. Κατόπιν, αφού του έβαλε να φάει και τον περιποιήθηκε, τον ρώτησε από που ερχόταν. Ο Ιωάννης του διηγήθηκε την περιπέτεια του και ο μοναχός ήρθε σε κατάνυξη, δόξασε τον Θεό μας και είπε στον Ιωάννη: “Και τώρα παιδί μου που θα πας; Εκείνος του απεκάλυψε το θέλημα της καρδιάς του να γίνει μοναχός. Έτσι ο Ιωάννης έμεινε στο μοναστήρι, νηστεύοντας, αγρυπνώντας και προσευχόμενος. Σύντομα ο Ηγούμενος της Μονής τον σφράγισε με τον Τίμιο Σταυρό και τον έντυσε με το Άγιο Σχήμα.

Фреска. Афон (Ватопед). 1721 г.
Άγιος Αρκάδιος.
Τοιχογραφία (Fresco) τού έτους 1721 μ.Χ.
στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου. Αγιον Όρος

Ο Αρκάδιος έφτασε κι εκείνος σε κάποια άλλη ακτή και δόξασε τον Θεό για την διάσωσή του, αλλά και θρηνούσε για τον χαμό του αδελφού του, πιστεύοντας ότι εκείνος πνίγηκε. Έφθασε σε μία πόλη και κάποιοι του έδωσαν τροφή και ρούχα. Το βράδυ ξάπλωσε να κοιμηθεί στα σκαλιά μιας εκκλησίας και το βράδυ βλέπει σε όραμα τον Ιωάννη να τον διαβεβαιώνει ότι έχει σωθεί και τον συμβούλευε να ακολουθήσει το μοναχικό βίο, τον οποίο ο πατέρας τους τους είχε μάθει να τιμούν και ν’ αγαπούν. Αποφάσισε να γίνει λοιπόν κι εκείνος μοναχός και λέγοντας την ευχή βάδιζε προς τα Ιεροσύλημα για να προσκυνήσει τους Αγίους Τόπους. Εκεί συνάντησε κάποιον Άγιο Γέροντα, προορατικό, ο οποίος διαβλέποντας την θλίψη του του είπε να μη λυπείται, διότι ο αδελφός του ζει, είναι μοναχός και θα δει όλη την οικογένειά του πριν πεθάνει.Ο Αρκάδιος θαυμάζοντας για το προορατικό χάρισμα του ανδρός τον παρακαλούσε με δάκρυα να τον κείρει μοναχό. Ακολούθησε λοιπόν τον Γέροντα στο Μοναστήρι του Αγίου Σάββα, όπου εκεί του παραχώρησε το κελί του, στο οποίο ο ίδιος ζούσε και ασκήτευε πενήντα χρόνια και παρέμεινε μαζί του ένα χρόνο, διδάσκοντας στον Αρκάδιο τον κανόνα της μοναχικής πολιτείας. Μετά την πάροδο αυτού του έτους ο Γέροντας ανεχώρησε για την έρημο, αφού αποχαιρέτισε τον Αρκάδιο και του υποσχέθηκε ότι θα επιστρέψει μετά από τρία χρόνια για να δει πως διέρχεται το μοναχικό βίο. Έμεινε λοιπόν ο Αρκάδιος σ’ εκείνο το κελί τηρώντας το μοναχικό του κανόνα με προθυμία, όπως διδάχθηκε από τον άγιο εκείνο Γέροντα.

Святой Преподобный Ксенофонт Константинопольский.
Фреска нартекса (притвора) Печской Патриархии, Косово, Сербия.
Άγιος Ξενοφών
Τοιχογραφία (Fresco)
στόν Νάρθηκα τής Πατριαρχικής Ιεράς Μονής Πεκίου (Πέτς)
Κοσσυφοπέδιο. Σερβία

Святые Преподобные Аркадий и Иоанн Константинопольские
Фреска нартекса (притвора) Печской Патриархии, Косово, Сербия.
Άγιοι Αρκάδιος και Ιωάννης
Τοιχογραφία (Fresco)
στόν Νάρθηκα τής Πατριαρχικής Ιεράς Μονής Πεκίου (Πέτς)
Κοσσυφοπέδιο. Σερβία

 

 

Αφού πέρασαν δύο χρόνια, και μη γνωρίζοντας ο Άγιος Ξενοφών το ναυάγιο των παιδιών του, κι επειδή δεν είχε λάβει κανένα νέο τους, έστειλε άνθρωπο στη Βηρυτό για να μάθει πως είναι και που ευρίσκονται. Εκείνος πληροφορήθηκε ότι από τότε που τα κάλεσε ο πατέρας τους όταν αρρώστησε, τα παιδιά δεν επέστρεψαν στη Βηρυτό. Τότε ο απεσταλμένος πήγε στην Αθήνα μην τυχόν κι ευρίσκονταν εκεί. Όταν έφθασε έμεινε σ’ ένα πανδοχείο κι εκεί συνάντησε ένα σύνδουλό του με μοναχικό ένδυμα ο οποίος τον αναγνώρισε και τον ρώτησε: “πού βρίσκονται τα παιδιά του κυρίου μας;”. Δάκρυσε τότε ο μοναχός λέγοντας του, νομίζω ότι πνίγηκαν στο ναυάγιο που ήμουν κι εγώ, αλλά εγώ σώθηκα. Μη θέλοντας να επιστρέψω, έγινα μοναχός και πηγαίνω στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσω τον Τάφο του Κυρίου μας.

Έτσι ο απεσταλμένος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη λυπημένος και δεν ήξερε πως ν’ αναγγείλει στους γονείς τον αιφνίδιο θάνατο των παιδιών τους.

Όταν παρουσιάστηκε μπροστά στον Ξενοφώντα και στη Μαρία και τους ανήγγειλε το θλιβερό γεγονός εκείνοι σαν τον Ιώβ αναστενάζοντας ευχαρίστησαν τον Θεό λέγοντας: “Ό Κύριος έδωκεν, ο Κύριος αφείλατο. Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον εις τους αιώνας”. Φορώντας και οι δύο τρίχινο χιτώνα πέρασαν όλη τη νύχτα προσευχόμενοι και τα χαράματα, όταν αποκαμωμένοι για λίγο τους πήρε ο ύπνος, βλέπουν σε όραμα και οι δύο ότι τα παιδιά τους στέκονταν μπροστά στον Χριστό έχοντας στα κεφάλια τους στέφανα λαμπρά και πολύτιμα. Αποφάσισαν τότε να ξεκινήσουν και οι δύο για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους.

Στην έρημο του Ιορδάνου συνάντησαν τον Γέροντα του Αρκαδίου, και έσκυψαν να πάρουν την ευλογία του. Εκείνος τους προγνώρισε και τους απεκάλεσε με τα ονόματα τους, και τους απεκάλυψε ότι τα παιδιά τους ζουν και σύντομα θα τα ξαναδούν, αφού επιστρέψουν στα Ιεροσόλυμα από την επίσκεψή τους στις Μονές του Ιορδάνη. Ο Άγιος Γέροντας κατευθύνθηκε στα Ιεροσόλυμα κι αφού προσκύνησε στο Γολγοθά κάθισε εκεί κοντά να αναπαυθεί.

Αλλά στο Γολγοθά έφτασε και ο Αρκάδιος και ταυτόχρονα και ο Ιωάννης για να προσκυνήσουν χωρίς να αναγνωρίσουν από την άσκηση ο ένας τον άλλον. Ο Γέροντας τότε απευθυνόμενος στον Ιωάννη του ζήτησε να μάθει την καταγωγή του. Ο Ιωάννης διηγήθηκε τα πάντα και τότε ο Αρκάδιος τον ανεγνώρισε και κλαίγοντας του απεκάλυψε ότι είναι ο χαμένος του αδελφός. Ο Γέροντας είπε τότε και στους δύο ότι ο ίδιος το γνώριζε και γι’ αυτό ζήτησε από τον Ιωάννη να τους πει την ιστορία του.

Μετά από λίγες μέρες έφτασαν στο Γολγοθά και οι γονείς τους, όπως είχε προείπε ο Γέροντας και αφού προσκύνησαν και άφησαν πολλές ελεημοσύνες στα προσκυνήματα, είδαν εκεί και τον άγιο Γέροντα με τους δύο υποτακτικούς του, χωρίς όμως ν’ αναγνωρίσουν ότι ήταν τα παιδιά τους. Ο Γέροντας τους συμβούλευσε να ετοιμάσουν τράπεζα για την υποδοχή τους και οι άγιοι γονείς έτρεξαν περιχαρείς μην πιστεύοντας ότι σε λίγο, κατά την υπόσχεση του Γέροντα θα δουν και πάλι τα παιδιά τους.

Ξεκίνησαν λοιπόν ο γέροντας με τα δύο αδέλφια για τον τόπο που είχαν καταλύσει οι δύο γονείς και παρεκάθισαν σε πλούσια τράπεζα που είχαν με όλη τους την αγάπη ετοιμάσει. Ο Άγιος Ξενοφών, αδημονώντας να μάθει τα νέα των παιδιών του, ρώτησε τον Γέροντα πως είναι κι εκείνος του απάντησε ότι αγωνίζονται για να σωθούν.

Святой Преподобный Ксенофонт Константинопольский.
Фреска 1176 – 1180 годы.
монастыря Св. Иоанна Богослова на острове Патмос, Греция.
Άγιος Ξενοφών.
Τοιχογραφία (Fresco) μεταξύ τών ετών 1176-1180 μ.Χ.
στήν Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου τού Θεολόγου. Πάτμος

Κατά τη διάρκεια του δείπνου ο Άγιος Ξενοφών παρατήρησε την ευταξία και την ευλάβεια των δύο μοναχών που συνόδευαν τον Γέροντα και τους επαίνεσε, ευχόμενος και τα παιδιά του να είναι σαν και αυτούς τους υποτακτικούς. “Αμήν”, απάντησε ο Γέροντας και κατόπιν έδωσε το λόγο στον Αρκάδιο για να πει την ιστορία του, από που κατήγετο και από ποιους γονείς.

Ακούγοντας την ιστορία του ο Ξενοφών και η Μαρία ανεγνώρισαν το παιδί τους και γεμάτοι χαρά και ευγνωμοσύνη το αγκάλιασαν κλαίγοντας και δοξολογώντας τον Θεό. Εκείνος τους απεκάλυψε ότι ο άλλος μοναχός είναι ο γιος τους Ιωάννης κι έτσι ευτυχισμένη και ενωμένη πλέον η οικογένεια ευχαρίστησε και δοξολόγησε τον Θεό.

Прп. Ксенофонт.
Фреска.Около 1350 года.
Церковь Христа Пантократора. Дечани. Косово. Сербия.
Άγιος Ξενοφών.
Τοιχογραφία (Fresco) τού έτους περίπου 1350 μ.Χ.
στόν Ιερό Ναό τού Χριστού Παντοκράτορα.
τής Ιεράς Μονής Βισόκι Ντέτσανι. Κοσσυφοπέδιο. Σερβία.

Κατόπιν ο Ξενοφών ζήτησε από τον άγιο Γέροντα να τον κείρει κι εκείνον μοναχό και η Μαρία ομοίως ζήτησε να γίνει μοναχή.

Τα δύο αδέλφια ακολούθησαν το Γέροντα τους στην έρημο και αξιώθηκαν να φθάσουν σε ύψη αρετών, ασκούμενοι μέχρι τέλους και αξιώθηκαν από τον Θεό να θεραπεύουν κάθε ασθένεια κι έλαβαν το προορατικό χάρισμα.

Ο δε πατέρας τους, Άγιος Ξενοφών πούλησε όλα τα υπάρχοντα του και τα μοίρασε στους φτωχούς, ελευθέρωσε τους δούλους του και οδήγησε τη γυναίκα του Μαρία σε γυναικείο Μοναστήρι, όπου αγωνίστηκε να ευαρεστήσει τον Θεό, έφθασε σε μέτρα αγίων κι έκανε πολλά θαύματα θεραπεύοντας τυφλούς και δαιμονισμένους κι έτσι ανεπαύθη εν Κυρίω.

Ο δε Άγιος Ξενοφών, φορώντας τρίχινο μανδύα ανεχώρησε για την έρημο, όπου έζησε το υπόλοιπο της ζωής του σαν ασκητής, αξιωθείς μυστηρίων μεγάλων και προορατικού χαρίσματος και κατόπιν παρέδωσε την οσία ψυχή του στον Κύριο στις αρχές του 6ου αιώνος.

Прп. Ксенофонт. Миниатюра Минология Василия II.
Константинополь. 985
г. Ватиканская библиотека. Рим.
Άγιος Ξενοφών .
Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο τοῦ Βασίλειος Β ‘. 985 μ.Χ. Κωνσταντινούπολη.
Τώρα εὑρίσκεται στήν Βιβλιοθήκη τοῦ Βατικανοῦ. Ρώμη

Ксенофонт, жена его Мария и сыновья Аркадий и Иоанн Константинопольские, прп. (26 января)
Менологий 26-29 января; Византия. Греция; XIV в.; памятник: Византийский менологий (Byzantine illumination Menologion); 10 x 13 см.; местонахождение: Англия. Оксфорд. Бодлеанская Библиотека (Bodleian Library)
Ο Όσιος Ξενοφών μετά τής συμβίου του Μαρίας
και τών τέκνων αυτών Αρκαδίου και Ιωάννη
Βυζαντινό Μηνολόγιο τού Ιανουάριου (26 – 29) τού 14ου αιώνα μ.Χ. και ευρίσκεται Αγγλία. Βιβλιοθήκη Bodleian στην Οξφόρδη. Αγγλία
Η βιβλιοθήκη Μπόντλιαν είναι η βασική βιβλιοθήκη για έρευνα στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, μια από τις παλαιότερες στην Ευρώπη και δεύτερη σε μέγεθος στο Ηνωμένο Βασίλειο

Ιερά Λείψανα

Τα 2/3 της σιαγόνας «μετά 10 ὀδόντων» του Οσίου Αρκαδίου βρίσκονται στη Μονή Ξενοφώντος Αγίου Όρους.
Αποτμήματα του Ιερού Λειψάνου του Αγίου Ξενοφώντα βρίσκονται στη Μονή Ταξιαρχών Αιγιαλείας και στο Παρεκκλήσιο Οσίας Ξένης της Ρωσίδος Μάνδρας Αττικής.

Ἀπολυτίκιον 
Ήχος δ’. Ό υψωθείς εν τω Σταυρώ.
Ως γενεά ευλογητή τω Κυρίω, της ουρανίου ηξιώθησαν δόξης, ασκητικώς δοξάσαντες Χριστόν επί της γης. Ξενοφών ο Όσιος, και η τούτου συμβία, συν τοις αριστεύσασιν, ιεροίς αυτών τέκνοις, ους ευφημούντες είπωμεν φαιδρώς χαίροις Οσίων χορεία τετράριθμε.

Κοντάκιον
Ήχος δ’. Επεφάνης σήμερον
Την του βίου θάλασσαν διεκφυγόντες, Ξενοφών ο δίκαιος, συν τη συζύγω τη σεπτή, εν ουρανοίς συνευφραίνονται, μετά των τέκνων, Χριστόν μεγαλύνοντες.

 

Минея – Январь (фрагмент). Икона. Русь. Начало XVII в. Церковно-Археологический Кабинет Московской Духовной Академии
Μηναῖο – Ιανουάριος (τεμάχιο). Εἰκονίδιο στίς ἀρχές τοῦ 17ου αἰώνα μ.Χ. στήνἘκκλησία καί τό Αρχαιολογικό Μουσεῖο τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας τῆς Μόσχας .

Минея – Январь (фрагмент). Икона. Русский Север. 1-я половина XVI в. 55.9 х 40.2. Из коллекции Н.И.Репникова. В 1964 из собрания Ф.А. Калинина поступила в ГРМ. Санкт-Петербург.
Μηναίο – Ιανουάριος (τεμάχιο). Εικονίδιο Ρωσικό τού 1ου εξάμηνου τού 16ου αιώνα μ.Χ. Από τη συλλογή Repnikov, Nikolai Ivanovich. Το 1964 στην συλλογή Fyodor Antonovich Καλίνιν – συλλέκτη. Αγία Πετρούπολη.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον
Ἐν αὐλαῖς ἠγρύμνησας ταῖς τοῦ Δεσπότου, τοῖς πτωχοῖς σκορπίσας σου, τόν πλοῦτον Μάκαρ ἱλαρῶς, σύν τῇ συζύγῳ καί τέκνοις σου· διό κληροῦσθε τήν θείαν ἀπόλαυσιν.

Μεγαλυνάριον.
Ρίζα ἀγλαόκαρπος καὶ σεπτή, Ξενοφῶν ἐδείχθη, σὺν εὐνέτιδι τῇ σεμνῇ, ἔχοντες ὡς κλάδους, τὴν τῶν υἱῶν δυάδα, μεθ’ ὧν τῷ Θεῷ Λόγῳ, κατηκολούθησαν.  

 

ΑΠΟ ΤΟ ΡΩΣΙΚΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ

(μετάφραση Google)

Άγιου Δημήτριου Ροστόφ
Βίοι των αγίων
Η ζωή των Οσίων Ξενοφώντος και Μαρίας και τών υιών τους Ιωάννου και Αρκαδίου
Μνήμη 26 Ιανουαρίου

Ο Άγιος Ξενοφών ήταν ένας από τους πιο αξιόλογους αξιωματούχους στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν πλούσιος σε κοσμικά αγαθά, αλλά και πλουσιότερο σε εσωτερικούς θησαυρούς: με πίστη, ευσέβεια και επιμελή τήρηση όλων των εντολών του Θεού. Όντας ευγενής στην κατάταξή του και ευγενή γέννηση, ήταν ακόμη πιο ευγενής στην ευσέβεια και την ενάρετη ζωή του. Όσο ψηλά ήταν στην τιμή του, έτσι ήταν και αυτός ένας ταπεινός σοφός νους. δεν ήταν εκλεπτυσμένος στην καρδιά πάνω από τους ανθρώπους και δεν ήταν περήφανος για την προσωρινή του χρονική δόξα.Συλλέγει για τον εαυτό του θησαυρούς στον ουρανό, στέλνοντας τον πλούτο του εκεί από τα χέρια των φτωχών. Είχε μια φίλη της ζωής, που ονομάζεται Μαρία, μιμητής του σε όλες τις καλές πράξεις και σε όλα ήταν τα ίδια με τον χαρακτήρα του. Ο Ξενοφώνας έζησε αρετή μαζί της, ευχαρίστησε τον Θεό, εκπληρώνοντας όλες τις εντολές άψογα και παρατηρώντας την αλήθεια του Θεού. Όταν οι δύο γιους τους, ο Ιωάννης και ο Αρκαδής, γεννήθηκαν σε αυτούς, τους έβαλαν με καλή διδασκαλία και δίδαξαν όχι μόνο τη σοφία, αλλά και τον φόβο του Θεού, που είναι η αρχή όλης της σοφίας, και τους έμαθε όλες τις αρετές. Ήθελαν να δουν στα παιδιά όχι μόνο τους κληρονόμους των πλουσίων κτημάτων τους, αλλά κυρίως τους μιμητές της φιλανθρωπικής τους ζωής. Τους έστειλαν για να μελετήσουν την ελληνική σοφία στη φοινικική πόλη Berith1002 , διάσημη εκείνη τη στιγμή για τα σχολεία της. Όταν ζούσαν εκεί για κάποιο διάστημα για χάρη της διδασκαλίας, ο Ξενοφώντος έγινε πολύ άρρωστος και ήδη περιμένει θάνατο.Η Μαρία, χωρίς να ελπίζει για την ανάκτηση του συζύγου της, έγραψε στους γιους της στο Berit για την σοβαρή ασθένεια του πατέρα της και τους ζήτησε να επιστρέψουν στην πατρίδα τους το συντομότερο δυνατόν πριν ο πατέρας της εγκαταλείψει την αιωνιότητα. Ήθελε τα παιδιά να λάβουν την τελευταία ευλογία από τον πατέρα τους και να λάβουν μέρος στην ταφή του.Βιαστούσαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Ο πατέρας, βλέποντας τους, ήταν χαρούμενος και η χαρά του εξασθένησε τη χαρά του. Τους είπε να κάθονται στο κρεβάτι του και άρχισε να τους διδάσκει με αυτόν τον τρόπο:
– Όπως μου φαίνεται, τα παιδιά μου, πλησιάζω στο τέλος της ζωής μου.αλλά αν με αγαπάς, ο πατέρας σου, κάνεις ό, τι σου κληροδοτούν. Πρώτα, φοβάστε τον Θεό και οικοδομήστε τη ζωή σας σύμφωνα με τις ιερές εντολές Του. Στη συνέχεια, αυτό που θα σας πω παρακάτω, δεν θα πω με ματαιοδοξία, αλλά με στόχο να σας καθοδηγήσω στην πορεία της αρετής: εάν θα έχετε τη ζωή μου ως πρότυπο για τον εαυτό σας, τότε νομίζω ότι δεν θα χρειαστείτε άλλο δάσκαλο, σε λέξη και πράξη, πολύ πιο χρήσιμη από οποιαδήποτε άλλη διδασκαλία. Ξέρτε ότι έχω επιβιώσει μέχρι σήμερα, διατηρώντας παράλληλα σταθερή ευλάβεια και απλότητα της καρδιάς.Ήμουν σεβαστός από όλους και δεν αγαπούσα για την υψηλή μου τάξη, αλλά για την υγιεινή μου και την ευγενική μου διάθεση: εγώ δεν προσβάλλω κανέναν, δεν κατηγόρησα κανέναν, δεν συκοφαντούσα, δεν φθούσα, δεν θυμώνω μάταια, δεν καυγάμαι με κανέναν. Αγαπούσα όλους και έζησα ειρηνικά με όλους. Δεν αποφεύγω να επισκέπτονται την εκκλησία του Θεού είτε το βράδυ είτε το πρωί. Δεν περιφρονούσα τον ζητιάνο, ούτε τον περιπλανώμενο, ούτε τους λυπημένους, αλλά παρηγορούσα όλους με λέξη και πράξη. επισκέφθηκαν συχνά εκείνους που βρίσκονταν στη φυλακή, αγόραζαν πολλούς κρατουμένους και τους απελευθέρωναν. Καθώς έβαλα ένα φράγμα στο στόμα μου να μην πω τίποτα κακό και κακό, με τον ίδιο τρόπο έκανα μια διαθήκη για τα μάτια μου – να μην κοιτάξω την ομορφιά κάποιου άλλου και να μην έχω λαχτάρα γι ‘αυτό. Ο Θεός με προστατεύει και δεν ήξερα άλλη γυναίκα παρά τη μητέρα σου, αλλά έζησα σε μια σαρκική ένωση μαζί της μέχρι να γεννηθείς και τότε συμφωνήσαμε να παραμείνουμε αλλοδαποί ο ένας στον άλλο στη σάρκα και να διατηρήσουμε την σωματική καθαρότητα για τον Κύριο μέχρι τώρα. Ακολουθήστε, παιδιά, τη ζωή των γονέων, μιμηθείτε την πίστη, την υπομονή και την πενία μας και ζείτε με τέτοιο τρόπο ώστε να ευχαριστείτε τον Θεό. τότε ο Θεός θα σας στείλει μια μακρά ζωή. Δώστε ελεημοσύνη στους άθλιους, προστατέψτε τις χήρες και τα ορφανά, επισκεφτείτε τους άρρωστους και εκείνους που βρίσκονται στη φυλακή, απαλλάξτε τους αδικημένους και κακώς καταδικασμένους για καταστροφές, διατηρήστε την ειρήνη με όλους. Να είστε πιστός στους φίλους σας, να κάνετε καλό στους εχθρούς σας χωρίς να τους δώσετε κακό για το κακό. σε σχέση με όλους, να είστε ευγενικοί, καλοί, ευγενικοί, ταπεινοί. Κρατήστε καθαρότητα πνευματική και σωματική καθαρότητα, και αν ο Θεός σας ευλογεί με το γάμο, τότε αφήστε το κρεβάτι σας δεν είναι κακό. Κάνετε καλό στις εκκλησίες του Θεού και των μοναστηριών. να τιμάτε ιερείς και μοναχούς, επειδή ο Θεός δείχνει έλεος σε ολόκληρο τον κόσμο για χάρη τους. Ειδικά μην ξεχάσετε να περιπλανηθείτε για χάρη του Θεού στις ερήμους, στα βουνά, στη γέννηση και στις άβυσες της γης, αλλά να τους δώσετε ό, τι είναι απαραίτητο για τη ζωή. Αρκετά για να ταΐσετε τους φτωχούς, και δεν θα είστε φτωχοί. Ξέρετε ότι το σπίτι μου δεν έγινε ποτέ φτωχό, παρά τα μέρη του γεύματος που προσέφεραν οι κακοί. Προσευχήστε συχνά και ακούστε τις διδασκαλίες των ιερών ανδρών. Αφιερώστε φόρο τιμής στη μητέρα σας και ακούστε τη με το φόβο του Κυρίου, εκπληρώνοντας πάντα τη θέλησή της και ποτέ δεν αναχωρεί από τις εντολές της. Να είστε έλεος με τους σκλάβους, να τους αγαπάτε ως μέλη της οικογένειας και των παιδιών τους. αφήστε τους ηλικιωμένους άνδρες και δώστε τους φαγητό και ό, τι χρειάζονται μέχρι το θάνατό τους. Με λίγα λόγια, σας επαναλαμβάνω: αυτό που με είδε να κάνω, το κάνετε μόνοι σας – και θα τιμηθείτε με την τιμή και τη δόξα των αγίων. Θυμηθείτε πάντα ότι αυτός ο κόσμος σύντομα θα περάσει και η δόξα του θα εξαφανιστεί. Παιδιά, κρατήστε τις εντολές του Κυρίου και τις οδηγίες μου και ο Θεός της ειρήνης να είναι μαζί σας!
Ακούγοντας αυτή την ομιλία, ο Ιωάννης και ο Αρκαδής έκλαψαν και είπαν:
“Μη μας αφήνετε, πατέρα, αλλά συγχαίρω τον Θεό, ότι θα σας δώσει λίγο περισσότερο χρόνο για να ζήσετε μαζί μας. Πιστεύουμε ότι θα ικετεύσετε τον Θεό εάν θέλετε: ο Θεός θα σας ακούσει. Για εμάς τους νέους, η ζωή σας εδώ είναι πολύ απαραίτητη για να μας οδηγήσετε τέλεια σε καλές πράξεις και να κανονίσουμε τη ζωή σας όπως πρέπει.
Ο πατέρας αναστέναξε έντονα και, φωνάζοντας, είπε:
– Επειδή ο Θεός με επισκέφθηκε με αυτή την ασθένεια και βρισκόμουν στο κρεβάτι μου, προσευχόμουν πολύ και προσεύχομαι τον Θεό ότι για χάρη της νεολαίας σου έστειλε λίγο περισσότερο χρόνο για να ζήσω στη γη, μέχρι που σε έβλεπα τέλεια σε όλα.
Την επόμενη νύχτα υπήρξε μια αποκάλυψη στον Άγιο Ξενοφών σε ένα νυσταγμένο όραμα που ο Θεός τον διέταξε να παραμείνει σε αυτή τη ζωή.Ανήγγειλε αυτό στη σύζυγό του και στα παιδιά του και όλοι χαροποίησαν και επαίνεσαν τον Θεό. Ο ασθενής άρχισε να ανακάμπτει σταδιακά από την ασθένεια. Είπε στους γιους του:
– Παιδιά, πηγαίνετε και τελειώστε το δόγμα σας, και στο τέλος αμέσως επιστροφή: Θα κανονίσω το νόμιμο γάμο σας.
Στη συνέχεια τους έβαλε στο πλοίο και, έχοντας εξοπλίσει με όλα τα απαραίτητα, τους αφήνουν να επιστρέψουν στο Berit.
Όταν έβαλαν πανιά δια θαλάσσης, η ιστιοπλοΐα στην αρχή ήταν ευοίωνη, αφού ένας αληθινός άνεμος ανατίναξε. Αλλά τότε, ένας άσχημος άνεμος ξαφνικά σηκώθηκε και μια απροσδόκητη καταιγίδα και δυνατός ενθουσιασμός που βγήκε στη θάλασσα. Οι ναυτικοί σύντομα άφησαν τον τροχό και το πλοίο μεταφέρθηκε από μια καταιγίδα σε ένα άγνωστο μέρος, βυθίζοντας ολοένα και περισσότερο στα κύματα. Όλοι στο πλοίο απελπισμένοι να σώζουν τη ζωή τους και να κλαψουρίζουν πικρά κάτω από την επιρροή της στενοχώριας και του φόβου του θανάτου. Και οι δύο αδελφοί, ο Ιωάννης και ο Αρκαδής, φώναζαν, προσφέροντας προσευχές στον Θεό.
“Ο Κύριος των Οφέλη και ο Παροχέας όλων των Δημιουργιών!”Προσευχήθηκαν. – Μην περιφρονείτε τη δημιουργία σας, θυμηθείτε τις καλές πράξεις των γονιών μας και για χάρη τους δεν μας αφήνετε: μην αφήστε μας να πεθάνουμε πριν από το χρόνο στα νεαρά χρόνια της ακμάζουσας νεολαίας μας. Μήπως η καταιγίδα του νερού μας ελευθερώνει και δεν μας καταπίνει το βάθος της θάλασσας. Θυμηθείτε τα έλεά σας και τα χάρη σας, κοιτάξτε από το ύψος της ιερής σας δόξας και κοιτάξτε την καταστροφή μας. Ακούστε τη φωνή μας και τις κραυγές μας! Με μια σπασμένη καρδιά και ένα ταπεινό πνεύμα, προσευχόμαστε σε Thee: τεντώστε το παντοδύναμο δεξί χέρι σας σε μας και μας σώσει από το θάνατο. Μη μας βάζετε στο θάνατο για το όνομά σας, αλλά περπατήστε μαζί μας με το έλεός σας και με το πλήθος του ελέους σας. Αποσπάστε μας από το πνιγμό για χάρη της δόξας Του, επειδή δεν είναι οι νεκροί που σας επαινέουν και εκείνους που δεν κατεβαίνουν στην κόλαση ( Ψαλμός 113: 25 ), αλλά εμείς, οι ζωντανοί, δοξάζουμε το υπέροχο όνομα Σου ».
Οι ναυτικοί, βλέποντας ότι ο μεγάλος ενθουσιασμός δεν σταματά, αλλά ακόμα μεγαλύτερος, έρχεται, ώστε να μην είναι πλέον δυνατό να ξεφορτωθεί το σκάφος από το ναυάγιο, σαν να ήθελε να βοηθήσει το δυσχερέστερο πλοίο, μπήκαν σε ένα μικρό πλοίο, ειδικά διαμορφωμένο, καλυμμένο από πάνω και ασφαλές από βύθιση. έσπευσε να αποσυρθεί από το πλοίο και να ταξιδέψει εκεί που τα κύματα έφεραν. Ελπίζουν ότι τα κύματα θα τα έριχναν στην ξηρά κάπου. Οι νεαροί, ο Ιωάννης και ο Αρκαδής, έφυγαν στο πλοίο με τους δούλους τους, είδαν τόσο την πτήση των ναυπηγείων όσο και την αναπόφευκτη απώλεια του πλοίου, αφού το τελευταίο είχε ήδη σπάσει και, γεμάτο με νερό, βυθίστηκε στα κύματα.Ήταν εντελώς απελπισμένοι για να σώσουν ζωές και να συνδυάσουν τα ρούχα τους για χάρη της μεγάλης ευκολίας κολύμβησης, έτσι ώστε να μην βυθιστούν και να πεθάνουν αμέσως στην άβυσσο. Αναμονή για τον τελικό διαχωρισμό και το θάνατό τους, φώναξαν με κλαίει και αγγίζουν φωνές που απευθύνονται στους γονείς τους, οι οποίοι παρέμειναν μακριά στο σπίτι, εισάγοντάς τους σαν να ήταν εδώ.
“Σας ευχόμαστε,” είπαν, “γεια σου, αγαπητέ πατέρα!” Να είστε υγιείς και εσείς, αγαπητέ μητέρα! Δεν θα μας δεις πια ούτε θα σε δούμε. δεν θα απολαμβάνουμε πλέον τα γήινα αγαθά μαζί σας στο σπίτι.
Τότε άρχισαν να λένε ο ένας στον άλλο:
– Αλίμονο σε μας, αγαπημένο αδελφό! Αλίμονο, το φως των ματιών μου!Ω, πόσο δύσκολο είναι να χωρίσω! Πού είναι τώρα οι γονικές προσευχές;Πού είναι η ευεργεσία τους στους φτωχούς; Πού δίδονται οι ελεημοσύνη τους στους μοναχούς και το σεβασμό τους; Δεν έχει κανείς από αυτές τις προσευχές για μας να φτάσει στο Θεό ή, αν το έκανε, αποδείχθηκε ακόμα ανίσχυρος, δεδομένου ότι ξεπεράστηκε από πολλές από τις αμαρτίες μας για τις οποίες δεν είμαστε πλέον άξιοι να ζήσουμε; Αλίμονο σε εμάς, που πρόσφατα φώναξε για τον αναμενόμενο θάνατο του πατέρα μας και τώρα έχουμε τους ενόχους του ασυγχώρητου κλάματος και της ατελείωτης λύπης των γονιών μας! Ω πατέρα! Εσείς φροντίζοντας επιμελώς για την ανατροφή μας και τη βελτίωση της ζωής μας, δεν θα μας δουν ακόμη και νεκρούς. O μητέρα, ελπίζοντας να δει τον γάμο των γιων σας και να προετοιμάσει όμορφες αίθουσες πριν από καιρό! Δεν θα δεις ούτε τον τάφο των παιδιών σου. Πραγματικά, είναι δύσκολο για τους γονείς να βλέπουν τα παιδιά τους να πεθαίνουν και να τα θάβουν – και εσείς, αγαπητοί γονείς, πόσο χειρότερο θα είναι τα δεινά όταν χάσετε τα παιδιά σας, όταν δεν έχετε δει τον θάνατό τους, ούτε μπορείτε να λαμβάνετε νέα για τον απροσδόκητο και πικρό θάνατό τους! Ελπίζατε ότι θα σας θάψουμε σε μια πολύ μεγάλη ηλικία και τώρα δεν αξίζουμε να ταΐσετε με τα χέρια σας.
Τότε αγκάλιασαν και είπαν αντίο ο ένας στον άλλο:
– Σώσε τον εαυτό σου, αδελφό, και με συγχωρείς!
Ταυτόχρονα, έφεραν και πάλι έκκληση στον Θεό:
– Ο βασιλιάς και ο Κύριος όλων! Τι θάνατο μας επέτρεψε! Εάν είναι αδύνατο για μας να απαλλαγούμε από την αναπόφευκτη μοίρα σας, τότε τουλάχιστον να μην μας χωρίσετε από το θάνατο. Μπορεί ένα κύμα να μας καλύψει και μια μήτρα του θηρίου της θάλασσας να είναι ο τάφος μας!
Στρέφονται προς τους δούλους τους:
“Σώστε τον εαυτό σας, καλοί αδελφοί και φίλοι, και συγχωρέστε μας.”
Όταν το πλοίο κατέρρευσε τελικά, καθένας από αυτούς άρπαξε το πρώτο σκάφος που συναντούσε και, έτσι, μεταφέρθηκαν από κύματα σε διαφορετικές κατευθύνσεις το ένα από το άλλο. Όμως, με τη χάρη του Θεού, ο καθένας σώθηκε από πνιγμό και θάνατο και έφερε μόνο διαφορετικές κατευθύνσεις: οι σκλάβοι ρίχτηκαν από τα κύματα σε ξηρή γη στην Τύρφη1003 , ο Ιωάννης ρίχτηκε σε ένα μέρος που ονομάζεται Μαλμεφάτανο 1004και ο Αρκαδίας στο Τέτραπιργυ 1005 . Ο καθένας από αυτούς, χωρίς να γνωρίζει τίποτα για να απαλλαγεί από τον θάνατο του αδελφού του, δεν ήταν τόσο χαρούμενος για τη ζωή του, καθώς θρηνούσε για το θάνατο του αδελφού του.
Έχοντας έρθει στη γη, ο Ιωάννης σκέφτηκε με τον ίδιο τον εαυτό: “Πού θα πάω τώρα; Ντρέπομαι να φαίνω γυμνός μπροστά στους ανθρώπους.Είναι καλύτερα να πάτε σε ένα μοναστήρι όπου μένουν πιστοί μοναχοί και εκεί θα εργαστώ για τον Θεό που με έσωσε από το θάνατο, τη φτώχεια και την ταπεινότητα καλύτερα από τον πλούτο αυτού του κόσμου. Νομίζω ότι ο Θεός δεν μας άκουσε, προσευχόμενος σε αυτόν στο πλοίο, επειδή οι γονείς μας ήθελαν να μας παντρευτούν και να μας αφήσουν πλούτο και μεγάλο κέρδος. Θα χάναμε στη φασαρία αυτού του κόσμου και όχι στη θάλασσα. Ο Θεός του Θεού, ο οποίος μας έδωσε μια καλύτερη ζωή, επέτρεψε για μας μια τέτοια καταστροφή και, όπως ευχαρίστησε, συνέβη. Αυτός, ο Καλός, ξέρει όλα όσα είναι ευεργετικά για εμάς και δεν ξέρουμε τίποτα που πρέπει να συμβεί σε εμάς. Ξέρει τα πάντα και δημιουργεί όπως θέλει, προετοιμάζοντας τη σωτηρία για την ψυχή όλων ».
Στη συνέχεια, σηκώνοντας τα χέρια του στον Θεό, προσευχόταν έτσι: «Κύριέ μου, Κύριε, που με έσωσε από τα κύματα της θάλασσας και τον θανάσιμο θάνατο! Εξοικονομήστε επίσης τον δούλο σας τον αδερφό μου Αρκαδίου. Εκδιώξτε τον από πικρό θάνατο, καθώς με παρέδωσε και με τη χάρη Του. και αν τον κρατήσατε ζωντανό και τον στραγγίζατε στη γη, ανοίξτε το μυαλό του σε αυτόν για να έχει νόημα και να επιθυμεί τη μοναστική ζωή και να τον κάνει να σας ευχαριστεί. Εξοικονομήστε και τους υπηρέτες που ήσασταν μαζί μας, για να μη χαθεί ένας από αυτούς στη θάλασσα, αλλά να δοξαστεί το άγιο όνομά σας με τη σωτηρία όλων ».
Περπατώντας κατά μήκος της ακτής, συνέχισε να προσεύχεται: “Κύριε Ιησούς Χριστός, ο Μοναδισμένος Υιός του Θεού! Ελάτε κάτω στην προσευχή του υπηρέτη Σου και κατευθύνετε τα πόδια μου προς την εκπλήρωση των εντολών σας, διδάσκοντάς μου σύμφωνα με το άγιο θέλημά σας, γιατί ξέρετε, Βλάντυκα, ότι δεν έχω άλλο βοηθό εκτός από Σένα αυτή τη στιγμή ».
Αφού ταξίδεψε σε μεγάλη απόσταση, βρήκε ένα μοναστήρι και χτύπησε την πύλη. Ο θυρωρός ξεκλείδωσε και τον είδε γυμνό. Έβγαλε τα εξωτερικά του ρούχα, του έδινε ρούχα και, εισάγοντάς τον στο κελί του, του πρόσφερε ψωμί και βράζει. Όταν σηκώθηκαν από το γεύμα, ο πύργο του Μαυροβουνίου ρώτησε:
– Από πού είσαι, αδερφέ;
Απάντησε:
«Είμαι περιπλανώμενος», ο κύριός μου, «και ένας άθλιος άνθρωπος που διέφυγε το θάνατο στη θάλασσα». Όταν το πλοίο συνετρίβη και βυθίστηκε στο νερό, άρπαξα τα διοικητικά συμβούλια και φέραμε τα κύματα. Ο Θεός, μέσω των προσευχών σας, με κράτησε ζωντανό, και μου ρίχτηκα στη χώρα σου.
Ο πύργος του Μαυροβουνίου ακούγοντας αυτό το άγγιξε και δοξάστηκε στον Θεό, σώζοντας εκείνους που ελπίζουν σε αυτόν. Τότε ρώτησε τον Ιωάννη:
“Πού θέλετε να πάτε, αδελφέ;”
Ο Ιωάννης του απάντησε:
– Πού δείχνει ο Θεός; Θα ήθελα να γίνω μοναχός αν ο φιλόδοξος Δάσκαλος, καταφρονώντας τις αμαρτίες μου, με έκανε να δεχτώ τον καλό του ζυγό.
Ο Μαύρος του είπε:
– Αληθινά, παιδί, επιθυμείτε μια καλή πράξη και θα είστε ευλογημένοι εάν εργάζεστε ο Θεός με κάθε ζήλο.
Τότε ο Ιωάννης στράφηκε προς αυτόν με το ακόλουθο αίτημα:
“Σας παρακαλώ, πατέρα, πες μου: Μπορώ να μείνω εδώ μαζί σου;”
Ο μοναχός απάντησε:
– Περιμένετε λίγο, θα σας ενημερώσω για τον πατέρα του ηγουμένου. Θα υπάρξει μια αποκάλυψη από τον Θεό για αυτόν σε σας; Στη συνέχεια, αυτό που σας διατάζει, θα κάνετε και θα σωθείτε.
Ο πύργος πήγε στον ηγούμενο και του είπε λεπτομερώς τα πάντα για τον νεαρό. Ο γιόγκα τον διέταξε να τον φέρει, και όταν τον είδε, φωτίζει την έκκληση του Θεού στη μοίρα. Βλέποντας την καλή του ζωή, είπε:
– Μακάρι να είσαι ο Θεός του πατέρα σου και της μητέρας σου, που σε έσωσε από θάνατο στη θάλασσα και σε έφερε εδώ!
Τότε, αφού του έδωσε λεπτομερείς οδηγίες για μια σωτηρία μοναχική ζωή, τον επισκίασε με το σημάδι του Σταυρού και του διέταξε να παραμείνει στο μοναστήρι. Σύντομα έβαλε τον Ιωάννη στο μοναχικό αγγελικό βαθμό.Έτσι, ο ευλογημένος Ιωάννης εργάστηκε στην προσευχή και τη νηστεία και σε όλα τα μοναστικά γραπτά, εκπληρώνοντας την υπακοή. Αλλά ο ίδιος θρηνούσε συνεχώς τον αδερφό του Αρκάντι, πιστεύοντας ότι πέθανε στα κύματα της θάλασσας.
Ο Αρκάδι επέζησε από το θέλημα του Θεού και αφού άφησε τη θάλασσα στη γη στην Τετρατζργία, προστάτευε τον εαυτό του και προσευχόταν στον Θεό έτσι: “Κύριε Θεό του Αβραάμ, ο Θεός Ισαάκ, ο Θεός του Ιακώβου, ο Θεός του πατέρα μου! Σας ευχαριστώ που με σώζατε από τον ενθουσιασμό και τη θύελλα και από το θάνατο που με οδήγησε σε μια ζωή που δεν περίμενα πλέον και έβαλα τα πόδια μου στη γη. Αλλά ακριβώς όπως εσείς, ο πιο ευγενικός, με έσωσε από το πνιγμό, έτσι και να σώσω τον υπηρέτη Σου, τον αδερφό μου Ιωάννη. Προσεύχομαι σε εσάς, Κύριέ μου, Κύριε, – κρατήστε το με το έλεός σας, έτσι ώστε τα κύματα και η καταιγίδα να μην το βυθίσουν, και η άβυσσο δεν το καταπιεί. Ακούστε με, Κύριε, γιατί τα έλεά σου είναι σπουδαία και επιτρέψτε μου να δω τον αδερφό μου. Θυμηθείτε τα έργα του πατέρα μας και μην φέρνετε τον Ιωάννη στα βάθη της θάλασσας του υποκόσμου. Μην προδώσετε το νεαρό κορίτσι του πρόωρου και τυχαίου θανάτου. Επιτρέψτε μου να τον δω πρώτα και στη συνέχεια να πεθάνω. “
Έτσι προσευχόταν, φώναζε πολύ και ήταν εξαντλημένος από το κλάμα.στη συνέχεια, σηκώθηκε, πήγε σε ένα κοντινό χωριό, όπου ένας χριστιανικός εραστής που τον γνώρισε έδωσε ερειπωμένα ρούχα. Ντυμένος και, ζητώντας λίγο ψωμί, ενίσχυσε το εξαντλημένο σώμα του. Μετά από αυτό, πήγε στην εκκλησία εκεί και για άλλη μια φορά προσευχόταν με δάκρυα για τον αδελφό του, έσκυψε ενάντια στον πυλώνα της εκκλησίας και κοιμήθηκε. Αμέσως με ένα νυσταγμένο όραμα είδε τον αδερφό του Ιωάννη να του λέει:
– Αδελφός Αρκαδής! Γιατί φωνάζεις τόσο πικρά για μένα και συνθλίβεις την καρδιά σου; Εγώ, με τη χάρη του Χριστού, επέζησα. γι ‘αυτό δεν είναι λυπηρό για μένα.
Ο Αρκάτι, ξύπνησε, πίστευε ότι αυτό το όνειρο ήταν αλήθεια. γεμίστηκε με μεγάλη χαρά και ευχαρίστησε τον Θεό. Την ίδια στιγμή, σκέφτηκε τον εαυτό του: τι πρέπει να κάνει;
«Θα πάω», σκέφτηκε, «στους γονείς μου», αυτοί, μη βλέποντας τον αδερφό μου μαζί μου, θα θρηνήσουν κατά την επιστροφή μου. Αν επιστρέψω ξανά στο σχολείο και, στο τέλος των φιλοσοφικών επιστημών, επιστρέψω στους γονείς μου, τότε δεν θα τους ευχαριστήσω. Βλέποντας μόνο έναν από εμένα, θα αρχίσουν να φωνάζουν πικρά. Τι να κάνω, δεν ξέρω. Θυμάμαι πως ο πατέρας μου ανέκαθεν επαίνεσε τη μοναστική ζωή που συνδέεται με τη σιωπή και πιο κοντά στο Θεό. Έτσι, θα πάω στο μοναστήρι και θα γίνω μοναχός. “
Έτσι, έχοντας διαχέει τον εαυτό του, ο Αρκαδίου έκανε μια προσευχή και πήγε στην Ιερουσαλήμ. Έχοντας λατρεύσει εκεί τα ιερά μέρη στα οποία ο Κύριος έκανε τη σωτηρία στον κόσμο, έφυγε από την πόλη και ήθελε να πάει σε κάποιο μοναστήρι που θα συνέβαινε στο δρόμο. Συνεχίζοντας να περπατάει, συνάντησε έναν σεβάσμιο μοναχό, διακοσμημένο με γκρίζες τρίχες, έναν άνθρωπο ιερής ζωής και έναν οραματιστή. Προσεγγίζοντας τον, ο νεαρός πέφτει στα πόδια του, τα φίλησε και είπε:
“Οι προσευχές του Κυρίου για μένα, Άγιος Πατέρας, επειδή είμαι πολύ απογοητευμένος και υποφέρω.
Ο γέροντας του είπε:
– Μη λυπάσαι, παιδί! Ο αδελφός σου, τον οποίο θλίβεις, είναι τόσο ζωντανός όσο είσαι. Όλοι οι άλλοι που ήταν μαζί σας στο πλοίο, που κρατήθηκαν από τον Θεό, σώθηκαν από το θάνατο και πήγαν στα μοναστήρια για τη μοναστική ζωή. Ο αδελφός σας Ιωάννης έχει ήδη δεχθεί την πρώτη μοναστική εκδήλωση. Θα υπάρξει μια εποχή που θα δείτε τον αδερφό σας με τα μάτια σας, επειδή η προσευχή σας έχει ακουστεί .
Ο Αρκάντι, ακούγοντας αυτά τα λόγια του μεγάλου πατέρα, έμεινε έκπληκτος και λατρεύτηκε για την αλαζονεία του αγίου και, πάλι, πτώνοντας στα πόδια του, άρχισε να λέει:
“Επειδή ο Θεός δεν έχει αποκρύψει τίποτα που μου συνέβη, δεν θα με απορρίψετε”, σας παρακαλώ. Πώς ξέρετε, εκτός από την άθλια ψυχή μου και με εισάγετε στη μοναστική ζωή.
Ο γέροντας του είπε:
– Ευλογημένος να είναι ο Θεός ! Ακολουθήστε με, παιδί μου.
Ο γέροντας τον οδήγησε στο μοναστήρι του Αγίου Χαρίτωνος , ο οποίος στη Συριακά ονομαζόταν Σούκι 1006 . Εκεί τόνισε τον νεαρό σε μοναχούς και του έδωσε ένα κελί, στο οποίο ένας από τους μεγάλους πατέρες είχε εργαστεί εδώ και πενήντα χρόνια. Αυτός ο αλαζονικός γέρος πέρασε ένα χρόνο με τον Αρκαδίου, τον διδάσκει στους κανόνες της μοναχικής ζωής και τον διδάσκει να αγωνίζεται και να αντιτίθεται σε αόρατους εχθρούς. Στο τέλος του έτους, ο γέροντας πήγε στην έρημο, αφήνοντας μόνο τον Αρκάδιο στην αίθουσα του και υποσχόμενος τον να συναντηθεί μαζί του μετά από τρία χρόνια. Ο Αρκαδής, έχοντας λάβει οδηγίες από τον γέροντα, τους εκτελούσε με ζήλο, εργάζονταν ο Θεός μέρα και νύχτα.
Δύο χρόνια μετά το θάνατο του πλοίου, ο Ξενόφωνος, χωρίς να γνωρίζει τι συνέβη με τα παιδιά του στη θάλασσα, έστειλε έναν από τους δούλους του στον Μπερίτ, τον διδάσκει να ψάξει τον Ιωάννη και τον Αρκάδη και να μάθει λεπτομερώς τα πάντα: είναι υγιείς και θα τελειώσουν σύντομα το δόγμα σας. Ο πατέρας και η μητέρα ήταν πολύ έκπληκτοι που για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα τα παιδιά δεν τους ενημέρωσαν ποτέ για τον εαυτό τους και δεν έστειλαν ούτε ένα γράμμα στους γονείς τους. Ο δούλος, αφού έφτασε στο Μπερίτ και έμαθε ότι τα παιδιά του κυρίου του Ξενοφώντα δεν είχε εμφανιστεί σε αυτή την πόλη, σκέφτηκε: άλλαξαν τις προθέσεις τους και δεν πήγαν στην Αθήνα; Έτσι πήγε στην Αθήνα για να τους ψάξει. Δεν τους βρήκε εκεί, και δεν ήταν σε θέση να συλλέξει πληροφορίες για αυτούς κάπου, επέστρεψε στο Βυζάντιο ντροπιασμένος.Όταν ξεκουραζόταν σε ένα ξενοδοχείο, κάποιος περιπλανώμενος μοναχός σταμάτησε εκεί για να ξεκουραστεί. Κατά τη διάρκεια συνομιλιών, μου είπε ότι πήγε στην Ιερουσαλήμ για να προσκυνήσει τους ιερούς τόπους. Ο σκλάβος του Ξενοφών, προσεκτικός με προσοχή στο μοναχό, σταδιακά αναγνώρισε σε αυτόν τον πρώην φίλο του, έναν από τους σκλάβους που έστειλε ο δάσκαλος και τα παιδιά του στον Μπερίτ. Ο σκλάβος ζήτησε από τον μοναχό:
“Δεν το λέτε αυτό;” – και, καλώντας το όνομά του, είπε:
«Είστε ο δούλος του πλοιάρχου μας Ξενοφώντος, ο οποίος πήγε μαζί με τον Ιωάννη και τον Αρκάδη στον Μπεριτ».
Ο Chernoresets απάντησε:
“Πράγματι, εγώ είμαι, και είστε φίλος μου, αφού είμαστε ένας κύριος του σκλάβου”.
Τότε ο σκλάβος ρώτησε:
“Τι συνέβη σε σας, ότι πήρατε την εικόνα ενός μοναχού;” Πού είναι επίσης οι κύριοι John και Arkady; Πες μου, σας ρωτώ, γιατί έχω υποστεί πολλές δυσκολίες, ψάχνω για αυτούς και δεν τις βρήκα αλλού.
Ο μοναχός αναστέναξε βαριά και, με τα μάτια γεμάτα δάκρυα, άρχισε να του λέει λεπτομερώς.
“Πρέπει να ξέρετε, φίλε, ότι οι κύριοι μας έχασαν τη θάλασσα, καθώς και όσοι ήταν μαζί τους”. Όπως νομίζω, ήμουν ο μόνος που σώθηκε από το θάνατο. Αποφάσισα ότι ήταν καλύτερο να κρύβουμε σε μοναστική τάξη από το να επιστρέψουμε στο σπίτι και να φέρνουμε τα τρομερά νέα στον άρχοντα και την ερωμένη μας και σε όλους τους εγχώριους. Έτσι, έγινα μοναχός και πηγαίνω στην Ιερουσαλήμ για να προσκυνήσω.
Ο σκλάβος, ακούγοντας αυτό, άρχισε να φωνάζει δυνατά και να φωνάζει πικρά. Άρχισε να κραυγάζει με λύπη, χτυπά τον εαυτό του στο στήθος και λέει:
– Ω, αλίμονο, κύριοι! Τι σου συνέβη; Τι ακούω για σένα! Πόσο κακό είσαι! Τι θλιβερό θάνατο σας έπεσε! Ποιος θα πει στον πατέρα και τη μητέρα σας τον τρομερό θάνατό σας; Των οποίων τα μάτια μπορούν να δουν τα δάκρυα του πατέρα και τη μητρική θλίψη! Είναι δυνατόν να ακούσετε χωρίς να τρέχετε να φωνάξετε, να γελάτε και να κραυθείτε! Αλίμονο για μένα, καλοί μου κύριοι! Πέθανε, ελπίζουμε! Ελπίσαμε ότι εσείς, αφού θα γίνετε οι κληρονόμοι σας μετά από τους γονείς σας, θα μας φέρει ευτυχία σκλάβοι, θα ντους τους άπορους με τις ευλογίες σας, θα καθησυχάσετε το περίεργο, θα ευλογήσετε τους φτωχούς, θα διακοσμήσετε τους ναούς του Θεού, θα δώσετε στα μοναστήρια αυτό που χρειάζεται – και τώρα, όλες οι ελπίδες μας εξαπατούνται. Τι να κάνω, δεν ξέρω. Αν γυρίσω σπίτι στον κύριό μου, τότε δεν τολμούν να του πω τέτοιες θλιβερές ειδήσεις. Στην πραγματικότητα, πώς να διακηρύσσουν στον πατέρα και τη μητέρα ότι οι γιοι τους πέθαναν στη θάλασσα; Έχοντας ακούσει για αυτό, δεν θα πέσουν αμέσως νεκροί, εξαντλημένοι από το σοβαρό πρόβλημα της καρδιάς;Επομένως, δεν θα πάω σπίτι, έτσι ώστε λόγω τόσο κακών ειδήσεων που θα φέρω, οι κύριοι μου δεν πεθαίνουν μπροστά από το χρόνο και δεν γίνω ένοχος του θανάτου τους.
Όταν αυτός ο σκλάβος μίλησε και φώναξε έτσι, μη θέλοντας να επιστρέψει στον αφέντη του Ξενοφώντα, οι ξένοι και οι χωρικοί που συνέβησαν εκεί τον ώθησαν να σταματήσει να κλαίει και τον συμβούλεψε να γυρίσει στο σπίτι και να πει για όλους τους δασκάλους του, ώστε να μην τον καταραστούν.
«Αν δεν πεις στους κυρίους της θλίψης τους», είπαν, «και ξαφνικά εξαφανίζετε τον εαυτό σας, τότε δεν θα υπάρξει σωτηρία για σας».
Ο σκλάβος τήρησε τη συμβουλή του και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Ερχόμενος στο σπίτι του κυρίου του, κάθισε, χαστούκισε το κεφάλι του, με ένα περίεργο πρόσωπο και ήταν σιωπηλός σε αμηχανία.
Η ερωμένη του Μαίρη, αφού άκουσε ότι ο σκλάβος του, έστειλε στα παιδιά, επέστρεψε, αμέσως τον τηλεφώνησε σε αυτήν και άρχισε να ρωτάει:
– Πώς ζουν τα παιδιά μας;
“Τίποτα, υγιές” απάντησε ο σκλάβος.
Η ερωμένη συνεχίζει να ρωτάει:
“Πού είναι τα γράμματά τους;”
“Τους έχασα στο δρόμο”, απάντησε ο σκλάβος.
Τότε η καρδιά της άρχισε να αμηχανία και γύρισε στον σκλάβο:
“Σας προκαλώ από τον Θεό, πες μου την αλήθεια”. Η ψυχή μου ήταν πολύ αμηχανία και η δύναμή μου με άφησε.
Στη συνέχεια, αναφώνησε δυνατά, έκλαιγε πικρά και άρχισε να λέει την αλήθεια.
– Αλίμονο για μένα, κυρία μου! Είπε. – Και τα δύο φώτα σου πέθαναν στη θάλασσα: το πλοίο συνέτριψε και όλοι πνίγηκαν.
Σχετικά με το πόσο θαρραλέα η κυρία που άκουσε αυτή την είδηση ​​αποδείχτηκε ότι είναι πέρα ​​από την προσδοκία! Πιστεύοντας ένθερμα στο Θεό, αντί να πέσει στο έδαφος από την εξάντληση και τη θλίψη και το κλάμα στην απόγνωση, σιωπούσε για λίγο και στη συνέχεια είπε:
– Ευλογημένος ο Θεός που κανόνισε όλα αυτά τα πράγματα! Όπως ο Κύριος ευχαρίστησε, έτσι το έκανε. Μπορεί το όνομα του Κυρίου να είναι ευλογημένο από τώρα και για πάντα!
Στον υπηρέτη που της έφερε τα νέα, είπε:
– Να είστε ήσυχοι και μην λέτε σε κανέναν για αυτό: ο Κύριος έχει δώσει, ο Κύριος έχει πάρει? Ο ίδιος γνωρίζει τι είναι στην υπηρεσία μας.
Όταν περνούσαν περίπου τρεις ώρες και η μέρα ήταν κλίνει προς το βράδυ, ο Ξενοφών επέστρεψε στο σπίτι από τους βασιλικούς θαλάμους.Επέστρεψε επισήμως, στο προηγούμενο και συνοδεία πολλών. Μπαίνοντας στο σπίτι και απελευθερώνοντας τους ανθρώπους που ήρθαν μαζί του, κάθισε για να φάει. Πήρε φαγητό μόνο μια φορά την ημέρα και στη συνέχεια το βράδυ. Όταν έβαλε για γεύμα, η σύζυγός του Μαίρη γύρισε προς αυτόν:
“Ξέρετε, κύριε, ότι ο δούλος μας ήρθε από τον Berith;”
Ο Ξενοφών απάντησε:
– Ευλογημένος να είναι ο Θεός ! Πού είναι ο σκλάβος που επιστρέφει;
Η κυρία του είπε:
– Είναι άρρωστος και ανάπαυσης.
Τότε ο Ξενοφών ζήτησε:
– Μας έφερε επιστολές από τα παιδιά;
Είπε αυτό:
– Αφήστε το για σήμερα, κύριε! Τώρα θα δοκιμάσουμε το φαγητό, και αύριο θα δείτε τα γράμματα. Ο σκλάβος έχει πολλά να μας πουν για αυτά προφορικά.
Αλλά ο Ξενοφών συνέχισε:
– Σήμερα και αμέσως αφήστε τους να φέρουν γράμματα. Θα τα διαβάσω και θα μάθω: είναι τα παιδιά μας υγιή; Και ό, τι έχει να πει προφορικά, ας πούμε αύριο.
Τότε η Μαρία, αδυνατώντας να συγκρατήσει την καρδιά της, έσκασε σε δάκρυα και δεν μπόρεσε να απαντήσει λόγω κραυγής. Ο Ξενοφών, βλέποντας ότι κλαίει τόσο πολύ, έκπληκτος και άρχισε να ρωτάει:
“Τι είναι αυτό, κυρία μου, Μαρία;” Γιατί φωνάζεις έτσι; Τα παιδιά μας είναι άρρωστα;
Θα μπορούσε απλά να πει:
“Θα ήταν καλύτερα αν ήταν άρρωστοι, αλλά πέθαναν στη θάλασσα, αγαπημένα παιδιά μας”.
Ο Ξενοφώνος προκάλεσε δυνατά και, φωνάζοντας, είπε:
– Μακάρι να είναι το όνομα του Πατέρα και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, για πάντα και πάντα, αμήν! Μη λυπάσαι, κυρία μου. Πιστεύω ότι ο Θεός δεν θα αφήσει τα παιδιά μας να πεθάνουν εντελώς και ελπίζω ότι η ευσπλαχνική του πρόνοια δεν θα προκαλέσει θλίψη για τις γκρίζες τρίχες μου, όπως ποτέ δεν τολμούσα να προσβάλω την καλοσύνη Του. Ας προσευχηθούμε στο μεγάλο έλεος Του όλη αυτή τη νύχτα και ελπίζουμε ότι ο Θεός θα μας αποκαλύψει τα παιδιά μας: είναι ζωντανά ή όχι;
Στη συνέχεια σηκώθηκαν αμέσως, κλείστηκαν στην αίθουσα προσευχής και πέρασαν εκείνο το βράδυ στην προσευχή, γυρίζοντας στον Θεό με άφθονα δάκρυα και σταθερή πίστη. Όταν άρχισε να παίρνει φως, ξαπλώνουν για να ξεκουραστούν, καθένα ειδικά σε αιχμηρά κουρέλια μαλλιών. Και οι δύο είχαν το ίδιο υπνηλία. Φάνησαν σε αυτούς ότι είδαν και τους δύο γιους τους να έρχονται στον Ιησού Χριστό τον Κύριο σε μεγάλη δόξα: ο Ιωάννης είχε έτοιμο θρόνο γι ‘αυτόν, ένα σκήπτρο και ένα βασιλικό στέμμα, διακοσμημένο με πολύτιμες χάντρες και πολύτιμους λίθους. Ο Αρκαδής είχε ένα στέμμα αστέρι, ένα σταυρό στο δεξί του χέρι και ένα ελαφρύ κρεβάτι, έτοιμο για ξεκούραση. Όταν σηκώθηκαν από τον ύπνο τους και μιλούσαν ο ένας για τον άλλο για το όραμά τους, συνειδητοποίησαν ότι οι γιοι τους ήταν ζωντανοί και συντηρημένοι από τη χάρη του Κυρίου. Ήταν πολύ χαρούμενοι και ο Ξενοφών είπε στη σύζυγό του:
– Μαίρη, νομίζω ότι τα παιδιά μας βρίσκονται στην Ιερουσαλήμ. Ας πάμε εκεί και να πηδούμε στους ιερούς τόπους. Ίσως θα βρούμε με κάποιο τρόπο τα παιδιά μας εκεί.
Έπειτα από διαβουλεύσεις μεταξύ τους, ο Ξενοφών και η Μαρία προετοίμασαν για το ταξίδι και αφού διέταξαν τους αγωνοδίκες για όλα όσα σχετίζονταν με το σπίτι και την ιδιοκτησία, έδωσαν πολλά ελεημοσύνη και πήραν μαζί τους πολλά χρυσά, πόσα χρειάζονταν για να δώσουν ελεημοσύνη και δωρεές στους ιερούς τόπους, πήγαν στην Ιερουσαλήμ . Φτάνοντας εκεί, πήγαν γύρω από όλα τα ιερά μέρη, προσευχώντας και παρέχοντας ελεημοσύνη. Τότε άρχισαν να περιηγούνται σε όλα τα μοναστήρια κοντά στην Ιερουσαλήμ, αναζητώντας τα παιδιά τους, αλλά δεν τα βρίσκουν οπουδήποτε. Τους συνέβη σε ένα μέρος στο δρόμο να συναντήσουν έναν από τους δούλους τους, οι οποίοι ήταν μαζί με τα παιδιά τους σε ένα πλοίο που είχε γίνει ήδη μοναχός. Αγκάλιασαν τον, φίλησαν και υποκλίθηκαν στη γη.Ο μοναχός, με τη σειρά του, τον προσκύνησε γήινα και είπε:
“Προσεύχομαι, για χάρη του Κυρίου, να μην υποκύψετε σε μένα: δεν σας ταιριάζει, κύριοι, να μου υποκύψετε, ο δούλος σας”.
Ο Ξενοφών του είπε:
– Τιμούμε την ιερή μονιστική εικόνα και, ως εκ τούτου, το τόξο. Δεν θρησκεύεστε γι ‘αυτό, αλλά μάλλον μας πείτε, σας παρακαλούμε – πού είναι οι γιοι μας; Πες μας, για χάρη του Θεού, να το πεις!
Ο μοναχός έκλαψε και είπε:
– Όταν το πλοίο συνέτριψε στη θάλασσα, εμείς, κατακτώντας κάθε σκάφος που μπορούσε κάποιος, ξεπήδησε από μια καταιγίδα. Δεν ξέρω τίποτα άλλο. Δεν ξέρω αν κάποιος έφυγε από το θάνατο ή όχι. Μόνο με ρίχτηκα για να προσγειωθώ από την ακτή της χώρας της Τυρρηνίας.
Με την εκμάθηση αυτή, ο Ξενοφών και η Μαρία έστειλαν τον μοναχό στο δρόμο, δίνοντάς του γενναιόδωρα ελεημοσύνη για να προσευχηθούν γι ‘αυτούς και τα παιδιά τους. Πήγαν στις χώρες της Ιορδανίας για να προσευχηθούν και να δώσουν το υπόλοιπο χρυσό εκεί. Όταν ακολούθησαν τον προοριζόμενο δρόμο, τότε, σύμφωνα με την πρόνοια του Θεού, συνάντησαν αυτόν τον άγιο πατέρα – έναν εραστή που ντύθηκε τον γιο του Arkady σε μια μοναστική εικόνα. Έχοντας συσσωρευτεί στα πόδια του ιερού πατέρα, τον ρώτησαν για προσευχές για τον Θεό για τον εαυτό τους. Τα πάντα αποκαλύφθηκαν από τον Θεό σε αυτά στον ιερό γέροντα. Στην προσευχή τους είπε:
– Ποιος έφερε τον Ξενοφώντα και τη Μαρία στην Ιερουσαλήμ;
Κανείς εκτός από την αγάπη για τα παιδιά.
Αλλά δεν θρηνείτε: τα παιδιά σας είναι ζωντανά και ο Θεός σας αποκάλυψε σε ένα όνειρο τη δόξα που είχε ετοιμάσει στον ουρανό.Πηγαίνετε, οι αγρότες των σταφυλιών του Κυρίου, όπου πηγαίνετε τώρα, και όταν τελειώσετε τις προσευχές σας εκεί, τότε όταν επιστρέψετε στην ιερή πόλη θα δείτε τα παιδιά σας.
Μιλώντας έτσι, χωρίστηκαν: ο Ξενοφών και η Μαρία πήγαν στον Ιορδάνη και ο πασίγνωστος γέρος πήγε στην ιερή πόλη και αφού επισκέφθηκε την Εκκλησία της Αναστάσεως του Χριστού, κάθισε κοντά στον Άγιο Γολγοθά στη γη και ξεκουράστηκε. Όταν ο ιερός γέροντας κάθισε εκεί, ο νεαρός μοναχός Ιωάννης, ο γιος του Ξενοφώντος, ο οποίος ήρθε από την Ιερουσαλήμ στο μοναστήρι του Μαλμεφάτα για να προσκυνήσει, είδε τον αγιο γέροντα και υποκλίθηκε στο έδαφος. Ο γέροντας τον χαιρέτησε με αγάπη και, ευλογία, ρώτησε:
“Πού ήσασταν πριν, κύριε Ιωάννη μου;” Εδώ ο πατέρας σου και η μητέρα σου ψάχνουν και ήρθες να ψάξεις για τον αδερφό σου.
Ο Τζον ήταν έκπληκτος ότι αυτός ο μεγάλος γέρος γνώριζε τα πάντα.Συνειδητοποιώντας ότι αυτός ήταν ένας εφιάλτης, έπεσε στα πόδια του αγίου και είπε:
“Σε παρακαλώ, πατέρα, πες μου, για χάρη του Θεού, πού είναι ο αδελφός μου”. Η ψυχή μου είναι πολύ εξαντλημένη από την επιθυμία να τον δει.Δούλεψα σκληρά, προσευχόμενος στον Θεό για να μου αποκαλύψει: είναι ο αδερφός μου ζωντανός ή όχι; Αλλά ο Κύριος δεν με ενθάρρυνε να ανοίξω μέχρι τώρα, εκτός αν τώρα μέσα από εσένα, πατέρα!
Ο γέροντας του είπε:
– Καθίστε δίπλα μου. σύντομα θα δεις τον αδερφό σου.
Όταν κάθισαν για λίγο, ήρθε ένας άλλος μοναχός, ο νεαρός Αρκαδής, με ένα σκυμμένο σώμα και ένα ξηρό πρόσωπο. Τα μάτια του έπεσαν βαθιά από την υπερβολική νηστεία και την αποχή. Πηγαίνοντας στους ιερούς τόπους, σύντομα είδε έναν γέρο κάθισαν και, τρέχοντας προς αυτόν, έπεσε στα πόδια του, λέγοντας:
– Πατέρα, φύγατε από το χωράφι σας και για τρίτο χρόνο δεν το επισκεφθήκατε. πολλά αγκάθια και ζιζάνια έχουν αυξηθεί χωρίς εσένα και έχετε πολύ να κάνετε την εργασία σας ενώ καθαρίζετε.
Ο γέροντας του είπε:
“Ξέρετε, παιδί μου, ότι επισκέφθηκα το καλαμπόκι μου καθημερινά και πιστεύω ότι ο Κύριος δεν ήταν αγκάθια που αναπτύχθηκαν επάνω του και δεν χόρτασαν χόρτο, αλλά ώριμο σιτάρι άξιος της βασιλείας του βασιλιά της Τσερ.” Καθίστε δίπλα μου.
Ο Αρκάδι κάθισε. Ο γέροντας σιωπούσε για λίγο και στη συνέχεια γύρισε στον Ιωάννη:
– Από πού είσαι, ο αδερφός Ιωάννης;
Ο Ιωάννης απάντησε:
«Εγώ, ο πατέρας μου, είμαι ένας άθλιος άνθρωπος και ένας περιπλανώμενος». Για την εκπλήρωση μόνο της επιθυμίας της καρδιάς μου, ζητώ το έλεος του Κυρίου και την ιερή σας προσευχή.
Ο γέροντας του είπε:
– Ναι, είναι. Αλλά πες μου τι είδους και πόλη είσαι – πατρίδα σου και εξίσου τι είναι η ζωή σου – για να δοξάσεις το όνομα του Κυρίου.
Ο Ιωάννης άρχισε να λέει τα πάντα για να είναι – ότι ήταν από την Κωνσταντινούπολη, γιος αξιωματούχου, είχε έναν αδελφό Αρκαδίτη, με τον οποίο έστειλε στη Μπερίτ να μελετήσει – ότι στη θάλασσα, κατά τη διάρκεια ενός μεγάλου ενθουσιασμού, το πλοίο συνετρίβη και όλοι βυθίστηκαν, εκτός από αυτόν.
Ο Αρκάτι, ακούγοντας αυτή την ιστορία, κοίταξε προσεκτικά τον μοναχό και, τέλος, αναγνώρισε τον αδερφό του σε αυτόν. Στο πνεύμα της συγγενούς αγάπης, δεν μπορούσε πλέον να ακούσει την ιστορία που εξέθεσε ο μοναχός και αναφώνησε:
– Αλήθεια, πατέρα, αυτός είναι ο αδερφός μου Ιωάννης!
Ο γέροντας είπε αυτό:
“Ξέρω, αλλά ήμουν σιωπηλός έτσι ώστε εσείς οι ίδιοι να γνωρίζετε ο ένας τον άλλον”.
Πήγαιναν βιαστικά στο λαιμό του άλλου, αγκάλιασαν και φίλησαν ο ένας τον άλλον με χαρά και δάκρυα, και στη συνέχεια, στέκονταν, δοξάσαν τον Θεό, που τους έκανε ικανό να συναντήσουν ζωντανό, σε μια ιερή μοναστική μορφή και σε μια τέτοια ενάρετη ζωή αφιερωμένη στον Θεό.
Δύο μέρες αργότερα, ο Ξενοφών και η Μαρία ήρθαν από την Ιορδανία.Αφού προσευχόμασταν στο Γολγοθά και υποκλίνονταν στον ζωογόνο τάφο του Κυρίου μας, μοιράζονταν πολύ χρυσά σε αυτόν τον ιερό χώρο για τη δόξα του Θεού. Βλέποντας εκεί τον άγιο και πασίγνωστο γέρο, τον αναγνώρισαν και, πέφτοντας στα πόδια του, ζήτησαν προσευχές. Μετά την προσευχή, είπαν στον γέροντα:
“Για χάρη του Θεού, Πατέρα, κρατήστε την υπόσχεσή σας και δείξτε μας τα παιδιά μας”.
Τόσο οι γιοι τους, ο Ιωάννης και ο Αρκαδής, στέκονταν κοντά στον γέρο, αλλά τους διέταξε να μην λένε ούτε να σηκώσουν τα μάτια τους, αλλά να κοιτάξουν προς τα κάτω έτσι ώστε να μην αναγνωρίζονται. Τα παιδιά αναγνώρισαν τους γονείς τους και χαίρονται στην καρδιά τους, αλλά οι γονείς δεν μπορούσαν να αναγνωρίσουν τα παιδιά τους, εν μέρει επειδή ήταν σε μοναστική ενδυμασία και εν μέρει επειδή η ομορφιά του προσώπου τους ξεθωριάζει από παρατεταμένη αποχή. Τότε ο άγιος παπάς είπε στους αγίους Ξενοφών και Μαίρη:
– Πηγαίνετε στο ξενοδοχείο σας και μαγειρέψτε μας ένα γεύμα. Θα έρθω με τους μαθητές μου και, έχοντας δοκιμάσει το φαγητό μαζί σας, θα σας πω, πού είναι τα παιδιά σας;
Οι γονείς ήταν πολύ χαρούμενοι, επειδή ο άγιος πατέρας υποσχέθηκε να τους δείξει τα παιδιά τους, και, αφήνοντας, έτοιμο γρήγορα ένα πλούσιο γεύμα. Ο άγιος γέροντας είπε στους μαθητές του:
“Ας πάμε όπου έμειναν οι γονείς σου, αλλά προσπαθήστε να μην πείτε τίποτα μέχρι να σας πω”.
Και οι δύο αδελφοί του είπαν:
– Όπως εσείς, πατέρα, θα είναι έτσι.
Τότε ο γέροντας συνέχισε:
– Θα μοιραστώ μαζί τους ένα γεύμα και μια συζήτηση. Δεν θα βλάψει τη σωτηρία σας. Πιστέψτε με, ανεξάρτητα από το τι δουλειά κάνετε για χάρη της αρετής, δεν θα επιτύχετε το μέτρο της τελειότητας του πατέρα και της μητέρας σας.
Στη συνέχεια ήρθαν στο ξενοδοχείο, το οποίο κάλυψε τον Ξενοφώντα, και κάθισε στο γεύμα που τους προσέφερε. Έφαγαν μαζί και μιλούσαν για την οικοδόμηση των πραγμάτων. Μετά από αυτό, ο ευλογημένος Ξενοφών και η Μαρία στράφηκαν στον γέρο:
– Άγιος Πατέρας, πώς ζουν τα παιδιά μας;
Ο άγιος απάντησε:
«Δουλεύουν με θάρρος για τη σωτηρία τους».
Οι γονείς είπαν αυτό:
– Ο Θεός, διοργανώνοντας τη σωτηρία όλων των ανθρώπων, μπορεί να τους παραχωρήσει για να είναι αληθινοί εργάτες των σταφυλιών του Χριστού!
Και πάλι ο Ξενοφών γύρισε στον γέρο:
“Ω, πόσο καλά, πατέρα, αυτοί είναι οι σπουδαστές σας!” Ω, αν τα παιδιά μας ήταν έτσι! Η ψυχή μας αγάπησε πολύ τους νεαρούς αυτούς μοναχούς.Μόλις τα είδαμε, η καρδιά μας χαρούσε, σαν να είδαμε τα δικά μας παιδιά.
Τότε ο γέροντας είπε στον Αρκαδίου:
– Πες μας, παιδί, όπου γεννηθήκατε, πώς ήσασταν έφηβος, πώς ήρθατε εδώ;
Ο Αρκάδι άρχισε να μιλάει έτσι:
«Εγώ, πατέρα, και ο αδελφός μου έρχομαι από το Βυζάντιο, οι γιοι ενός από τους πρώτους αξιωματούχους των βασιλικών επιμελητηρίων. Είμαστε μεγαλωμένοι σε ευσέβεια. Οι γονείς μας έστειλαν στο Μπερίτ για να μελετήσουν την ελληνική σοφία. Όταν αποβιβάξαμε, το πλοίο μας συντρίφτηκε με ενθουσιασμό και καταιγίδα και ο καθένας από εμάς, αρπάζοντας το σκάφος από το συντριμμένο πλοίο, κατέπλευσε εκεί που τα κύματα του έφεραν. Με το έλεος του Θεού επιβιώσαμε και ρίχτηκαν από τη θάλασσα στη γη.
Όταν μιλούσε ακόμα, οι γονείς έμαθαν ότι ήταν τα παιδιά τους και αμέσως αναφώνησε:
– Εδώ είναι, τα παιδιά μας! Εδώ είναι ο καρπός της μήτρας μας! Εδώ είναι το φως των ματιών μας!
Πένοντας τους λαιμούς τους, τους φίλησαν με αγάπη και φώναξαν με χαρά. Ο γέροντας επίσης έκλαψε. Τότε όλοι σηκώθηκαν, έδωσαν δόξα και ευχαριστίες στον Θεό και διασκέδασαν, δοξάζοντας τη μεγάλη και θαυμάσια Πρόνοια του Θεού.
Μετά από αυτό, ο Ξενοφών και η φίλη του ζήτησαν από τον ιερό πατέρα να κόψει τα μαλλιά τους και στη μοναστική τάξη. Ο Ξενοφώνας και η Μαρία εθελονούνταν από το χέρι του πασίγνωστου πατέρα και τους δίδαξαν μοναστικούς κανόνες. Ο πρεσβύτερος τους διέταξε να μην ζουν μαζί, αλλά χωριστά. Μετά από λίγο καιρό, όλοι χώρισαν. Η Μαρία πήγε στη μονή των γυναικών της νύχτας και ο Ιωάννης και Αρκαδής, που είπε αντίο στους γονείς τους, πήγαν με τον γέρο στην έρημο. Ο Ξενοφών, αφού έστειλε στο Βυζάντιο, διέταξε να πουλήσει το σπίτι του και όλη του την περιουσία, να διανείμει τα πάντα στους άπορους, να απελευθερώσει τους σκλάβους, και αφού βρήκε το κελί του στην έρημο, απολάμβανε σιωπηλά.
Όλοι τους υπηρετούσαν τον Θεό μέχρι τέλους και ήταν ευλογημένοι με μεγάλα δώρα από Αυτόν: ο Ιωάννης και ο Αρκαδής έλαμψαν ανάμεσα στους ερημίτες, όπως τα φώτα, και αφού έζησαν για πολλά χρόνια, πρόβλεψαν την κατάστασή τους και αναχώρησαν στον Κύριο. Η Μονή Μαίρη έκανε πολλά θαύματα, θεράπευσε τους τυφλούς, έβγαλε διάβολους, και μετά από ένα ευλογημένο θάνατο πέρασε από τη γη στον ουρανό. Ο Μοναχός Ξενοφών έλαβε επίσης από τον Θεό το δώρο του θαυματουργού και της διορατικότητας: πρόβλεψε το μέλλον και ήταν ο σκεπτόμενος των μεγάλων μυστηρίων και στη συνέχεια πήγε να σκεφτεί τι δεν έβλεπε το ανθρώπινο μάτι και απολάμβανε το όραμα του Προσώπου του Θεού. Έτσι ο μοναχός Ξενοφών, η ευλογημένη Μαρία και τα ιερά παιδιά τους, ο Ιωάννης και ο Αρκαδής, ο οποίος με αγάπη ζήτησε τον Θεό, υπηρέτησε με ζήλο τον Κύριο μια δίκαιη και ευσεβής ζωή 1007 και τιμήθηκε από τον Άγιο Βλαδέκα, τον Χριστό τον Σωτήρα μας, στον οποίο, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, δόξα, τιμή και λατρεία. Αμήν.
* * *
1002
Berit – παρούσα Βηρυτός – η αρχαία πόλη της Φοινίκης στις όχθες της Μεσογείου. τον 5ο αιώνα, άκμασε και ήταν διάσημος για το γυμνάσιο της ρητορικής, της ποιητικής και του νόμου. τώρα – η κύρια διοικητική πόλη της Ασίας-Τουρκικής Συρίας και το σημαντικότερο σημείο εμπορίας των ακτών της Συρίας.
1003
Η Τύρο – η αρχαία πρωτεύουσα της Φοινίκης – βρισκόταν στην ανατολική ακτή της Μεσογείου, βόρεια της Παλαιστίνης.
1004
Το Μαλμεφάτανο είναι ένα μέρος στη Μεσοποταμία.
1005
Tetrapyrgy – μια πόλη στη Μεσοποταμία, κοντά στον ποταμό.Ευφράτη.
1006
Η μνήμη του Αγ. Ο Χαρίτων γιορτάζεται στις 28 Σεπτεμβρίου. Η ίδρυση του Sukiy Lavra βρίσκεται στην Παλαιστίνη, νότια της Βηθλεέμ.

1007
Οι μοναχοί Ξενοφών και η Μαρία και οι γιοι τους, Ιωάννης και Αρκαδίου, έζησαν και δούλεψαν τον 5ο αιώνα.