ΕΙΣ ΤΟ ΟΝΟΜΑ
ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΥΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ
Η ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ
ΜΕ ΤΗΝ ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Καθαρά Δευτέρα
Ἦχος πλ. α’
Τὸ στάδιον τῶν ἀρετῶν ἠνέῳκται, οἱ βουλόμενοι ἀθλῆσαι εἰσέλθετε, ἀναζωσάμενοι τὸν καλὸν τῆς Νηστείας ἀγῶνα· οἱ γὰρ νομίμως ἀθλοῦντες, δικαίως στεφανοῦνται, καὶ ἀναλαβόντες τὴν πανοπλίαν τοῦ Σταυροῦ, τῷ ἐχθρῷ ἀντιμαχησώμεθα, ὡς τεῖχος ἄρρηκτον κατέχοντες τὴν Πίστιν, καὶ ὡς θώρακα τὴν προσευχήν, καὶ περικεφαλαίαν τὴν ἐλεημοσύνην, ἀντὶ μαχαίρας τὴν νηστείαν, ἥτις ἐκτέμνει ἀπὸ καρδίας πᾶσαν κακίαν. Ὁ ποιῶν ταῦτα, τὸν ἀληθινὸν κομίζεται στέφανον, παρὰ τοῦ Παμβασιλέως Χριστοῦ, ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς Κρίσεως.
Ἦχος πλ. β’
Ἔφθασε καιρός, ἡ τῶν πνευματικῶν ἀγώνων ἀρχή, ἡ κατὰ τῶν δαιμόνων νίκη, ἡ πάνοπλος ἐγκράτεια, ἡ τῶν Ἀγγέλων εὐπρέπεια, ἡ πρὸς Θεὸν παρρησία· δι’ αὐτῆς γὰρ Μωϋσῆς, γέγονε τῷ Κτίστῃ συνόμιλος, καὶ φωνὴν ἀοράτως, ἐν ταῖς ἀκοαῖς ὑπεδέξατο· Κύριε, δι’ αὐτῆς ἀξίωσον καὶ ἡμᾶς, προσκυνῆσαί σου τὰ Πάθη καὶ τὴν ἁγίαν Ἀνάστασιν, ὡς φιλάνθρωπος.
Ἦχος πλ. β’
Αὐτόμελον
Τῆς σοφίας ὁδηγέ, φρονήσεως χορηγέ, τῶν ἀφρόνων παιδευτά, καὶ πτωχῶν ὑπερασπιστά, στήριξον, συνέτισον τὴν καρδίαν μου Δέσποτα. Σὺ δίδου μοι λόγον, ὁ τοῦ Πατρός Λόγος· ἰδοὺ γὰρ τὰ χείλη μου, οὐ μὴ κωλύσω ἐν τῷ κράζειν σοι· Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με τὸν παραπεσόντα.
Ἦχος πλ. β’
Ἀυτόμελον
Ψυχή μου ψυχή μου,
ἀνάστα, τί καθεύδεις;
τὸ τέλος ἐγγίζει,
καὶ μέλλεις θορυβεῖσθαι.
Ἀνάνηψον οὖν, ἵνα φείσηταί σου Χριστὸς ὁ Θεός, ὁ πανταχοῦ παρών, καὶ τὰ πάντα πληρῶν.
Ἦχος β’
Τῶν ὑπὲρ νοῦν δωρεῶν
Τὸν τῆς Νηστείας καιρόν, φαιδρῶς ἀπαρξώμεθα, πρὸς ἀγῶνας πνευματικοὺς ἑαυτοὺς ὑποβάλλοντες, ἁγνίσωμεν τὴν ψυχήν, τὴν σάρκα καθάρωμεν, νηστεύσωμεν ὥσπερ ἐν τοῖς βρώμασιν ἐκ παντὸς πάθους, τὰς ἀρετὰς τρυφῶντες τοῦ Πνεύματος, ἐν αἷς διατελοῦντες πόθῳ, ἀξιωθείημεν πάντες, κατιδεῖν τὸ πάνσεπτον Πάθος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ τὸ ἅγιον Πάσχα, πνευματικῶς ἐναγαλλιώμενοι.
Ἦχος πλ. α’
Ὅσιε Πάτερ
Δεῦτε προθύμως, τὸ στερρὸν ὅπλον τῆς Νηστείας, ἔχοντες ὡς θυρεόν, πᾶσαν μεθοδείαν πλάνης τοῦ ἐχθροῦ, ἀποστρέψωμεν πιστοί, μὴ θελχθῶμεν ταῖς ἡδοναῖς τῶν παθῶν, μὴ τὸ πῦρ τῶν πειρασμῶν δειλιάσωμεν, δι’ ὧν Χριστὸς ὁ φιλάνθρωπος, βραβείοις τῆς ὑπομονῆς στεφανώσει ἡμᾶς· ὅθεν παρρησίᾳ προσευχόμενοι, προσπίπτομεν κραυγάζοντες, αἰτούμενοι εἰρήνην, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἦχος δ’
Ὡς γενναῖον ἐν Μάρτυσιν
Τῶν Ἀγγέλων αἱ τάξεις σε, Θεομῆτορ δοξάζουσι· τὸν Θεὸν γὰρ Πάναγνε ἀπεκύησας, τὸν σὺν Πατρὶ καὶ τῷ Πνεύματι, ἀεὶ συνυπάρχοντα, καὶ Ἀγγέλων στρατιάς, ἐκ μὴ ὄντος βουλήματι, ὑποστήσαντα, ὃν ἱκέτευε σῶσαι καὶ φωτίσαι, τὰς ψυχὰς τῶν ὀρθοδόξως, σὲ ἀνυμνούντων Πανάχραντε.
ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιμανδρίτου Γεωργίου, Καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους
Ἱερὰ Μονὴ Ὁσίου Γρηγορίου – Α´ Ἔκδοσις 1992, Β´ Ἔκδοσις 1997, Γ´ Ἔκδοσις 1998
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ ἀγωνίζεται κατὰ τοῦ κακοῦ ἑαυτοῦ του, τοῦ ἐγωισμοῦ ἀλλὰ καὶ κατὰ τῶν θελημάτων τοῦ κόσμου καὶ τοῦ πονηροῦ, ἔχει ἀνάγκη νὰ γεύεται τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ, νὰ γλυκαίνεται ἀπὸ τὴν γλυκύτητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ ἐν Χριστῷ ἐμπειρία εἶναι αὐτὴ ποὺ στηρίζει τὸν Χριστιανὸ στὸν ἀγώνα του νὰ ἀρέσῃ στὸν Θεό.
Εἶναι ὅμως δυνατὸν ἡ ἀδυναμία μας καὶ ὁ διάβολος νὰ μᾶς παρασύρουν ἔτσι ὥστε νόθες κι ὄχι κατὰ Θεὸν ἐμπειρίες νὰ μᾶς ὁδηγήσουν σὲ σφαλεροὺς δρόμους, σὲ θολὰ νερὰ ἂν δὲν προσέξουμε.
Ἡ συμμετοχή μας στὴν ζωὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, τῆς μόνης ἀληθινῆς πίστεως στὸν Θεάνθρωπο Χριστό, ἡ ἀπὸ καρδίας παραδοχὴ καὶ ἐνστερισμὸς τῆς Ἁγίας Παραδόσεώς της καὶ τῆς καθημερινῆς της πρακτικῆς, εἶναι ἀσφάλεια γιὰ ὅσους ποθοῦμε νὰ ἰδοῦμε τὸ πρόσωπο τοῦ Νυμφίου της, νὰ ἔχουμε ἐλπίδα αἰωνίου ζωῆς, νὰ γευώμαστε καὶ ἀπὸ τὸν νῦν αἰώνα τὴν ἀληθινὴ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ.
«Γεύσασθε καὶ ἴδετε ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος» μὲ τοὺς ὅρους καὶ τὶς προϋποθέσεις ποὺ γνωρίζει ἡ Ἐκκλησία μας, ἡ ὁποία γέννησε, γεννὰ καὶ θὰ γεννᾶ Ἁγίους, ἐν κοινωνίᾳ Θεοῦ, μὲ ἐμπειρίες ζωῆς αἰωνίου.
Τὴν ἀπάντηση τοῦ ἀποστόλου Φιλίππου, ποὺ ἔδωσε στὸν τότε ἀκόμη δύσπιστο φίλο τοῦ ἀπόστολο Ναθαναήλ, προτείνει καὶ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία σ᾿ ὅσους ἀμφισβητούν τὴν γνησιότητα τῆς βιωματικῆς ἐμπειρίας της. «Ἔρχου καὶ ἴδε».
Ἔλα, γίνε μέλος ζωντανὸ τῆς Ἐκκλησίας σὲ ὑπακοὴ καὶ μαθητεία Χριστοῦ, ταπείνωσε τὸ πνεῦμα τῆς φιλαυτίας, ἀγωνίσου κατὰ τῶν πνευμάτων τῆς πονηρίας καὶ τότε θὰ ἰδῆς, θὰ χαρῆς, θὰ μάθης. Θὰ γευθῇς τὴν γνήσια προσωπικὴ ἐμπειρία ποὺ ὁ Θεός, ἀπὸ τὴν ἄπειρη ἀγάπη Του, δίδει σ᾿ ὅσους εἰλικρινὰ καὶ ἐμπόνως Τὸν ἀναζητοῦν.
Φεβρουάριος 1997
ΓΝΗΣΙΕΣ ΚΑΙ ΝΟΘΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
(Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία τοῦ μακαριστοῦ Καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, Ἀρχιμ. Γεωργίου, στὸ Στρατώνι Χαλκιδικῆς τὴν 14η/27η Ἰανουαρίου 1989, κατόπιν προσκλήσεως τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἱερισσοῦ, Ἁγίου Ὄρους καὶ Ἀρδαμερίου κ. κ. Νικοδήμου)
Σκοπὸς τῆς ζωῆς μας, ὅπως γνωρίζουμε, εἶναι ἡ ἕνωσίς μας μὲ τὸν Θεό. Ὅπως λέγει ἡ Ἁγία Γραφή, ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε «κατ᾿ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν» τοῦ Θεοῦ, νὰ ὁμοιάση μὲ τὸν Θεό, δηλαδὴ νὰ ἑνωθῆ μαζί Του. Τὴν ὁμοίωσι τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ οἱ ἅγιοι Πατέρες τὴν λέγουν θέωσι. Βλέπετε πόσο μεγάλος εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου; Νὰ γίνῃ ὄχι ἁπλῶς καλλίτερος, ἠθικώτερος, δικαιότερος, εὐγενέστερος, ἀλλὰ θεὸς κατὰ χάριν. Καὶ ποιὰ διαφορὰ ὑπάρχει μεταξὺ τοῦ ἁγίου Θεοῦ καὶ τῶν θεωμένων ἀνθρώπων; Ὅτι ὁ μὲν Πλάστης καὶ Δημιουργός μας εἶναι Θεὸς κατὰ φύσιν, ἀπὸ τὴν φύσιν Του, ἐνῶ ἐμεῖς γινόμαστε θεοὶ κατὰ χάριν, διότι ἐνῶ κατὰ τὴν φύσιν μας παραμένουμε ἄνθρωποι, μὲ τὴν ἰδικὴ Τοῦ χάρι θεωνόμαστε.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται μὲ τὸν Θεὸν κατὰ χάριν, ἀποκτᾶ καὶ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, αἰσθάνεται τὸν Θεό. Ἀλλοιῶς πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἑνώνεται μὲ τὸν Θεό, χωρὶς νὰ αἰσθάνεται τὴν χάρι Του;
Οἱ πρωτόπλαστοι στὸν Παράδεισο πρὶν ἁμαρτήσουν, συνομιλοῦσαν μὲ τὸν Θεό, αἰσθάνοντο τὴν θεία χάρι. Ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ εἶναι ἱερεύς, προφήτης καὶ βασιλεύς. Ἱερεύς, γιὰ νὰ δέχεται τὴν ὕπαρξί του καὶ τὸν κόσμο ὡς δῶρα τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ ἀντιπροσφέρῃ ἐν συνεχείᾳ τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν κόσμο στὸν Θεὸ εὐχαριστιακὰ καὶ δοξολογικά. Προφήτης, γιὰ νὰ γνωρίζει τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Βασιλεύς, γιὰ νὰ βασιλεύῃ στὴν ὑλικὴ δημιουργία καὶ στὸν ἑαυτό του. Νὰ χρησιμοποιῇ τὴν φύσι ὄχι ὡς τύραννος, ἀλλὰ μὲ ἀρχοντιά. Νὰ μὴ κάνῃ κατάχρησι τῆς δημιουργίας, ἀλλὰ εὐχαριστιακὴ χρῆσι. Σήμερα ὁ ἄνθρωπος δὲν χρησιμοποιεῖ τὴν φύσι λογικά, ἀλλὰ συμπεριφέρεται ἐγωιστικὰ καὶ παράλογα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ καταστρέφῃ τὸ φυσικό του περιβάλλον καὶ μέσα σ᾿ αὐτὸ νὰ καταστρέφεται καὶ ὁ ἴδιος.
Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἁμάρτανε καὶ δὲν ἀντικαθιστοῦσε τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ὑπακοὴ στὸν Θεὸ μὲ τὸν ἐγωισμό, δὲν θὰ χωριζόταν ἀπὸ τὸν Θεό, θὰ ἦταν βασιλεύς, ἱερεὺς καὶ προφήτης. Ὅμως ὁ ἅγιος Θεὸς ποὺ πονάει τὸ πλάσμα του, θέλει νὰ ξαναφέρει τὸν ἄνθρωπο στὴν κατάστασι νὰ μπορῇ πάλι νὰ γίνῃ ἀληθινὸς ἱερεύς, προφήτης καὶ βασιλεύς. Νὰ μπορῇ πάλι νὰ λάβῃ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἑνωθῆ μαζί του. Γι᾿ αὐτὸ στὴν ἱστορία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης βλέπουμε πῶς ὁ Θεὸς προετοιμάζει σιγὰ-σιγὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων μὲ τὴν ἔλευσι τοῦ Μονογενοῦς Του Υἱοῦ. Ἔτσι δίνει χαρίσματα, σὰν ἐκεῖνα ποὺ εἶχε ὁ ἄνθρωπος πρὸ τῆς πτώσεως, ὅπως τὸ χάρισμα τῆς προφητείας. Ὑπάρχουν στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἄνδρες, ὅπως ὁ προφήτης Ἠλίας, ὁ προφήτης Ἡσαΐας, ὁ προφήτης Μωυσῆς, ποὺ ἔλαβαν τὸ προφητικὸ χάρισμα καὶ εἶδαν τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ· πλὴν ὅμως αὐτὸ τὸ χάρισμα δὲν ἦταν γενικὸ γιὰ ὅλους. οὔτε ἦταν γιὰ ὅλο τὸ διάστημα τῆς ζωῆς τους, ἀλλὰ ἦταν μερικὸ χάρισμα ποὺ τοὺς ἔδωσε ὁ Θεὸς γιὰ ὠρισμένο σκοπὸ καὶ γιὰ συγκεκριμένες περιπτώσεις. Ὁσάκις δηλαδὴ ὁ Θεὸς ἤθελε οἱ δίκαιοι αὐτοὶ ἄνδρες νὰ ἐξαγγείλουν τὴν ἔλευσι τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο ἢ νὰ ἀναγγείλουν τὸ θέλημά Του, τοὺς ἔδινε τὴν δυνατότητα νὰ λάβουν κάποια ἐμπειρία καὶ ἀποκάλυψι.
Ὅμως ὁ προφήτης Ἰωὴλ προφήτευσε ὅτι θὰ ἔλθῃ ἐποχὴ ποὺ τὴν χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θὰ δώσῃ ὁ Θεὸς ὄχι σὲ ὠρισμένους μόνο ἄνδρες καὶ γιὰ ὠρισμένο σκοπό, ἀλλὰ πρὸς ὅλο τὸν λαό. Ἰδοὺ τί λέγει ἡ προφητεία τοῦ προφήτου Ἰωήλ: «Ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ Πνεύματός μου ἐπὶ πᾶσαν σάρκα», θὰ δώσω τὸ Πνεῦμα μου σὲ κάθε ἄνθρωπο, «καὶ προφητεύουσιν οἱ υἱοὶ ὑμῶν καὶ αἱ θυγατέρες ὑμῶν, καὶ οἱ πρεσβύτεροι ὑμῶν ἐνύπνια ἐνυπνιασθήσονται, καὶ οἱ νεανίσκοι ὑμῶν ὁράσεις ὄψονται» (Ἰωὴλ β´ 27). Δηλαδὴ θὰ ἰδῆ ὁ λαός μου ὁράσεις πνευματικές, θὰ ἰδῆ μυστήρια Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ ἔκχυσις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔγινε τὴν ἡμέρα τῆς Ἁγίας Πεντηκοστῆς. Τότε ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δόθηκε σ᾿ ὅλη τὴν Ἐκκλησία. Δὲν δόθηκε ἡ χάρις αὐτὴ σὲ ὅλους κατὰ τὴν περίοδο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, διότι ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε ἀκόμη σαρκωθῆ. Ἔπρεπε νὰ ἀποκατασταθῇ ἡ κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, γιὰ νὰ δώσῃ ὁ Θεὸς τὴν χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σὲ ὅλο τὸν λαό. Αὐτὴ τὴν ἐπανένωσι τὴν ἔκανε ὁ Σωτήρας μας Χριστὸς μὲ τὴν ἐνανθρώπησί Του.
Ἡ πρώτη ἕνωσις ποὺ εἶχε κάνει ὁ Θεὸς μὲ τὸν ἄνθρωπο στὸν Παράδεισο δὲν ἦταν ὑποστατική, καὶ γι᾿ αὐτὸ διασπάσθηκε. Αὐτὴ ἡ δευτέρα ἕνωσις εἶναι ὑποστατική, δηλαδὴ προσωπική. Στὴν ὑπόστασι – πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἑνώθηκε ἀσύγχυτα, ἄτρεπτα, ἀδιαίρετα, ἀχώριστα, αἰώνια ἡ ἀνθρώπινη φύσις μὲ τὴν θεία φύσι. Ὅσο καὶ ἂν ἁμαρτήσουν οἱ ἄνθρωποι, δὲν μπορεῖ πλέον ἡ ἀνθρώπινη φύσις νὰ χωρισθῇ ἀπὸ τὸν Θεό, διότι στὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὸν Θεάνθρωπο, εἶναι αἰώνια ἑνωμένη μὲ τὴν θεία φύσι.
Γιὰ νὰ μπορῇ λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος νὰ λάβῃ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, νὰ γίνῃ ἱερεύς, βασιλεὺς καὶ προφήτης, νὰ γνωρίζῃ τὰ μυστήρια του Θεοῦ καὶ νὰ αἰσθάνεται τὸν Θεό, πρέπει νὰ γίνει μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ μοναδικός, ὁ ἀληθινός, ὁ τέλειος ἱερεύς, βασιλεὺς καὶ προφήτης. Αὐτὸ ποὺ εἶχε πλασθῆ νὰ κάνῃ ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα, καὶ ἀπέτυχαν νὰ τὸ κάνουν λόγω τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ ἐγωισμοῦ, τὸ ἔκανε ὁ Χριστός. Τώρα ὅλοι ἐμεῖς ἑνωμένοι μὲ τὸν Χριστὸ μποροῦμε νὰ συμμετάσχουμε στὰ τρία ἀξιώματα τοῦ Χριστοῦ, τὸ βασιλικό, τὸ προφητικὸ καὶ τὸ ἱερατικό. Στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ διευκρινίσουμε ὅτι μὲ τὸ ἅγιο βάπτισμα καὶ τὸ χρίσμα ὁ χριστιανὸς ἀποκτᾶ τὴν γενικὴ ἱερωσύνη, καὶ ὄχι τὴν εἰδικὴ ἱερωσύνη, ποὺ ἀποκτᾶται μὲ τὴν χειροτονία καὶ διὰ τῆς ὁποίας οἱ λειτουργοὶ τῆς Ἐκκλησίας λαμβάνουν τὴν χάρι νὰ ἱερατεύουν στὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ ποιμαίνουν τοὺς λαϊκούς.
Λαϊκὸς πάλι δὲν εἶναι μόνο ὁ μὴ ἱερωμένος, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ μὲ τὸ ἅγιο βάπτισμα καὶ χρίσμα ἔλαβε τὸ ἀξίωμα νὰ εἶναι μέλος τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ συμμετέχῃ στὰ τρία ἀξιώματα τοῦ Χριστοῦ. Ὅσο μάλιστα πιὸ ὑγιές, συνειδητὸ καὶ ἐνεργὸ μέλος τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ χριστιανός, τόσο καὶ πληρέστερα μετέχει στὸ ἱερατικό, προφητικὸ καὶ βασιλικὸ ἀξίωμα τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἀνώτερη ἐμπειρία καὶ αἴσθησι τῆς χάριτός Του λαμβάνει, ὅπως βλέπουμε στοὺς βίους τῶν Ἁγίων της πίστεώς μας.
Μορφὲς τῆς ἐμπειρίας τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ
Ποιὲς εἶναι οἱ ἐμπειρίες τῆς χάριτος ποὺ μπορεῖ νὰ λάβῃ ὁ χριστιανός, ὥστε ἡ πίστις καὶ ἡ χριστιανικὴ ζωὴ νὰ μὴ εἶναι γι᾿ αὐτὸν κάτι διανοητικὸ καὶ ἐξωτερικό, ἀλλὰ ἀληθινὴ αἴσθησις πνευματικὴ τοῦ Θεοῦ, κοινωνία μὲ τὸν Θεό, οἰκείωσις τοῦ Θεοῦ, στὴν ὁποία συμμετέχει ὁ ὅλος ἄνθρωπος;
Εἶναι πρῶτα – πρῶτα μία ἐσωτερικὴ πληροφορία ὅτι διὰ τῆς πίστεως στὸν Θεὸ βρίσκει τὸ ἀληθινὸ νόημα τῆς ζωῆς του. Αἰσθάνεται ὅτι ἡ πίστις του πρὸς τὸν Χριστὸ εἶναι πίστις ποὺ τὸν ἀναπαύει ἐσωτερικά, ποὺ δίνει νόημα στὴν ζωή του καὶ τὸν καθοδηγεῖ, ποὺ εἶναι ἕνα δυνατὸ φῶς ποὺ τὸν φωτίζει. Ὅταν αἰσθανθῇ ἔτσι τὴν χριστιανικὴ πίστι μέσα του, ἀρχίζει νὰ ζῇ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι κάτι ἐξωτερικὸ γι᾿ αὐτόν.
Ἄλλη ἐμπειρία τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ λαμβάνει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἀκούει στὴν καρδιά του τὴν πρόσκλησι τοῦ Θεοῦ νὰ μετανοήσῃ γιὰ τὰ σκοτεινὰ καὶ ἁμαρτωλά του ἔργα, νὰ ἐπιστρέψει στὴν χριστιανικὴ ζωή, νὰ ἐξομολογηθῇ, νὰ μπῇ στὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀκούει μέσα του, εἶναι μία πρώτη ἐμπειρία τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Τόσα χρόνια ποὺ ζοῦσε μακρυὰ ἀπὸ τὸν Θεό, τίποτε δὲν καταλάβαινε.
Ἀρχίζει νὰ μετανοῇ· ἐξομολογεῖται γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ζωή του στὸν Πνευματικό. Μετὰ τὴν ἐξομολόγησι αἰσθάνεται βαθειὰ εἰρήνη καὶ χαρά, ποὺ οὐδέποτε στὴν ζωή του εἶχε αἰσθανθεῖ. Καὶ τότε λέει: «Ἀνακουφίσθηκα». Αὐτὴ ἡ ἀνακούφισις εἶναι ἐπίσκεψις τῆς θείας χάριτος σὲ μία ψυχὴ ποὺ μετενόησε, καὶ ὁ Θεὸς θέλει νὰ τὴν παρηγορήσῃ.
Τὰ δάκρυα ποὺ ἔχει ὁ μετανοῶν χριστιανός, ὅταν προσεύχεται καὶ ζητᾶ συγχώρησι ἀπὸ τὸν Θεὸ ἢ ὅταν ἐξομολογῆται, εἶναι δάκρυα μετανοίας. Αὐτὰ τὰ δάκρυα εἶναι πολὺ ἀνακουφιστικά. Φέρνουν πολλὴ εἰρήνη στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ τότε ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ὅτι αὐτὰ εἶναι δῶρο καὶ ἐμπειρία τῆς θείας χάριτος.
Ὅσο βαθύτερα μετανοεῖ καὶ ἔρχεται σὲ περισσότερη ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ προσεύχεται μὲ ἕνα θεϊκὸ ἔρωτα, τόσο ἐκεῖνα τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας γίνονται δάκρυα χαρᾶς, δάκρυα ἀγάπης καὶ θείου ἔρωτος. Αὐτὰ τὰ δάκρυα ποὺ εἶναι ἀνώτερα ἀπὸ τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας, εἶναι καὶ αὐτὰ μία ἀνωτέρα ἐπίσκεψις καὶ ἐμπειρία τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.
Προσερχόμεθα νὰ κοινωνήσουμε τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ μετανοημένοι, ἐξομολογημένοι, μὲ νηστεία καὶ πνευματικὴ προετοιμασία. Μετὰ τὴν Θεία Κοινωνία τί αἰσθανόμεθα; Βαθειὰ εἰρήνη στὴν ψυχή μας, χαρὰ πνευματική. Εἶναι καὶ αὐτὸ μία ἐμπειρία καὶ ἐπίσκεψις τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.
Ἄλλες φορὲς πάλι, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς προσευχῆς ἢ τῆς θείας λατρείας ἢ τῆς Θείας Λειτουργίας, αἰσθανόμεθα ἀνεκλάλητη χαρά. Κι αὐτὸ εἶναι ἐπίσκεψις τῆς θείας χάριτος καὶ ἐμπειρία Θεοῦ.
Ὑπάρχουν ὅμως καὶ ἄλλες ἀνώτερες ἐμπειρίες τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀνώτερη ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ θέα τοῦ ἄκτιστου Φωτός. Αὐτὸ τὸ Φῶς εἶδαν οἱ μαθηταὶ τοῦ Κυρίου στὸ Ὄρος τῆς Μεταμορφώσεως. Εἶδαν τὸν Χριστὸ νὰ λάμπῃ ὅλος σὰν τὸν ἥλιο μὲ ἕνα οὐράνιο καὶ θεῖο φῶς, τὸ ὁποῖο δὲν ἦταν ὑλικό, κτιστὸ φῶς, ὅπως εἶναι ὁ ἥλιος καὶ τὰ ἄλλα κτιστὰ φῶτα. Ἦταν ἄκτιστο Φῶς, δηλαδὴ τὸ Φῶς τοῦ Θεοῦ, τὸ Φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Αὐτοὶ ποὺ καθαρίζονται τελείως ἀπὸ τὰ πάθη τους κι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ προσεύχονται μὲ ἀληθινὴ καὶ καθαρὰ προσευχή, ἀξιώνονται αὐτῆς τῆς μεγάλης ἐμπειρίας, νὰ ἰδοῦν τὸ Φῶς τοῦ Θεοῦ ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ζωή. Αὐτὸ τὸ Φῶς εἶναι ποὺ θὰ λάμπη στὴν αἰώνια ζωή. Κι ὄχι μόνο τὸ βλέπουν ἀπὸ τώρα, ἀλλὰ καὶ τοὺς βλέπουν ἀπὸ τώρα μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ Φῶς. Διότι αὐτὸ τὸ Φῶς περιβάλλει τοὺς Ἁγίους. Ἐμεῖς δὲν τὸ βλέπουμε, ἀλλὰ οἱ καθαροὶ στὴν καρδιὰ καὶ ἅγιοι τὸ βλέπουν. Τὸ φωτοστέφανο ποὺ εἰκονίζεται γύρω ἀπὸ τὰ πρόσωπα τῶν Ἁγίων εἶναι τὸ Φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδος, ποὺ τοὺς ἔχει φωτίσει καὶ ἁγιάσει.
Στὸν βίο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου διαβάζουμε ὅτι τὸν Μέγα Βασίλειο, ὅταν προσευχόταν στὸ κελλί του, τὸν ἔβλεπαν νὰ λάμπῃ ὅλος καὶ ὅλο τὸ κελλί του ἄκτιστο Φῶς, τὸ ὁποῖο τὸν περιαύγαζε. Καὶ σὲ πολλοὺς βίους τῶν Ἁγίων βλέπουμε τὸ ἴδιο.
Ἄρα λοιπὸν τὸ νὰ ἀξιωθῇ κανεὶς νὰ ἰδῆ τὸ ἄκτιστο Φῶς εἶναι μία ἀνωτάτη ἐμπειρία Θεοῦ, ἡ ὁποία δὲν δίδεται σὲ ὅλους, ἀλλὰ σὲ ἐλαχίστους, ὅσους ἔχουν προχωρήσει στὴν πνευματικὴ ζωή. Κατὰ τὸν ἀββᾶ Ἰσαάκ, σὲ κάθε γενεὰ μόλις ἕνας ἄνθρωπος κατορθώνει νὰ ἰδῇ ἐναργῶς τὸ ἄκτιστο Φῶς (Λόγος λβ´). Ὑπάρχουν ὅμως καὶ σήμερα χριστιανοὶ ἅγιοι ποὺ ἀξιώνονται νὰ ἔχουν αὐτὴ τὴν μοναδικὴ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ.
Βέβαια πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι καθένας ποὺ βλέπει ἕνα φῶς, δὲν σημαίνει ὅτι βλέπει τὸ ἄκτιστο Φῶς. Ὁ διάβολος πλανᾶ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς δείχνει ἄλλα φῶτα, δαιμονικά, ἢ ψυχολογικά, γιὰ νὰ νομίσουν πῶς εἶναι τὸ ἄκτιστο Φῶς, ἐνῶ δὲν εἶναι. Γι᾿ αὐτὸ κάθε χριστιανὸς ποὺ βλέπει κάτι ἢ ποὺ ἀκούει μία φωνὴ ἢ ποὺ ἔχει μία ἐμπειρία, δὲν πρέπει νὰ τὴν δέχεται ὡς ἐκ Θεοῦ, γιατὶ μπορεῖ νὰ πλανηθῇ ἀπὸ τὸν διάβολο. Ἀλλὰ πρέπει νὰ τὴν ἐξομολογηθῇ στὸν Πνευματικό του, κι αὐτὸς θὰ τοῦ πῇ ἂν εἶναι ἐκ τοῦ Θεοῦ ἢ ἂν εἶναι τῆς πλάνης καὶ τῶν δαιμόνων. Χρειάζεται πολλὴ προσοχὴ στὸ θέμα αὐτό.
Προϋποθέσεις γνησίας ἐμπειρίας τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ
Θὰ ἐξετάσουμε τώρα τὶς προϋποθέσεις, οἱ ὁποῖες μᾶς ἐξασφαλίζουν ὥστε οἱ διάφορες ἐμπειρίες ποὺ ἔχουμε νὰ εἶναι γνήσιες καὶ ὄχι νόθες.
Ἡ πρώτη προϋπόθεσις εἶναι ὅτι θὰ εἴμεθα ἄνθρωποι μετανοίας. Ἐὰν δὲν μετανοοῦμε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας καὶ καθαριζόμεθα ἀπὸ τὰ πάθη μας. δὲν μποροῦμε νὰ δοῦμε τὸν Θεό. Ὅπως λέγει ὁ Κύριός μας στοὺς μακαρισμούς: «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται». Μακάριοι αὐτοὶ ποὺ εἶναι καθαροὶ στὴν καρδιά. γιατὶ αὐτοὶ θὰ δοῦν τὸν Θεό. Ὅσο περισσότερο ὁ ἄνθρωπος καθαρίζεται ἀπὸ τὰ πάθη του, μετανοεῖ, ἐπιστρέφει στὸν Θεό, τόσο καλλίτερα μπορεῖ νὰ αἰσθάνεται καὶ νὰ βλέπῃ τὸν Θεό.
Τὸ νὰ ἐπιδιώκουμε νὰ λάβουμε ἐμπειρίες τοῦ Θεοῦ μὲ τεχνητοὺς τρόπους καὶ μεθόδους, ὅπως γίνεται στὶς αἱρέσεις στοὺς ἰνδουϊστές, στὰ γιόγκα, εἶναι λάθος. Οἱ ἐμπειρίες αὐτὲς δὲν εἶναι ἐκ Θεοῦ. Εἶναι ἐμπειρίες ποὺ προκαλοῦνται μὲ ψυχολογικοὺς τρόπους.
Οἱ ἅγιοι Πατέρες μας λέγουν: «Δῶσε αἷμα καὶ λάβε πνεῦμα». Ἂν δηλαδὴ δὲν δώσῃς τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς σου μὲ τὴν μετάνοια, τὴν προσευχή, τὴν νηστεία, τὴν ἄσκησι, δὲν μπορεῖς νὰ λάβῃς τὴν χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Οἱ ἀληθινὲς πνευματικὲς ἐμπειρίες δίνονται σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἀπὸ ταπείνωσι δὲν ζητοῦν πνευματικὲς ἐμπειρίες, ἀλλὰ ζητοῦν ἀπὸ τὸν Θεὸ μετάνοια καὶ σωτηρία. Σ᾿ αὐτοὺς ποὺ εἶναι ταπεινοὶ καὶ λέγουν: «Θεέ μου, ἐγὼ δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ ἔχω ἐμπειρίες, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ λάβω χαρίσματα πνευματικά, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ λάβω ἐπίσκεψι τῆς χάριτός σου καὶ θεῖες καὶ οὐράνιες παρηγοριὲς καὶ πνευματικὲς ἡδονές». Σ᾿ αὐτοὺς ὅμως ποὺ μὲ ὑπερηφάνεια ζητοῦν ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ τοὺς δώσῃ ἐμπειρίες, δὲν θὰ δώσῃ ἀληθινὲς καὶ γνήσιες ἐμπειρίες. Ἀντίθετα, θὰ τὸ ἐκμεταλλευθῆ ὁ πειρασμὸς καὶ θὰ τοὺς δώσῃ πλανεμένες καὶ διαβολικὲς ἐμπειρίες, λόγω τῆς ὑπερηφανείας τους. Ἄρα λοιπὸν ὁ δεύτερος ὅρος εἶναι ἡ ταπείνωσις.
Τρίτος ὅρος γιὰ νὰ λάβουμε ἀληθινὲς πνευματικὲς ἐμπειρίες εἶναι νὰ εἴμεθα μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ὄχι ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Διότι ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ὁ διάβολος θὰ μᾶς πλανήση. Ἅμα ἀπομονωθῇ τὸ πρόβατο ἀπὸ τὴν ποίμνη, θὰ τὸ κατασπαράξη ὁ λύκος. Μέσα στὴν ποίμνη εἶναι ἡ ἀσφάλεια. Ὁ χριστιανὸς μέσα στὴν Ἐκκλησία εἶναι ἀσφαλής. Ἅμα βγεῖ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, εἶναι ἐκτεθειμένος στὶς πλάνες τὶς δικές του, τῶν ἄλλων ἀνθρώπων καὶ τῶν δαιμόνων. Ἔχουμε παραδείγματα πολλῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι μὴ κάνοντας ὑπακοὴ στὴν Ἐκκλησία καὶ στὸν Πνευματικό τους ἔπεσαν σὲ μεγάλες πλάνες. Καὶ νόμιζαν ὅτι βλέπουν τὸν Θεὸ ἢ ὅτι τοὺς ἐπισκέπτεται ὁ Θεός, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα οἱ ἐμπειρίες ποὺ εἶχαν ἦταν δαιμονικὲς καὶ καταστρεπτικὲς γι᾿ αὐτούς. Ἐπίσης βοηθεῖ πολὺ τὸ νὰ ἔχουμε καθαρὰ καὶ θερμὴ προσευχή. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς ὁ θεὸς δίνει τὶς περισσότερες πνευματικὲς ἐμπειρίες στὸν ἄνθρωπο, γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅσοι προσεύχονται μὲ πόθο, μὲ ζῆλο, μὲ ὑπομονή, λαμβάνουν τὰ δῶρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ αἴσθησι τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.
Ὅπως γνωρίζετε, ὑπάρχει μία προσευχὴ ποὺ λέγομε στὸ Ἅγιον Όρος· καὶ σεῖς ἴσως τὴν λέγετε: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν». Αὐτὴ ἡ προσευχή, ποὺ χαρακτηρίζεται ὡς νοερά, καρδιακὴ καὶ ἀδιάλειπτος, ὅταν λέγεται μὲ ταπείνωσι, μὲ πόθο καὶ μὲ ἐπιμονή, φέρνει σιγὰ-σιγὰ μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου τὴν αἴσθησι τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.
Ψευδεῖς ἐμπειρίες τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ
Ψευδεῖς ἐμπειρίες τοῦ Θεοῦ ἔχουν ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι νομίζουν ὅτι ἀπὸ μόνοι τους, μὲ τὶς δικές τους δυνάμεις, σὲ αἱρέσεις, σὲ ὁμάδες, σὲ θρησκευτικὲς συναθροίσεις, ἐκτὸς Ἐκκλησίας, μποροῦν νὰ λάβουν τὴν χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Συγκεντρώνονται λοιπόν, κάποιος νέος «προφήτης» κάνει τὸν ἀρχηγό, καὶ αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι νομίζουν ὅτι δέχονται τὴν ἐπίσκεψι καὶ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ.
Ἔτυχε νὰ βρεθῶ σὲ μία συνάντησι Πεντηκοστιανῶν στὴν Ἀμερικὴ τὸ 1966 ποὺ ἤμουν ἐκεῖ. Ἡ «ἐκκλησία» τους ἦταν σὰν μία αἴθουσα σχολείου. Ἄρχισε πρῶτα ἕνα ὄργανο νὰ παίζῃ κάποια μουσικὴ μὲ ἁπαλοὺς καὶ σιγανοὺς ἤχους, ποὺ ὅσο προχωροῦσε γινόταν πιὸ ἐντατική, πιὸ ἐκκωφαντικὴ καὶ ἔξαλλη, ὥστε νὰ προκαλῇ ἔξαψι. Τελείωσε ἡ μουσικὴ καὶ ἄρχισε ὁ ἱεροκήρυκας. Ἄρχισε καὶ αὐτὸς ἁπαλὰ καί, ὅσο προχωροῦσε, φώναζε δυνατώτερα. Στὸ τέλος δημιούργησε καὶ αὐτὸς μιὰ κατάστασι ἐξάψεως. Καὶ τότε, ὅταν ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι εἶχαν πάθει ὁμαδικὴ ὑποβολὴ καὶ ὑστερία, ἄρχιζαν νὰ φωνάζουν, νὰ σηκώνουν καὶ κινοῦν τὰ χέρια, νὰ βγάζουν ἄναρθρες κραυγές. Ἔνοιωσα τότε ὅτι δὲν ἦταν ἐκεῖ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο εἶναι Πνεῦμα εἰρήνης καὶ ὄχι ταραχῆς καὶ ἐξάψεως. Τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ δὲν ἔρχεται μὲ τεχνητοὺς καὶ ψυχολογικοὺς τρόπους. Μάλιστα λυπήθηκα τὰ παιδιά, ποὺ ἦταν ἐκεῖ μέσα μαζὶ μὲ τοὺς γονεῖς τους καὶ θὰ ὑφίσταντο τὶς συνέπειες αὐτῆς τῆς ὁμαδικῆς νευρώσεως.
Κάποιος νέος, ποὺ ἔγινε μοναχὸς στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ εἶχε περάσει πρῶτα ἀπὸ τὴν ἰνδουϊστικὴ γιόγκα (πρέπει νὰ γνωρίζετε ὅτι ὑπάρχουν περὶ τὶς 500 ἰνδουϊστικὲς αἱρέσεις στὴν Ἑλλάδα), μοῦ ἐξήγησε τί ἐμπειρίες προσπαθοῦσαν νὰ ἔχουν ἐκεῖ. Ὅταν ἤθελαν νὰ ἰδοῦν φῶς, ἔτριβαν τὰ μάτια τους, ἔτσι ὥστε νὰ βλέπουν κάποια φωτάκια. Ὅταν ἤθελαν πάλι νὰ ἀκούουν ἀσυνήθιστους ἤχους, ἔκαναν κάποιες συμπιέσεις στὰ αὐτιά τους, ὥστε νὰ δημιουργοῦνται ἦχοι.
Παρόμοιες ψυχολογικὲς ἐμπειρίες ποὺ προκαλοῦνται τεχνητὰ κάποιοι αἱρετικοὶ τὶς ἀποδίδουν στὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
Ἀλλὰ οἱ ἐμπειρίες στὶς αἱρετικὲς συνάξεις δὲν εἶναι μόνο ψυχολογικές. Ἄλλοτε εἶναι καὶ δαιμονικές.Ο διάβολος ἐκμεταλλεύεται τὴν ἀναζήτησι ἀπὸ μερικοὺς ἀνθρώπους τέτοιων ἐμπειριῶν καὶ τοὺς παρουσιάζει διάφορα σημεῖα, τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι ἐκ Θεοῦ, ἀλλὰ ἰδικά του, διαβολικά. Αὐτοὶ δὲν μποροῦν νὰ καταλάβουν ὅτι εἶναι θύματα τοῦ διαβόλου.
Νομίζουν ὅτι τὰ σημεῖα αὐτὰ εἶναι οὐράνια καὶ ἐκ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀκόμη τοὺς δίδει ὁ διάβολος κάποια προφητικὴ ἱκανότητα, ὅπως δίδει καὶ στὰ «μέντιουμ». Ὁ Κύριος ὅμως μᾶς εἶχε προειδοποιήσει: «Ἐγερθήσονται γὰρ ψευδόχριστοι καὶ ψευδoπροφῆται καὶ δώσουσι σημεῖα μεγάλα καὶ τέρατα» Ματθ. κδ´ 24). Ὄχι ἁπλῶς θὰ κάνουν θαύματα, ἀλλὰ μεγάλα θαύματα καὶ τέρατα, φοβερὰ σημεῖα. Ὅπως καὶ ὁ Ἀντίχριστoς, ὅταν θὰ ἔλθη, δὲν θὰ κάνη κακὰ πράγματα. Θὰ κάνη εὐεργεσίες, θεραπεῖες ἀσθενῶν καὶ ἄλλα θαυμαστά, γιὰ νὰ πλανήσῃ τοὺς ἀνθρώπους, εἰ δυνατὸν καὶ τοὺς ἐκλεκτούς, γιὰ νὰ τὸν πιστεύσουν ὡς Σωτῆρα τους καὶ νὰ τὸν ἀκολουθήσουν.
Γι᾿ αὐτὸ χρειάζεται νὰ προσέχουμε. Κάθε ἕνας ποὺ κάνει κάποια σημεῖα ἢ προφητεύει, δὲν εἶναι πάντοτε ἐκ τοῦ Θεοῦ. Ὅπως πάλι ὁ Κύριος λέγει: «Πολλοὶ ἐροῦσί μοι ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ. Κύριε, Κύριε, οὐ τῷ σῷ ὀνόματι πρoφητεύσαμεν καὶ τῷ σῷ ὀνόματι δαιμόνια ἐξεβάλομεν, καὶ τῷ σῷ ὀνόματι δυνάμεις πολλὰς ἐποιήσαμεν; καὶ τότε ὁμολογήσω αὐτοῖς ὅτι οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς· ἀποχωρεῖτε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν» (Ματθ. ζ´ 22-23).
Ἐγνώρισα νέους ποὺ εἶχαν παρασυρθῆ ἀπὸ ἀποκρυφιστὲς κι πεντηκοστιανὲς αἱρέσεις καὶ οἱ ὁποῖοι μετὰ τὴν ἐπιστροφή τους στὴν Ἐκκλησία ὡμολόγησαν ὅτι διάφορες ἐμπειρίες ποὺ εἶχαν, ὅταν ἦσαν μέλη τῶν αἱρέσεων αὐτῶν, ἦσαν διαβολικές.
Ἕνας πρώην πεντηκοστιανὸς π.χ. ὡμολόγησε ὅτι στὶς πεντηκοστιανὲς συγκεντρώσεις, ὅταν κάποια «προφήτις» προφήτευε αὐτὸς αἰσθανόταν δαιμονικὴ ταραχὴ καὶ ὅτι, ὅταν προσπαθοῦσε νὰ εἰπῇ τὴν εὐχὴ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν», ἐρχόταν ἡ γλωσσολαλιὰ καὶ τὸν ἔπνιγε ἐμποδίζοντάς τον νὰ λέγῃ τὴν εὐχή.
Ἐπειδὴ ὁ διάβολος μετασχηματίζεται σὲ ἄγγελο φωτὸς πρέπει νὰ εἴμεθα ἐπιφυλακτικοὶ στὶς ἐμπειρίες. Ὁ Ἀπόστολος Ἰωάννης μας συμβουλεύει: «Ἀγαπητοί, μὴ παντὶ πνεύματι πιστεύετε» (Α´ Ἰωάν. δ´ 1). Δὲν εἶναι ὅλα τὰ πνεύματα ἐκ τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἔχοντες δὲ τὸ κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο χάρισμα τῆς διακρίσεως τῶν πνευμάτων (Α´ Κορ. ιβ´ 10) ἠμποροῦν νὰ διακρίνουν τὰ πνεύματα, ἐὰν εἶναι ἐκ τοῦ Θεοῦ ἢ εἶναι τοῦ διαβόλου. Αὐτὸ τὸ χάρισμα τὸ ἔχουν οἱ Πνευματικοὶ τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾿ αὐτό, ὅταν ἔχουμε τέτοιο πρόβλημα, πρέπει νὰ ἀπευθυνώμεθα στὸν Πνευματικό μας, καὶ αὐτὸς θὰ διακρίνη τὴν προέλευσι κάθε ἐμπειρίας.
Ἀκόμη καὶ μοναχοὶ εἶναι δυνατὸν νὰ πλανηθοῦν. Ἔχουμε περιπτώσεις στὸ Ἅγιoν Ὄρος ποὺ μοναχοὶ πλανήθηκαν ἀπὸ τέτοιες ἐμπειρίες. Παρουσιάσθηκε π.χ. σὲ κάποιο μοναχὸ ἕνας ἄγγελος -ἐνῶ ἦταν ὁ διάβολος- καὶ τοῦ εἶπε: «Ἔλα πάνω στὴν κορυφὴ τοῦ Ἄθωνος, νὰ σοῦ δείξω μεγάλα θαύματα». Τὸν ὡδήγησε ἐκεῖ, καὶ παρὰ λίγο θὰ τὸν γκρέμιζε ἀπὸ τὰ βράχια, ἂν ἐκεῖνος δὲν ἐπεκαλεῖτο τὴν θεία βοήθεια. Αὐτὸς ἔκανε τὸ λάθος νὰ πιστεύσῃ τὴν ὀπτασία ὡς ἐκ Θεοῦ, ἐνῶ δὲν ἔπρεπε. Διότι οἱ μοναχοὶ γνωρίζουν ὅτι, ὅταν ἰδοῦν μία ὀπτασία, πρέπει νὰ τὴν ποῦν στὸν Γέροντά τους, καὶ αὐτὸς θὰ τοὺς πῆ ἂν εἶναι ἐκ τοῦ Θεοῦ ἢ ἐκ τῶν δαιμόνων. Ὅπου λοιπὸν ὑπάρχει ὑπερηφάνεια, εἶναι πολὺ πιθανὴ ἡ πλάνη.
Περὶ Πεντηκοστιανῶν
Οἱ ἐμπειρίες τῶν Πεντηκοστιανῶν δὲν εἶναι ἐκ τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό, ὄχι μόνο δὲν τοὺς βοηθοῦν νὰ μποῦν στὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ καὶ τοὺς ὁδηγοῦν ἐκτὸς Ἐκκλησίας. Μόνο ὁ διάβολος ἔχει συμφέρον νὰ βγάλῃ τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.
Ἀλλὰ καὶ ὁ κατατεμαχισμός τους σὲ πολλὲς αἱρέσεις καὶ ὁμάδες εἶναι ἀπόδειξις ὅτι δὲν ἀποτελοῦν τὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Προτεσταντισμὸς ἀποτελεῖται ἀπὸ χιλιάδες αἱρέσεις. Μία ἀπὸ τὶς προτεσταντικὲς αἱρέσεις εἶναι οἱ Πεντηκοστιανoί. Μόνο στὶς Η. Π. Α. ὑπάρχουν 39 εἴδη Πεντηκοστιανῶν. Πολλὲς ἀπὸ τὶς πεντηκοστιανὲς αἱρέσεις δὲν ἔχουν καμμία σχέσι μεταξύ τους. Σὰς ἀναφέρω τίτλους μερικῶν πεντηκoστιανῶν ὁμάδων: «Συνάθροισις τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ, τοῦ ὄρους», «Ἐνσωματωμένη συνάθροισις τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ», «Θέατρο Γάρ», «Ἄγρυπνη ἱεραποστολή», «Ἐκκλησία τῆς Μητέρας Χόρν», «Ἐκκλησία τῆς Μητέρας Ρόμπερτσον», «Ἰησοῦς καὶ ἄγρυπνη ἱεραποστολή», «Ὑπόλοιπον τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ», «Ἐν πυρὶ βαπτισμένη Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ ἁγιότητος Ἀμερικῆς», «Ἐκκλησία τῆς Μογέρα Κούκ», «Ἐθνικὴ πνευματικὴ δαβιδικὴ ἕνωσις ναοῦ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ», «Ἐκκλησία τοῦ τετραγωνικοῦ εὐαγγελίου».
Ἂν ὑπῆρχε σ᾿ αὐτὲς τὶς ὁμάδες τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, θὰ ὑπῆρχε ἑνότης, θὰ ὑπῆρχε μία Ἐκκλησία καὶ ὄχι τόσες διαφορετικὲς καὶ ἀντιτιθέμενες ὁμάδες.
Ὠρισμένες ἐπίσης ἐκδηλώσεις ποὺ λαμβάνουν χώρα στὶς συγκεντρώσεις τους, ὅπως τὸ νὰ τρέμουν, νὰ πέφτουν κάτω σὰν νεκροί, νὰ βγάζουν ἄναρθρες κραυγές, δὲν εἶναι εἰρηνικοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. Παρόμοια φαινόμενα συναντοῦμε στὶς εἰδωλολατρικὲς θρησκεῖες. Ὑπάρχουν ἐπίσης πολλὲς ὁμοιότητες μὲ τὰ πνευματιστικὰ φαινόμενα.
Καλλιεργοῦν ἀκόμη πνεῦμα ὑπερηφανείας πιστεύοντας ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὅλη ἐπὶ δυὸ χιλιάδες χρόνια πλανᾶται, ἐνῶ αὐτοὶ βρῆκαν τὴν ἀλήθεια τὸ 1900. Ὁ πρῶτος ποὺ ἵδρυσε τὴν ὁμάδα τῶν Πεντηκοστιανῶν εἶναι ἕνας Ἀμερικανός. Ὁ πρῶτος στὴν Ἑλλάδα πεντηκοστιανός, Μιχαὴλ Γκούνας, διεκήρυσσε: «Μετὰ ἀπὸ τόσους αἰῶνες ἔγινε πάλι στὴν χώρα τῆς Ἑλλάδος ἀπαρχὴ τῆς ἐπίσκεψης τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Ἀπ᾿ αὐτὸν ἄρχισε ἡ ἐπίσκεψις τοῦ Χριστοῦ στὴν Ἑλλάδα ὅπως τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς! Τόσα χρόνια δὲν ὑπῆρχε! Βλέπετε σατανικὸς ἐγωισμὸς καὶ ὑπερηφάνεια;
Τί γίνεται τώρα μὲ τὸ ἐπιδιωκόμενο ἀπ᾿ αὐτοὺς χάρισμα τῆς γλωσσολαλίας; Πράγματι, στὴν Καινὴ Διαθήκη ἀναφέρεται ἡ γλωσσολαλία. Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς μιλοῦσαν τὶς γλῶσσες τῶν λαῶν ποὺ ἦλθαν νὰ προσκυνήσουν στὰ Ἱεροσόλυμα, γιὰ νὰ τοὺς κατηχήσουν στὸ Εὐαγγέλιο. Τὸ χάρισμα τῆς γλωσσολαλίας εἶναι χάρισμα ποὺ δόθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ στοὺς Ἀποστόλους γιὰ ἕνα εἰδικὸ λόγο: Γιὰ νὰ προσηλυτίσουν τοὺς μὴ χριστιανοὺς στὴν χριστιανικὴ πίστι. Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, ὅταν μιλοῦσαν γλῶσσες, δὲν μιλοῦσαν ἄναρθρες κραυγές, σὰν δαιμονισμένοι. Μιλοῦσαν ξένες γλῶσσες, ὄχι ὁποιεσδήποτε γλῶσσες, ἀλλὰ τὶς γλῶσσες αὐτῶν ποὺ ἦταν ἐκεῖ στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ δὲν ἤξεραν τὴν ἑβραϊκὴ γλώσσα, γιὰ ν᾿ ἀκούσουν τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ πιστεύσουν. Ἄρα οἱ ἄναρθρες κραυγὲς δὲν ἔχουν καμμία σχέσι μὲ τὸ χάρισμα τῆς γλωσσολαλίας, τὴν ὁποία ἐπικαλοῦνται οἱ Πεντηκοστιανοί.
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ὁ χῶρος τῆς γνησίας ἐμπειρίας τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ
Ἐκκλησία τῆς Πεντηκοστῆς εἶναι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας. Καὶ γιατί εἶναι αὐτή; Διότι εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῆς σαρκώσεως καὶ ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ, τοῦ σταυρικοῦ Του θανάτου, τῆς Ἀναστάσεώς Του καὶ τῆς Πεντηκοστῆς. Ὅταν ἀπὸ τὸ ὅλο ἔργο τοῦ Χριστοῦ ἀπομονώσουμε ἕνα μόνο σημεῖο, τὸ ὑπερτονίσουμε καὶ λανθασμένα τὸ ἐξηγήσουμε, αὐτὸ γίνεται μονομέρεια καὶ αἵρεσις. Μόνο ἡ Ἐκκλησία ποὺ δέχεται καὶ βιώνει ὅλο τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ, συμπεριλαμβανομένης τῆς Πεντηκοστῆς, εἶναι ἡ ἀληθινὴ Ἐκκλησία τῆς Πεντηκοστῆς. Χωρὶς Σταυρὸ γίνεται Ἀνάστασις; Χωρὶς νὰ σταυρωθῇ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν νηστεία, τὴν προσευχή, τὴν μετάνοια, τὴν ταπείνωσι, τὴν ἄσκησι, μπορεῖ νὰ ἰδῆ τὸν Θεό; Προηγεῖται ὁ Σταυρὸς στὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ χριστιανοῦ, καὶ ἕπεται ἡ Ἀνάστασις καὶ ἡ Πεντηκοστή. Ἐνῶ αὐτοὶ θέλουν Ἀνάστασι καὶ χαρίσματα πνευματικά, χωρὶς νὰ σταυρώσουν τὸν ἑαυτὸ τοὺς διὰ τῆς μετανοίας, τῆς ἀσκήσεως, τῆς νηστείας, τῆς ὑπακοῆς στὴν Ἐκκλησία. Καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν ἀποτελοῦν αὐτοὶ τὴν Ἐκκλησία τῆς Πεντηκοστῆς.
Σὲ κάθε θεία Λειτουργία στὴν Ἐκκλησία μας ἔχουμε Πεντηκοστή. Πῶς ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος γίνονται Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ; Δὲν γίνονται μὲ τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Νὰ ἡ Πεντηκοστή! Κάθε Ἁγία Τράπεζα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι καὶ ὑπερῶον τῆς Πεντηκοστῆς. Σὲ κάθε Βάπτισμα Πεντηκοστὴ ἔχουμε. Μὲ τὴν χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὁ ἄνθρωπος γίνεται χριστιανὸς καὶ ἐνσωματώνεται στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Κάθε χειροτονία διακόνου, ἱερέως καὶ μάλιστα ἀρχιερέως εἶναι μία νέα Πεντηκοστή. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατεβαίνει καὶ κάνει ἕνα ἄνθρωπο λειτουργὸ τοῦ Θεοῦ.
Κάθε ἐξομολόγησις ἑνὸς χριστιανοῦ εἶναι πάλι Πεντηκοστή. Τὴν ὥρα ποὺ ὁ χριστιανὸς γονατίζει στὸν Πνευματικό του μὲ ταπείνωσι καὶ λέγει τὶς ἁμαρτίες του μὲ μετάνοια καὶ ὁ Πνευματικὸς τοῦ διαβάζει τὴν συγχωρητικὴ εὐχή, συγχωρεῖται διὰ τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Κάθε σύναξις καὶ κάθε μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι συνέχεια τῆς Πεντηκοστῆς, διότι τελοῦνται μὲ τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γι᾿ αὐτὸ ὅλες σχεδὸν οἱ πράξεις, οἱ προσευχὲς καὶ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας ἀρχίζουν μὲ τὴν προσευχή: «Βασιλεῦ Οὐράνιε, Παράκλητε, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας… ἐλθὲ καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν…». Ζητοῦμε νὰ ἔλθῃ ὁ Παράκλητος, ὁ Παρηγορητής, τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Καὶ ἔρχεται. Ὅπου συνάγεται ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἡ ἀληθινὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖ ἐπιφοιτᾶ καὶ ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Κάθε Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ἕνας ἄνθρωπος πνευματεμφόρος, γεμάτος ἀπὸ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἄνθρωπος τῆς Πεντηκοστῆς.
Τὸ αἴτημα τῆς Κυριακῆς προσευχῆς: «ἐλθέτω ἡ Βασιλεία σου» σημαίνει: «ἐλθέτω ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Σου Πνεύματος». Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἄρα καὶ μὲ τὸ «Πάτερ ἡμῶν» ζητοῦμε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.
Ἡ προσευχὴ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν» καὶ αὐτὴ γίνεται μὲ τὴν χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Διότι, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «οὐδεὶς δύναται εἰπεῖν Κύριον Ἰησοῦν, εἶ μὴ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» (Α Κορ. ιβ´ 3). Κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ εἰπῇ τὸν Ἰησοῦ Κύριο, παρὰ μόνον μὲ τὴν χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Νὰ λοιπόν, ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας ζῆ διαρκῶς τὴν Πεντηκοστή.
Ἔχουμε, ἀδελφοί μου, τὴν εὐλογία μέσα στὴν ἁγία μας Ἐκκλησία νὰ ἔχουμε τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ. Ἔχουμε τὴν δυνατότητα νὰ οἰκειωθοῦμε καὶ νὰ λάβουμε ἐμπειρία τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν Θεό. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας εἶναι δοκιμασμένος καὶ ἀσφαλὴς δρόμος σωτηρίας. Εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων, τῶν Πατέρων, τῶν Μαρτύρων, τῶν Ἁγίων, μέχρι καὶ τῶν τελευταίων χρονικῶς Ἁγίων, ὅπως τοῦ ἁγίου καὶ θαυματουργοῦ Νεκταρίου. Εἶναι ἡ Ἐκκλησία ποὺ κρατᾶ τὴν διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου ἀνόθευτη ἐδῶ καὶ δυὸ χιλιάδες περίπου χρόνια, ἂν καὶ φοβεροὶ αἱρετικοὶ τὴν ἐπολέμησαν.
Θυμηθῆτε πόσοι αἱρετικοὶ ἐπολέμησαν τὴν Ἐκκλησία μας διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Καὶ ὄχι ἐχθροί, σὰν τοὺς Πεντηκοστιανούς. Αὐτοκράτορες μὲ στρατιές, μὲ κοσμικὲς δυνάμεις. Δὲν μπόρεσαν ὅμως νὰ γκρεμίσουν τὴν Ἐκκλησία. Οὔτε ἡ εἰκονομαχία, ποὺ διήρκεσε ἑκατὸν τριάντα χρόνια, μπόρεσε νὰ γκρεμίσῃ τὴν Ὀρθοδοξία. Χιλιάδες οἱ μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας· καὶ ὅμως ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε νικήθηκε, ἔστω καὶ ἂν φαίνεται ὅτι καταβάλλεται. Καὶ μάλιστα ὅσο πολεμεῖται, τόσο δυναμώνει καὶ λαμπρύνεται.
Μέσα στὴν Ἐκκλησία μας λοιπὸν ὑπάρχει ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Στὴν Ἐκκλησία μας ὑπάρχουν Ἅγιοι μέχρι σήμερα. Πολλῶν Ἁγίων τὰ σώματα διατηροῦνται ἄθικτα, μυροβλύζουν, εὐωδιάζουν, θαυματουργοῦν. Ποῦ ἀλλοῦ γίνεται αὐτό; Σὲ ποιὰ αἵρεσι καὶ σὲ ποιὰ «ἐκκλησία» βγάζουν τοὺς ἄλλους ἀπὸ τὸν τάφο καὶ εὐωδιάζουν; Θὰ ἔχετε ἀκούσει ἴσως ὅτι τὰ ὀστεοφυλάκια στὸ Ἅγιον Ὄρoς εὐωδιάζουν, διότι μεταξὺ τῶν ὀστῶν τῶν πατέρων ὑπάρχουν ὀστὰ ἁγίων μοναχῶν. Αὐτὰ συμβαίνουν λόγω τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἐπὶ πλέον μόνο ὁ ἁγιασμὸς τῶν Ὀρθοδόξων διατηρεῖται ἄθικτος. Ὅσοι ἔχετε ἁγιασμὸ στὸ σπίτι σας, γνωρίζετε ὅτι ὅσο χρόνο καὶ νὰ μείνῃ, οὐδέποτε χαλᾶ.
* * *
Αὐτὴ εἶναι ἡ πίστις μας, ἡ ἀληθινὴ καὶ ὀρθόδοξος!
Γιατί νὰ ἀφήσουμε αὐτὴν τὴν πίστι καὶ νὰ ἀκολουθήσομε κάποιους ἀμερικανοὺς νεοφανεῖς «σωτῆρας», οἱ ὁποῖοι νομίζουν ὅτι ἀπὸ αὐτοὺς ἀρχίζει ἡ Ἐκκλησία; Γιὰ σκεφθῆτε τί δαιμονικὴ ἔπαρσι ποὺ ἔχουν! Ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει δυὸ χιλιάδες χρόνια, καὶ αὐτοὶ λέγουν ὅτι ἀπ᾿ αὐτούς, τοὺς Πεντηκοστιανοὺς καὶ λοιποὺς αἱρετικούς, ἀρχίζει ἡ γνησία πίστις.
Καὶ ἂν γιὰ τοὺς ἄλλους λαοὺς ὑπάρχει κάποιο ἐλαφρυντικὸ νὰ ἀκολουθοῦν τὶς αἱρέσεις, γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους Ἕλληνες, ποὺ ἔχουμε τέτοια Παράδοσι, τόσους Ἁγίους, τόσα μοναστήρια, τόσα ἅγια λείψανα, τόσες θαυματουργὲς εἰκόνες, τόσους ἁγίους Μάρτυρας καὶ Πατέρας, ὑπάρχει ἐλαφρυντικὸ καὶ δικαιολογία;
Ἡ ἀποχώρησίς μας ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία εἶναι φοβερὴ καὶ ἀσυγχώρητη ἀποστασία ἀπὸ τὸν Θεὸ τῶν Πατέρων μας.
Ὁ διάβολος προσπαθεῖ μὲ τὶς αἱρέσεις νὰ συντρίψῃ τὴν Ἐκκλησία. Ἀλλὰ τελικὰ αὐτὸ ἀποβαίνει εἰς βάρος του. Νομίζει ὅτι θὰ κάνη κακὸ στὸν Χριστό, στὴν Ἐκκλησία καὶ στοὺς χριστιανούς, ὅταν τοὺς πολεμᾶ, ἀλλὰ στὸ τέλος συντρίβεται. Ὁ ἅγιος Θεός, ἀπὸ τὸν πόλεμο ποὺ κάνει ὁ διάβολος κατὰ τῆς Ἐκκλησίας, βγάζει καλό. Οἱ Ὀρθόδοξοι στερεώνονται στὴν πίστι, ἀναδεικνύονται νέοι μάρτυρες καὶ ὁμολογηταί, μεγάλοι θεολόγοι καὶ ὑπερασπισταὶ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως.
Ὅταν τὸν 14ο αἰώνα ὁ δυτικὸς μοναχὸς Βαρλαὰμ πολέμησε τὴν ὀρθόδοξο διδασκαλία περὶ θείων ἐνεργειῶν καὶ ἀκτίστου Φωτός, ὅπως τὴν ἐβίωναν στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὁ Θεὸς ἀνέδειξε τὸν ἁγιορείτη ἱερομόναχο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ σὲ μεγάλο Θεολόγο καὶ διδάσκαλο τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Ἔτσι καὶ τώρα, ἐὰν δὲν ὑπῆρχε ἡ αἵρεσις τῶν Πεντηκοστιανῶν, δὲν θὰ συναγόμεθα ὅλοι ἐδῶ. Δὲν θὰ ἐμβαθύναμε περισσότερο στὴν πίστι μας. Δὲν θὰ ἐκάναμε τὴν ὁμολογία τῆς πίστεώς μας. Νὰ λοιπὸν ὅτι τελικὰ εἰς βάρος τῶν αἱρέσεων καὶ τοῦ διαβόλου ἀποβαίνει αὐτό, τὸ ὁποῖο ἐπιχειροῦν νὰ κάνουν κατὰ τῆς Ἐκκλησίας. Λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Δεῖ γὰρ καὶ αἱρέσεις ἐν ὑμῖν εἶναι, ἵνα οἱ δόκιμοι φανεροὶ γένωνται ἐν ὑμῖν» (Α´ Κορ. ια´ 19). Πρέπει, λέγει, νὰ ὑπάρχουν καὶ αἱρέσεις, γιὰ νὰ φαίνωνται οἱ στερεοὶ στὴν πίστι. Τώρα λοιπὸν ποὺ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία πολεμεῖται ἀπὸ τὸν ἀθεϊσμό, τὴν σαρκολατρεία, τὶς αἱρέσεις μέσῳ ραδιοφώνων, τηλεοράσεων, ἐφημερίδων καὶ ἄλλων μέσων, τώρα εἶναι ἡ ὥρα ποὺ θὰ φανοῦν οἱ πιστοὶ καὶ ἀληθινοὶ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ καὶ ἀγωνισταὶ καὶ ὁμολογηταὶ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως.
Σ᾿ αὐτὲς τὶς πολὺ κρίσιμες ὧρες, ὅποιος ὀρθόδοξος χριστιανὸς κρατήσει τὴν ὀρθόδοξο πίστι του στὸν Χριστό, θὰ λάβη πολλὴ εὐλογία καὶ πολὺ μισθὸ ἀπὸ τὸν ἅγιο Θεό. Καὶ τοῦτο διότι σ᾿ αὐτὴν τὴν πονηρὴ καὶ διεστραμμένη ἐποχὴ δὲν παρασύρθηκε ἀπὸ τὴν σύγχρονη εἰδωλολατρία, ἀπὸ τοὺς συγχρόνους ψευδοθεούς, δὲν ἔκλινε γόνυ σ᾿ αὐτούς, ἀλλὰ ἔμεινε σταθερὸς καὶ ἀμετακίνητος στὴν ἁγία μας ὀρθόδοξο πίστι.
Μακάρι λοιπὸν κανεὶς ὀρθόδοξος Ἕλληνας νὰ μὴ φανῇ προδότης, Ἰούδας καὶ ἀποστάτης τῆς ἁγίας μας ὀρθοδόξου πίστεως. Ἀλλὰ καὶ ὅσοι συνεργείᾳ τοῦ πονηροῦ παρασύρθηκαν ἐξ ἀγνοίας στὶς πλάνες καὶ τὶς αἱρέσεις, νὰ φωτισθοῦν ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἐπιστρέψουν στὴν ἁγία μας ὀρθόδοξο πίστι, γιὰ νὰ ἔχουν ἐλπίδα σωτηρίας.
Μπορεῖ νὰ εἴμεθα ἁμαρτωλοὶ ὅλοι, ἀλλὰ ὅταν εἴμεθα μέσα στὴν ἁγία μας ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, ἔχουμε ἐλπίδα σωτηρίας. Ἐνῶ ἀντιθέτως, καὶ «δίκαιοι» νὰ εἴμεθα, ἐκτὸς Ἐκκλησίας δὲν ἔχουμε ἐλπίδα σωτηρίας. Μέσα στὴν Ἐκκλησία ὅλοι μας εἴμεθα, θὰ μετανοήσουμε, θὰ ἐξομολογηθοῦμε, θὰ συγχωρεθοῦμε καὶ ὁ Θεὸς θὰ μᾶς ἐλεήση. Ἐκτὸς Ἐκκλησίας ποιὸς θὰ μᾶς σώσῃ; Ποιὸ Ἅγιο Πνεῦμα θὰ συγχωρήσῃ τὶς ἁμαρτίες μας καὶ ποιὰ Ἐκκλησία θὰ πρεσβεύη μετὰ τὸν θάνατό μας γιὰ τὶς ψυχές μας; Ὅποιος λοιπὸν Ὀρθόδοξος πεθαίνει ὡς ὀρθόδοξος, νὰ ξέρῃ ὅτι ἔχει ἐλπίδα σωτηρίας. Ἐνῶ ὅποιος βγῇ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἔστω καὶ ἂν νομίζῃ ὅτι ἔχει καλὰ ἔργα, δὲν ἔχει ἐλπίδα σωτηρίας.
Γι᾿ αὐτό, ἀδελφοί, ἂς μείνουμε στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία μας πιστοὶ καὶ ἀμετακίνητοι μὲ ἕνα ἅγιο πεῖσμα μέχρι τέλους γιὰ νὰ ἔχουμε ὅλοι ἐμεῖς, μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν εὐλογία τῆς Παναγίας μας, ἐλπίδα σωτηρίας.
Ο Όσιος Λαυρέντιος
κτήτορας της Ιεράς Μονής Φανερωμένης στη Σαλαμίνα
Οὐράνιον δόμον νῦν ἔχεις πάτερ.
Καταλιπὼν γηΐνων καὶ φθαρτῶν μάκαρ.
Ἀεὶ τοίνυν πρέσβευε ὑπὲρ τῶν σῶν δούλων.
Ἀτρώτοις μεῖναι, ἐκ τῶν παγίδων τοῦ πειρασμοῦ.
Βιογραφία
Ο Όσιος πατήρ ημών Λαυρέντιος γεννήθηκε στα Μέγαρα της Αττικής, κατά το πρώτον ήμισυ του 17ου μ.Χ. αιώνα, από γονείς απλοϊκούς τον Δημήτριο και την Κυριακή, ευλαβείς στην ορθόδοξη πίστη και αφοσιωμένους στην Εκκλησία.
Το κοσμικό του όνομα ήταν Λάμπρος Κανέλλος. Όταν ενηλικιώθηκε παντρεύτηκε τη Βασίλω και απέκτησε δύο γιους τον Ιωάννη και τον Δημήτριο. Με την οικογένειά του ζούσαν ευσεβή και απλοϊκή ζωή, μέσα στα πολύ δύσκολα εκείνα χρόνια της τουρκοκρατίας.
Το επάγγελμά του ήταν αγρότης, γνώριζε όμως και την τέχνη του οικοδόμου. Η ζωή του ήταν απολύτως ενάρετη, με εγκάρδια ορθόδοξη παραδοσιακή ευσέβεια και προσευχή, χαρίσματα τα οποία τον έκαναν φίλο του Θεού και των Αγίων Του.
Για τον λόγο αυτό, όταν κάποτε βρισκόταν με άλλους συμπολίτες του σε αγροτική περιοχή για καλλιέργεια των χωραφιών, κάποια νύχτα εμφανίσθηκε σ’ αυτόν σε όραμα η Υπεραγία Θεοτόκος, η οποία τον καλούσε να μεταβεί σε τόπο που του υπέδειξε, για να οικοδομήσει την Εκκλησία της. Ο τόπος αυτός βρισκόταν στο βόρειο μέρος της Σαλαμίνας, απέναντι από την παραλία της Μεγαρίδος με την ονομασία Μεγάλο Πεύκο (σημερινή Νέα Πέραμος). Ο γέροντας δεν αποφάσιζε να εκτελέσει την εντολή αυτή, γι’ αυτό την επομένη νύχτα εμφανίσθηκε και πάλι η Παναγία, προτρέποντας αυτόν με τρόπο εντονότερο. Επειδή όμως έμενε στις αμφιβολίες του, βλέπει για τρίτη φορά την Παναγία προστάζοντάς τον, λέγοντας: «Τάχιστα πορεύου, ἄνθρωπε, εἰς τὴν νῆσον, εἰς τὴν ὁποίαν σοῦ εἶπον, νὰ ἐκτελέσῃς τὸ παρ᾿ ἐμοῦ προσταττόμενον».
Τότε ο ταπεινός γέροντας επέστρεφε έντρομος στην πόλη του τα Μέγαρα, και διηγήθηκε το όραμα σε γνωστούς και φίλους, από τους οποίους άλλοι πίστευαν σ’ αυτά και άλλοι αμφέβαλαν, αυτός δε παρέμενε στο σπίτι του αναποφάσιστος.
Κάποια νύχτα εμφανίσθηκε και πάλι σ’ αυτόν η Υπεραγία Θεοτόκος, απειλούσα αυτόν, να πάει στην Σαλαμίνα και να εκτελέσει την εντολή της.
Τότε έλαβε την μεγάλη απόφαση και ήρθε στην παραλία για να περάσει απέναντι. Ήταν όμως τόσο μεγάλη η θαλασσοταραχή και πλοιάριο πουθενά δεν υπήρχε, ώστε να φαίνεται ότι ήταν ακατόρθωτο να περάσει απέναντι στην Σαλαμίνα. Ενώ δε καθόταν συλλογισμένος και απελπισμένος, ακούει υπερκόσμια φωνή να του λέει: «Ρίξε την κάπα σου στην θάλασσα και αφού καθίσεις επάνω σ’ αυτήν, θα σε οδηγήσει χωρίς κίνδυνο στο νησί. Με απόλυτη εμπιστοσύνη στην θεία προσταγή και αποβάλλοντας κάθε φόβο και ενδοιασμό, διέσχισε τη θάλασσα επάνω στην κάπα του και έφθασε σώος και αβλαβής στην νήσο Σαλαμίνα. Ευθύς πήγε στον τόπο όπου του είχε υποδείξει η Θεοτόκος, και όπου σκάβοντας στα ερείπια παλαιοτέρας Ι. Μονής με πολλούς κόπους, βρήκε την θαυματουργό εικόνα της Θεομήτορος, μαυρισμένη μεν από την υγρασία, πραγματικό όμως θησαυρό για την νήσο της Σαλαμίνος και για όλη την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Η Εικόνα αυτή της Υπεραγίας Θεοτόκου, ονομάσθηκε Φανερωμένη, διότι ακριβώς φανερώθηκε στον Όσιο. Το ίδιο όνομα έλαβε και η Ιερά Μονή την οποία στην συνέχεια ανοικοδόμησε, το 1682 μ.Χ., με πολλούς κόπους ο Όσιος, ο οποίος γενόμενος Μοναχός έλαβε το μοναχικό όνομα Λαυρέντιος. Σ’ αυτήν την Ι. Μονή χρημάτισε Ηγούμενος, συγκεντρώνοντας Ιερομονάχους και Μοναχούς, διδάσκοντας και δίνοντας το παράδειγμα της κατά Θεόν οσίας βιοτής και κατέστησε την Ι. Μονή περιώνυμη και σεβάσμια στην εποχή του.
Αρχικά έκτισε το μικρό Εκκλησάκι, το οποίο σήμερα τιμάται επ’ ονόματι του αγίου Νικολάου και αργότερα το μεγάλο Καθολικό, ο οποίο όμως δεν πρόφθασε να δη αγιογραφημένο με τις εξαίρετες τοιχογραφίες, τις οποίες θαυμάζουμε και σήμερα.
Αυτόν τον απλοϊκό άνθρωπο, τον όσιο Λαυρέντιο ο Θεός τον προίκισε με θαυμαστά πνευματικά χαρίσματα, μεταξύ των οποίων ήταν το χάρισμα της θαυματουργίας, διότι ο όσιος επιτελούσε θαύματα ενώ ακόμη ευρισκόταν στη ζωή. Ένα τέτοιο θαύμα είναι αυτό της θεραπείας της συζύγου Οθωμανού αξιωματούχου, την οποία οι γιατροί δεν μπόρεσαν να θεραπεύσουν. Η φήμη του Αγίου Λαυρεντίου, ότι θεραπεύει αρρώστους με την προσευχή του, έφθασε στα αυτιά της, και παρά τις έντονες αντιρρήσεις του συζύγου της, εκλήθη στο σπίτι τους στην Αθήνα, όπου με προσευχή και την σημείωση του σημείου του Σταυρού στο σώμα της, την έσωσε από βέβαιο θάνατο. Το θαύμα αυτό είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο τον βαθύτατο σεβασμό και τις ευχαριστίες του συζύγου της, αλλά και την απόδοση στην Ι. Μονή κτήματος με ελιές, ευρισκομένου στην απέναντι περιοχή της Μεγαρίδος, η οποία μέχρι σήμερα αποκαλείται Βλυχάδα, το οποίο ανήκε παλαιότερα στην (ερειπωμένη) Ι. Μονή και το οποίο ο Οθωμανός παράνομα κατακρατούσε.
Στην άσκηση και προσευχή έζησε ο όσιος αρκετά χρόνια, κοιμήθηκε δε εν Κυρίω την 9η Μαρτίου του 1707 μ.Χ. (κατά άλλους στις 6 Μαρτίου 1707 μ.Χ.), ημέρα της μνήμης των αγίων Σαράντα Μαρτύρων, όπως φαίνεται από ανορθόγραφη σημείωση σε χειρόγραφο, σωζόμενο στην Ι. Μονή από τα χρόνια εκείνα. Τον διαδέχτηκε στην Ηγουμενία ο υιός τους Ιωάννης, ο οποίος είχε γίνει Μοναχός, με το Μοναχικό όνομα Ιωακείμ.
Η μετάθεση της μνήμης του στην 7η Μαρτίου φαίνεται ότι έγινε από τους Μοναχούς της Ι. Μονής του, για να μη συμπίπτει με τη μεγάλη εορτή των αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων.
Η τιμία κάρα του, που φέρει αργυρό περίβλημα, απόκειται σε προσκύνηση στο ναΰδριο τοθ Αγίου Νικολάου.
Τέλος να σημειώσουμε ότι μοναχή έγινε και η σύζυγός του Οσίου Λαυρεντίου, η οποία μετονομάσθηκε σε Βασσιανή.
Ιερά Λείψανα
Η Κάρα, η σιαγόνα και τμήματα των χειρών του Αγίου
ευρίσκονται στην Ιερά Μονή Φανερωμένης Σαλαμίνος.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν Μεγάρων τὸν γόνον, Ἀσκητῶν τὸν ὁμότροπον, καὶ φρουρὸν Μονῆς Σαλαμῖνος, θεοφόρον Λαυρέντιον, τιμήσωμεν προφρόνως ἀδελφοί, ὡς μέτοχον τῆς δόξης τοῦ Χρίστου, ἶνα τούτου ταὶς πρεσβείαις πάσης ὀργῆς, ρυώμεθα κραυγάζοντες, δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγούντι διὰ σοῦ, ἠμιν Πάτερ τὰ πρόσφορα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄.
Τῶν Μεγάρων τὸν γόνον, ἀσκητῶν ἐγκαλλώπισμα, τὸν φρουρὸν μονῆς Σαλαμῖνος, θεοφόρον Λαυρέντιον, τιμήσωμεν προφρόνως ἀδελφοί, ἐν ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, ὅτι τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς ἀρετῆς, καὶ πίστεως τετέλεκε. Πρέσβευε οὖν ὑπὲρ ἡμῶν, Λαυρέντιε παμμακάριστε καὶ τὴν σὴν μονήν τε καὶ πόλιν σαῖς εὐχαῖς διαφύλαττε.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῶν Ὁσίων καύχημα πόλεως παμμάκαρ, τὸν Χριστὸν ἐπόθησας θεόφρον πάτερ, διὰ τοῦτό σε ὁ πλάστης, στεφάνῳ δόξης κεκόσμηκε.
Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐκ Μεγάρων Ὅσιε, οἷάπερ φοῖνιξ βλαστήσας, μυστικῶς ἐξήνθησας, ἐν Σαλαμῖνι τῇ νήσῳ· ἔνθα δή, Μονὴν ἐγείρας τῇ Θεοτόκῳ, σκήνωμα, τοῦ Παρακλήτου λαμπρὸν ἐδείχθης, τῇ ὁσίᾳ σου ἀσκήσει, Χριστοῦ θεράπον, Πάτερ Λαυρέντιε.
Κάθισμα
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Μετὰ τὴν α΄ στιχ.
Παμμάκαρ ἀληθῶς, ἀνεδείχθης θεόφρων, ἀκλόνητος φωστήρ, διαλάμπων τοῖς πᾶσι, κατεπλούτησας, πάντας τοὺς ἐν ἀσκήσει, χαίρων ἤσκησας, καὶ κατεφρόνησας πάντα, τοῦ βίου τὰ γήϊνα.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ´. Τὴν σοφίαν καὶ λόγον.
Μετὰ τὴν Β´ Στίχ.
Μετανάστης ἐγένου πάτερ σαφῶς, καὶ πατρίδα καὶ πλοῦτον καταλιπών, μονὴν ἐνῳκοδόμησας, ἐν αὐτῇ ἑξασκήσας, καλῶς τὸν βίον μάκαρ, ἐξετέλεσας ἔνδοξε, ὅθεν νῦν ἀγάλλῃ, μετὰ πάντων Ὁσίων, ἐν σκηναῖς δικαίων τε, θεοφόρε Λαυρέντιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Μετὰ τὸν πολυέλεον
Τὸν προστάτην τὸν μέγαν ἀνευφημήσωμεν, τῶν Ὁσίων τὸ σκεῦος τὸ καθαρώτατον, τὸν θερμὸν ἀντιλήπτορα, καὶ τῶν πιστῶν καλλονήν, ἁπάντων τε τῶν δικαίων, τῶν προστρεχόντων ἐν πίστει, ἐν πανσέπτῳ τεμένει αὐτοῦ.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ΄. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τὸν σταυρὸν τοῦ Κυρίου ἄρας σοφέ, καὶ αὐτῷ μέχρι τέλους ἀκολουθῶν, τὸν νοῦν οὐχ ὑπέστρεψας ἐν τῷ κόσμῳ θεόσοφε, ἐγκρατείᾳ καὶ πόνοις, τὰ πάθη ἐνέκρωσας, καὶ ναὸν ἡτοίμασας, σαυτὸν τῷ Κυρίῳ σου· ὅθεν χαρισμάτων ἀμοιβὴν ἐκομίσω, ἰᾶσθαι νοσήματα, καὶ διώκειν τὰ πνεύματα, θεοφόρε Λαυρέντιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Τοῦ βίου τὰ πρόσκαιρα καταλιπών, καὶ ποθήσας παμμακάριστε Ὅσιε τὰ ἄφθαρτα, τὰ διηνεκῶς διαμένοντα, καὶ καλῶς ἑξασκήσας ἐν τῇ Μονῇ σου, ἀδιαλείπτως προσευχόμενος τῷ Κυρίῳ ὑπήνεγκας γενναίως τοὺς πειρασμοὺς τῶν ἀοράτων ἐχθρῶν καὶ ὡς οὐδὲν ἐλογίσω τούτοις πάτερ, ἀλλὰ κατεπάτησας τῇ δυνάμει τοῦ ἁγίου πνεύματος, διὰ τοῦτό σε ὁ πλάστης, στεφάνῳ δόξης κεκόσμηκε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῶν Ὁσίων ὁ μιμητής, καὶ τῶν Μεγαρεών, ἐγκαλλώπισμα ἱερόν· χαίροις Σαλαμῖνος, Μονῆς θεῖος δομήτωρ, καὶ φύλαξ καὶ προστάτης, Πάτερ Λαυρέντιε.