ΕΑΝ   ΘΕΛΕΤΕ

ΕΠΙΣΚΕΦΘΕΙΤΕ

ΤΙΣ ΠΑΡΑΚΑΤΩ 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΕΣ ΞΕΝΕΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ

 

 

Ιωάννης Τιμαγένης, 

Αγιος Νεκτάριος επίσκοπος Πενταπόλεως ο θαυματουργός. 

Αθήναι: Μιχ. Σαλίβερος α.ε., [χ.χ.].

 

 

 

Ο Άγιος Νεκτάριος ο εν Αιγίνη,

Μητροπολίτης Πενταπόλεως Αιγύπτου

 

 

Βιογραφία

Γεννήθηκε στις 1 Οκτωβρίου του 1846 μ.Χ. στη Σηλυβρία της Θράκης από τον Δήμο και τη Βασιλική Κεφάλα και ήταν το πέμπτο από τα έξι παιδιά τους. Το κοσμικό του όνομα ήταν Αναστάσιος.

Μικρός, 14 ετών, πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου εργάστηκε ως υπάλληλος και κατόπιν ως παιδονόμος στο σχολείο του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου. Κατόπιν πήγε στη Χίο, όπου, από το 1866 μ.Χ. μέχρι το 1876 μ.Χ. χρημάτισε δημοδιδάσκαλος στο χωριό Λίθειο.

Το 1876 μ.Χ. εκάρη μοναχός στη Νέα Μονή Χίου με το όνομα Λάζαρος και στις 15 Ιανουαρίου 1877 μ.Χ. χειροτονήθηκε διάκονος, ονομασθείς Νεκτάριος, από τον Μητροπολίτη Χίου Γρηγόριο (1860 – 1877 μ.Χ.), και ανέλαβε τη Γραμματεία της Μητροπόλεως.

Το 1881 μ.Χ. ήλθε στην Αθήνα, όπου με έξοδα του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρονίου Δ’ (1870 – 1899 μ.Χ.), σπούδασε Θεολογία και πήρε το πτυχίο του το 1885 μ.Χ. Έπειτα, ο ίδιος προαναφερόμενος Πατριάρχης, τον χειροτόνησε το 1886 μ.Χ. πρεσβύτερο και του έδωσε τα καθήκοντα του γραμματέα και Ιεροκήρυκα του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Διετέλεσε επίσης πατριαρχικός επίτροπος στο Κάιρο.

Στις 15 Ιανουαρίου 1889 μ.Χ., χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Πενταπόλεως. Η δράση του ως Μητροπολίτου ήταν καταπληκτική και ένεκα αυτού ήταν βασικός υποψήφιος του πατριαρχικού θρόνου Αλεξανδρείας. Λόγω όμως φθονερών εισηγήσεων (αισχρών συκοφαντιών), προς τον Πατριάρχη Σωφρόνιο, ο ταπεινόφρων Νεκτάριος, για να μη λυπήσει τον γέροντα Πατριάρχη, επέστρεψε στην Ελλάδα (1889 μ.Χ.).

Διετέλεσε Ιεροκήρυκας (Ευβοίας) (1891 – 1893 μ.Χ.), Φθιώτιδος και Φωκίδας (1893 – 1894 μ.Χ.) και διευθυντής της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής στην Αθήνα (1894 – 1904 μ.Χ.).

Μετά τον θάνατο του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρονίου (1899 μ.Χ.), ο Νεκτάριος εκλήθη να τον διαδεχθεί, αλλά ο Άγιος αρνήθηκε.

Στα κηρύγματα του, πλήθος λαού μαζευόταν, για να «ρουφήξει» το νέκταρ των Ιερών λόγων του.

Το 1904 μ.Χ. ίδρυσε γυναικεία Μονή στην Αίγινα, της οποίας ανέλαβε προσωπικά τη διοίκηση, αφού εγκαταβίωσε εκεί το 1908 μ.Χ., μετά την παραίτηση του από τη Ριζάρειο Σχολή.

Στην Αίγινα ο Άγιος Νεκτάριος εγκαταστάθηκε το 1908, η ιστορία όμως της εγκατάστασης του πηγαίνει αρκετά νωρίτερα στο χρόνο. Ο Νεκτάριος ποτέ στη ζωή του, δεν απέβαλε την έντονη επιθυμία του για το μοναχικό βίο. Αυτή η επιθυμία ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο κατά την επίσκεψη του στο Άγιο Όρος και την σύνδεσή του με το γέροντα Δανιήλ το 1898. Έκτοτε έψαχνε ένα τόπο να στεγάσει ένα μοναστήρι για το τέλος της ζωής του, ένα «Εκκλησιαστικό Παρθενώνα», όπως έλεγε. Πιο έντονη και ίσως επιτακτική έγινε αυτή η ανάγκη, όταν 4 γυναίκες που ήσαν μόνες και συνδέονταν μαζί του, με σχέση πνευματικής καθοδήγησης, θέλησαν να μονάσουν υπό την εποπτεία του. Έτσι τελικά βρήκε ένα παλαιό εγκαταλελειμμένο μοναστήρι στην Αίγινα στη θέση Ξάντος στο οποίο και αποφάσισε να στεγάσει τις 4 μοναχές και άλλες 3 που ήδη μόναζαν στο νησί. Το μοναστήρι άρχισε να επαναλειτουργεί το 1904 υπό την καθοδήγησή του, παρότι αυτός ακόμα βρισκόταν στην Ριζάρειο σχολή.


Η εμφάνισή του στην Αίγινα όμως συνδυάστηκε από δύο γεγονότα, με αποτέλεσμα να γίνει άμεσα λαοφιλής. Ο Νεκτάριος αρχικά θεράπευσε έναν δαιμονισμένο νέο κάτι που γρήγορα μαθεύτηκε. Οι χωρικοί τότε τον επισκέφτηκαν ζητώντας του να λειτουργήσει και να δεηθεί στον Θεό να βρέξει, διότι είχε 3 χρόνια να βρέξει στο νησί με αποτέλεσμα να έχει προκληθεί εκτεταμένη ανομβρία και οικονομική ζημία. Ο ίδιος με σύσσωμη παρουσία των νησιωτών, λειτούργησε και την ίδια μέρα άρχισε να βρέχει. Αυτά, εκλήφθηκαν ως θεϊκά σημάδια από τους Αιγινίτες, με αποτέλεσμα να θεωρούν Άγιο τον Νεκτάριο, ακόμα και εν ζωή.

Το 1908 παραιτήθηκε από σχολή για λόγους υγείας αλλά και γήρατος και αφοσιώθηκε στο μοναστήρι. Η χάρη του και η φήμη διαρκώς μεγάλωνε με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος δωρεών να κατευθύνεται στο μοναστήρι και μέσα σε 4 χρόνια επιτεύχθηκε να μεγαλώσει τόσο, ώστε να χωράει 15 μοναχές. Τα χρήματα κατευθύνονταν κυρίως στους φτωχούς του νησιού. Μεγάλο μέρος λαού και πιστών κατευθυνόταν προς το μοναστήρι, από διάφορα μέρη της Ελλάδας, για να δει ή να πάρει την ευχή του ήδη ξακουστού Νεκταρίου, κάτι που βοηθούσε και τους νησιώτες να ανασάνουν οικονομικά.

Τό Κελλί τού Αγίου στην Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος στην Αίγινα.

 

 

Το έργο του στην Αίγινα

Παρότι ήταν μεγάλος σε ηλικία όταν αποσύρθηκε στην Αίγινα, δεν έπαψε ποτέ να εργάζεται είτε πνευματικά, υπέρ της εκκλησίας, είτε και χειρωνακτικά για την διεύρυνση του μοναστηριού. Το έργο πλέον είχε χαρακτήρα ποιμαντικό, λειτουργικό, λατρευτικό, εξομολογητικό, παρηγορητικό. Στάθηκε στους ανθρώπους του νησιού σαν αδελφός, βοηθός, συμπαραστάτης, οδηγός και συνοδοιπόρος της ζωής. Τα χρόνια μέχρι το τέλος της ζωής του, έμελλε να είναι πολύ ταραγμένα. Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους που έφεραν ηθική ανάταση και κάποια ευφορία οικονομική και πνευματική, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ήρθε να σκιάσει την Ελλάδα. Φτώχεια, ανέχεια και όλα τα συνεπακόλουθα ενός βασανισμένου τόπου και λαού μαζί με τα σύνδρομα του φόβου και των στερήσεων εμφανίζονταν απειλητικά σε αυτά τα ταραγμένα πολιτικά χρόνια για την Ελλάδα. Ο ίδιος όμως πάντα βοηθός, παρηγορητής, γνωρίζοντας από μικρός τις δυσκολίες του κόσμου κήρυττε την ελπίδα και το Θεό για ένα καλύτερο μέλλον, που πάντα όπως έλεγε στεκόταν κραταιός δίπλα στον πιστό λαό. Γι’ αυτό και ο Άγιος Νεκτάριος για τους Αιγινίτες υπήρξε κάτι παραπάνω από ένας μοναχός που εγκαταστάθηκε στο νησί τους.

Η ποιμαντική αγωγή του ποιμνίου, μακρύτερα από τα στενά όρια του νησιού, ήταν πάντα μέλημά του, έτσι συνέχισε το συγγραφικό του έργο, που πλέον αναγνωριζόταν τόσο από τον τύπο της εποχής για την επιστημονική εγκυρότητά του, όσο και από μεγάλα πνευματικά ιδρύματα της εποχής. Επίσης διέθετε περισσότερο χρόνο για προσευχή κάτι που αγαπούσε, ιδιαίτερα προς την Παναγία, που θεωρούσε μητέρα του, όπως έλεγε. Ποτέ παρά τον κλονισμό της υγείας του δεν έπαψε όμως να προσφέρει ακόμα και χειρωνακτικά. Μάλιστα συνεισέφερε στην ανέγερση νέων κοιτώνων της μονής, στη διάνοιξη δρόμων προς το μοναστήρι, ασχολείτο με την κηπουρική και άλλες χειρωνακτικές εργασίες που πάντα τις θεωρούσε τιμή. Πάντα ανέφερε πως καμία εργασία δεν είναι ντροπή, αντιθέτως είναι ευλογία Θεού.

Τα τελευταία χρόνια

Ο Άγιος Νεκτάριος αρχικά αφού τελείωσε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, και ο Θεόκλητος αποπέμφθηκε λόγω του αναθέματος στον Βενιζέλο μαζί με τους υπολοίπους επισκόπους, πίστεψε πως τα πράγματα ίσως εξομαλυνθούν. Η αρχική αισιοδοξία όμως διεκόπη όταν 1918 κατηγορήθηκε από μητέρα μοναχής για ανηθικότητα. Γρήγορα όμως εξετάσεις και έρευνες του εισαγγελέα Αθηνών κατέδειξαν το ψεύδος της μητέρας της κόρης, η οποία οικειοθελώς είχε προσχωρήσει στο μοναστήρι. Εξ αιτίας αυτού του λόγου, αλλά και κληρικών οι οποίοι στο νησί τον φθονούσαν, πιστεύοντας ότι τους παίρνει όλη την «πελατεία» και τον κατηγορούσαν πισώπλατα, ουσιαστικά δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει το όνειρό του, την αναγνώριση του Μοναστηριού. Πάντα όμως πιστός στο Ευαγγέλιο, το παράδειγμα του Χριστού, τα γραφέντα του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη, πίστευε απόλυτα στη δικαιοσύνη του Θεού. Ήταν πράος, ήρεμος, υπομονετικός σε όλες αυτές τις κατηγορίες και εξευτελισμούς που κατά καιρούς τον υπέβαλαν.

Έγραψε αρκετά συγγράμματα, κυρίως βοηθητικά του θείου κηρύγματος. Η ταπεινοφροσύνη του και η φιλανθρωπία του υπήρξαν παροιμιώδεις.

 

Το τέλος της ζωής του ήταν επίπονο. Η χρόνια ασθένεια του προστάτη, μαζί με τα περασμένα χρόνια της ηλικίας του και κακοπάθειες της ζωής τον ταλαιπωρούσαν. Ακόμα και τότε είχε σχέδια. Ήθελε να δημιουργήσει ένα εκπαιδευτήριο. Τελικά δεν πρόλαβε. Το 1920 εισήχθη στο Αρεταίειο νοσοκομείο Αθηνών όπου διεγνώσθη καρκίνος του προστάτη. Στις 9 Νοεμβρίου του ιδίου έτους ο Άγιος Νεκτάριος πέθανε. Το δωμάτιο στο οποίο πέθανε, έχει σήμερα μετατραπεί σε μικρό ναό στο δεύτερο όροφο του Αρεταιείου νοσοκομείου, που κοσμείται από εικόνες του

Το δωμάτιο στο Αρεταίειο Νοσοκομείο Αθηνών
όπου νοσηλεύθηκε ο Άγιος, όπου άφησε την τελευταία του πνοή
και όπου έπιτέλεσε καί το πρώτο του θαύμα
αμέσως μετά την κοίμηση του

Πέθανε το απόγευμα της 8ης Νοεμβρίου 1920 μ.Χ. Τόση δε ήταν η αγιότητά του, ώστε επετέλεσε πολλά θαύματα, πριν αλλά και μετά τον θάνατο του. Ενταφιάστηκε στην Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος στην Αίγινα.

9 Νοεμβρίου 1920
Τό Ιερό Σκήνωμα τού Αγίου μεταφέρθηκε από το Αρεταίειο Νοσοκομείο Αθηνών έξω απο την κλειστή πόρτα
τού Ιερού Ναού Αγίας Τριάδος Πειραιώς
όπου ἐναπετέθη μέχρι να έλθει η ώρα αναχωρήσεως
τού πλοίου για την Αίγινα

 

 


Ο Τάφος τού Αγίου στην Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος στην Αίγινα.

Η ανακομιδή των Ιερών λειψάνων του έγινε στις 3 Σεπτεμβρίου του 1953 μ.Χ. και στις 20 Απριλίου του 1961 μ.Χ. με Πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, διακηρύχτηκε Άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

 

 

Ιερά Λείψανα

Η Κάρα και τα περισσότερα Λείψανα του Αγίου φυλάσσονται στη Μονή Αγίας Τριάδος Αιγίνης.

Λείψανο του Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως
στην Ιερά Μονή Αγίου Παύλου, Άγιον Όρος


Απότμημα Λειψανου του Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως
στην Ιερά Μονή Μεγάλου Σπηλαίου Καλαβρύτων

Ένας αστράγαλος του Αγίου βρίσκεται στο ομώνυμο Προσκύνημα Καμάριζας Λαυρίου.


Ένας σπόνδυλος του Αγίου βρίσκεται στο ομώνυμο Προσκύνημα Χανίων Κρήτης.

Η ανακήρυξή του σε Άγιο

Ο Νεκτάριος δεν ανακηρύχθηκε Άγιος αμέσως όταν πέθανε. Χρειάστηκε να περάσουν 40 χρόνια και στις 20 Απριλίου του έτους 1961 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας, έκρινε πως έπρεπε να τον ανακηρύξει σε Άγιο, καθώς είχε πραγματοποιήσει πολλά μεγάλα έργα πάνω στη Θρησκεία και στην Εκκλησία. Η απόφαση αυτή προκάλεσε πολλές συζητήσεις και σχόλια, καθώς τότε βρίσκονταν στη ζωή πολλοί άνθρωποι οι οποίοι είχαν ζήσει από κοντά το Νεκτάριο και πίστευαν πως ο Αθηναγόρας το έκανε αυτό μόνο για να φάει λεφτά και για κανέναν άλλο σκοπό. Με την ανακήρυξή του Νεκταρίου Κεφαλά σε Άγιο, ο Αθηναγόρας αποφάσισε ακόμα πως οι άντρες και οι γυναίκες που φέρουν τα ονόματα Νεκτάριος και Νεκταρία θα εορτάζουν την ονομαστική τους εορτή στις 9 Νοεμβρίου κάθε χρόνο. Μέχρι τότε αυτά τα ονόματα εόρταζαν στις 11 Ιουλίου.

 

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Σηλυβρίας τὸν γόνον καὶ Αἰγίνης τὸν ἔφορον, τὸν ἐσχάτοις χρόνοις φανέντα ἀρετῆς φίλον γνήσιον, Νεκτάριον τιμήσωμεν πιστοί, ὡς ἔνθεον θεράποντα Χριστοῦ, ἀναβλύζει γὰρ ἰάσεις παντοδαπὰς τοῖς εὐλαβῶς κραυγάζουσι. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ θαυματώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.

 

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίως ἐβίωσας, ὡς Ἱεράρχης σοφός, δοξάσας τὸν Κύριον, δι’ ἐναρέτου ζωῆς, Νεκτάριε Ὅσιε. Ὅθεν του Παρακλήτου, δοξασθεὶς τῇ δυνάμει, δαίμονας ἀπελαύνεις, καὶ νοσοῦντας ἰᾶσαι, τους πιστῶς προσιόντας, τοῖς θείοις λειψάνοις σου.

 

Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν ταφον σου Σωτὴρ.
Ὡς ἥλιος λαμπρός, ἐν ἐσχάτοις τοῖς χρόνοις, ἀνέτειλας ἡμῖν, τῇ ὁσίᾳ ζωῇ σου, Νεκτάριε Ὅσιε, καὶ πρὸς δόξαν καὶ αἴνεσιν, πάντας ἤγειρας, Χριστοῦ τοῦ πάντων Δεσπότου, τοῦ σὲ δείξαντος, δεδοξασμένον σε Πάτερ, θαυμάτων δυνάμεσι.

 

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν καθαρότητα, τῆς πολιτείας σου, καὶ τὴν εὐθύτητα, Πάτερ τῶν τρόπων σου, ὡς προσφορὰν πνευματικήν, δεξάμενος ὁ Δεσπότης, ἰαμάτων κρήνην σε, ἐν Αἰγίνῃ ἀνέδειξε, τοῖς πιστῶς προστρέχουσι, τοῖς ἁγίοις λειψάνοις σου, τοῖς νέμουσιν ὀσμὴν οὐρανίαν, πᾶσι καὶ θείαν εὐωδίαν.

 

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ὀρθοδόξων δογμάτων ἑρμηνευτής, διδαχῶν θεοφθόγγων ὑφηγητής, δεικνύμενος Ὅσιε, Ἱεράρχης ὡς ἔνθεος, τῶν εὐσεβῶν ῥυθμίζεις, ἐνθέως τὸ φρόνημα, πρὸς θεϊκὴν ἀγάπην, καὶ τρίβον σωτήριον. Ὅθεν ἐν Αἰγίνῃ, θεοφρόνως ἐγείρεις, Μονὴν σεπτὴν Ὅσιε, εἰς ψυχῶν περιποίησιν, Θεοφόρε Νεκτάριε· ἐν ᾗ Μοναζουσῶν ἡ πληθύς, τὰ σεπτά σου προσκυνοῦσα λείψανα, εὐλαβῶς ἑορτάζει, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

 

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀρετῆς διανύσας τὸν δρόμον Ὅσιε, θεοπρεπῶς μετετέθης πρὸς τὴν ἀγήρω ζωήν, καὶ ἁγίων κοινωνὸς ὤφθης Νεκτάριε, μεθ’ ὧν πρέσβευε ἀεί, τῷ Παντάνακτι Χριστῷ, δοθῆναι πταισμάτων λύσιν, καὶ ψυχικὴν σωτηρίαν, τοῖς ἑορτάζουσι τὴν μνήμην σου.

 

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Ὀρθοδοξίας τὸν ἀστέρα τὸν νεόφωτον, καὶ Ἐκκλησίας τὸ νεόδμητον προτείχισμα Ἀνυμνήσωμεν καρδίας ἐν εὐφροσύνῃ. Δοξασθεὶς γὰρ ἐνεργείᾳ τῇ τοῦ Πνεύματος. Ἰαμάτων ἀναβλύζει χάριν ἄφθονον τοῖς κραυγάζουσι· χαίροις Πάτερ Νεκτάριε.

 

Ὁ Οἶκος
Ἄνθρωπος οὐρανόφρων, ἀνεδείχθης ἐν κόσμῳ, Νεκτάριε Χριστοῦ Ἱεράρχα· ζωὴν γὰρ ὁσίαν διελθών, ἀκέραιος ὅσιος καὶ θεόληπτος, ἐν πᾶσιν ἐχρημάτισας· ἐντεῦθεν παρ’ ἡμῶν ἀκούεις.

Χαῖρε δι’ οὗ οἱ πιστοὶ ὑψοῦνται,
χαῖρε δι’ οὗ ἐχθροὶ θαμβοῦνται.
Χαῖρε τῶν Ὁσίων Πατέρων ἐφάμιλλος,
χαῖρε Ὀρθοδόξων ὁ θεῖος διδάσκαλος.
Χαῖρε οἶκος ἁγιώτατος ἐνεργείας θεϊκῆς,
χαῖρε βίβλος θεοτύπωτος πολιτείας τῆς καινῆς.
Χαῖρε ὅτι ἀρτίως ἡμιλλήθης Ἁγίοις,
χαῖρε ὅτι ἐμφρόνως ἐχωρίσθης τῆς ὕλης.
Χαῖρε λαμπρὸν τῆς Πίστεως τρόπαιον,
χαῖρε σεπτὸν τῆς χάριτος ὄργανον.
Χαῖρε δι’ οὗ Ἐκκλησία χορεύει,
χαῖρε δι’ οὗ νῆσος Αἴγινα χαίρει.
Χαίροις Πάτερ Νεκτάριε.

 

 

Ζωντανό θαύμα του Αγίου Νεκταρίου στην Αίγινα,
τη μέρα της γιορτής του

 


Ο νέος Ιερός Ναός τού Αγίου κάτω από την Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος
– Αγλιου Νεκταρίου στην Αίγινα


Όπως όλοι οι προσκυνητές έτσι και η Σταυρούλα έβγαλε φωτογραφίες στο κινητό της τον Άγιο Νεκτάριο, σε στάση νεκρού με τα κλειστά μεταλλικά μάτια. Βγαίνει ο Άγιος σε δύο στάσεις με κλειστά μάτια, όπως είναι πάντοτε και μετά αλλάζει όψη.
Στην τρίτη φωτογραφία, την ίδια στιγμή στο ίδιο κινητό ανοίγει τα μάτια με χαμόγελο και χρώμα όπως δείχνουν οι φωτογραφίες. Η συγκίνηση μεγάλη μέσα και έξω από το ναό.
Το γεγονός που συνέβη δοθηκε στην έγκριτη εφημερίδα “Ροδιακή”, για να ενισχυθεί η πίστη και η εμπιστοσύνη των χριστιανών στις δύσκολες μέρες που περνάμε σαν κράτος και προσωπικά ο καθένας μας.
Στο ναό της Αγίας Ειρήνης-Τριών Ιεραρχών στο Παν/μιο Αιγαίου Ρόδου υπάρχουν οι αυθεντικές φωτογραφίες του θαύματος. Αυτές είδανε οι 5 αρχιερείς, οι κληρικοί, ο κόσμος και οι Μοναχές του προσκυνήματος.

Πρωτοπρεσβύτερος
Κυριάκος Μανέττας
κληρικός-εκπαιδευτικός
εφημέριος Ιερού Ναϋδρίου Αγίας Ειρήνης-Τριών Ιεραρχών Παν/μίου Αιγαίου Ρόδου.
Τηλ. επικοινωνίας 22410-67444.

 

 

2 Σεπτεμβρίου 2015 στην Αίγινα:

 

Εδώ βρίσκεται η λάρνακα με τον άγιο λείψανο του δεξιού χεριού του Αγίου Νεκταρίου. Έβλεπα όμως επί ώρα κάποιοι να φωτογραφίζουν και ρώτησα γιατί.

«Σαν τέτοια μέρα ανοίγει η λάρνακα – μου είπαν – και στη γιορτή του επίσης. Κάποτε ο Άγιος άνοιξε τα μάτια του, κι όλα αυτά τα χρόνια πάντα κάτι κάνει τέτοια ημέρα».

«Φωτογραφίζουν λοιπόν για να δουν τα μάτια του Αγίου ανοιχτά; Μα πως γίνεται αυτό; Ας μη σκέφτομαι» είπα μέσα μου. «Με ενοχλεί να βλέπω κόσμο να φωτογραφίζει μέσα σε έναν Ιερό Ναό, πόσο μάλιστα έναν Άγιο». Όμως δεν το απέφυγα. Μισή ώρα μετά, πλησίασα κι εγώ, στάθηκα πάνω από τη λάρνακα και τράβηξα τέσσερις φωτογραφίες.

«Τι βγήκε, τι βγήκε με ρωτούσαν. Άνοιξε τα μάτια του;»
«Όχι» απάντησα. «Να, δείτε».
Και στις τέσσερις φωτογραφίες ο Άγιος είχε τα μάτια του κλειστά.

Για να μη ξαναμπώ στον πειρασμό, έκλεισα το τηλέφωνο, για να το φορτίσω σε μία πρίζα που ήταν δίπλα μου. Έτσι θα μπορούσα να αφοσιωθώ στην ολονύχτια. 20 λεπτά όμως κράτησε η χάρη της σιωπής μου.

Μετά τα 20 λεπτά άνοιξα το τηλέφωνο: Ήθελα να σβήσω τις φωτογραφίες που τράβηξα και να κρατήσω μόνο τη μία. Στις τέσσερις δηλαδή φωτογραφίες, θα κρατούσα μόνο τη μία, έτσι, για ευλογία… Αυτό μου ήρθε ξαφνικά να κάνω. Είμαι λίγο ιδιόρρυθμη μερικές φορές. Μα ως εισηγήτρια και σύμβουλος Δημιουργικής Σταδιοδρομίας, δεν θα μπορούσα να «σταθώ» εάν πρώτη δεν έμπαινα στα βαθιά νερά του ποταμού της ζωής για να κολυμπήσω. Άθελα μου ή μη, έγινε, και συνεχίζει…

Και είδα την πρώτη φωτογραφία του Αγίου με τα μάτια κλειστά όπως την είχα ξαναδεί.

Και είδα τη δεύτερη φωτογραφία του Αγίου με τα μάτια κλειστά όπως την είχα ξαναδεί.

Και είδα μετά και την τρίτη φωτογραφία του Αγίου,
κι αντίς να είναι τα μάτια του κλειστά όπως τα είχα ξαναδεί,
ήτανε τώρα ορθάνοιχτα.

Πάγωσα. Την κοιτούσα επίμονα. Και προχώρησα μετά και στην τέταρτη φωτογραφία, με την καρδιά να χτυπάει σε όλο μου το κορμί, και την αγωνία για το τι θα αντικρίσω. Χλόμιασα. Και σε αυτή τη φωτογραφία ο Άγιος είχε τα μάτια του ανοιχτά! Τα μάτια μου κόλλησαν επάνω του.

Πως μέσα σε μία πραγματικότητα μιζέριας και κούρασης, κοιτούσαν τα άθλια μάτια μου τα δικά του ιερά μάτια;;; Βούρκωσαν μπρος σε ένα κινητό που ξάφνου είχε μετατραπεί σε «είσοδο» για την ολοζώντανη ιερή Παρουσία. Πόσο ανίκανα ήταν αυτά τα γεμάτα αμφιβολία μάτια μου, να βλέπουν τώρα με σάρκα και οστά τη «ζωή» που παρουσιάστηκε μπρος μου και στην τέταρτη εικόνα;

Γύρω μου ανάσες πολλές και φωνές. Είχαν καταλάβει και μαζεύτηκαν πάνω απ’ το κινητό. Κι ήρθαν μετά «μοναχές», και είδαν κι αυτές. Ήρθε και η Γερόντισσα, και είδε κι αυτή. Και κόσμος ήρθε πολύς, κι έβαζαν το χέρι τους στο σαγόνι και δόξαζαν τον Κύριο…

Και μετά… άρχισα να βγάζω φωτογραφίες με χαρά,
για να γνωρίζομαι πιότερο με τον Άγιο,
και γιατί χαιρόμουν να τον βλέπω να… «μας» αποκαλύπτεται.

Δεν ένιωσα πως εγώ ήμουν η «άξια» για όλο αυτό, ή ότι συνέβη γιατί είμαι άνθρωπος καλός, μήτε ότι συνέβη γιατί είμαι άνθρωπος που αμφιβάλλει με το παραμικρό.
Ένιωσα όμως πάρα πολύ έντονα πως ήμουν απλά το «μέσον». Όπως ένα γράμμα. Το βάζουμε μέσα σε έναν φάκελο και το στέλνουμε. Εάν ο φάκελος δεν χωράει το γράμμα, θα τσαλακώσει, και πως θα φτάσει; Και άραγε, ήμουν ένας φάκελος που χωρούσε το «γράμμα» ή ένας άγνωστος ταχυδρόμος; Σίγουρα όμως δεν ήμουν κάτι το ξεχωριστό. Μου είναι παντελώς αδιανόητο να πιστέψω κάτι τέτοιο. Η ομολογία μου στο Σμαράγδι, δεν είναι τυχαία. Έτσι ένιωσα και έτσι έκανα. Η καθοδήγηση του πνευματικού μου άλλωστε, στάθηκε καθοριστική. Ήρθε το μήνυμα για όλους, και για εμένα φυσικά. Σας το παρουσίασα λοιπόν έτσι όπως το έγραψε η ψυχή μου κι όχι μία λογοτεχνική ή δημοσιογραφική πένα. Βέβαια, περιττό να σας πω, ότι τράβηξα μετά κι άλλες φωτογραφίες τον Άγιο, και σε κάποιες είχε τα μάτια ανοιχτά και σε κάποιες όχι.

Σκέφτηκα όμως σε μια στιγμή πως «εάν πράγματι είναι έτσι, γιατί να μη συμβεί και κάτι άλλο;» Δεν ήξερα τι ήταν αυτό που σκέφτηκα σε χρόνο μηδέν, μα τα μάτια μου κατευθύνθηκαν και στο υπόλοιπο σώμα του Αγίου στη λάρνακα. Και ναι, τράβηξα φωτογραφία το σώμα του όλο, και είδα…


Το λείψανο που ήταν τοποθετημένο στο δεξί χέρι,
συνέχιζε τώρα ως πάνω στον ώμο, και όχι μόνο.
Το λείψανο εμφανίστηκε και στην αριστερή του πλευρά!!!

Μπρος στην ατελείωτη άγνοια μου, όλα τώρα ήταν διαφορετικά…

Πως μπορούμε και ζούμε με τόσο κενό, σε τόσο κενό;
Πως μπορούμε και ζούμε με τόση απιστία, σε τόση απιστία;
Πως μπορούμε και ζούμε με τόση περηφάνια για τον εαυτό μας και όλα τα γήινα που αποκτάμε;
«Ας ήταν τα μάτια μου να μην ξαναδούν τούτο το φως της ημέρας, αν έβλεπαν μιαν ακτίνα μόνο από το Φως Εκείνου…
Ας ήταν τα χείλη μου να μην ξανανοίξουν, αν άνοιγαν για ένα και μόνο ωραίο να πουν, που θα έκανε καλό σε εμένα και τον κόσμο…
Ας ήταν η πένα μου να στέρευε, αν έγραφε μόνο με μία σταγόνα, κάτι που θα είχε τη μεγάλη και διαχρονική αξία στην ψυχή που παραμελούμε…»

Ξημέρωσε. Ανήμερα της εορτής… Η ολονύχτια τελείωσε. Το φως του ήλιου αγκάλιασε το μοναστήρι. Σαν από όνειρο βγήκα και πήγα στον ξενώνα να κλείσω για λίγο τα μάτια μου γιατί μετά ξεκινούσε η θεία λειτουργία. Με πήρε όμως ο ύπνος και δεν πρόλαβα πολλά. «Αν είναι δυνατόν. Κοντεύει 10. Δηλαδή αν δεν κοιμόμουν τι θα γινόταν;» Τα έβαλα με τον εαυτό μου για τα καλά. «Είδες και τα μάτια του Αγίου ανοιχτά, κι εσύ κοιμήθηκες άθλια ζωή;;;» έλεγα τρέχοντας να προλάβω τα τελευταία αντίδωρα…

Στο δρόμο όμως με σταματούσαν πολλοί. «Δείξτε και σε εμάς» μου έλεγαν.
«Για όλους συνέβη αυτό» απαντούσα. Είχε μαθευτεί. Ξέρανε. Και μετά ξεθάρρεψα κι έλεγα «ελάτε κι εσείς να δείτε», για όλους συνέβη. Απλά, έτυχε σε εμένα. Δεν έχει σημασία αυτό. Αυτοί τη στιγμή που βλέπετε, είναι σα να έγινε και σε εσάς».,

Το πολύ χαρούμενο νέο όμως μέσα σε όλη αυτή τη χαρά, ήταν που… υπήρξαν και άλλοι άνθρωποι που έβλεπαν τον Άγιο να μισοανοίγει τα ματάκια του ή να χαμογελά. Άκουγα που το έλεγαν… Και με τα μάτια μου είδα επίσης φωτογραφία με τα μάτια ανοιχτά του Αγίου, και σε άλλη κοπέλα. Έτσι ένιωθα πιο καλά. Όσο για τις «μοναχές» εκεί, σας λέγω πως ζουν μέσα στα θαύματα της γλυκιάς ταπείνωσης, πιστές στο έργο της ψυχής και στον Αγώνα.

Μπήκα στον Ιερό Ναό της Αγίας Τριάδας για… τα τελευταία αντίδωρα. Η εκκλησία άδειαζε… Πήγα μετά στη λάρνακα. Κάτι με τράβηξε πάλι να φωτογραφήσω.

Βεβαίως σας παρουσιάζω και αυτές τις πρωινές εικόνες, που είναι τώρα διαφορετικές…

Δεν έχω κάτι άλλο να πω. Δεν έχω να σχολιάσω. Δεν έχω να κρίνω ή να επιβραβεύσω. Τίποτα δεν ανήκει σε εμένα. Μα αν ήταν να ξαναγεννηθώ, θα ζούσα διαφορετικά. Μπορώ όμως να ξαναγεννηθώ μαζί με την γένεση της νέας ημέρας που χαράζει… έστω κι αν κρατώ στα χέρια μου τα… τελευταία αντίδωρα…

καταθέτω την ομολογία μου και την εμπειρία μου αυτή…

Έφη Πασχάλη

 

 

 

Οσία Ματρώνα

 

 

Ζωῆς μελλούσης ἀξιοῦται Ματρῶνα,
Ὡς ἐν βίῳ ζήσασα ταύτης ἀξίως.

Βιογραφία

Η Οσία Ματρώνα έζησε στα χρόνια των βασιλέων Μαρκιανού (450 – 457 μ.Χ.) και Λέοντα Θρακός ή Μακέλλη (457 – 474 μ.Χ.). Καταγόταν από την Πέργη της Παμφυλίας και ανατράφηκε από γονείς πλούσιους και ευσεβείς.

Σε κατάλληλη ηλικία παντρεύτηκε με κάποιο Δομέτιο (κατ’ άλλους Δομετιανό), με τον όποιο απόκτησε μια κόρη και κατά τα χρόνια του Λέοντα του Θρακός ήλθαν οικογενειακά στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί συνδέθηκε με μια ευσεβή γυναίκα, την Ευγενία, και σύχναζε στους ιερούς ναούς, ποθώντας να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στη λατρεία του θείου. Έτσι εγκατέλειψε τον σύζυγο της, και την κόρη της αφού την εμπιστεύθηκε σε κάποια Σωσάννα, κατέφυγε στη Μονή του Βασιανού (βλέπε 10 Οκτωβρίου), μεταμφιεσμένη με το όνομα Βαβύλας.

Αλλά καταζητούμενη από τον άνδρα της και αφού αποκαλύφθηκε το φύλο της, στάλθηκε από τον Βασιανό σε γυναικεία Μονή των Ιεροσολύμων. Κατόπιν αναχώρησε και από ‘κει και πολλά μέρη αφού επισκέφθηκε, γριά πλέον, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Τοποθετήθηκε από τον Βασιανό σε ιδιαίτερο μέρος (της Ματρώνης ονομαζόμενο αργότερα), όπου έκτισε Μονή, στην οποία μαζεύτηκαν αρκετές μοναχές. Στη Μονή αυτή λοιπόν, έζησε με μεγάλη αρετή και πνευματική τελειότητα.

Απεβίωσε ειρηνικά σε ηλικία 100 χρονών.

Мощехранителница на Св. Матрона Константинополска от 1798 г., изработена от сребро с позлата, скъпоценни камъни, емайл филигран. Днес в Националния исторически музей (НИМ) в София.
Σκήνωμα του Αγίου Ματρόνια της Κωνσταντινούπολης από το 1798, από ασήμι με επιχρύσωση, πολύτιμες πέτρες, φίλντισμα σμάλτου. Σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο (NIM) στη Σόφια.

 

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστὸν ἀγαπήσασα, τῶν ἀγαθῶν τὴν πηγήν, Ἀγγέλων ἐζήλωσας, μετὰ σαρκὸς τὴν ζωήν, Ματρώνα θεόπνευστε, σὺ γὰρ συνεύνου φίλτρον, παραδίδουσα ἐμφρόνως, ἤσχυνας τὸν Βελίαρ, τῷ πανσόφῳ σου τρόπω, διὸ τῆς ἀκατάλυτου δόξης ἠξίωσαι.

 

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοὶ Μῆτερ ἀκριβῶς διεσώθη τὸ κατ᾽ εἰκόνα· λαβοῦσα γὰρ τὸν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καὶ πράττουσα ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μὲν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διὸ καὶ μετὰ Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὁσία Ματρώνα τὸ πνεῦμά σου.

 

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τὸ σῶμα τὸ σόν, νηστείαις κατατήξασα, ἐν μέσῳ ἀνδρῶν, Ματρῶνα κατοικήσασα, προσευχαῖς σχολάζουσα, τὸν Δεσπότην ἐνθέως ἐθεράπευσας, δι’ ὃν πάντα κατέλιπες, ὁσίως τὸν βίον διανύσασα.

 

Ὁ Οἶκος
Ἄνοιξόν μου τὸ στόμα Χριστέ μου, ἀνυμνῆσαι καὶ λέγειν τοὺς ἀγῶνας τῆς σῆς Ὁσίας Φιλάνθρωπε, ὅπως τὰ πάντα καταλιποῦσα, καὶ ποθήσασα μόνον σε τὸν Νυμφίον, τὸν ἐπὶ γῆς ὡς φθαρτὰ ἐλογίσατο ἅπαντα, καὶ τὸν τύπον τοῦ ζωηφόρου Σταυροῦ ἐν ἑαυτῇ τυπώσασα, δαιμόνων θράση κατήργησε, καὶ εἰς τέλος αὐτοὺς ἐξηφάνισεν, ὁσίως τὸν βίον διανύσασα.

 

Εις μνήμην της Σεβαστής Μητρός μας Ματρώνας
Η Αγία Ματρώνα γεννήθηκε στην Πέργια Παμφυλίας. Οι γονείς της ήταν ευσεβείς. Όταν έφτασε σε μια ορισμένη ηλικία, οι γονείς της την πάντρεψαν με έναν σεβαστό και ευγενή άνδρα που ονομαζόταν Δομιτιανό. Από τον γάμο της απέκτησε μια κόρη, την οποία ονόμασε Θεοδότια.

Κάποτε ο άντρας της πήγε μαζί της στο Βυζάντιο. Εδώ η αγία Ματρώνα, ενώ επισκεπτόταν τους ναούς του Θεού και προσευχόταν με επιμέλεια σε αυτούς, συνάντησε μια παρθένο που ονομαζόταν Ευγενία, η οποία με νηστεία και έργα κράτησε την παρθενία της και προσευχόταν μέρα και νύχτα.

Μιμούμενη τη ζωή της Ευγενίας, η Ματρώνα δεν έφευγε από την εκκλησία, προσευχόταν εκεί από το πρωί μέχρι το βράδυ και επέστρεφε στο σπίτι το βράδυ. Νωρίς το πρωί πήγε πάλι στην εκκλησία για να προσευχηθεί και με αποχή και νηστεία σκότωσε το σώμα της, ανθισμένο από τη νιότη. Εκείνη την εποχή ήταν είκοσι πέντε ετών και προσευχόταν θερμά στον Θεό να την ελευθερώσει, όπως γνωρίζει, από το γάμο για να τον υπηρετήσει χωρίς εμπόδια. Βλέποντας ότι η γυναίκα του έφευγε από το σπίτι τους νωρίς το πρωί κάθε μέρα και δεν επέστρεφε μέχρι το βράδυ, ο σύζυγός της Δομιτιανός άρχισε να υποψιάζεται ότι δεν έβγαινε για προσευχή, αλλά για κάποια επαίσχυντη πράξη. Έτσι θύμωσε μαζί της και δεν την άφησε να βγει από το σπίτι τους. Η Αγία Ματρώνα τον παρακάλεσε με δάκρυα να μην της απαγορεύσει να πάει στην εκκλησία. Αλλά οι προσευχές της ήταν μάταιες, και στεναχωρήθηκε πολύ,

Κάποτε η Ματρώνα παρακάλεσε τον άντρα της να την αφήσει να πάει στην εκκλησία με προσευχή. Έσπευσε να πάει στο ναό των αγίων αποστόλων και έχυσε ενώπιον του Θεού τους πόθους της καρδιάς της, προσευχόμενη σ’ Αυτόν με στοργή. Παρακάλεσε τον Θεό να την ελευθερώσει από αυτόν τον βαρύ ζυγό, που την εμπόδισε να μείνει στη θεολογία. Παρακάλεσε επίσης τον Θεό να τη βγάλει από τον μάταιο και ταραχώδη κόσμο, για να μπορέσει στη σιωπή να ευνοήσει ελεύθερα Αυτόν τον Ένα. Πέρασε όλη την ημέρα σε μια τόσο θερμή προσευχή.

Όταν ήταν αργά και είχε βραδιάσει, ο θυρωρός της εκκλησίας διέταξε να βγουν όλοι έξω για να κλειδώσουν την εκκλησία. Τότε η μακαρία Ματρώνα βγήκε από την εκκλησία. Όμως δεν ήθελε να επιστρέψει στο σπίτι της, αλλά έμεινε μπροστά στην είσοδο της εκκλησίας. Εδώ συνάντησε μια παρθένα που λεγόταν Σουζάνα, η οποία από μικρή είχε αφιερωθεί στον Χριστό και ζούσε κοντά στην εκκλησία, συνεχώς νηστεύοντας και προσευχόμενη. Αφού συνάντησε τη Σουζάνα, η Ματρόνα επισκέφτηκε το κελί της και της μιλούσε όλο το βράδυ, λέγοντάς της τα πάντα για τον εαυτό της και τη ζωή της. Η Σουζάνα την παρηγόρησε και την προέτρεψε να εμπιστευτεί όλη της την ελπίδα στον Κύριο, ο Οποίος σύμφωνα με το θέλημά Του κανονίζει τη σωτηρία των ανθρώπων.

Από τον Κύριο είπε, τα βήματα του ανθρώπου κατευθύνονται στον σωστό δρόμο.

Από αυτή τη συνομιλία με τη Σουζάνα Ματρόνα, φλογίστηκε με ακόμη μεγαλύτερη αγάπη για τον Θεό και σχεδίαζε να ξεφύγει από τον σύζυγό της για να κρυφτεί από αυτόν και να υπηρετήσει κρυφά τον Θεό.

Όταν ήρθε το πρωί, η Ματρώνα πήγε στην προαναφερθείσα Ευγενία και της αποκάλυψε την πρόθεσή της.

Η Ευγενία της είπε:

Πρέπει, αδερφή, να κανονίσεις πρώτα την κόρη σου τη Θεοδοσία, που είναι ακόμη μικρή. Σκεφτείτε πώς θα μπορέσει να ζήσει χωρίς μητέρα.

Η Αγία Ματρώνα απάντησε:

Εμπιστεύομαι την κόρη μου στον Θεό και στη μητέρα μου Σουζάνα. Εγώ ο ίδιος θα πάω στην έρημο, όπου με κατευθύνει ο Κύριος.

Έπειτα έβγαλε κρυφά την κόρη της από το σπίτι της και την παρέδωσε στην μακαριστή Σωσάννα, ζητώντας της να δεχτεί τη Θεοδότια ως παιδί της και να τη μεγαλώσει με φόβο Θεού. Βλέποντας τη διακαή αγάπη για τον Θεό να καίει τη Ματρώνα και την ακλόνητη επιθυμία της για μια σιωπηλή ζωή, η Σουζάνα δέχτηκε το παιδί ως κόρη της. Και η αγία Ματρώνα κάλεσε τον Θεό να την οδηγήσει στον σωστό δρόμο και προσευχήθηκε σε Αυτόν με τα λόγια από τον ψαλμό:

«Δείξε μου (Κύριε) τον δρόμο να πάω».

Από την κούραση, η Ματρώνα κοιμήθηκε για λίγο και είχε το εξής όραμα σε ένα όνειρο: είδε τον εαυτό της να τρέχει μακριά από κάποιον που την κυνηγούσε. Όταν την πρόλαβε, έφυγε τρέχοντας σε κάποιους μοναχούς που την έκρυψαν από τον διώκτη της. Από το όραμα η μακαρία κατάλαβε ότι έπρεπε να πάρει ανδρική μορφή και να πάει σε ένα μοναστήρι για λίγο για να κρυφτεί εκεί από τον άντρα της και όλους τους γνωστούς της. Έκοψε τα μαλλιά της και, ντυμένη με το ένδυμα του ευνούχου, πήγε με την μακαρία Ευγενία στην εκκλησία των αγίων αποστόλων. Εδώ, αφού προσευχήθηκε, άνοιξε το Ιερό Ευαγγέλιο, θέλοντας να μάθει αν η πρόθεσή της ήταν ευάρεστη στον Θεό. Στο Ευαγγέλιο διάβασε τα εξής λόγια: «Αν κάποιος θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του, ας σηκώσει τον σταυρό του και ας με ακολουθήσει». Έχοντας βρει σε αυτά τα λόγια μια καλή ελπίδα ότι ο Κύριος θα ήταν ο βοηθός της, η αγία αποχαιρέτησε την Ευγενία και πήγε στο μοναστήρι του Σεβασμιωτάτου Βασιανού, όπου παρουσιάστηκε ως ευνούχος. Όταν ρωτήθηκε για το όνομά της, το όνομά της ήταν Βαβυλώνα. Αφού έγινε δεκτή στις τάξεις των αδελφών, άρχισε να ασκεί τις αρετές, υπακούοντας ταπεινά στην υπακοή της, εξαντλώντας τη σάρκα της με νηστεία και αγρυπνία, και μένοντας πάντα στην προσευχή. Πρόσεχε να μην την αφήσει να καταλάβει ότι ήταν γυναίκα. γι’ αυτό κρατούσε πάντα βαθιά σιωπή και απέφευγε τους πάντες. Και οι αδελφοί θαύμασαν τη μεγάλη ενάρετη ζωή της, επαίνεσαν τα κατορθώματά της και τη θεωρούσαν τέλεια μοναχή. υπάκουσε ταπεινά στην υπακοή της, εξαντλώντας τη σάρκα της με νηστεία και αγρυπνία, και μένοντας πάντα στην προσευχή. Πρόσεχε να μην την αφήσει να καταλάβει ότι ήταν γυναίκα. γι’ αυτό κρατούσε πάντα βαθιά σιωπή και απέφευγε τους πάντες. Και οι αδελφοί θαύμασαν τη μεγάλη ενάρετη ζωή της, επαίνεσαν τα κατορθώματά της και τη θεωρούσαν τέλεια μοναχή. υπάκουσε ταπεινά στην υπακοή της, εξαντλώντας τη σάρκα της με νηστεία και αγρυπνία, και μένοντας πάντα στην προσευχή. Πρόσεχε να μην την αφήσει να καταλάβει ότι ήταν γυναίκα. γι’ αυτό κρατούσε πάντα βαθιά σιωπή και απέφευγε τους πάντες. Και οι αδελφοί θαύμασαν τη μεγάλη ενάρετη ζωή της, επαίνεσαν τα κατορθώματά της και τη θεωρούσαν τέλεια μοναχή.

Έτσι η Αγία Ματρώνα έμεινε για πολύ καιρό στο μοναστήρι ανάμεσα στους μοναχούς, λάμποντας με τις αρετές της σαν φεγγάρι ανάμεσα στα αστέρια. Κάποτε συνέβη ότι άλλοι μοναχοί στον κήπο δούλευαν μαζί. Ένας από τους μοναχούς ονόματι Βαρνάβας, που έσκαβε το έδαφος μαζί της, την κοίταξε κατά πρόσωπο από περιέργεια και, βλέποντας ότι της είχαν τρυπήσει και τα δύο αυτιά, τη ρώτησε:

Γιατί είναι τρυπημένα τα αυτιά σου;

Ο μακαρίτης του είπε:

Καλύτερα, αδερφέ, να σκάβεις το χώμα και να μην κοιτάς τα πρόσωπα των άλλων, γιατί αυτό είναι αντίθετο με τον μοναχισμό. Αλλά επειδή είδες τα αυτιά μου ήδη τρυπημένα, μάθε τον λόγο για αυτό: όταν ήμουν μικρό αγόρι, ο δάσκαλός μου με αγαπούσε πολύ και με στόλιζε με χρυσά πράγματα. Μου τρύπησε τα αυτιά για να φορέσει πολύτιμα σκουλαρίκια.

Έτσι απάντησε η μακαρία Ματρώνα στον Βαρνάβα και μέσα στην καρδιά της γέμισε φόβο. Το σκέφτηκε για πολλή ώρα, φοβούμενη μήπως αποκαλυφθεί το μυστικό της, και προσευχήθηκε στον Κύριο ως εξής:

Με την εντολή Σου, Κύριε, ήρθα σε αυτό το μοναστήρι. Με πήρες τηλέφωνο και δεν σκέφτομαι καν να επιστρέψω. Κάλυψε, λοιπόν, την αδυναμία Σου με τη χάρη Σου και τέλειωσε καλά ό,τι έχω αναλάβει, για να μην ντρέπομαι για την εμπιστοσύνη μου σε Σένα!

Και ο ανθρωπάνθρωπος Θεός, σύμφωνα με τις ανείπωτες και ανεξιχνίαστες μοίρες Του, ευχαρίστησε να αποκαλύψει στους φύλακες δύο μοναστηριών ότι ήταν γυναίκα, για να φουντώσει στον ακόμη μεγαλύτερο ζήλο της για τη μοναστική ζωή.

Κάποτε, σε ένα όνειρο του σεβάσμιου Βασιανού, εμφανίστηκε ένας όμορφος και λαμπερός άντρας και επανέλαβε τρεις φορές:

Ο ευνούχος Βαβίλα, που είναι μοναχός στο μοναστήρι σου, είναι γυναίκα!

Το ίδιο όραμα έλαβε και ο μακαριστός Ακάκι, ο ηγούμενος της Αβρααμικής μονής. Όταν ήρθε το πρωί, ο Basian κάλεσε έναν από τους μοναχούς που ονομαζόταν Ιωάννης, ο οποίος ήταν ο πρώτος μετά από αυτόν, και του είπε το όραμά του. Ενώ μιλούσαν, ένας αγγελιοφόρος του ηγούμενου Ακάκη ήρθε στον αιδεσιμότατο Βασιανό με την είδηση ​​ότι του αποκαλύφθηκε εκείνο το βράδυ σε όραμα ότι ο ευνούχος Βαβίλα ήταν γυναίκα. Ο αιδεσιμότατος, έκπληκτος και θέλοντας να πειστεί ακόμη περισσότερο για αυτό το μυστικό (επειδή φοβόταν μήπως αποδειχτεί κάποια εχθρική εξαπάτηση και δεν πίστεψε αμέσως το όραμα που είχε λάβει σε όνειρο), άνοιξε το Ευαγγέλιο και Το βλέμμα του έπεσε στα εξής λόγια: «Με τι να παρομοιάσω τη βασιλεία του Θεού; Είναι σαν μαγιά που παίρνει μια γυναίκα και βάζει τρία μέτρα αλεύρι μέχρι να ξινίσουν όλα». Τότε ο Βασιανός πίστεψε ότι το όραμα ήταν από τον Θεό και κάλεσε κοντά του την ευλογημένη Ματρώνα.

Γιατί ήρθες σε εμάς, γυναίκα; Πώς τολμάς να στέκεσαι τόσο καιρό εδώ ανάμεσα στους μοναχούς; Θέλετε να κάνετε ντροπή στο μοναστήρι μας ή ήρθατε για τον πειρασμό μας;

Συντετριμμένος από την απροσδόκητη επίπληξη και τρομαγμένος πολύ από το φοβισμένο βλέμμα και φωνή του εντολοδόχου, ο Μακαριώτατος έπεσε στα τίμια πόδια του, παρακαλώντας του τη συγχώρεση και ταπεινά απάντησε:

Όχι για να βάλω σε πειρασμό κανέναν, αλλά για να σώσω τον εαυτό μου από τους πειρασμούς του εχθρού και για να αποφύγω τις παγίδες του κακού, ήρθα στα πρόβατα του ποιμνίου σου, Άγιε Πάτερ!

Ο διαχειριστής της είπε ξανά:

Πώς τολμάς, ως γυναίκα, να πλησιάσεις τα Θεία Μυστήρια με ακάλυπτο το κεφάλι και να δώσεις ένα φιλί στα χείλη στα αδέρφια;

Η ματρόνα απάντησε:

Όταν πλησίασα τα Θεία Μυστήρια, δεν αποκάλυψα πλήρως το κεφάλι μου, αλλά μόνο ως ένα βαθμό. Και όταν έδωσα ένα φιλί στα αδέρφια, φανταζόμουν ότι άγγιζα το στόμα όχι ανθρώπων, αλλά απαθών αγγέλων.

Έκπληκτος από αυτή τη σοφή απάντηση, ο Σεβασμιώτατος την ξαναρώτησε:

Και γιατί δεν πήγες σε γυναικείο μοναστήρι, αλλά μπήκες σε μοναστήρι;

Η μακαρία τίναξε τον φόβο της και του είπε αναλυτικά τα πάντα για τον εαυτό της:

Ήμουν παντρεμένος, είχα μια κόρη. Πάντα μου άρεσε να πηγαίνω στις εκκλησίες του Θεού και να προσεύχομαι εκεί μέρα και νύχτα. Όμως ο άντρας μου μου το απαγόρευσε και με εμπόδισε, με ξυλοδαρμούς και με κάθε τρόπο προσπαθούσε να σταματήσει την επιμελή έλξη μου προς τον ναό και την προσευχή και με κάθε τρόπο εμπόδιζε την προσδοκία μου προς τον Θεό. Έτσι αποφάσισα να φύγω μακριά του για να υπηρετήσω ελεύθερα τον Θεό. Μου εμφανίστηκε ένα όραμα που με έφερε κοντά σου. Είδα τον εαυτό μου σε ένα όνειρο να τρέχει μακριά από έναν άνθρωπο που με κυνηγούσε και τότε κάποιοι μοναχοί με έκρυψαν από αυτόν. Σκέφτηκα το όραμα και συνειδητοποίησα ότι δεν θα μπορούσα να κρυφτώ από τον σύζυγό μου με κανέναν άλλο τρόπο, αν δεν υιοθετούσα μια αντρική μορφή και πήγαινα σε μοναστήρι. Μετά άλλαξα τα γυναικεία ρούχα για τα ανδρικά, με έλεγαν Βαβίλα και όταν παρουσιάστηκα ως ευνούχος, ήρθα σε αυτό το μοναστήρι.

Καθώς άκουγε με προσήλωση την ιστορία της μακαρίας Ματρώνας, ο Σεβασμιώτατος Βασιανός χτυπήθηκε από τη λογική της και την επιθυμία της για τον Θεό. Της είπε:

Τόλμησε, κόρη, η πίστη σου θα σε σώσει!

Αφού έδωσε καλή οδηγία στη Ματρώνα με εγκάρδιες συμβουλές, ο Βασιανός την έστειλε κρυφά στην μακαρία Σουζάνα. Και ο ίδιος της υποσχέθηκε ότι θα τη φροντίζει πνευματικά, αν συνέχιζε να υπηρετεί τον Χριστό αμετάβλητα.

Εκείνη την εποχή πέθανε η κόρη της Ματρώνας Θεοδοσία, την οποία είχε εμπιστευθεί στη Σουζάνα. Διότι, ο καλός Κύριος, θέλοντας να ελευθερώσει τη δούλη Του Ματρώνα από τις ανησυχίες, για να μπορέσει να Τον υπηρετήσει πιο ελεύθερα, πήρε μαζί Του τη Θεοδοτία και την κατοίκησε στις ουράνιες κατοικίες. Επομένως, αντί για θλίψη, η Ματρώνα γέμισε χαρά όταν είδε ότι η κόρη της, που δεν γνώριζε ακόμη τις ομορφιές του κακού κόσμου, είχε πάει στον Κύριο και παρουσιάστηκε μπροστά Του χωρίς ψεγάδι. Και η ίδια κρύφτηκε με τη Σουζάνα, ή καλύτερα να πούμε ότι ο Θεός την έκρυψε μέσω της Σουζάνας.

Εν τω μεταξύ, ο Δομιτιανός, ο άνθρωπος της Αγίας Ματρώνας, την αναζητούσε παντού, περιοδεύοντας σε πολλές πόλεις και χωριά και σε διάφορα μοναστήρια, ρωτώντας την παντού, αλλά δεν τη βρήκε. Τότε άκουσε ότι στο μοναστήρι του αιδεσιμότατου Μπασιαν ήταν μια γυναίκα που αγωνιζόταν με τη μορφή ενός άνδρα, παριστάνοντας τον ευνούχο (γιατί η φήμη γι’ αυτό είχε διαδοθεί πρώτα σε όλους τους αδελφούς και μετά σε όσους ζούσαν στον κόσμο ). Ο Δομιτιανός μάντεψε ότι αυτή ήταν η γυναίκα του και πήγε στο μοναστήρι. Εκεί στάθηκε στην πόρτα, χτύπησε δυνατά και άρχισε να φωνάζει θυμωμένος:

Εσείς, μοναχοί, με προσβάλατε, μεγάλη προσβολή! Έχεις αποπλανήσει τη γυναίκα μου και την κρατάς μαζί σου. Έτσι πρέπει να ενεργούν οι μοναχοί; Έτσι πρέπει να είναι η ζωή σου; Δώστε μου πίσω τη γυναίκα μου! Γιατί χωρίζεις παράνομα αυτούς που ο Θεός τους ένωσε για να ζήσουν μαζί; Δώστε μου πίσω αυτό που μου ανήκει ως συνεργό της ζωής μου.

Και οι μοναχοί απάντησαν στον Δομιτιανό:

Η γυναίκα σου δεν είναι μαζί μας, γιατί γυναίκες δεν μπαίνουν ποτέ στο μοναστήρι μας. Μαζί μας ήταν και ένας ευνούχος, ο μοναχός Βαβυλώνας, που ήταν μαζί μας για λίγο, αλλά μετά, θέλοντας να επισκεφτεί τα ιερά της Ιερουσαλήμ, μας άφησε πριν από πολύ καιρό, που είναι γνωστό. Και πού είναι τώρα, δεν ξέρουμε. Αυτό το γνωρίζει μόνο ο Παντογνώστης Θεός, για τον Οποίο δεν υπάρχει τίποτα κρυφό.

Στο άκουσμα αυτό, ο Δομιτιανός, συγκινημένος και ταυτόχρονα λυπημένος για τον έρωτά του για τη γυναίκα του, έφυγε στεναχωρημένος. Ο μακαριστός Βασιανός συλλογίστηκε μόνος του: «Ο ίδιος ο Θεός διάλεξε αυτή τη γυναίκα για να Τον υπηρετήσει και την πήρε κάτω από τον καλό Του ζυγό από αυτόν τον επίμονο και ξεφτιλισμένο άνθρωπο, εμπιστεύοντάς την ανάξια σε μένα, για να φροντίσω την ψυχή της. Αποκάλυψα όμως σε πολλούς το μυστικό της και γνωστοποίησα όλα όσα της αφορούν. Κι αν τώρα τη βρει ο άντρας της και την αποσπάσει από τον ενάρετο δρόμο που έχει πάρει, της βλάψει την ψυχή, θα είμαι ένοχος για το θάνατό της».

Ο Βασιανός κάλεσε μερικούς από τους γέροντες που αποτελούσαν το συμβούλιο της μονής και τους είπε:

Εμείς, τα αδέρφια, είμαστε υποχρεωμένοι να φροντίζουμε την αδελφή που έφυγε από το μοναστήρι μας. Διότι, αν και γυναίκα, είναι εγγεγραμμένη στους μοναχούς της αδελφότητάς μας. Τι να κάνουμε λοιπόν ώστε η θεοσεβή ζωή της να αρχίσει να τελειώνει καλά και ο εχθρός, που θέλει πάντα την πτώση μας, να μην νικήσει το θάρρος της, να μην την απομακρύνει από τα μοναστικά κατορθώματα και να μην την παρασύρει με την αγάπη για τον κόσμο. , χρησιμοποιώντας τον σύζυγό της ως εύχρηστο εργαλείο για αυτό;

Αυτό είπε ο Βάσιαν στα αδέρφια. Και ένας από αυτούς, ονόματι Μάρκελ, που ήταν διάκονος στο βαθμό, είπε στον αιδεσιμότατο:

Στην πόλη Έμεσα, όπου γεννήθηκα, υπάρχει γυναικείο μοναστήρι όπου κουρεύτηκε και η αδερφή μου. Λοιπόν, πάτερ, αν θέλεις, στείλε την εκεί και θα απαλλαγείς από την υποχρέωση να τη φροντίσεις.

Ο Βασιαν και οι άλλοι πρεσβύτεροι συμφώνησαν με τη συμβουλή του Μάρκελ και διέταξαν να αποπλεύσει ένα πλοίο στη χώρα αυτή. Σύντομα, σύμφωνα με το σχέδιο του Θεού, βρέθηκε ένα πλοίο από την Έμεσα, που είχε αγοράσει εμπορεύματα στο Βυζάντιο και ετοιμαζόταν να επιστρέψει στην πατρίδα του. Τότε η μακαρία Ματρώνα ανέβηκε σε αυτό το πλοίο και εστάλη στο μοναστήρι Έμες στις εκεί παρθένες, οι οποίες την υποδέχθηκαν με χαρά. Ζώντας ενάρετη στις συνήθεις πράξεις της, ξεπέρασε τα πάντα σε ταπείνωση, σιωπή, νηστεία και αγρυπνία σε άλλες μοναστικές πράξεις, ώστε κατέπληξε όλους με τη ζωή της και τους έδωσε παράδειγμα του στενού και δύσκολου μονοπατιού που οδηγεί στη βασιλεία του Θεού. . Μετά από λίγο καιρό η ηγουμένη της μονής αυτής πέθανε και η Αγία Ματρώνα επιλέχθηκε από όλους ως η πιο άξια να πάρει τη θέση του εκλιπόντος. Όντας ηγουμένη, είναι σαν κερί,

Εκείνη την ώρα ένας άνδρας, ενώ όργωνε τα χωράφια του, παρατήρησε ότι σε ένα σημείο έβγαινε φωτιά από το έδαφος. Αυτό το είδε όχι μια, αλλά πολλές φορές, γιατί για πολλές μέρες μια φλόγα εμφανιζόταν συνεχώς σε αυτό το μέρος, που έβγαινε από τη γη. Τότε αυτός ο άνθρωπος πήγε στην πόλη και ενημέρωσε τον επίσκοπο της Έμες. Ο επίσκοπος, συνειδητοποιώντας ότι αυτό ήταν ένα ιδιαίτερο σημάδι, πήγε στον καθορισμένο χώρο με όλο τον κλήρο του. Εκεί προσευχήθηκε και διέταξε να σκάψουν τη γη. Και όταν το έκαναν αυτό, βρήκαν ένα σκεύος, που δεν περιείχε μέσα του όχι χρυσό και όχι ασήμι, αλλά το κεφάλι του Αγίου Ιωάννη, του Προδρόμου και Βαπτιστή του Κυρίου, πολύ πιο πολύτιμο από όλους τους επίγειους θησαυρούς. Η φήμη γι’ αυτό διαδόθηκε σε όλα τα μέρη και ολόκληρος ο πληθυσμός όχι μόνο της πόλης Έμεσα, αλλά και όλων των γύρω πόλεων και χωριών συνέρρευσε σε αυτό το μέρος. Η αιδεσιμότατη Ματρώνα ήρθε με όλες τις αδελφές από το μοναστήρι της για να προσκυνήσει την τιμητική κεφαλή του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή. Η αγία αυτή κεφαλή έχυνε μυρωδάτη μυρωδάτη, με την οποία οι ιερείς άλειφαν τους συγκεντρωμένους εκεί, απεικονίζοντας το σημείο του σταυρού στο μέτωπό τους.

Η Σεβασμιώτατη Ματρώνα πήρε επίσης την αλοιφή σε ένα μικρό σκεύος για να την πάρει ως ευλογία στο μοναστήρι της. Όμως τα πλήθη του κόσμου που αναζητούσαν το άγιο μύρο δεν της επέτρεψαν να επιστρέψει. Άλλοι, βλέποντας ότι είχε μαζί της αλοιφή, την παρακαλούσαν να τους αλείψει, γιατί λόγω του μεγάλου κόσμου δεν μπορούσαν να πλησιάσουν τους ιερείς. Υποκύπτοντας στις προτροπές τους, το έκανε. Υπήρχε επίσης ένας τυφλός που δεν είχε δει φως από τότε που γεννήθηκε. Ζήτησε από τη Ματρώνα να τον αλείψει με ιερό λάδι. Του άλειψε τα μάτια και είδε. Το θαύμα αυτό απέδιδαν όλοι όχι μόνο στο ιαματικό χρίσμα του Αγίου Ιωάννη, αλλά και στην Σεβασμιώτατη Ματρώνα, καθώς εκεί υπήρχαν πολλοί ιερείς που μοίραζαν στους ανθρώπους του ίδιου χρίσματος, αλλά τα άλλα χέρια κανενός δεν μπορούσαν να αποκαταστήσουν την όραση του τυφλού. Και ο ενάρετος βίος της σεβαστής Ματρώνας έγινε διάσημος στο λαό.

Μετά από πολύ καιρό, ο σύζυγός της Dometian άκουσε για αυτήν. Έσπευσε στην πόλη Έμεσα. Όταν κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να μπει στο μοναστήρι όπου έμενε ο αιδεσιμότατος και μπορούσε να δει τη σύζυγό του, την οποία έψαχνε εδώ και καιρό (γιατί σε αυτό το μοναστήρι υπήρχε νόμος να μην μπαίνει ποτέ άνδρας), αποφάσισε να χρησιμοποιήσει πονηριά.. Ο Δομιτιανός έπεισε αρκετές από τις κοσμικές γυναίκες να πάνε στη Ματρώνα και να της πουν:

Κάποιος που άκουσε για την αγιότητά σου και για την τέλεια ενάρετη ζωή σου, ήρθε από μακριά για να σε προσκυνήσει και να τιμηθεί με την ευλογία σου και τις άγιες προσευχές σου. Δείξε, λοιπόν, αγάπη για χάρη του Θεού και μην απορρίπτεις αυτόν τον άνθρωπο, που έχει περπατήσει τόσο πολύ για σένα. Πηγαίνετε έξω κοντά του, παρηγορήστε τον με λόγια καρδιάς και διώξτε τον με μια ευλογία.

Οι γυναίκες πήγαν στη Ματρώνα και της το είπαν όπως τους είχε μάθει. Ο μακαρίτης είδε την απάτη και ρώτησε τις γυναίκες πώς ήταν ο άντρας που της τις έστειλε. Περιέγραψαν την εμφάνισή του. Τότε η αγία κατάλαβε ότι αυτός ήταν ο άντρας της και είπε στις γυναίκες:

Πες σε αυτόν τον άνθρωπο να περιμένει επτά ημέρες, και την έβδομη μέρα θα του εμφανιστώ και θα με δει, όπως θέλει.

Αφού έστειλε τις γυναίκες, η μακαρία Ματρώνα άρχισε να προσεύχεται στον Κύριο να την κρύψει από τον άντρα της και όταν ήρθε το βράδυ πήρε τα μαλλιά της, ένα μικρό κομμάτι ψωμί, και έφυγε κρυφά από το μοναστήρι και πήγε στα Ιεροσόλυμα. Ο Δομιτιανός, εν τω μεταξύ, περίμενε επτά μέρες, ελπίζοντας να δει αυτόν που ήθελε. Σκέφτηκε να την πάρει με το ζόρι μαζί του, ως νόμιμο σύζυγό της. Την έβδομη ημέρα έστειλε πάλι τις ίδιες γυναίκες στον αιδεσιμότατο με παράκληση να του εμφανιστεί σύμφωνα με την υπόσχεσή της. Όταν έφτασαν στο μοναστήρι, οι γυναίκες βρήκαν όλες τις μοναχές να θρηνούν και να κλαίνε για την ηγουμένη τους, καθώς δεν ήξεραν πού είχε πάει. Οι γυναίκες επέστρεψαν στον Δομιτιανό και τον ενημέρωσαν. Η Ατόι, φλεγόμενη ακόμα περισσότερο από την επιθυμία και τη λύπη, ταξίδεψε παντού για να την αναζητήσει. Τελικά πήγε στην Ιερουσαλήμ. Εκεί σταμάτησε σε ένα πανδοχείο και ρώτησε τους γύρω του αν είχαν δει γυναίκα (όπου περιέγραψε την εμφάνισή της). Και εκείνοι του απάντησαν:

Θυμόμαστε ότι ακριβώς μια τέτοια καλόγρια πέρασε αργά το βράδυ στο δρόμο της για τις εκκλησίες της Ιερουσαλήμ. Αλλά πού είναι τώρα, δεν ξέρουμε.

Ο Δομιτιανός έψαξε επιμελώς για τη Ματρώνα, περπατώντας στους δρόμους και ρωτώντας τους ξενοδόχους. Συναντήθηκαν μάλιστα μια φορά, αλλά δεν την αναγνώρισε, γιατί όταν ο Δομιτιανός πέρασε πάνω της, εκείνη κάλυψε το πρόσωπό της και έσκυψε, σαν να μάζευε κάτι. Χάρη σε αυτό το κόλπο, ο άντρας της δεν την αναγνώρισε. Η Σεβασμιώτατη είδε την επιμονή με την οποία την αναζητούσε ο άντρας της και φοβούμενη μήπως τη συναντήσει ξανά και την αναγνωρίσει, αποσύρθηκε στο όρος Σινά. Αλλά και εκεί ο άντρας της την αναζητούσε και την κυνηγούσε. Στη συνέχεια πήγε στο Berit, όπου βρήκε έναν έρημο ναό ειδώλων και εγκαταστάθηκε σε αυτόν. Και οι δαίμονες, μη μπορώντας να αντέξουν την παρουσία της και θέλοντας να διώξουν τον κόσμο από αυτό το μέρος, επιδίωκαν με διάφορους τρόπους να την τρομάξουν. Άλλοτε της φώναζαν χωρίς να εμφανιστούν και άλλοτε της επιτέθηκαν ανοιχτά. Και όταν η Ματρώνα άρχισε να ψάλλει ψαλμούς, οι δαίμονες την έβριζαν και την χτυπούσαν. Όμως όλες αυτές τις δαιμονικές εικόνες και εμφανίσεις η αγία έδιωξε από τον εαυτό της με το σημείο του σταυρού και με επιμελή προσευχή στον Θεό. Ενώ ζούσε σε αυτόν τον ειδωλό ναό, η αιδεσιμότατη έτρωγε το γρασίδι που φύτρωνε στην περιοχή και το ποτό της ήταν το νερό από την πηγή, που φάνηκε από θαύμα εξαιτίας της. Κάποτε ένιωσε δίψα και έψαξε για νερό τριγύρω, αλλά δεν το βρήκε, γιατί το έδαφος εκεί ήταν στεγνό και καμένο από τον ήλιο. Βρίσκοντας μια αιχμηρή πέτρα, έσκαψε με αυτήν μια μικρή τρύπα στο μέγεθος ενός ανθρώπινου χεριού. Μετά πήγε να προσευχηθεί. Το επόμενο πρωί ο αιδεσιμότατος επέστρεψε στο ίδιο μέρος και βρήκε μια πηγή με τρεχούμενο νερό. Και γύρω από την άνοιξη φύτρωναν νόστιμα χόρτα. Αυτό ήταν το τραπέζι της νύφης του Χριστού πιο γλυκό από όλα τα βασιλικά τραπέζια.

Κάποτε ο δαίμονας πήρε την εικόνα μιας όμορφης γυναίκας και ήρθε στην σεβαστή Ματρώνα, μιλώντας της κολακευτικά:

Γιατί, κυρία μου, διάλεξες για τον εαυτό σου έναν τόσο μοναχικό τρόπο ζωής; Ο τόπος εδώ είναι έρημος και δεν υπάρχει τίποτα που να ικανοποιεί τις σωματικές ανάγκες. Άλλωστε είσαι ακόμα νέος και όμορφος στο πρόσωπο και φοβάμαι μήπως σε δει κάποιος, παρασυρθεί από την ομορφιά σου και σε βιάσει. Και τότε δεν θα υπάρχει κανείς να σε βοηθήσει και να σε ελευθερώσει από τα χέρια του. Φύγε, λοιπόν, κυρία μου, αυτή τη ζωή και έλα μαζί μου στην πόλη, γιατί στην πόλη μπορείς να ζήσεις στη σιωπή. Θα σου βρω ένα σπίτι για να ζήσεις και θα έχεις όλα όσα χρειάζεσαι. Και τότε κανείς δεν θα τολμήσει να σας προκαλέσει προβλήματα, γιατί οι γείτονες θα σας βοηθήσουν και θα σας σώσουν από κάθε προσβολή.

Ενώ άκουγε αυτά τα κολακευτικά λόγια, η αγία Ματρώνα κατάλαβε ότι ήταν εχθρικά βέλη και πήρε αμέσως «την αγιότητα ως αήττητη ασπίδα» και όχι μόνο υπερασπίστηκε τον εαυτό της από τα βέλη του κακού, αλλά και η ίδια η σκοπευτής τραυματίστηκε με τις προσευχές της. αν με σπαθί.και τον έδιωξε.

Τότε ο δαίμονας μεταμορφώθηκε σε γριά με φωτιά να βγαίνει από τα μάτια της. Η γυναίκα όρμησε πάνω στη Ματρώνα, την άρπαξε από τα πόδια και άρχισε να εκτοξεύει ξεδιάντροπα λόγια και απειλές. Όμως ο άγιος δεν της έδωσε καμία σημασία, αλλά στάθηκε και προσευχήθηκε στον Θεό και ο δαίμονας εξαφανίστηκε.

Μετά από αυτές τις δαιμονικές επιθέσεις, ο Κύριος παρηγόρησε την μακαρία Ματρώνα με θεία αποκάλυψη και γέμισε την καρδιά της με ανείπωτη πνευματική χαρά και ουράνια παρηγοριά. Γιατί, ξέρει πώς να παρηγορεί εκείνους που Τον υπηρετούν στις θλίψεις, πώς να τους βοηθάει στα δεινά τους και να μετατρέπει τη λύπη τους σε χαρά, όπως λέει ο Δαβίδ: «Όταν οι θλίψεις μου πληθαίνουν στην καρδιά μου, οι παρηγορίες Σου ευφραίνουν την ψυχή μου».

Μέσω αυτής της εύνοιας, ο Κύριος θέλησε να ωφελήσει πολλούς και να καθοδηγήσει πολλούς στον δρόμο της σωτηρίας. Γι’ αυτό το αποκάλυψε στους κατοίκους της Μπερίτ. Την βρήκαν τρεις Χριστιανοί που περνώντας από αυτόν τον ναό ένα βράδυ την είδαν να προσεύχεται. Το είπαν σε άλλους και πολλοί άρχισαν να έρχονται κοντά της, θέλοντας να τη δουν. Ο Θεός την προίκισε με το ευγενικό χάρισμα της διδασκαλίας, τους κήρυξε τον λόγο του Θεού και με τα θεόπνευστα κηρύγματά της τους ωφέλησε και τους καθοδήγησε στον δρόμο της σωτηρίας. Πολλές γυναίκες και παρθένες ήρθαν επίσης κοντά της, και βλέποντας τη ζωή της ως άγγελο, θέλησαν να ακολουθήσουν το παράδειγμά της και να κάνουν μοναχική ζωή μαζί της. Πρώτα ήρθε μια γυναίκα με το όνομα Σωφρονία, η οποία, αν και ειδωλολάτρης, αγαπούσε την εγκράτεια και την αγνότητα και ζούσε ως μοναχή. Ήταν παρθένα και μαζί της έζησαν άλλες γυναίκες που ακολουθούσαν τον τρόπο ζωής και τις διδασκαλίες της. Όταν άκουσε για την μακαρία Ματρώνα και την αυστηρή ζωή της, ευχήθηκε να τη δει και πήγε κοντά της με τις φίλες της. Και η Αγία Ματρώνα άνοιξε το ευσεβές της στόμα και άρχισε να της μιλά για τον Ένα αληθινό Θεό και τον Μονογενή Του Υιό, πώς ενσαρκώθηκε από τον άγνωστο άνθρωπο και την αγνή Παρθένο, υπέφερε για τη σωτηρία μας, αναστήθηκε, αναλήφθηκε με σάρκα στους ουρανούς και θα έρθει να κρίνει.τους ζωντανούς και τους νεκρούς. Αποκαλύπτοντας στη Σωφρονία τα μυστικά της χριστιανικής πίστης, ο αιδεσιμότατος έστρεψε αυτήν και τις γυναίκες που ζούσαν μαζί της στον Χριστό. Αμέσως μετά, βαφτίστηκαν από τον επίσκοπο Berita και άρχισαν να κάνουν μοναστική ζωή με τον Σεβασμιώτατο στον ναό των ειδώλων,

Τότε μια παρθένος ονόματι Ευχία, που ήταν ειδωλολάτρης ιέρεια και φύλαγε την παρθενία της, ήρθε στην Αγια Ματρώνα και, πέφτοντας στα πόδια της, άρχισε να παρακαλεί την αγία να της διδάξει την πίστη στον Ιησού Χριστό και να της επιτρέψει να ζήσει μαζί της. Ο άγιος δίδαξε στην παρθένο τα λόγια του Θεού, φούντωσε την καρδιά της με αγάπη για τον Χριστό και την έπεισε να απαρνηθεί τον κόσμο. Εκείνη την εποχή γινόταν εκεί κάποια αποτρόπαια ειδωλολατρική γιορτή και οι ειδωλολάτρες που βρίσκονταν στο Berit μαζεύονταν στα είδωλά τους για να γιορτάσουν. Όταν δεν βρήκαν την ιέρεια των ειδώλων, που σύμφωνα με το ειδωλολατρικό έθιμο έπρεπε να τους προσφέρει τις θυσίες, αναρωτήθηκαν πού είχε πάει. Και όταν έγινε γνωστό ότι η Εύβοια είχε πάει στην Αγία Ματρώνα, ήρθαν μερικοί από αυτούς, και ιδιαίτερα οι συγγενείς της παρθένου, και βρήκαν την Εύβοια να κάθεται δίπλα στη Ματρώνα και να ακούει με αγάπη τα Θεία λόγια, της είπαν:

Γιατί, παρθένα, περιφρόνησες τους μεγάλους θεούς και εγκατέλειψες τη θυσία; Εδώ, εξαιτίας σου, ο λαός επαναστάτησε εναντίον μας, μη θέλοντας να ανεχθεί την ατίμωση των θεών του. Ιθάκη, έλα μαζί μας να γιορτάσουμε.

Και η παρθένος όχι μόνο δεν ήθελε να ακούσει τα λόγια τους, αλλά δεν ήθελε ούτε να τα κοιτάξει, αλλά καθώς η Μαρία καθόταν «στα πόδια του Ιησού», έτσι κάθισε μπροστά στον δάσκαλό της, ο οποίος είπε απαλά και με αγάπη σε όσους ήρθαν:

Ας ζήσει μαζί μας αυτός ο δούλος του Αληθινού Θεού, που πριν ήταν δούλος των μάταιων θεών σας. γιατί δεν μπορεί πλέον να έχει κοινωνία μαζί σου, γιατί θέλει να αρραβωνιαστεί με τον Χριστό.

Για πολύ καιρό οι συγγενείς προσπαθούσαν να χωρίσουν την παρθένα από τον κόσμο της Ματρώνας, άλλοτε με χάδια, άλλοτε με απειλές. Ήθελαν μάλιστα να την πάρουν με το ζόρι μαζί τους, αλλά η αόρατη δύναμη του Θεού τους εμπόδισε να το κάνουν. Βλέποντας ότι δεν θα πετύχουν αυτό που ήθελαν, είπαν:

Αν δεν μας ακούσετε και δεν πάτε μαζί μας αμέσως να τελέσετε τη γιορτή των θεών, αύριο το πρωί θα έρθουμε, θα βάλουμε φωτιά σε αυτό το μέρος και θα κάψουμε όλους όσοι είναι μέσα, και μαζί τους και εσείς. !

Μετά από αυτή την απειλή, έφυγαν. Και η Αγία Ματρώνα και οι αδελφές που ζούσαν μαζί της μάζεψαν πολλά ξύλα και κλαδιά και τα άπλωσαν γύρω από το ναό. Τότε ο άγιος έστειλε να προλάβει τους εθνικούς και να τους πει:

Ιδού, η φωτιά και τα ξύλα ετοιμάζονται, κράτησε την υπόσχεσή σου: κάψε μας να γίνουμε ευωδιαστή θυσία στον Χριστό τον Θεό μας!

Οι Εθνικοί θαύμασαν με τον ανδρισμό τους και την προθυμία τους να πεθάνουν για τον Θεό τους. Δεν ήξεραν τι να τους πουν και δεν επέστρεψαν ποτέ σε αυτούς.

Η αιδεσιμότατη Ματρώνα, στο μεταξύ, ζήτησε από τον επίσκοπο να τους στείλει έναν πρεσβύτερο. Όταν έφτασε ο πρεσβύτερος, του εμπιστεύτηκε την παρθένο να τη βαφτίσει και μετά να της την επιστρέψει. Αμέσως εκτέλεσε το θέλημά της.Μετά την αποδοχή της βάπτισης, η παρθένος άρχισε να προσφέρεται εθελοντικά σε νηστεία και προσευχές με τις άλλες αδελφές της Αγίας Ματρώνας, που έγιναν οκτώ στον αριθμό.

Ενώ η Σεβασμιώτατη Ματρώνα έκανε μια τέτοια ζωή, υπηρετώντας τον Θεό μέρα και νύχτα με τις αδερφές και στρέφοντας πολλούς σε Αυτόν, είχε την επιθυμία να δει ξανά τον πνευματικό της πατέρα, τον σεβαστό Βασιανό. Ήθελε να πάει στην Κωνσταντινούπολη, αλλά η σκέψη ότι ο άντρας της ζούσε στην πόλη την κράτησε. Σκέφτηκε επίσης, «Δεν μπορώ να μείνω άλλο εδώ γιατί πολλοί άνθρωποι έρχονται σε μένα και με δοξάζουν ως ενάρετη. Και φοβάμαι τη ματαιοδοξία. Φοβάμαι επίσης ότι δεν θα ακούσει για εμένα και τον άντρα μου, γιατί έχω γίνει διάσημη σε όλη τη χώρα και κάποιος μπορεί να του πει για μένα. Κι όταν έρθει και με βρει, θα μου καταστρέψει όλο το μοναστηριακό κατόρθωμα. Γι’ αυτό θα πάω είτε στην Αλεξάνδρεια είτε στην Αντιόχεια».

Αφού πήρε αυτή την απόφαση, η αγία άρχισε να προσεύχεται θερμά στον Θεό να της αποκαλύψει πού να πάει και πού θα μπορούσε να ζήσει με το μεγαλύτερο όφελος. Ενώ προσευχόταν για αυτό, μια φορά είδε σε ένα όνειρο τρεις άντρες να μαλώνουν μεταξύ τους για εκείνη επειδή ο καθένας τους ήθελε να την πάρει μαζί του. Και αυτή τους είπε:

Έχω από καιρό απαρνηθεί τον γάμο, αλλά και να το ξαναθέλω, δεν θα γίνει. Αλλά ποιος είσαι?

Ο πρώτος απάντησε:

Είμαι ο Αλέξανδρος.

Ο άλλος είπε:

Είμαι ο Αντίοχος.

Και ο τρίτος είπε:

Είμαι ο Κωνσταντίνος.

Μετά έκαναν κλήρο μεταξύ τους για να αποφασίσουν ποιος θα το πάρει. Ο κλήρος έπεσε στον μικρότερο, που αυτοαποκαλούσε Κωνσταντίνο. Ήθελε να την πάρει. Έντρομη, η Ματρώνα ξύπνησε και άρχισε να σκέφτεται τι είχε δει στο όνειρό της. Η ίδια ερμήνευσε το όνειρό της ως εξής: «Οι τρεις άνδρες Αλέξανδρος, Αντίοχος και Κωνσταντίνος είναι οι τρεις πόλεις που σκέφτομαι, δηλαδή η Αλεξάνδρεια, η Αντιόχεια και η Κωνσταντινούπολη. Και ο κλήρος μου, που έπεσε στον Κωνσταντίνο, σημαίνει ότι η εύνοια του Θεού είναι να πάω στην Κωνσταντινούπολη και να δω εκεί τον πατέρα μου, τον μακαριστό Μπασιαν. Ο Κύριος, που με οδηγεί, είναι δυνατός να με κρύψει εκεί, για να μη με βρει ο άντρας μου. Και ακόμη και «αν περπατήσω στην κοιλάδα της σκιάς του θανάτου, δεν θα φοβηθώ το κακό, γιατί είσαι μαζί μου».

Έτσι ο άγιος ήταν έτοιμος να φύγει. Και οι νοσοκόμες, όταν έμαθαν τον σκοπό της, δεν την άφησαν να φύγει, και έκλαιγαν και της είπαν:

Γιατί φεύγεις μάνα μας, τα παιδιά σου; Δεν είμαστε ακόμη επαρκώς εδραιωμένοι στο νόμο του Κυρίου. Γιατί αφήνετε τα νεαρά δενδρύλλια, που δεν έχουν ακόμη ενισχυθεί στην πίστη, να μην ποτίζονται επαρκώς με το νερό του δόγματος; Που πας μάνα μας; Σε ποιον μας αφήνεις; Και γιατί δεν μας παίρνεις μαζί σου;

Ο σεβασμιώτατος, καθησυχάζοντάς τους, τους είπε για το θέλημα του Θεού, που της αποκαλύφθηκε στο όραμα. Στη συνέχεια ζήτησε από τον επίσκοπο να της στείλει δύο διακόνους, έμπειρους στις αρετές και τέλειους στη ζωή, για να τους εμπιστευτούν αυτό το νεοσυσταθέν μικρό ποίμνιο του Χριστού. Ο επίσκοπος έστειλε τους διακόνους. Αφού τους εμπιστεύτηκε τις πνευματικές της κόρες ως πολύτιμο θησαυρό και προσευχήθηκε στον Θεό να τους δώσει την ειρήνη Του, η σεβαστή Ματρώνα τις άφησε, παίρνοντας μαζί της τη μοναδική από τις αδερφές, την μακαριστή Σωφρονία. Όταν έφτασαν στη θάλασσα, βρήκαν ένα πλοίο που ετοιμαζόταν να αποπλεύσει για την Κωνσταντινούπολη και επιβιβάστηκαν σε αυτό. Καθώς φυσούσε αντίθετος άνεμος, σύντομα έφτασαν στην πόλη. Εκεί η Αγία Ματρώνα και η Σωφρονία έσπευσαν να πάνε στην εκκλησία της Αγίας Ιρίνας κοντά στη θάλασσα. Μόλις μπήκε στην εκκλησία, Η Αγία Ματρώνα συνάντησε τον ήδη αναφερόμενο διάκονο Μάρκελ, ο οποίος συμβούλεψε τον μακαριστό Βασιανό να τη στείλει στο μοναστήρι της πόλης Έμεσα. Η Αγία Ματρώνα αποκάλυψε στον διάκονο ποια ήταν και του είπε αναλυτικά τα πάντα για τον εαυτό της, πώς διώχτηκε από τον σύζυγό της στην Έμεσα, την Ιερουσαλήμ και το Σινά, πώς ζούσε στο ναό των ειδώλων στο Μπερίτ και συγκέντρωσε αδελφές μαζί της, πώς την στράφηκε ο Κύριος προς τον εαυτό Του.Οι πολλοί άνθρωποι της και γιατί έκανε ένα τέτοιο ταξίδι από το Μπερίτ στην Κωνσταντινούπολη, θέλοντας να δει τον πνευματικό της πατέρα, τον αιδεσιμότατο Βασιανό. Και ο Μάρκελ ενημέρωσε τον αιδεσιμότατο για την άφιξη της Ματρώνας και του είπε όλα όσα είχε ακούσει από αυτήν. Ο αιδεσιμότατος διέταξε τον Μάρκελ να βρει ένα ήσυχο σπίτι κοντά στο μοναστήρι και να φιλοξενήσει τη Ματρώνα. Όταν έγινε αυτό, την είδε ο Σεβασμιώτατος Βασιανός, την ευλόγησε και, μαθαίνοντας για τους κόπους της,

Από τότε η Αγία Ματρώνα ζει στην Κωνσταντινούπολη χωρίς να ανησυχεί ότι ο άντρας της είχε ήδη πεθάνει. Και ο αιδεσιμότατος Βασιανός της προμήθευσε ό,τι χρειαζόταν και της έφερε τις αδερφές της, που είχαν μείνει στο Μπερίτ. Κατόπιν αιτήματός της, έστειλε επιστολή στον επίσκοπο Μπερίτ, με την οποία του ζητούσε να αφήσει τις μοναχές που συγκέντρωνε η ​​Ματρώνα στην Κωνσταντινούπολη στην πνευματική τους μητέρα. Σύντομα έφτασαν εδώ και έζησαν με τον αιδεσιμότατο, ασκητή και υπηρετώντας τον Θεό με δικαιοσύνη και ευσέβεια. Ήταν ένα παράδειγμα θεϊκής ζωής για όλους. Βλέποντας τη ζωή της, όχι μόνο εκείνοι που δέχονταν τον μοναχισμό, αλλά και πολλοί λαϊκοί, έπαιρναν μεγάλα οφέλη. Η δόξα των αρετών της απλώθηκε παντού, και για χάρη της οι άνθρωποι δόξασαν τον Επουράνιο Πατέρα.

Η φήμη για την αγία Ματρώνα έφτασε στη βασίλισσα Βερίνα, σύζυγο του τότε βασιλέως Λέοντος του Μεγάλου. Όταν άκουσε για την τέλεια ενάρετη ζωή του αιδεσιμότατου, ευχήθηκε να τη δει και πήγε κοντά της μόνη. Η ματρόνα δέχθηκε τη βασίλισσα με ευλάβεια και διοργάνωσε ένα σεμνό γλέντι προς τιμήν της. Η βασίλισσα θαύμαζε για την αγία ζωή της και κυρίως για το ότι ο σεβασμιώτατος δεν της ζήτησε τίποτα, αν και η ίδια σκόπευε να της δώσει πολλά δώρα. Έχοντας λάβει πνευματικό όφελος για τον εαυτό της από τις συνομιλίες με την μακαρία Ματρώνα, η βασίλισσα επέστρεψε στα ανάκτορά της.

Πολλοί άρρωστοι και ανάπηροι προσήλθαν στον αιδεσιμότατο και έλαβαν υγεία. γιατί η προσευχή της είχε τη δύναμη να θεραπεύει τις ασθένειες όχι μόνο της σάρκας αλλά και της ψυχής.

Μια ευγενής γυναίκα ονόματι Ευθυμία, η οποία ήταν σύζυγος του επάρχου Αντίμ, προσβλήθηκε από μια βαριά και ανίατη ασθένεια. Μη μπορώντας να πάρει βοήθεια από τους γιατρούς, πήγε στην Αιδεσιμότερη Ματρώνα. Η Ευφημία πιάνοντάς της το χέρι την άγγιξε στα μέλη του άρρωστου κορμιού της και από αυτό το άγγιγμα το σώμα της γιατρεύτηκε πλήρως. Η Ευφημία είδε ότι το σπίτι όπου έμενε η αιδεσιμότατη με τις αδερφές της ήταν στενό και όχι δικό της. Ήθελε λοιπόν να χτίσει ένα μεγάλο μοναστήρι για τον θεραπευτή της, κάτι που σύντομα έκανε.

Ο Σεβασμιώτατος μετακόμισε στο νεόδμητο μοναστήρι και εκεί συγκέντρωσε ακόμη περισσότερες παρθένες και γυναίκες μαζί της, τις έκανε νύφες του Χριστού και φρόντισε επιμελώς για τη σωτηρία τους. Αμέσως μετά, έμαθε ότι ήταν καιρός να πάει στον Θεό γιατί της είχε αποκαλυφθεί σε όραμα. Στο όραμά της, φαινόταν σαν να περπατούσε σε κάποιο όμορφο μέρος, όπου φυτεύτηκαν πολλά καρποφόρα δέντρα και ανάμεσά τους κυλούσαν πηγές καθαρού νερού. Πιο πέρα, απλώθηκε ένα χωράφι γεμάτο λουλούδια και πολλά όμορφα πουλιά τραγουδούσαν εκεί με διαφορετικές φωνές. Τα δέντρα ταλαντεύονταν ελαφρά στο ελαφρύ αεράκι και το μουρμουρητό των ρευμάτων ακουγόταν παντού. Δεν ήταν δυνατόν να περιγραφεί η ομορφιά αυτού του τόπου, γιατί ήταν ο παράδεισος του Κυρίου. Εκεί η μακαρία Ματρώνα είδε έντιμες και ένδοξες γυναίκες που της έδειξαν ένα λαμπρότατο παλάτι, δημιουργημένο από τον Θεό, και όχι από ανθρώπινο χέρι. Οι γυναίκες της είπαν:

Εδώ είναι το σπίτι σου, Ματρώνα, που ετοίμασε ο Θεός για σένα. Ελάτε να ζήσετε σε αυτό!

Από αυτό το όραμα η αιδεσιμότατη συνειδητοποίησε ότι πλησίαζε στον θάνατο της και άρχισε να προετοιμάζεται για τη μετάβασή της στην αιώνια ζωή, προσευχόμενος ακόμη πιο θερμά στον Κύριο, για τον Οποίο είχε περιφρονήσει όλα τα άλλα. Τότε κάλεσε όλες τις αδερφές στο σπίτι της και τις δίδαξε για πολύ καιρό τι χρειαζόταν για τη σωτηρία. Αφού τους ευλόγησε, πέθανε εν Κυρίω και μετακόμισε από τη γη στην ουράνια κατοικία που της είχε ετοιμάσει, που της είχε φανεί προηγουμένως στο όραμα. Έτσι η Σεβασμιώτατη Ματρώνα πέθανε σε μεγάλη ηλικία. Έζησε στον κόσμο είκοσι πέντε χρόνια, στον μοναχισμό εβδομήντα πέντε. και όλα της τα χρόνια ήταν εκατό.

Τώρα είναι στην αιώνια ζωή και στέκεται μπροστά στον θρόνο της Ζωοδόχου και Αχώριστης Τριάδος, Πατέρα, Υιού και Αγίου Πνεύματος, του Ενός Θεού, στον Οποίο ας είναι η δόξα για πάντα. Αμήν.

© Βίοι των Αγίων, μεταφρασμένο στα βουλγαρικά από το εκκλησιαστικό σλαβικό κείμενο του Cheti-Minei (“Chetii-Minei”) του Αγίου Δημητρίου του Ροστόφ .