ΕΑΝ ΘΕΛΕΤΕ
ΕΠΙΣΚΕΦΘΕΙΤΕ
ΤΙΣ ΠΑΡΑΚΑΤΩ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΕΣ ΞΕΝΕΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ
Ἑρμηνεία τῆς εἰκόνας τῶν Θεοφανείων
Τα Αγια Θεοφάνεια
τού Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.
Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου σου Κύριε, ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη προσκύνησις· τοῦ γάρ Γεννήτορος ἡ φωνή προσεμαρτύρει σοι, ἀγαπητόν σε Υἱόν ὀνομάζουσα· καί τό Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς, ἐβεβαίου τοῦ λόγου τό ἀσφαλές. Ὁ ἐπιφανείς Χριστέ ὁ Θεός, καί τόν κόσμον φωτίσας δόξα σοι.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β’.
Ὅτε τῇ ἐπιφανείᾳ σου ἐφώτισας τὰ σύμπαντα, τότε ἡ ἀλμυρὰ τῆς ἀπιστίας θάλασσα ἔφυγε, καὶ Ἰορδάνης κάτω ῥέων ἐστράφη, πρὸς οὐρανὸν ἀνυψῶν ἡμᾶς. Ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου, συντήρησον Χριστὲ ὁ Θεός, πρεσβείες τῆς Θεοτόκου, καὶ σῶσον ἡμᾶς.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Αὐτόμελον.
Ἐπεφάνης σήμερον τῇ οἰκουμένῃ, καί τὸ φῶς σου Κύριε, ἐσημειώθη ἐφ᾽ ἡμᾶς, ἐν ἐπιγνώσει ὑμνούντάς σε· Ἦλθες, ἐφάνης, τό Φῶς τὸ ἀπρόσιτον.
Μεγαλυνάριον
Ἄφεσιν πηγάζων τοῖς ἐξ Ἀδάμ, ὁ τῆς ἀφθαρσίας, ἀνεξάντλητος ποταμὸς, ἐν τῷ Ἰορδάνῃ, βαπτίζεται θελήσει· ἀντλήσωμεν οὖν πάντες, ὕδωρ σωτήριον.
Ο Όσιος Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης
Κοινοῦ Θεοδόσιος Ἡγεμὼν βίου,
Κοινὴ Μονασταῖς ἐκβιώσας ζημία.
Ἑνδεκάτῃ ὀλοὸν βίοτον λίπε Κοινοβιάρχης.
Βιογραφία
Ο Όσιος Θεοδόσιος γεννήθηκε στο χωριό Μωγαρισσού της Καππαδοκίας από πολύ πιστούς και ενάρετους γονείς, τον Προαιρέσιο και την Ευλογία. Έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα του Μεγάλου (457 – 474 μ.Χ.) και έφτασε έως και τους χρόνους του αυτοκράτορα Αναστασίου του Δικόρου (491 – 518 μ.Χ.). Αρνήθηκε την έγγαμη ζωή και σε νεαρή ηλικία έγινε μοναχός. Από πολύ νωρίς διακρίθηκε για την εγκράτεια και την ηθική του τελειότητα.
Αφού ασκήτεψε κοντά σε μεγάλους ασκητές όπως ο Συμεών ο Στυλίτης (βλέπε1 Σεπτεμβρίου) και ο ησυχαστής Λογγίνος αποσύρθηκε σε απομακρυσμένο ησυχαστήριο όπου δίδασκε το λόγο του Θεού στους περαστικούς διαβάτες. Η φήμη του για την αγία ζωή του έγινε γρήγορα γνωστή στα πέρατα της αυτοκρατορίας και έφερε στο ησυχαστήριό του δεκάδες αδελφούς αναγκάζοντας τον Θεοδόσιο να ιδρύσει ένα ευρύχωρο μοναστήρι όπου εφάρμοσε πιστά τα πρότυπα του ασκητικού βίου. Έκανε πολλά θαύματα και, αφού δίδαξε τις αρετές της ασκητικής ζωής στους εκατοντάδες μαθητές του, εκοιμήθη σε βαθύ γήρας το 529 μ.Χ.
Святой Преподобный Феодосий Великий, Киновиарх.
Византийская икона.
Όσιος Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης
Βυζαντινή Εικόνα
Феодосий Великий
(житийная икона, XVIII век)
Ο Μέγας Θεοδόσιος
(αγιογραφημένη εικόνα τού 18ου αιώνα μ.Χ.)
Прп. Феодосий Великий с житием.
Икона. 1-я половина XVI в.
Привезена из Ростова Великого в начале 1990-х годов.
Собрания Виктора Бондаренко. Москва.
Όσιος Θεοδόσιος ο Μέγας με τη ζωή του.
Εικόνα τού. 1ου εξάμηνου τού 16ου αιώνα μ.Χ.
που έφεραν από τήν πόλη Μέγα Ροστόφ τής Κεντρικής Ρωσίας
στις αρχές του 1990.
Συνάντηση του Βίκτορ Μπονταρένκο. Μόσχα.
Η είδηση της κοιμήσεώς του διαδόθηκε σαν αστραπή. Και έτρεξαν πολλοί, λαϊκοί, κληρικοί και μοναχοί, ακόμη και Επίσκοποι, για να ασπαστούν το ιερό λείψανο του Αγίου ανδρός, που στάθηκε για όλους φιλόστοργος πατέρας και προστατευτικός αδελφός. Και αυτός ακόμη ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων προσήλθε να ασπασθεί και να παραστεί στην εξόδιο Ακολουθία, μεγάλη δε υπήρξε η συγκίνησή του, όταν βρέθηκε ενώπιον του ιερού σκηνώματος του Οσίου. Η σύναξή του ετελείτο στο σεπτό Αποστολείο του Αγίου Αποστόλου Πέτρου, που ήταν κοντά στην Αγία Σοφία.
ΙΕΡΑ ΛΕΙΨΑΝΑ
Ὁ ἅγιος Θεοδόσιος ὁ Κοινοβιάρχης καὶ τὸ κοινόβιό του στὴν Παλαιστίνη[9]
Βρίσκεται ἀνατολικά τῆς Βηθλεέμ, στὴν ἀρχὴ τῆς Ῥέμου καὶ πάνω στὸν ἀρχαῖο κεντρικὸ δρόμο ποὺ ὁδηγοῦσε στὴν καρδιὰ τῆς ἐρήμου τῆς Ἰουδαίας καὶ στὴ Νεκρὰ Θάλασσα. Τὸ σημερινὸ μοναστήρι εἶναι χτισμένο στὴ θέση τοῦ ἀρχαίου κοινοβίου, ποὺ ἵδρυσε ὁ μέγας Κοινοβιάρχης τοῦ μοναχισμοῦ τῆς Ἁγίας Γῆς, ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος, τὸν 5ο αἰώνα. Στὸν περίβολο τοῦ μοναστηριοῦ βλέπει κανεὶς μωσαϊκὰ δάπεδα μὲ ἑλληνικὲς ἐπιγραφές, μαρμάρινα κιονόκρανα καὶ κολῶνες, στέρνες καὶ ἐρείπια κτιρίων.
Ἡ σπηλιὰ-προσκύνημα εἶναι τὸ πιὸ ἐνδιαφέρον τμῆμα τοῦ μοναστηριοῦ. Εἶναι φυσική, μὲ λίγα λαξευτὰ σημεῖα καὶ κατὰ τὴ μακραίωνη ἱστορία τῆς μονῆς χρησιμοποιήθηκε ὡς κοιμητήριο τῶν ἡγουμένων καὶ τῶν ἐπιφανῶν της μοναχῶν. Στὶς λάρνακες κατὰ μῆκος τῶν τοίχων τῆς σπηλιᾶς εἶναι ἐνταφιασμένοι, μεταξὺ ἄλλων, ὁ ἱδρυτὴς τοῦ μοναστηριοῦ Ἅγιος Θεοδόσιος, ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος, διάδοχος τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου καὶ μετέπειτα ὀνομαστὸς πατριάρχης τῆς Ἱερουσαλήμ, ὁ Ἅγιος Κόπρης, ἡ Ἁγία Θεοδότη, ἡ μητέρα τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων καὶ ἄλλες ἐξέχουσες μορφὲς τοῦ μοναχισμοῦ τῆς Παλαιστίνης.
Ἡ ἱστορία τοῦ μοναστηριοῦ αὐτοῦ εἶναι ἀπὸ τὶς ὡραιότερες, ἀλλὰ καὶ δραματικότερες τῶν μοναστηριῶν τῆς Παλαιστίνης. Ἱδρύθηκε τὸ 465 ἀπὸ τὸν ἅγιο Θεοδόσιο καὶ ἀμέσως ἔγινε τὸ σπουδαιότερο κέντρο τοῦ ἀνατολικοῦ Ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ, τὸ σχολεῖο τῶν μοναχῶν, ὅπως τὸ ἔλεγαν. Ἐκεῖ μέσα ἔφθασε ὁ μοναχισμὸς στὴν πιὸ τέλεια καὶ ὀργανωμένη του μορφή, καλλιεργήθηκε ἡ ὑπακοὴ καὶ ὁ ἄνθρωπος ὡς μία ψυχοσωματικὴ ἑνότητα θεραπευόταν ψυχοσωματικὰ ζώντας σύμφωνα μὲ τὶς Εὐαγγελικὲς ἐντολές.
Στὶς μέρες τὶς ἀκμῆς του, τὸ κοινόβιο τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου (στὸ χρονικὸ διάστημα ἀπὸ τὴν ἵδρυσή του μέχρι τὸ 700 περίπου μ.Χ.) ἔφτασε νὰ ἔχει μέχρι 700 μοναχούς, διαφόρων ἐθνοτήτων. Μέσα στὴ μονὴ ὑπῆρχαν ἐργαστήρια, Ἐκκλησίες, πτωχοκομεῖα, φροντιστήρια, γηροκομεῖα, ὀρφανοτροφεῖο, ξενῶνες κ.ἂ. Ὅλα αὐτὰ ἔκαναν τὸ μοναστήρι νὰ μοιάζει μὲ μικρὴ πολιτεία ὄχι μόνον ἀνθρώπων τοῦ πνεύματος καὶ τῆς προσευχῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς ἐργασίας καὶ προσφορᾶς
Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ τὸ κοινόβιο τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου δὲν ἔβγαλε μόνο ἁπλοϊκοὺς Ἁγίους ἀλλὰ καὶ σοφούς, ὅπως τὸν περίφημο Ἰωάννη Μόσχο, τὸν Ἅγιο Μόδεστο καὶ τὸν Ἅγιο Σωφρόνιο, τοὺς μετέπειτα Πατριάρχες τῶν Ἱεροσολύμων καὶ πολλοὺς ἄλλους.
Ἡ περσικὴ εἰσβολὴ καὶ στὴ συνέχεια ἡ ἀραβικὴ κατάκτηση ἀνέκοψαν τὴν πρόοδο τοῦ μοναστηριοῦ καὶ σκόρπισαν τοὺς μοναχούς του. Μὲ λίγους μοναχοὺς καὶ μὲ τὸν διαρκή κίνδυνο σφαγῶν καὶ λεηλασιῶν ἀπὸ τοὺς Βεδουίνους, τῆς ἐρήμου, ἐπέζησε τὸ μοναστήρι μέχρι τὸν 15ο αἰώνα. Τότε ἦταν ποὺ ἐγκαταλείφθηκε.
Στὰ 400 περίπου χρόνια τῆς ἐγκατάλειψης καὶ λησμονιᾶς χρησιμοποιήθηκαν τὰ κτίριά του ὡς στάνες καὶ ἄσυλα τῶν μουσουλμάνων τῆς φυλῆς Ἰμπιν-Ἀμπέντ, γι’ αὐτὸ καὶ μέχρι σήμερα εἶναι γνωστὸ στὰ ἀραβικὰ ὡς Δὲρ-Ἰμπιν-Ἀμπέντ. Τὸ 1858 τὰ ἐρείπιά του ἀγοράσθηκαν ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸ Πατριαρχεῖο, ἔγιναν ἐργασίες ἀναστήλωσης καὶ ἀνακαίνισης καὶ τὸ μοναστήρι ἐπαναλειτούργησε ἀποκτώντας τὴ σημερινή του μορφή.
Μερικά από τα θαύματα του Αγίου είναι τα εξής: Ο Άγιος είχε κατασκευάσει έναν τάφο για τον εαυτό του, ώστε βλέποντάς τον να θυμάται το θάνατο. Τον τάφο αυτόν εγκαινίασε με τον θάνατό του ένας Άγιος ασκητής, ονόματι Βασίλειος. Τον ασκητή λοιπόν αυτόν, ενώ είχε πεθάνει, μόνο ο Θεοδόσιος και ένας άλλος μοναχός τον έβλεπαν να στέκεται ανάμεσα στους άλλους μοναχούς και να συμψάλλει. Στους υπόλοιπους μοναχούς ο Βασίλειος ήταν αθέατος. Ένα άλλο θαύμα του Αγίου, είναι το ότι σε έναν τόπο στον οποίο πρόκειται να ιδρύσει μοναστήρι, άναψε σβησμένα κάρβουνα, χωρίς να έχει φωτιά. Επίσης, ο Άγιος προείπε και την καταστροφή που θα γινόταν στην Αντιόχεια από μεγάλο σεισμό.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλάγιος α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀρεταὶς θεοσδότοις ἐκλάμψας ὅσιε, Μοναστικῆς πολιτείας ὤφθης λαμπρὸς χαρακτήρ, καὶ φωστὴρ θεοειδὴς Πάτερ καὶ ἔξαρχος, Θεοδόσιε σοφέ, τῶν Ἀγγέλων μιμητά, θεράπων ὁ τῆς Τριάδος ἣν ἐκδυσώπει ἀπαύστως, ἐλεηθήναι τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς, τῆς ἐρήμου τό ἄγονον ἐγεώργησας· καί τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατόν τούς πόνους ἐκαρποφόρησας· καί γέγονας φωστήρ τῇ οἰκουμένῃ, λάμπων τοῖς θαύμασιν. Θεοδόσιε Πατήρ ἡμῶν ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’ – Τῇ ὑπερμάχῳ
Πεφυτευμένος ἐν αὐλαῖς ταῖς τοῦ Κυρίου σου, τάς σάς ὁσίας ἀρετάς τερπνῶς ἐξήνθησας, καί ἐπλήθυνας τά τέκνα σου ἐν ἐρήμῳ, τῶν δακρύων σου τοῖς ὄμβροις ἀρδευόμενα, ἀγελάρχα τῶν Θεοῦ θείων ἐπαύλεων· ὅθεν κράζομεν· Χαίροις Πάτερ Θεοδόσιε.
Минея – Январь (фрагмент). Икона. Русь. Начало XVII в. Церковно-Археологический Кабинет Московской Духовной Академии
Μηναῖο – Ιανουάριος (τεμάχιο). Εἰκονίδιο στίς ἀρχές τοῦ 17ου αἰώνα μ.Χ. στήνἘκκλησία καί τό Αρχαιολογικό Μουσεῖο τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας τῆς Μόσχας .
Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ἐγκρατείᾳ καὶ πόνοις καὶ προσευχαῖς, τὴν ψυχήν σου κοσμήσας θεοπρεπῶς, γέγονας συμμέτοχος, τῶν Ὁσίων Ἀοίδιμε· καὶ τῶν θαυμάτων ὄντως, χαρίσματα ἔλαβες, τοῦ ἰᾶσθαι τάς νόσους, τῶν πίστει τιμώντων σε· ὅθεν καὶ Δαιμόνων, ἀπελαύνων τὰ πλήθη, παρέχεις ἰάματα, τοῖς ἀνθρώποις τῇ χάριτι, θεοφόρε Θεοδόσιε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Ἄνθρωπος μὲν τῇ φύσει ἐχρημάτισας Πάτερ, ἀλλ’ ὤφθης συμπολίτης Ἀγγέλων· ὡς γὰρ ἄσαρκον ἐπὶ τῆς γῆς βιοτεύσας σοφέ, τῆς σαρκὸς ἅπασαν τὴν πρόνοιαν ἀπέρριψας· διὸ καὶ παρ᾿ ἡμῶν ἀκούεις· Χαίροις, πατρὸς εὐλαβοῦς ὁ γόνος, χαίροις, Μητρὸς εὐσεβοῦς ὁ κλάδος. Χαίροις, τῆς ἐρήμου πολιστὴς παγκόσμιος· χαίροις οἰκουμένης φωστὴρ ὁ πολύφωτος. Χαίροις, ὅτι ἐκ νεότητος ἠκολούθησας Χριστῷ, χαίροις ὅτι κατεμάρανας τῆς σαρκὸς τάς ἡδονάς. Χαίροις, τῶν Μοναζόντων πρόξενος σωτηρίας, χαίροις, τῶν ῥαθυμούντων τρόπος παρηγορίας. Χαίροις, πολλοὺς ἐκ πλάνης ῥυσάμενος, χαίροις, κρουνοὺς θαυμάτων δωρούμενος. Χαίροις, πτωχῶν τὴν φροντίδα ποιήσας, χαίροις, ἡμῶν ὁ προστάτης καὶ ῥύστης· Χαίροις, Πάτερ Θεοδόσιε.
Μεγαλυνάριον
Δόσιν θεοδώρητον εἰληφώς, δόσεσιν ὁσίαις, τὰς χορείας τῶν Μοναστῶν, ἱερῶς ῥυθμίσας, δοτοὺς Θεῷ προσῆξας, τοὺς σοὶ ἐφαπομένους, ὦ Θεοδόσιε.
ΑΠΟ ΤΟ
ΡΩΣΙΚΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ
Άγιος Δημήτριος του Ροστόφ
Βίοι των Αγίων
Βίος του σεβαστού πατρός μας Θεοδοσίου του Μεγάλου
Μνήμη 11 Ιανουαρίου
Ο μοναχός Θεοδόσιος γεννήθηκε στο χωριό Μογάριο της Καππαδοκίας το 437 , από ευσεβείς γονείς – τον πατέρα Προερήσιο και τη μητέρα Ευλογία – και ανατράφηκε με καλούς τρόπους και βιβλιογραφία. Όταν ο νεαρός ήρθε σε ένα τέλειο μυαλό και μελέτησε καλά τις Θείες Γραφές, του δόθηκε εντολή να διαβάσει στην εκκλησία τα αποσπάσματα που προορίζονταν για ανάγνωση από τα λειτουργικά βιβλία, και ήταν ένας γλυκύτατος και επιδέξιος αναγνώστης όσο κανένας άλλος. Διαβάζοντας διδακτικά λόγια προς όφελος όσων άκουγαν, άντλησε ακόμη περισσότερα οφέλη από αυτό για τον εαυτό του. Ακούγοντας τον Κύριο, κατόπιν διατάζοντας τον Αβραάμ να βγει από τη γη του και από τους συγγενείς του ( Γεν. 12:1 ), στη συνέχεια πείθοντας στο Ευαγγέλιο να φύγει, για χάρη της αιώνιας ζωής, τον πατέρα, τη μητέρα και τους αδελφούς ( Ματθ. 19 ). :29), έκαιγε στην καρδιά του και καιγόταν στο πνεύμα, επιθυμώντας, αφήνοντας τα πάντα, να ακολουθήσει τον Χριστό στο στενό και θλιβερό μονοπάτι. Σκεπτόμενος αυτό, προσευχήθηκε στον Θεό: «Οδήγησέ με, Κύριε, στον δρόμο Σου, και θα περπατήσω στην αλήθεια Σου» ( Ψαλμ. 85:11 ).
Έπειτα, έχοντας εμπιστοσύνη στον Θεό, πήγε στην Ιερουσαλήμ. Αυτό έγινε στη βασιλεία του Μαρκιανού 438 , προς το τέλος της ζωής του, όταν η Δ’ Οικουμενική Σύνοδος 440 συνήλθε στη Χαλκηδόνα 439 για τον Διόσκορο και τον Ευτύχιο 441 . Περνώντας από την Αντιόχεια το 442 , ο μακαριστός Θεοδόσιος ευχήθηκε να δει τον μοναχό Συμεών και να ευλογηθεί με ευλογίες και προσευχές από αυτόν. Πήγε κοντά του και, όταν ήταν κοντά στον στύλο, άκουσε τη φωνή του μοναχού:
– Μπράβο άνθρωπε Θεοδόσιε!
Ο Θεοδόσιος ακούγοντας ότι τον φώναζε με το όνομά του εκείνος που δεν τον είχε δει ποτέ και δεν τον γνώριζε, ξαφνιάστηκε και, γονατίζοντας, υποκλίθηκε στον διορατικό πατέρα. Στη συνέχεια, μετά από πρόσκλησή του, ανέβηκε την κολώνα στον άγιο και έπεσε στα τίμια πόδια του. Ο ίδιος, αγκαλιασμένος, φίλησε τον εμπνευσμένο νέο και του προέβλεψε ότι θα ήταν ο βοσκός των λεκτικών προβάτων και θα σώσει πολλούς από τον νοερό λύκο 443 ; του προέβλεψε πολλά άλλα πράγματα, και αφού τον ευλόγησε, τον άφησε να φύγει. Ο Θεοδόσιος, υποστηριζόμενος από την ευλογία του μοναχού και έχοντας τις ιερές προσευχές του αντί για συνοδό μέντορα και κηδεμόνα, ακολούθησε το μονοπάτι που είχε χαράξει μπροστά του και έφτασε στην Ιερουσαλήμ. ήταν στο πατριαρχείο του Juvenaly. Έχοντας περπατήσει γύρω από τους ιερούς τόπους εκεί και προσευχήθηκε στον τάφο του Κυρίου στην Εκκλησία της Αναστάσεως, αναλογίστηκε ποιος τρόπος ζωής να ξεκινήσει: έναν ερημίτη ή σε μια κοινότητα με άλλους αναζητητές της σωτηρίας; Και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν ασφαλές να μένει κανείς σιωπηλός στον ιδιωτικό του χώρο – δεν έχει μάθει ακόμη πώς να αντιμετωπίζει τα κακά πνεύματα. «Αν δεν υπάρχει κανένας ανάμεσα στους κοσμικούς πολεμιστές που να είναι τόσο ανόητος που στην αρχή της παραμονής του στη στρατιωτική θητεία, ενώ είναι ακόμη ανειδίκευτος και ανεκπαίδευτος στις στρατιωτικές υποθέσεις, να σπεύσει αμέσως στη μέση της μάχης, τότε πώς μπορώ, είπε ο άγιος στον εαυτό του, «χωρίς να συνηθίσω ούτε τα χέρια μου για πανοπλία και τα δάχτυλά μου για πόλεμο, και χωρίς να είμαι ζωσμένος με δύναμη άνωθεν, τολμώ μόνος, στο ερημητήριο, να ξεσηκωθώ ενάντια στις αρχές, τις αρχές και τους άρχοντες του σκότους. αυτού του κόσμου, ενάντια στα πνεύματα της κακίας σε υψηλούς τόπους ( Εφεσ. 6:12). Πρέπει πρώτα να ενταχθώ στους αγίους ασκητές και να μάθω από έμπειρους πατέρες πώς μπορώ να πολεμήσω τους αόρατους εχθρούς. τότε με τον καιρό θα μαζευτούν και οι καρποί που βγαίνουν από τη μοναξιά και τη σιωπή. Έχοντας το κρίνει αυτό τόσο συνετά -γιατί μέσα του, μαζί με άλλες αρετές, υπήρχε και τέλεια σύνεση, ικανή να συλλογιστεί καλά για τα πάντα- άρχισε αμέσως να ψάχνει για μέντορα.
Εκείνη την εποχή, ο πιο διάσημος από όλους τους πατέρες που ζούσαν στην Ιερουσαλήμ και τα περίχωρά της ήταν ένας γέρος, ονόματι Λογγίνος 444 , που είχε το κελί του στον πυλώνα, που από την αρχαιότητα ονομαζόταν Δαυίδ 445 . κλείνοντας εκεί μέσα, έφτιαξε με κόπο το γλυκό μέλι της αρετής. Ερχόμενος κοντά του, ο μακαριστός Θεοδόσιος δέχτηκε την έναρξη των μοναστικών έργων και, προσκολλημένος με τον γέροντα με όλη του την ψυχή, έμαθε από αυτόν κάθε αρετή, γιατί ο άγιος αυτός ήταν μεγάλος στον λόγο και στη ζωή. Μετά από αρκετό καιρό μεταφέρθηκε από τον γέροντα, αν και παρά τη θέλησή του, σε ένα μέρος που λέγεται «παλιά έδρα» 446 . Αυτό συνέβη για τον εξής λόγο: κάποια ευσεβής γυναίκα, τίμια χήρα και υπηρέτρια του Χριστού, που ονομαζόταν Γλυκερία, δημιούργησε μια εκκλησία σε εκείνο το μέρος.Η Υπεραγνή Κυρία της Θεοτόκου μας και ενόχλησε τον Μοναχό Λογγίνο με πολλές και ζηλωτές παρακλήσεις να αφήσει τον Θεοδόσιο να ζήσει με τη νεοδημιουργηθείσα εκκλησία. Αν και ο μαθητής δεν ήθελε να χωριστεί από τον πατέρα του, ωστόσο, με εντολή του, μετακόμισε εκεί. Όσο ήταν εκεί, η φήμη της αρετής του εξαπλώθηκε παντού. Η αρετή φανερώνει και αυτόν που την έχει αποκτήσει, όπως ένα αναμμένο κερί φανερώνει αυτόν που το φοράει τη νύχτα. Και εκείνοι που αναζητούν πνευματική ωφέλεια άρχισαν να έρχονται στον άγιο, όσοι ήθελαν να γίνουν μιμητές της ζωής του άρχισαν να μαζεύονται κοντά του.
Έχοντας ζήσει εκεί για αρκετό καιρό, ο μακαρίτης άρχισε να βαραίνει από την έλλειψη ειρήνης, γιατί δεν άντεχε την ευλάβεια και τις φήμες των ανθρώπων. Πήγε από εκεί στο βουνό όπου υπήρχε μια σπηλιά. σε αυτό, σύμφωνα με τον αρχαίο μύθο, ξεκουράστηκαν από το δρόμο και πέρασαν τη νύχτα εκείνοι οι τρεις σοφοί, που ήρθαν στη Βηθλεέμ στον Χριστό με δώρα και επέστρεψαν στη χώρα τους με διαφορετικό τρόπο ( Ματθ. 2:1-12 ). Ο Μοναχός Θεοδόσιος μετακόμισε στο σπήλαιο από την «παλιά έδρα». Αυτή η μετεγκατάστασή του εκεί έγινε σύμφωνα με την ιδιαίτερη φροντίδα του Θεού – για να στηθεί στο μέρος εκείνο η πιο ένδοξη Λαύρα 447 και να συγκεντρωθούν τα συντάγματα των πνευματικών πολεμιστών στον Χριστό Θεό.
Έχοντας αλλάξει τόπο διαμονής, ο μακαρίτης άλλαξε ταυτόχρονα και τη ζωή του, ξεκινώντας να βαδίζει το πιο στενό μονοπάτι. Η επιθυμία του ήταν να εκπληρώνει πάντα όλες τις εντολές του Κυρίου. ήταν τόσο αγκαλιασμένος από τη θεία αγάπη που κατεύθυνε όλες τις πνευματικές του δυνάμεις όχι σε τίποτα αληθινό, αλλά εξ ολοκλήρου – μόνο στον Δημιουργό Θεό, για να Τον αγαπήσει με όλη του την ψυχή, όλη του την καρδιά και όλες του τις σκέψεις και για να δείξει αυτή η αγάπη με την ίδια την πράξη σε σωματικούς κόπους και κατορθώματα που δεν μπορούν καν να αφηγηθούν λεπτομερώς. Η προσευχή του ήταν αδιάκοπη, όρθια όλη νύχτα, δάκρυα έβγαιναν πάντα από τα μάτια του, σαν ρυάκια από πηγές. Η νηστεία του ήταν αμέτρητη: τριάντα χρόνια δεν έτρωγε καθόλου ψωμί, έτρωγε μόνο χουρμάδες, ζουμερό 448ή βότανα και ρίζες της ερήμου, κι αυτό το χρησιμοποίησε τόσο λίγο, έστω και για να μην πεθάνει από την πείνα. Όταν δεν είχε καν τέτοια τροφή, λόγω της φτώχειας της ερήμου, έτρωγε τα κόκαλα από χουρμάδες βρεγμένα στο νερό, ενώ τροφοδοτούσε ασταμάτητα την ψυχή του με τον λόγο του Θεού, διαποτίζοντάς την με εσωτερική θεοόραση. Ζώντας με αυτόν τον τρόπο, έλαμπε σαν λαμπρό αστέρι, και έγινε γνωστός σε όλους τους κατοίκους της Παλαιστίνης, γιατί μια πόλη που στέκεται στην κορυφή ενός βουνού δεν μπορεί να κρυφτεί ( Ματθ. 5:14 ). Μερικοί από εκείνους που αγαπούσαν την αρετή ήρθαν κοντά του, και η ζωή στην έρημο μαζί του στο σπήλαιο προτιμήθηκε από μια εύθυμη ζωή.
Στην αρχή, ο μοναχός είχε επτά μαθητές. Γνωρίζοντας ότι για τους αρχάριους να ζουν σύμφωνα με τον Θεό, δεν υπάρχει τίποτα πιο χρήσιμο από το να θυμούνται τον θάνατο – που ονομάζεται και θεωρείται αληθινή σοφία – ο άγιος διέταξε τους μαθητές να σκάψουν έναν τάφο, ώστε, κοιτάζοντας τον, να μάθουν να θυμούνται τον θάνατο. σαν να το έχουν μπροστά στα μάτια τους. Όταν ο τάφος ήταν έτοιμος, ο μοναχός ήρθε να τον κοιτάξει και, στάθηκε πάνω από τον τάφο, είπε στους μαθητές του, σαν να χαμογελούσε, βλέποντας με τα πνευματικά του μάτια τι θα γινόταν:
– Εδώ, παιδιά, ο τάφος είναι έτοιμος. Δεν υπάρχει ανάμεσά σας κάποιος που να είναι έτοιμος για θάνατο, για να ανανεώσει αυτόν τον τάφο με τον εαυτό του;
Όταν το είπε αυτό ο άγιος, ένας από τους επόμενους μαθητές του, ονόματι Βασίλι, κατά βαθμό – ιερέας, αμέσως προειδοποιώντας τους άλλους, έπεσε στα γόνατα μπροστά στον γέροντα και, προσκυνώντας τον εαυτό του στο έδαφος, ζήτησε ευλογίες για να πεθάνει και να ταφεί στο αυτός ο τάφος.
«Ευλόγησέ με, πατέρα», είπε, «να ανακαινίσω τον τάφο μου, ώστε εγώ, ο πρώτος από τους αδελφούς που θα μάθουν για το θάνατο, να είμαι νεκρός.
Ο πρεσβύτερος ανταποκρίθηκε στο αίτημά του και διέταξε να γίνει μνημόσυνο για τον ζωντανό Βασίλη, ως ήδη νεκρό, σύμφωνα με τον νόμο για τη μνήμη των νεκρών, την τρίτη, την ένατη και την τεσσαρακοστή ημέρα. Όταν τελείωσε όλη η μνήμη, πέθανε και ο μακαριστός Βασίλης, χωρίς καμία ασθένεια. Σαν αποκοιμήθηκε σε γλυκό όνειρο και ξεκουράστηκε, πέρασε στον Κύριο. Σαράντα μέρες μετά την ταφή του, ο γέροντας είδε τον Βασίλειο, ο οποίος εμφανίστηκε μεταξύ των αδελφών κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας και τραγούδησε μαζί τους. Προσευχήθηκε στον Θεό να ανοίξουν τα μάτια και των άλλων, για να δουν αυτόν που είχε εμφανιστεί. Βλέποντάς τον, ένα από τα αδέρφια, ονόματι Αέτιος, από χαρά όρμησε να τον αγκαλιάσει με τα χέρια, αλλά αυτός που εμφανίστηκε αμέσως εξαφανίστηκε και έγινε αόρατος. Καθώς έφευγε, είπε δυνατά:
«Σώστε τον εαυτό σας, πατέρες και αδέρφια, σώστε τον εαυτό σας, αλλά δεν θα με βλέπετε πια εδώ!»
Αυτή ήταν η πρώτη απόδειξη της αρετής του μοναχού Θεοδοσίου – ότι είχε έναν τέτοιο μαθητή, έτοιμο, σύμφωνα με τις οδηγίες του, για θάνατο και που, μετά τον σωματικό θάνατο, αποδείχθηκε ζωντανή ψυχή, σύμφωνα με τον λόγο του Κύριος στο Ευαγγέλιο: όποιος πιστεύει σε μένα, ακόμα κι αν πεθάνει, θα ζήσει ( Ιωάννης 11:25 ). Άλλες αποκαλύψεις της θαυματουργικής χάριτος που δόθηκε στον γέροντα από τον Θεό θα φανούν από την ακόλουθη διήγηση.
Ερχόταν η γιορτή της Ανάστασης του Χριστού. Οι μαθητές του αγίου, που τότε ήταν ήδη δώδεκα, λυπήθηκαν που δεν είχαν τίποτα να φάνε για τη γιορτή – ούτε ψωμί, ούτε βούτυρο, ούτε τίποτα να φάνε, και κυρίως λυπήθηκαν που σε μια τόσο λαμπερή γιορτή εκεί δεν θα μπορούσε να γίνει Θεία Λειτουργία, έτσι όπως δεν υπήρχε ούτε πρόσφορο ούτε κρασί για τη λειτουργία, γιατί να στερηθούν και την κοινωνία του Αγ. Μυστήριο. Κρυφά μουρμούρισαν κάπως μεταξύ τους εναντίον του μοναχού. Αυτός, έχοντας αναμφισβήτητη ελπίδα στον Θεό, διέταξε τους αδελφούς να στολίσουν το Θείο θυσιαστήριο και να μην λυπούνται.
«Αυτός», είπε, «που στην αρχαιότητα τάιζε τον Ισραήλ στην έρημο 449 και μετά τάιζε πολλές χιλιάδες ανθρώπους με μικρά ψωμιά 450 , θα φροντίσει επίσης για εμάς: γιατί δεν έχει γίνει πιο αδύναμος σε δύναμη από ό,τι πριν, ούτε ο ζήλος Του για την παροχή του κόσμου δεν έχει μειωθεί, αλλά είναι ο ίδιος Θεός για πάντα.
Έτσι, με ελπίδα, μίλησε ο μοναχός – και αμέσως τα λόγια του έγιναν πραγματικότητα. Όπως στους αρχαίους χρόνους, ένα κριάρι εμφανίστηκε στον Αβραάμ σε ένα αλσύλλιο, έτοιμο για θυσία ( Γεν. 22:13), άρα αυτός ο μακαριστός γέροντας, κατά την πρόνοια του Θεού, είχε ό,τι χρειαζόταν. Κατά τη δύση του ηλίου, ένας θεόφιλος ήρθε στη σπηλιά τους, κουβαλώντας από το σπίτι του πάνω σε δύο άλογα διάφορα τρόφιμα για τους νηστευτές της ερήμου, επιπλέον, πρόσφορα και κρασί για την τέλεση των Θείων Μυστηρίων. Στη θέα αυτού, οι μαθητές του μακαριστού χάρηκαν και γνώρισαν ποια χάρη είχε δοθεί στον γέροντά τους από τον Θεό. Γιόρτασαν το Πάσχα με χαρά και το φαγητό που τους έφεραν ήταν αρκετό για όλη την Πεντηκοστή. Τότε πάλι δεν υπήρχε φαγητό, και πάλι τα αδέρφια, βασανισμένα από την πείνα, θρήνησαν. Εκείνη την εποχή, ένας πλούσιος έκανε πολλή ελεημοσύνη σε όλα τα παλαιστινιακά μοναστήρια – δεν βοήθησε μόνο σε ένα μοναστήρι Θεοδοσίας, που βρισκόταν σε μια σπηλιά, επειδή δεν γνώριζε γι ‘αυτό. Και τα αδέρφια ταλαιπώρησαν τον πατέρα τους για να μάθει αυτός ο ευεργέτης για τον εαυτό του και για αυτούς, ώστε, όπως άλλα μοναστήρια, πάρε φαγητό από αυτόν. Ο μοναχός Θεοδόσιος, σε καμία περίπτωση δεν επιθυμεί να γίνει γνωστός σε κανέναν στον κόσμο, και στηριζόμενος όχι στους ανθρώπους, αλλά στον Θεό, που ανοίγει το χέρι Του και ικανοποιεί όλα τα ζωντανά με καλή θέληση (ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ. 144:16 ), παρηγόρησε τους μαθητές του και τους έδωσε εντολή να περιμένουν υπομονετικά το έλεος του Θεού, έχοντας εμπιστοσύνη σε Αυτόν που χορταίνει κάθε πεινασμένη ψυχή: αν δώσει τροφή σε άλαλα βοοειδή και νεοσσούς κοράκια που φωνάζουν προς Αυτόν ( Ψαλμ. 146:9).), τόσο περισσότερο δεν θα στερήσει από το λογικό και λεκτικό πλάσμα την απαραίτητη τροφή. Όταν ο άγιος παρηγορούσε έτσι τα λιπόψυχα αδέρφια, κάποιος τους πλησίασε, οδηγώντας ένα λιβάδι φορτωμένο με πολλές προμήθειες. Δεν πήγαινε στη σπηλιά του Θεοδοσίου, αλλά μετέφερε προμήθειες για να τις δώσει κάπου αλλού. Όταν ήταν κοντά στη σπηλιά και ήθελε να την προσπεράσει, ο χίνι σταμάτησε και δεν προχώρησε πιο μακριά από το μέρος. ακόμα και μετά από πολλά χτυπήματα από τον αφέντη του, έμεινε στη θέση του ακίνητος, σαν πέτρα. Αυτός ο άντρας, συνειδητοποιώντας ότι το χίνι του ήταν συγκρατημένο και έμεινε ακίνητο με το θέλημα του Θεού και με αόρατη δύναμη, λύθηκε τα ηνία του και τον άφησε να πάει όπου ήθελε. Ο Λοσάκ, σαν να οδηγήθηκε από κάποιο χέρι, πήγε κατευθείαν στο μοναστήρι του μοναχού Θεοδοσίου, που βρισκόταν σε μια σπηλιά, και εκείνος ο άνθρωπος, γνωρίζοντας την ευλογία του Κυρίου και την πρόνοιά Του για τους δούλους Του, έδωσε όλα τα εφόδια στον αιδεσιμότατο γέροντα και στους μαθητές του. Και από τότε οι μαθητές του αγίου έπαψαν να είναι δειλοί και προσπάθησαν να είναι ζηλωτές για τη σταθερή πίστη και ελπίδα του σεβασμιωτάτου πατέρα τους στον Θεό.
Ο αριθμός των αδελφών αυξανόταν καθημερινά, γιατί οι πηγές της χάριτος, με τις οποίες γέμιζε ο άγιος πατέρας, προσέλκυαν πολλές ψυχές που αγαπούν την αρετή, που θα μπορούσαν να ονομαστούν έξυπνα ελάφια, που επιθυμούσαν πνευματικά νερά ( Ψαλμ. 42:2 ) και πολλούς αξιωματούχους . και εύποροι ήρθαν να ζήσουν με τον αιδεσιμότατο. Η σπηλιά έγινε στενή για να χωρέσει τόσους ανθρώπους. Πλησιάζοντας τον μοναχό, τα αδέρφια άρχισαν να τον ενοχλούν ζητώντας να βρει ένα μοναστήρι κοντά στη σπηλιά και να στήσει ένα φαρδύ φράχτη για τα λεκτικά πρόβατα.
«Μην ανησυχείς, πατέρα», είπαν, «για τα μέσα για να χτιστεί ένα μοναστήρι. απλά δώσε την εντολή και τα χέρια μας θα είναι αρκετά για την ολοκλήρωση αυτού του έργου.
Ο άγιος, βλέποντας ότι κλήθηκε να γίνει βοσκός ενός πολύ μεγάλου ποιμνίου και ότι η σιωπή του διαρρηγνυόταν, ντράπηκε από διάφορες σκέψεις – είτε μη θέλοντας να φύγει από τη σιωπή, σαν ανυπόκριτη μάνα, σκεφτόταν τότε τη φροντίδα του οι αδερφοί δεν είναι καθόλου μικρής σημασίας, γιατί όχι μόνο για τον εαυτό του έπρεπε να ζήσει ο άνθρωπος, αλλά πολύ περισσότερο – για τον πλησίον, του οποίου η εικόνα ήταν ο ίδιος ο Χριστός ο Κύριος, που συγκέντρωσε τους μαθητές, εμφανίστηκε ως Ποιμένας του λεκτικά πρόβατα και έδωσε τη ζωή Του για αυτά. Συλλογιζόμενος γι’ αυτό, ο μοναχός Θεοδόσιος μπερδεύτηκε τι να κρατήσει: σιωπή ή μέριμνα για τη σωτηρία των αδελφών, και έγειρε τις σκέψεις του πρώτα σε αυτό και μετά σε ένα άλλο. Τι κάνει ο μακαρίτης; Εμπιστεύεται τα πάντα στον Θεό, ο οποίος μπορεί να συνδυάσει και τα δύο για ένα όφελος, για να μη χαθεί ο καρπός της σιωπής και να μη στερηθεί η ανταμοιβή για την εξουσία των αδελφών και τη φροντίδα τους. γιατί η ζωή του μοναχού δεν ενισχύεται στην απομόνωση του σώματος, αλλά με τη σταθερότητα στην καλοσύνη και τη γαλήνη της καρδιάς. Ο μοναχός κρατούσε ακόμη στο μυαλό του την προφητεία του αγίου Συμεών του Στυλίτη, που του προέβλεψε τη βοσκή των λεκτικών προβάτων. Ωστόσο, εμπιστεύτηκε το θέμα που δέχθηκε στο θέλημα του Θεού και προσευχήθηκε σε Αυτόν να τον ενημερώσει εάν θα ήθελε τη δημιουργία μονής και υπέδειξε με ένα θαυματουργό σημάδι το μέρος όπου έπρεπε να ήταν η ίδρυση της μονής. στρωτός. Παίρνοντας ένα θυμιατήρι και γεμίζοντάς το με κρύο κάρβουνο, έβαλε θυμίαμα, χωρίς φωτιά, και πέρασε στην έρημο, προσευχόμενος έτσι: και υπέδειξε με θαυματουργή πινακίδα το μέρος που έπρεπε να τεθούν τα θεμέλια της μονής. Παίρνοντας ένα θυμιατήρι και γεμίζοντάς το με κρύο κάρβουνο, έβαλε θυμίαμα, χωρίς φωτιά, και πέρασε στην έρημο, προσευχόμενος έτσι: και υπέδειξε με θαυματουργή πινακίδα το μέρος που έπρεπε να τεθούν τα θεμέλια της μονής. Παίρνοντας ένα θυμιατήρι και γεμίζοντάς το με κρύο κάρβουνο, έβαλε θυμίαμα, χωρίς φωτιά, και πέρασε στην έρημο, προσευχόμενος έτσι:
– Ο Θεός, που διαβεβαίωσε τον Ισραήλ με πολλά και μεγάλα θαύματα και πεπεισμένος με διάφορα σημάδια του αγίου Του, του Μωυσή, ότι θα δεχόταν το βάρος της διοίκησης του λαού Σου, άλλαξε το ραβδί σε φίδι και ένα υγιές χέρι σε λευκό από τη λέπρα. και μετά το έκανε ξανά υγιές ( Εξ. 3:3, 6:7 ). μετατρέποντας το νερό σε αίμα και μετατρέποντας εύκολα το αίμα σε νερό ( Εξ. 7:20 ). που έδωσε στον Γεδεών το σημάδι της νίκης στον ρούνο ( Κριτές 6:37–38 ), τον Δημιουργό των πάντων και τον Παντοδύναμο. ο οποίος περιέγραψε τον Εζεκία τη συνέχιση της ζωής με μια σκιά, επέστρεψε στις σκάλες ( Β’ Βασιλέων 20:1-11 · Ησ. 38:7-8 ). που άκουσε τις προσευχές του Ηλία και έστειλε φωτιά από τον ουρανό για να προσηλυτίσει τους κακούς, και έκαψε ξύλα και θυσίες και πέτρες και νερό (Α’ Βασιλέων 18:38) Είσαι τώρα ο ίδιος Θεός, άκουσέ με, τον δούλο σου, και δείξε μου τον τόπο όπου σε ευχαριστεί, για να στήσω ιερό ναό στην Πολιτεία Σου και να κάνω κατοικία για τους δούλους Σου, τους μαθητές μου. Σημειώστε, βέβαια, ένα τέτοιο μέρος όπου διατάζετε αυτά τα κάρβουνα να ανάψουν μόνα τους, προς δόξα Σου, για τη γνώση και την κήρυξη της αλήθειας σε πολλούς.
Λέγοντας αυτά και παρόμοια στην προσευχή, παρέκαμψε τα μέρη που φαινόταν πιο βολικά για να χτιστεί μοναστήρι. Ταξίδεψε μακριά από την έρημο και με τα ίδια άφλεκτα και κρύα κάρβουνα στο θυμιατήρι έφτασε στο μέρος που λέγεται Kutilla και στις όχθες της λίμνης Tar 451 . Και όταν είδε ότι τα κάρβουνα δεν άναψαν και η επιθυμία του δεν εκπληρώθηκε, ξεκίνησε να επιστρέψει στη σπηλιά. Όταν επέστρεφε, και η σπηλιά δεν ήταν ήδη μακριά (Ω, που θα υμνήσεις επάξια τη δύναμή Σου, Αθάνατε Βασιλιά!), ένας μυρωδάτος καπνός βγήκε ξαφνικά από το θυμιατήρι, γιατί τα κάρβουνα φούντωσαν δυνατά. Ο άγιος ήξερε ότι αυτό ήταν το μέρος όπου, με τη χάρη του Θεού, θα χτιστεί ένα μοναστήρι, θαυματουργικά σημειωμένο όχι με γλώσσα, αλλά με φωτιά. Οι μαθητές του αγίου άρχισαν αμέσως τη δουλειά: αφού έθεσαν τα θεμέλια, έχτισαν μια εκκλησία, κελιά και φράχτη, και σύντομα με τη βοήθεια του Παντοκράτορα έχτισαν ένα ευρύχωρο μοναστήρι.
Η Λαύρα του Αγίου Θεοδοσίου έγινε ξακουστή και ένδοξη και σε αυτήν ιδρύθηκε ξενώνας. Ο Κύριος έδωσε σε αυτή τη Λαύρα κάθε αφθονία, ώστε όσοι κατοικούν σε αυτήν όχι μόνο να πλουτιστούν με τον πνευματικό πλούτο των καλών πράξεων, αλλά και να μην στερηθούν τα απαραίτητα για το σώμα. Και δεν βρήκαν εκεί γαλήνη μόνο οι μοναχοί, αλλά και οι λαϊκοί, περιπλανώμενοι και ξένοι, φτωχοί και φτωχοί, άρρωστοι και ανάπηροι. Διότι ο μοναχός Θεοδόσιος ήταν ελεήμων, φιλάνθρωπος και ελεήμων, συμπονετικός πατέρας σε όλους, αγαπητός φίλος σε όλους, επιμελής υπηρέτης και λειτουργός όλων, καθάριζε τις πληγές και τις ψώρα των αρρώστων, έπλενε το αίμα, πίνοντας από τα χέρια του και παρέχοντάς τους κάθε είδους υπηρεσίες. Έδειχνε μεγάλη αγάπη για όσους έρχονταν από παντού, τους περιθάλψε, τους ηρεμούσε και τους προμήθευε με όλα τα απαραίτητα. Ο μοναχός ήταν κοινό καταφύγιο, κοινό ιατρείο, κοινό σπίτι, κοινό γλέντι, κοινός θησαυρός για τους αρρώστους, πεινασμένος, γλέντι, περιπλάνηση. όλοι παρηγορούνταν από την αγάπη, το έλεος και τη γενναιοδωρία του και δεν περιφρονούσε κανέναν. Όσοι υπηρέτησαν στο μοναστήρι στο γεύμα παρατήρησαν ότι μερικές φορές συνέβαινε σε μια μέρα να σερβίρουν έως και εκατό δείπνα για επισκέπτες, περιπλανώμενους και ζητιάνους: τέτοιος ήταν ο φιλάνθρωπος και φιλόξενος σεβασμιότατος πατέρας. Θεός που είναι ο εαυτός τουΗ Αγάπη ( Α’ Ιωάννου 4:8 ), βλέποντας τέτοια αγάπη του αγίου Του για τους γείτονες, ευλόγησε το μοναστήρι του, ώστε ακόμη και μια μικρή ποσότητα φαγητού πολλαπλασιάστηκε αόρατα σε αυτό και χόρτασε αμέτρητους ανθρώπους.
Κάποτε έγινε λιμός στην Παλαιστίνη και πλήθος φτωχών και φτωχών μαζεύονταν από παντού στις πύλες του μοναστηριού την ανθοφόρα εβδομάδα για να λάβουν τη συνηθισμένη ελεημοσύνη. Οι μαθητές ήταν λυπημένοι που δεν είχαν αρκετό φαγητό για να δώσουν σε τόσους πολλούς αιτούντες, και είπαν στον ευλογημένο γι’ αυτό. Εκείνος, κοιτώντας τους με θυμό, τους επέπληξε για την απιστία τους και είπε:
«Γρήγορα, ανοίξτε την πύλη να μπουν όλοι!»
Οι φτωχοί και οι άποροι, αφού μπήκαν μέσα, κάθισαν σε σειρές.
Ο μοναχός διέταξε τους μαθητές να τους δώσουν ψωμί. οι μαθητές πήγαν στο αρτοποιείο με θλίψη, χωρίς να ελπίζουν να βρουν τίποτα, αλλά όταν άνοιξαν το αρτοποιείο, είδαν ότι ήταν γεμάτο ψωμί, γιατί το χέρι του Προμηθευτή όλου του Θεού το γέμισε, για χάρη της πίστης του ο υπηρέτης του. Οι αδελφοί δόξασαν τον Θεό για ένα τέτοιο θαύμα και θαύμασαν τη μεγάλη ελπίδα στον Θεό του αββά τους.
Όταν μια άλλη φορά, στη γιορτή της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου, πολλοί άνθρωποι ήρθαν στο μοναστήρι, αλλά δεν υπήρχε αρκετό φαγητό για να το προσφέρει σε ένα τόσο μεγάλο πλήθος, τον μοναχό Θεοδόσιο, που κοίταζε προς τον ουρανό και ευλογούσε πολλά μικρά ψωμιά, διέταξε να τα προσφέρει, και ο κόσμος ήταν ικανοποιημένος, έτσι πώς ο Θεός πολλαπλασίασε αυτά τα ψωμιά, ως κάποτε – πέντε ψωμιά ( Ματθ. 14:21 , Λουκ . 9:14 ). ώστε ο καθένας να πάρει το δρόμο όσο χρειαζόταν. Τα αδέρφια, αφού μάζεψαν τις υπόλοιπες okrukhs, γέμισαν πολλά καλάθια με αυτά και, αφού τα στέγνωσαν στον ήλιο, έφαγαν για αρκετή ώρα. Και πολλές φορές μύριζε κόσμος στο μοναστήρι, ώστε φαινόταν ότι ούτε τα πηγάδια δεν έφταναν για να πιουν τόσο κόσμο, όμως τα ανεξάντλητα χέρια του Τροφού των πάντων – Θεού – χόρτασαν τους πάντες.
Ο μοναχός διοργάνωσε πολλά νοσοκομεία και διάφορα νοσοκομεία, ένα ειδικό για εκείνους που είχαν εξουσία και εκείνους που γέρασαν στον τοκετό. Επισκεπτόταν, εξάλλου, όσους ήταν στα βουνά και στις σπηλιές, τους φρόντιζε και τους πονούσε στην καρδιά του, σαν πατέρας για παιδιά. Τους παρείχε όλα όσα χρειάζονταν τόσο για το σώμα όσο και για την ψυχή, διδάσκοντάς τους και διδάσκοντάς τους και ελευθερώνοντας πολλούς από τη σατανική απάτη.
Εφόσον τα αδέρφια στο μοναστήρι δεν ήταν από έναν λαό και όχι από μία γλώσσα, αλλά από διαφορετικούς, γι’ αυτό οργάνωσε άλλες εκκλησίες στις οποίες ο κάθε λαός μπορούσε να δοξάζει τον Θεό στη γλώσσα του. Έτσι, στη μεγάλη εκκλησία της Παναγίας Θεοτόκου – οι Έλληνες 452 , στην άλλη – οι Ίβηρες 453 , στην τρίτη – οι Αρμένιοι 454 – έψαλαν τον εκκλησιαστικό κανόνα στις δικές τους γλώσσες, επτά φορές την ημέρα, σύμφωνα με ο κανόνας του Δαβίδ: Επτά φορές, – είπε, – μια μέρα σε δοξάζω ( Ψαλμ. 119:164 ). υπήρχε ειδική εκκλησία για τους αρρώστους . Κατά την κοινωνία των πιο αγνών Μυστηρίων, όλοι οι αδελφοί συγκεντρώθηκαν από όλες τις εκκλησίες σε μια μεγάλη εκκλησία.στο οποίο τραγουδούσαν οι Έλληνες, και όλοι μαζί κοινωνούσαν. Όλα τα αδέρφια, παιδιά του Σεβασμιωτάτου Πατέρα, τα οποία αναβίωσε πνευματικά, μεγάλωσε με την πατρική διδασκαλία και κατευθύνθηκε στην αρετή, ήταν εξακόσια ενενήντα τρία. Πολλοί από αυτούς ήταν βοσκοί σε άλλα μοναστήρια, έχοντας μάθει από τον Άγιο Θεοδόσιο καλή διακυβέρνηση, γεμάτοι πνευματική σοφία και λογική. βοσκούσε το κοπάδι του, όχι τιμωρώντας με ράβδο, αλλά παιδεύοντας με λόγο, – λέξη διαλυμένη με αλάτι 455αγγίζοντας την ψυχή, διεισδύοντας στα ίδια τα βάθη των εσωτερικών κινήσεων. μαζί με τον λόγο, δίδασκε και πράξη, αποτελώντας ο ίδιος παράδειγμα για το ποίμνιο. Ως εκ τούτου, ακόμη και όταν παραίνει ευγενικά κάποιον, ήταν, ωστόσο, τρομερός για πολλούς, και όταν κατήγγειλε κάποιον, ήταν καλός και ευγενικός. Αυτό που ήταν εκπληκτικό γι ‘αυτόν ήταν ότι, επειδή δεν διδάχτηκε την κοσμική σοφία και δεν γνώριζε ελληνικά βιβλία, εξέθεσε τις διδασκαλίες του με τόση πληρότητα που κανένας από αυτούς που είχαν γεράσει στα βιβλία και είχαν σπουδάσει τέλεια ρητορική δεν μπορούσε να συγκριθεί μαζί του. Διότι δεν δίδαξε από ανθρώπινη σοφία, αλλά από τη χάρη του Πνεύματος του Θεού, μιλώντας του κρυφά σαν άλλον Ιερεμία: Έβαλα τα λόγια μου στο στόμα σου ( Ιερεμίας 1:9). Και ο μακαριστός έλεγε ακόμη πολλά ψυχοωφέλιμα, άλλα από τον εαυτό του, άλλα από αποστολικά λόγια, πατρικές διαθήκες και νηστίσιμα λόγια του Μεγάλου Βασιλείου , του οποίου τη ζωή μιμήθηκε και του οποίου τα θεόσοφα σοφά συγγράμματα αγαπούσε ιδιαίτερα. Από τις πολλές σπουδαίες διδασκαλίες του, καλό είναι να θυμηθούμε την εξής μικρή:
«Σας παρακαλώ, αδελφοί, για την αγάπη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που έδωσε τον εαυτό Του για τις αμαρτίες μας, ας φροντίσουμε επιτέλους τις ψυχές μας. ας μην παραμείνουμε σε τεμπελιά και πραγματική χαλάρωση, περνώντας αυτή τη μέρα σε απόγνωση και αναβάλλοντας την αρχή των καλών πράξεων για αύριο, για να μην βρεθούμε ενώπιον του κριτή της ψυχής μας χωρίς καλές πράξεις, να μην εκδιωχθούμε από το παλάτι της χαράς, μην κλαίτε άπραγα και απελπιστικά για την άσχημα βιωμένη ζωή, κλαίγοντας όταν δεν υπάρχει χρησιμότητα στη μετάνοια: τώρα είναι η αποδεκτή ώρα, τώρα είναι η ημέρα της σωτηρίας. Η παρούσα εποχή είναι της μετάνοιας, και το μέλλον είναι της ανταπόδοσης, αυτό είναι της πράξης, και αυτό είναι της λήψης ανταμοιβών, αυτό είναι από αγκάθια, αυτό είναι της παρηγοριάς. Τώρα ο Θεός είναι Βοηθός για όσους στρέφονται από το κακό μονοπάτι, και τότε θα είναι ένας φοβερός Κριτής των ανθρώπινων πράξεων, λόγων και σκέψεων, από την οποία τίποτα δεν μπορεί να κρυφτεί. Τώρα απολαμβάνουμε τη μακροθυμία Του, και τότε θα γνωρίσουμε τη δικαιοσύνη Του, όταν αναστήσουμε άλλους σε αιώνιο μαρτύριο, άλλους σε αιώνια ζωή, και θα λάβουμε τον καθένα σύμφωνα με τα έργα του. Πόσο καιρό πρέπει να καθυστερήσουμε την υπακοή στον Χριστό, που μας καλεί στην Ουράνια Βασιλεία Του; Δεν είναι ώρα να ξυπνήσουμε; Δεν είναι καιρός να στραφούμε από τη μάταιη ζωή στην ευαγγελική τελειότητα; Πώς βλέπουμε τη φοβερή και τρομερή ημέρα του Κυρίου, όταν αυτοί που στέκονται μας καλεί στην Ουράνια Βασιλεία Του; Δεν είναι ώρα να ξυπνήσουμε; Δεν είναι καιρός να στραφούμε από τη μάταιη ζωή στην ευαγγελική τελειότητα; Πώς βλέπουμε τη φοβερή και τρομερή ημέρα του Κυρίου, όταν αυτοί που στέκονται μας καλεί στην Ουράνια Βασιλεία Του; Δεν είναι ώρα να ξυπνήσουμε; Δεν είναι καιρός να στραφούμε από τη μάταιη ζωή στην ευαγγελική τελειότητα; Πώς βλέπουμε τη φοβερή και τρομερή ημέρα του Κυρίου, όταν αυτοί που στέκονται στα δεξιά 456 του Θεού και των πλησίον Του σε καλές πράξεις θα λάβει η Βασιλεία των Ουρανών, αλλά αυτοί που είναι στα αριστερά 457 , απορρίφθηκαν λόγω έλλειψης καλών πράξεων, θα είναι η κόλαση φλογερό κρύψιμο, το αιώνιο σκοτάδι και το τρίξιμο των δοντιών; Λέμε ότι θέλουμε τη Βασιλεία των Ουρανών, αλλά δεν μας ενδιαφέρει πώς θα την αποκτήσουμε. Μη έχοντας καθόλου τον κόπο να εκπληρώσουμε την εντολή του Κυρίου, ελπίζουμε, στη ματαιότητα του νου μας, σε τιμή ίση με αυτούς που πολέμησαν την αμαρτία μέχρι θανάτου.
Διδάσκοντας έτσι τους μαθητές του, ο μοναχός τους ενθάρρυνε σε τελικό ζήλο για σωτηρία. Μολονότι ήταν πράος σε όλα, όμως, όπου διαπράττονταν βία κατά της ευσέβειας, ήταν σαν πυρκαγιά, ή τσεκούρι, ή ακαταμάχητο στρατιωτικό όπλο.
Εκείνη την εποχή βασίλεψε ο Αναστάσιος 458 , έχοντας κληρονομήσει το κράτος μετά τον Λέοντα τον Μέγα 459 και τον Ζήνωνα 460 . Στην αρχή, η βασιλεία του φαινόταν σαν ένας γλυκός παράδεισος, αλλά αργότερα αποδείχθηκε ότι ήταν ένα πεδίο καταστροφής. Έγινε σαν εκείνους τους βοσκούς που σπαταλούν και καταστρέφουν το κοπάδι τους και ποτίζουν τα πρόβατα με λασπόνερο. γιατί παρέκκλινε στην αίρεση του Ευτυχή και του ακέφαλου Σεβήρου 461 και μπέρδεψε την Εκκλησία με αυτήντου Θεού, απορρίπτοντας την Δ’ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας των Αγίων Πατέρων, εκδιώκοντας ορθοδόξους επισκόπους από τους θρόνους τους, βάζοντας αιρετικούς στη θέση τους και στρέφοντας πολλούς Ορθοδόξους στην ομοψυχία με τον εαυτό τους -άλλους με απειλές, άλλους με τιμές και δώρα. Τόλμησε να αγγίξει με την κολακευτική του πονηριά και αυτόν τον ακλόνητο στύλο στην πίστη, τον σεβασμιότατο πατέρα μας Θεοδόσιο. Μια προσπάθεια αποπλάνησης συνίστατο στο ότι έστειλε τριάντα λίτρα στον μοναχό 462χρυσάφι -σαν για φαγητό και ρουχισμό για τους φτωχούς και για τις ανάγκες των αρρώστων μάλιστα- προσπαθώντας να κερδίσει την εύνοια του αιδεσιμότατου, τον οποίο άκουγε όλη η Παλαιστίνη, του οποίου ακολούθησε το λόγο και τις συμβουλές. Ο μεγάλος πατέρας, καταλαβαίνοντας την πονηριά του βασιλιά, ήταν σαν αετός που πετάει στα σύννεφα, απρόσιτος και απρόσιτος, που θα μπορούσε μάλλον να πιάσει τον αρπαγή του. Δεν αρνήθηκε το χρυσό που έστειλε, για να μην εμφανιστεί απερίσκεπτα περιφρονώντας την πίστη του βασιλιά και να μην προκαλέσει οργή, ώστε, επιπλέον, με την ελεημοσύνη που έγινε για αυτό το χρυσό, να ζητήσει από τον Θεό έλεος για να τον καθοδηγήσει τον στο αληθινό μονοπάτι. Αλλά η ελεημοσύνη δεν είχε επιτυχία, γιατί ο χρυσός δεν στάλθηκε με αλήθεια, αλλά με δόλο. Ο βασιλιάς έλαβε την ελπίδα να έχει τον ομοϊδεάτη του στο πρόσωπο του Θεοδόσιου, αφού δέχθηκε το χρυσό. αλλά η ελπίδα του ήταν μάταιη.
Ήρθε η ώρα που ο βασιλιάς άρχισε να απαιτεί από τον μοναχό, μέσω των αγγελιαφόρων του, την ομολογία της πίστεως, στην οποία υπολόγιζε, δηλαδή, σύμφωνα με τη διδασκαλία του Ευτυχίου και του Σεβήρου. Ο μοναχός, αφού συγκέντρωσε όλους τους ερημίτες, σηκώθηκε σταθερά, σαν ισχυρός άνδρας και αρχηγός του πνευματικού στρατού, ενάντια στην αιρετική κακία, και απάντησε στον βασιλιά με το εξής μήνυμα:
“Τσάρος! Όταν αντιμετωπίζουμε ένα από τα δύο πράγματα: είτε να ζούμε ασεβώς, έχοντας χάσει την ελευθερία μας να ακολουθούμε τους ακέφαλους, είτε να πεθάνουμε με ειλικρίνεια, ακολουθώντας τα αληθινά δόγματα των αγίων πατέρων, τότε να ξέρετε ότι προτιμάμε τον θάνατο, γιατί δεν δεχόμαστε νέα δόγματα. , αλλά ακολουθήστε τους νόμους εκείνων που έζησαν νωρίτερα.πατέρες. Εκείνοι όμως που εκτός από αυτό βεβαιώνουν το αντίθετο, εμείς ευσεβώς απορρίπτουμε και καταριόμαστε, και κανέναν που χειροτονείται από τους ακέφαλους, δεν θα δεχθούμε καταναγκαστικά. Ας μη μας συμβεί αυτό, Χριστέ Βασιλιά! Αν συμβεί κάτι τέτοιο, τότε, αφού καλέσουμε τον Θεό, που τώρα βλασφημείται από αυτούς, ως μάρτυρας της αλήθειας, θα αντισταθούμε ακόμη και μέχρι θανάτου. Και για την πατρίδα και για την ΟρθοδοξίαΑς καταθέσουμε ευχαρίστως την ψυχή μας, ακόμη κι αν δούμε αυτούς τους ιερούς τόπους να χάνονται στη φωτιά. Γιατί ποια είναι η ανάγκη για ένα μόνο όνομα – να ονομάζονται ιεροί τόποι, αν στην πραγματικότητα αυτό το ιερό υφίσταται κακοποίηση από αιρετικούς; Σε καμία περίπτωση δεν θα τολμήσουμε όχι μόνο να πούμε, αλλά και να σκεφτούμε οτιδήποτε δεν συνάδει με τις ιερές Οικουμενικές Συνόδους. Ο πρώτος από αυτούς είναι στολισμένος με τριακόσιους δεκαοκτώ πατέρες, οι οποίοι συνήλθαν τον Άρειο 463 , και, προδίδοντας το καταραμένο ανάθεμα, αποκόπηκαν από το σώμα της Εκκλησίας. γιατί αποξένωσε τον Υιό από την ουσία του Πατέρα -από τη φύση του και εισήγαγε τα δόγματα της λανθασμένης πίστης. Το δεύτερο συμβούλιο, με έμπνευση Θεού, συγκεντρώθηκε στην Κωνσταντινούπολη της Μακεδονίας, το οποίο βλασφήμησε το Άγιο Πνεύμα. Το τρίτο συνέκλινε μεγαλοπρεπώς στην Έφεσο 464κατά του κακομιλούντος και πονηρού Νεστορίου, ο οποίος βλασφήμησε τη σάρκα του Χριστού που έλαβε από την Παναγία 465. Μετά από αυτό έγινε ένα συμβούλιο εξακόσιων τριάντα θεοφόρων πατέρων στη Χαλκηδόνα, οι οποίοι μίλησαν σε συμφωνία με τις πρώτες συνόδους και εξήγησαν αυτά που είπαν. Απέκοψαν από το ιερό σώμα της Εκκλησίας τον καταραμένο και πονηρό Ευτύχιο, μαζί με τον Διόσκορο, και επιβεβαίωσαν την αποστολική πίστη, αλλά απέκοψαν όποιον πίστευε αντίθετα από την Εκκλησία του Χριστού. Επειδή εναντιωνόμαστε σε αυτά τα συμβούλια, ας ανάψει φωτιά εναντίον μας, ας ακονιστεί το ξίφος εναντίον μας, ας μας συμβεί ο πιο σκληρός θάνατος, και ακόμη, αν είναι δυνατόν, αντί για μια φορά, ας μας πέσει ο θάνατος αμέτρητες φορές. Όμως σε καμία περίπτωση δεν θα απομακρυνθούμε από την αληθινή ευσέβεια και δεν θα ατιμάσουμε με απόρριψη όσα γενναία δέχτηκαν οι πατέρες. Ο ιδρώτας τους ας είναι μάρτυρας αυτού και των πολλών πράξεων που έκαναν για την πίστη. αλλά αυτό θα το κρατήσουμε σταθερά και αμετάβλητα τόσο από εμάς όσο και από εκείνους που θεωρούν καλό να ακολουθούν τον Θεό και εμάς.Phil. 4:7 ), είθε να είναι ο φύλακας και ο οδηγός της δύναμής σας».
Με την επιστολή αυτή ο μοναχός έδειξε ξεκάθαρα τον μεγάλο του ζήλο για ευσέβεια. Αφού το διάβασε, ο τσάρος ένιωσε ντροπή και κάπως ταπεινωμένο και σταμάτησε για λίγο τους διωγμούς των Ορθοδόξων μέσα στο κράτος του. Έγραψε στον μοναχό με ταπείνωση, κατηγορώντας τους άλλους για εκκλησιαστική σύγχυση.
«Άνθρωπος του Θεού», έγραψε, «είμαστε αθώοι για αυτήν την καινοτομία. Καλούμε με τόλμη το μάτι του Θεού που βλέπει τα πάντα ως μάρτυρα—αυτή η σύγχυση προέρχεται από εκείνους που, πολύ περισσότερο από άλλους, θα έπρεπε να διαβάζουν τα δόγματα της πίστης και τα συμβούλια στη σιωπή. Θέλουν ο καθένας να φαίνεται ανώτερος από τους άλλους σε λόγια και αξιοπρέπεια, να επιτίθεται ο ένας στον άλλο και να μας τραβήξει κοντά τους. Δεν είναι άγνωστο στον Σεβασμιώτατο ότι κάποιοι από τους μοναχούς και κληρικούς, που θεωρούν τους εαυτούς τους ορθούς, προκάλεσαν αυτούς τους πειρασμούς, προσπαθώντας, όπως είπαμε, να δείξουν την ανωτερότητά τους.
Ωστόσο, ο τσάρος παραιτήθηκε για μικρό χρονικό διάστημα και μετά από κάποιο διάστημα επαναστάτησε κατά της Ορθοδοξίας. Και πάλι παντού, ακόμη και στην ιερή πόλη της Ιερουσαλήμ, διακηρύσσονταν τα διατάγματα του βασιλιά που απέρριπταν τις ιερές συνόδους, ιδιαίτερα αυτό της Χαλκηδόνας. Και πάλι ο πνευματικός πολεμιστής, ο μοναχός Θεοδόσιος, αν και ήδη ηλικιωμένος σε χρόνια, ανακάλυψε ένα νεανικό κατόρθωμα. Όταν όλοι έμειναν σιωπηλοί από φόβο και πολλοί εξέφρασαν τη συγκατάθεσή τους, ο μοναχός ήρθε στην Ιερουσαλήμ από το μοναστήρι του και, στεκόμενος στη μεγάλη εκκλησία της Ιερουσαλήμ σε μια ξαπλώστρα από την οποία οι ιερείς συνήθως προσφέρουν αναγνώσματα στους ανθρώπους και κάνοντας ένα σημάδι σιωπής με το χέρι του, είπε δυνατά:
– Ποιος δεν τιμά τις τέσσερις Οικουμενικές Συνόδους, καθώς και τα τέσσερα Ευαγγέλια. Ας είναι ανάθεμα!
Έχοντας πει αυτά, σαν άγγελος χτύπησε τον κόσμο, και κανένας από τους αντιπάλους δεν τόλμησε να φέρει αντίρρηση. Έπειτα, αφού κάλεσε στην πίστη τους πιο ζηλωτές από τους μαθητές του, γύρισε μαζί τους τις γύρω πόλεις και τα χωριά, καταστρέφοντας την κακία και επιβεβαιώνοντας την ευσέβεια. Ο βασιλιάς, ακούγοντας αυτό, τον καταδίκασε σε εξορία – ο καταραμένος δεν ήξερε ότι ο θάνατος ήταν ήδη στην πόρτα του. Ο μοναχός εξορίστηκε στη φυλακή και ο Τσάρος Αναστάσιος έχασε σύντομα αυτή την προσωρινή ζωή, μετά την οποία ο εξομολόγος του Χριστού Θεοδόσιος, μαζί με άλλους που είχαν εξοριστεί για την Ορθοδοξία, επέστρεψε αμέσως στο μοναστήρι του. Ο Φήλιξ, Επίσκοπος της Αρχαίας Ρώμης , 466 , του έγραψε και ο Εφραίμ, Επίσκοπος Αντιοχείας, 467, ευαρεστώντας τον μακαριστό με πολλούς επαίνους για το γεγονός ότι έδειξε τέτοια ζήλια – υπέφερε εξορία για την αληθινή πίστη και ήταν έτοιμος να δεχτεί το θάνατο. Είναι όμως καιρός να περάσουμε στον μύθο των θαυμάτων του αγίου.
Την ώρα που διακηρύχθηκε η πονηρή εντολή του Τσάρου Αναστασίου στην ιερή πόλη της Ιερουσαλήμ, μαζεύτηκαν γι’ αυτό όλοι οι πατέρες από τα παλαιστινιακά μοναστήρια και ο μοναχός Θεοδόσιος, όπως είπαμε, ήρθε εκεί με τους μαθητές του. Και όλος αυτός ο καθεδρικός ναός ήταν σε ένα μέρος που λεγόταν Ιεράθιον 468 . Το μέρος αυτό είναι το κάθισμα που έχτισε ο Μέγας Κωνσταντίνος , πάνω στο οποίο γινόταν κάθε χρόνο η ανέγερση του τίμιου Σταυρού του Κυρίου.
Εκείνη την ώρα, μια γυναίκα που είχε μια ασθένεια στο στήθος της, την οποία οι γιατροί την αποκαλούν «κανκρούμ» 469 , υποφέροντας για πολλή ώρα και μη δεχόμενη καμία ανακούφιση από τους γιατρούς, ήρθε εκεί και στάθηκε εξουθενωμένη κοντά στο πρόσωπο του αγίου. πατέρες. Ανεβαίνοντας σε έναν από αυτούς (ήταν ο μοναχός Ισίδωρος, ο οποίος αργότερα ήταν ηγέτης της μονής Σούκι 470 ), του είπε με δάκρυα για την ασθένειά της και ρώτησε: υπάρχει ο μοναχός Θεοδόσιος σε αυτόν τον καθεδρικό ναό και τι είδους άτομο είναι; αυτός? της υπέδειξε ο Ισίδωρος με το δάχτυλο του αγίου. Αυτή, πλησιάζοντας και στεκόμενη πίσω, σαν αιμορραγούσα που άγγιξε την άκρη του ενδύματος του Κυρίου ( Ματθ. 9:20–22 ), άγγιξε κρυφά τη μοναστική στολή που ήταν πάνω στον μοναχό και αμέσως έλαβε θεραπεία. Αυτό δεν το έκρυψε ο μοναχός, ο οποίος γυρίζοντας προς τη γυναίκα είπε:
– Τόλμησε, κόρη, γιατί ο Κύριός μου είπε: «Η πίστη σου σε έσωσε» ( Ματθ. 9:22 ).
Ο μακαριστός Ισίδωρος πλησίασε βιαστικά τη γυναίκα, θέλοντας να δει το θαύμα να γίνεται και διαπίστωσε ότι στο σημείο που υπήρχε ανίατο έλκος δεν είχε μείνει ούτε σημάδι.
Μετά το θάνατο του τσάρου Αναστασίου και με την επιστροφή του σεβαστού πατέρα από τη φυλάκιση, ήταν το έθιμο του Θεοδοσίου να πηγαίνει στη Βηθλεέμ για προσευχή. Μια μέρα, θέλοντας να κάνει ένα διάλειμμα από τη δουλειά, έστριψε το μονοπάτι για το μοναστήρι του Αγίου Μαρκιανού. Έχοντας δεχτεί τον αγαπητό επισκέπτη με αγάπη, δεν είχε τίποτα να τον κεράσει, γιατί τότε δεν είχε ούτε ψωμί ούτε σιτάρι. Όταν είχαν μια πνευματική συνομιλία μεταξύ τους για αρκετή ώρα, και έφτασε η ώρα για φαγητό, ο Μαρκιανός διέταξε τους μαθητές του να βράσουν το χυμό και να τους τον σερβίρουν. Ο Θεοδόσιος, βλέποντας τη φτώχεια του, διέταξε τους μαθητές του να βγάλουν από τον ασκό και να προσφέρουν το ψωμί τους που είχαν πάρει από το σπίτι για το δρόμο. Όταν έτρωγαν, ο μοναχός Μαρκιανός είπε στον μοναχό Θεοδόσιο:
«Μη με κατηγορείς, πατέρα, που ετοίμασα ένα πενιχρό γεύμα και μη μας κατηγορείς που δεν προσφέρουμε ψωμί, γιατί είμαστε πολύ φτωχοί και δεν έχουμε καθόλου σιτάρι.
Όταν το είπε αυτό, ο θαυμάσιος Θεοδόσιος, κοιτάζοντας τα γένια του Μαρκιανού, είδε έναν κόκκο σιταριού που είχε πέσει μέσα του από το πουθενά. Αφαιρώντας το προσεκτικά και αθόρυβα με το δεξί του χέρι, είπε με ένα χαρούμενο χαμόγελο στα χείλη:
– Εδώ είναι το σιτάρι – πώς λες ότι δεν έχεις σιτάρι;
Ο μακαριστός Μαρκιανός, παίρνοντας με χαρά από τα χέρια του Θεοδοσίου τον κόκκο που πήρε από τα γένια του, σαν κάποιο είδος γόνιμου σπόρου, διέταξε να τον μεταφέρουν στον σιταποθήκη, πιστεύοντας ότι, με την ευλογία του Αγίου Θεοδοσίου, χωρίς δυσκολία θα καρποφορούσε περισσότερο από ένα καλλιεργημένο χωράφι, που συνέβη. Αφού έφυγε ο Θεοδόσιος, όταν το πρωί οι μαθητές θέλησαν να ανοίξουν τις πόρτες του σιταποθήκης, είδαν ότι ήταν γεμάτος με σιτάρι, ώστε ούτε οι πόρτες να μην άνοιγαν. Ο Μαρκιανός έστειλε στον μοναχό Θεοδόσιο νέα για το θαύμα που είχε γίνει και με ευγνωμοσύνη για τον πολλαπλασιασμό του σιταριού.
Ο Σεβασμιώτατος απάντησε:
– Όχι εγώ, αλλά εσύ, πάτερ, πολλαπλασίασες το σιτάρι, γιατί σου πήραν τα σιτηρά από τα γένια.
Μια διάσημη γυναίκα από την Αλεξάνδρεια το 471 ήρθε στο μοναστήρι του μοναχού Θεοδοσίου με το γιο της, ένα μικρό αγόρι, που βλέποντας τον άγιο πατέρα από μακριά και δείχνοντάς του το δάχτυλο, αναφώνησε στη μητέρα του:
– Αυτός με έσωσε από πνιγμό στο πηγάδι, κρατώντας μου το χέρι για να μην πνιγώ στο νερό.
Η μητέρα πέφτοντας στα πόδια του μοναχού είπε τα εξής:
«Αυτό το παλικάρι», είπε, «παίζοντας με τους συνομηλίκους του, έπεσε από αμέλεια στο πιο βαθύ πηγάδι και νομίσαμε ότι έπεσε εκεί και πνίγηκε. Κλαίγοντας για αυτόν σαν να είχε ήδη πεθάνει, κατεβάσαμε ένα άτομο στο πηγάδι για να βγάλουμε το πτώμα του νεαρού από το νερό, αλλά βρήκαμε το παιδί ζωντανό στην επιφάνεια του νερού. Όταν μείναμε έκπληκτοι και ρωτήσαμε πώς δεν πνίγηκε στο νερό, μας είπε: «Ένας ηλικιωμένος μοναχός, αφού εμφανίστηκε, με πήρε από το χέρι και με κράτησε στο νερό».
Από τότε, έχοντας πάρει το αγόρι, γυρίζω πόλεις και χωριά, βουνά και ερήμους, μέχρι να βρω αυτόν τον πατέρα. Και έτσι βρήκα την ευλάβειά σου, και το παιδί μου, που σώθηκε από εσένα από πνιγμό, σε αναγνώρισε.
Μια άλλη γυναίκα υπέφερε πολύ κατά τη γέννηση των παιδιών, γέννησε νεκρά παιδιά και κάθε φορά με πολύ σοβαρά βάσανα. Ήταν και πολύτεκνη και άτεκνη: πολλά παιδιά -γιατί γεννούσε συχνά, άτεκνη- γιατί τα παιδιά γεννήθηκαν νεκρά. Με δάκρυα ζήτησε από τον μοναχό Θεοδόσιο να προσευχηθεί για αυτήν για να μην γεννήσει άλλα νεκρά παιδιά και να απαλυνθούν τα σκληρά βάσανά της. Ζήτησε επίσης ότι, όταν γεννήσει ένα αγόρι, θα επέτρεπε να τον φωνάζουν με το όνομά του – Θεοδόσιος.
«Αν μου επιτρέψεις», είπε, «να ονομάσω κάποιον που γεννήθηκε από εμένα με το όνομά σου, τότε ελπίζω ότι το παιδί θα ζήσει.
Ο μοναχός συμφώνησε στο αίτημά της, προσευχήθηκε θερμά στον Θεό για αυτήν, και όταν ήρθε η ώρα να γεννήσει η γυναίκα, δεν είχε τα προηγούμενα βάσανά της, γέννησε ευκολότερα και το παιδί αποδείχθηκε ζωντανό, αρσενικό, και πήρε το όνομά του από τον αιδεσιμότατο. Όταν τελείωσε ο θηλασμός του, και είχε κάπως μεγαλώσει, τον έφεραν στο μοναστήρι στον Σεβασμιώτατο Πατέρα και τον αφιέρωσαν στη μοναστική λειτουργία του Θεού. Επίσης, μια άλλη γυναίκα από τη Βηθλεέμ, που θρήνησε για τα παιδιά της που πέθαιναν, όταν ονόμασε το νεογέννητο με το όνομα του αιδεσιμότατου, του έσωσε τη ζωή μέσω αυτού. μεγάλωσε υγιής και ήταν ικανός σύζυγος, γιατί έγινε εξαιρετικός αρχιτέκτονας.
Μια μέρα, κάμπιες και ακρίδες έσπερναν τον όλεθρο στην Παλαιστίνη. Ο μοναχός ήταν ήδη πολύ μεγάλος εκείνη την εποχή και δεν μπορούσε να περπατήσει. Ωστόσο, διέταξε τους μαθητές να συμπεριφέρονται στον αγρό, όπου η καταστροφή απειλούσε τους καρπούς της γης, και εκεί σταμάτησε τις ακρίδες και τις κάμπιες λέγοντας:
«Ο Κύριος, κοινός σε όλους μας, σας διατάζει να μην καταστρέφετε τους ανθρώπινους κόπους και να μην τρώτε την τροφή των φτωχών.
Και αμέσως οι ακρίδες σκορπίστηκαν σαν σύννεφο, και οι κάμπιες χάθηκαν.
Μια μέρα τα αδέρφια είχαν μεγάλη ανάγκη από ρούχα και δεν είχαν τίποτα να καλύψει τη γύμνια τους. Ερχόμενοι στον αιδεσιμότατο, τον πείραξαν με αιτήματα. Εκείνος, επειδή δεν είχε χρήματα για να αγοράσει ρούχα, μπορούσε μόνο να τους συμπονέσει, ωστόσο, με τα λόγια της υπόσχεσης του Κυρίου, τους είπε:
-«Μην ανησυχείτε για το αύριο: αναζητήστε πρώτα τη Βασιλεία του Θεού και τη δικαιοσύνη Του, και όλα αυτά θα σας προστεθούν. γιατί ο Πατέρας σας ξέρει τι χρειάζεστε πριν ζητήσετε» ( Ματθαίος 6:34, 33, 8 ).
Ενώ ο άγιος παρηγορούσε τα αδέρφια με αυτόν τον τρόπο, ήρθε ένας άνθρωπος που ήταν άγνωστος σε κανέναν και δεν είπε ποιος ήταν και από πού καταγόταν. Έδωσε στον μοναχό εκατό χρυσά νομίσματα για μοναστηριακές ανάγκες και έφυγε. Ο μοναχός, ευχαριστώντας τον Θεό για μια τέτοια πρόνοιά Του, έδωσε αυτό το χρυσάφι για ρούχα για τους αδελφούς, και όλοι είχαν εφοδιαστεί με αυτά για πολύ καιρό.
Ο Ιουλιανός, πάστορας της εκκλησίας Bostra 472 , ο οποίος στην πρώιμη νεότητά του σπούδασε ανάγνωση βιβλίων με τον μοναχό, ανέφερε τα εξής για αυτόν:
«Μια φορά», είπε, «ήρθαμε με τον αιδεσιμότατο πατέρα στη Μπόστρα, και εδώ μια γυναίκα, γνωστή για την ιδιαίτερη κακία της, συναντώντας μας, κοίταξε με θυμό τον αιδεσιμότατο πατέρα και τον αποκάλεσε κολακευτή και ψεύτη, και αμέσως εκείνη τιμωρήθηκε από τον Θεό: ξαφνικά κατέρρευσε και πέθανε.
«Μας έτυχε», λέει, «να περάσουμε από το μοναστήρι, στο οποίο υπήρχαν Τσερνοριζιανοί που ήταν προσκολλημένοι στην αίρεση του Βορρά. Βλέποντάς μας, άρχισαν να χτυπούν τον κτυπητή της εκκλησίας για τη σύναξη των αδελφών πριν από την καθιερωμένη ώρα του τραγουδιού. Ο μοναχός, συνειδητοποιώντας ότι σχεδίαζαν κάποιου είδους δολοπλοκία εναντίον μας, φούντωσε από δίκαιη οργή και είπε προφητικά τον λόγο του Κυρίου:
-«Δεν θα μείνει πέτρα στην πέτρα εδώ. όλα θα καταστραφούν» ( Ματθ. 24:2 ).
Αυτά τα λόγια δεν άργησαν να γίνουν πραγματικότητα: μετά από λίγο καιρό, οι Αγγαρίτες 474 επιτέθηκαν στο μοναστήρι τη νύχτα. Αφού λεηλάτησαν ό,τι ήταν μέσα και αιχμαλώτισαν όλους τους μοναχούς, πυρπόλησαν το μοναστήρι και κατέστρεψαν, σύμφωνα με την πρόβλεψη του αγίου, εκείνο το μέρος.
Ο αρχηγός του ελληνικού στρατού, κάλεσε την ανατολική επιτροπή, ονόματι Kirik, γενναίος στη μάχη, αλλά ευλαβής ενώπιον του Θεού, ξεκινώντας εκστρατεία κατά των Περσών 475, ήρθε πρώτα στην Ιερουσαλήμ για να προσκυνήσει τους ιερούς τόπους και να λάβει τη βοήθεια του Θεού εναντίον των εχθρών. Ήρθε και στο μοναστήρι του Θεοδοσίου, γιατί η φήμη της αγιότητος του σεβασμιωτάτου πατέρα απλώθηκε παντού, προσελκύοντας τους πάντες κοντά του. Συζητώντας με τον άγιο, έλαβε μεγάλο όφελος από αυτόν: άκουσε από αυτόν ότι δεν πρέπει να βασίζεται κανείς στο δικό του τόξο, όχι σε πολλά στρατεύματα, αλλά να γνωρίζει έναν Βοηθό – τον Θεό και να εμπιστεύεται την αήττητη δύναμή Του, γιατί είναι εύκολο για Αυτός να κάνει ό,τι εκείνος θα οδηγήσει χίλιους, και δύο θα πετάξει πολλές χιλιάδες εχθρούς. Μέσα από τέτοια διδασκαλία και κουβέντα, η επιτροπή αυτή ένιωσε μεγάλη αγάπη για τον άγιο και τον παρακαλούσε για το σάκο που φορούσε ο άγιος, για να είναι η ασπίδα του στη μάχη. Όταν ο ελληνικός στρατός συνάντησε τους Πέρσες και μπήκε σε σφοδρή μάχη, η επιτροπή, ντυμένη με το τσουβάλι του Αγίου Θεοδοσίου, σαν πανοπλία, παρέμεινε αλώβητος από βέλη, λόγχες και σπαθιά και έδειξε μεγάλο θάρρος. Επιστρέφοντας στο τέλος του πολέμου, ήρθε πάλι στον μοναχό και είπε:
– Είδα στη μάχη, είπε, – εσύ ο ίδιος, πατέρα, να με βοηθάς και να με κάνεις τρομερό για τους εχθρούς μέχρι να νικήσουμε την περσική δύναμη.
Ο μοναχός Θεοδόσιος ο Μέγας εμφανίστηκε όχι μόνο σε αυτήν την επιτροπή όταν ήταν μακριά, αλλά εμφανίστηκε σε πολλούς άλλους σε πολλά μέρη, φέρνοντας ασθενοφόρο: εμφανίστηκε, λυτρώνοντας από προβλήματα, τώρα σε αυτούς που χάθηκαν στα πλοία μέσα σε αναταραχές και καταιγίδες, τώρα σε περιπλανώμενος στην έρημο, και μετά πιάστηκε στο στόμα άγριων ζώων: άλλα σε όνειρο, άλλα στην πραγματικότητα.
Ήταν ασθενοφόρο όχι μόνο για τους ανθρώπους, αλλά και για τα άλαλα ζώα. Ένας περιπλανώμενος περπατούσε, οδηγώντας έναν γάιδαρο. Το λιοντάρι που τον συνάντησε στο δρόμο, μη δίνοντας σημασία στον άνθρωπο, όρμησε στο γαϊδούρι για να τον σκίσει και να τον κατασπαράξει. Τρέμοντας, ο άντρας φώναξε δυνατά το όνομα του αιδεσιμότατου λέγοντας:
«Άνθρωπε του Θεού Θεοδόσιε, βοήθησέ με!»
Και αμέσως το λιοντάρι, ακούγοντας το όνομα του αγίου, γύρισε πίσω και έφυγε στην έρημο.
Ας θυμηθούμε κάτι σχετικό με τη διόραση του μοναχού. Μια μέρα, λίγο πριν από το θάνατό του, διέταξε να χτυπήσουν τον κτυπητή για να μαζευτούν τα αδέρφια. Όταν ήρθαν όλοι, αναστέναξε, έχυσε ένα δάκρυ και είπε:
– Χρειάζεται να προσεύχεστε, πατέρες και αδελφοί, χρειάζεται να προσεύχεστε, γιατί βλέπω την οργή του Θεού, που ήδη πλησιάζει στην ανατολική χώρα.
Μετά από αυτό, μετά από έξι ή επτά ημέρες, άκουσαν ότι ένας μεγάλος σεισμός κατέστρεψε την Αντιόχεια, και την ώρα ακριβώς που ο άγιος, βλέποντας την οργή του Κυρίου, διέταξε τους αδελφούς να προσευχηθούν.
Μετά από αυτό, ο σεβασμιώτατος πατέρας μας Θεοδόσιος, πλησιάζοντας σε μακάριο θάνατο, ξάπλωσε στο κρεβάτι της ασθένειας για έναν ολόκληρο χρόνο. Η προσευχή ήταν ακατάπαυστη στα χείλη του , έτσι ώστε ακόμη και όταν αποκοιμήθηκε, τα χείλη του κινούνταν και έλεγαν εκείνους τους ψαλμούς και τις προσευχές που είχαν συνηθίσει. Και όταν ο άγιος ξύπνησε, υπήρχε ένας ψαλμός στο στόμα του, έτσι ώστε ο λόγος του Δαβίδ έγινε πραγματικότητα πάνω του: «Τη νύχτα έχω τραγούδι γι’ αυτόν» ( Ψαλμ. 41:9).). Συχνά δίδασκε την αρετή και τους αδελφούς. Και τρεις μέρες πριν από το θάνατό του, κάλεσε τρεις επισκόπους που αγαπούσε και, ανακοινώνοντας τους για την αναχώρησή του προς τον Θεό, έδωσε το τελευταίο φιλί σε όσους έκλαιγαν και κλαίνε για τον χωρισμό μαζί του. Την τρίτη ημέρα μετά από αυτό, εν μέσω προσευχής προς τον Θεό, παρέδωσε το πνεύμα του σε Αυτόν, έχοντας ζήσει μόνο εκατόν πέντε χρόνια. Ο Θεός τίμησε την ανάπαυσή του με το εξής θαύμα. ένας άντρας ονόματι Στέφανος, με καταγωγή από την Αλεξάνδρεια, κυριευόταν για πολύ καιρό από δαίμονα. Μετά την ανάπαυση του μοναχού, αφού άγγιξε το κρεβάτι του, ελευθερώθηκε από τον βασανιστή του και συνήλθε. Αμέσως παντού έμαθαν για τον θάνατο του αγίου, και από όλες τις πόλεις συγκεντρώθηκε πλήθος κόσμου και μοναχών από τα μοναστήρια. ήρθε ο Ύπατος Ιεράρχης Ιεροσολύμων Πέτρος με τους επισκόπους και με τιμή έθαψαν το άγιο σώμα του πατρός μας Θεοδοσίου στο σπήλαιο που κατοικούσε αρχικά, προς δόξαν Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δοξασμένος μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα για πάντα. Αμήν.
Κοντάκιον, ήχος 8:
Φυτευμένος στις αυλές του Κυρίου σου, άνθισες κόκκινο με τις ευλαβικές σου αρετές, και πολλαπλασίασες τα παιδιά σου στην έρημο των δακρύων σου, συγκολλημένα με τα σύννεφα των δακρύων σου, ο κτηνοτρόφος των θείων αυλών του Θεού. Το ίδιο κάλεσμα: Χαίρε πάτερ Θεοδόσιε.
* * *
437 Η Καππαδοκία είναι μια περιοχή στα ανατολικά της Μικράς Ασίας. Το 11 μ.Χ., μετατράπηκε στη ρωμαϊκή επαρχία υπό τον αυτοκράτορα Τιβέριο.
438 Μαρκιανός – Βυζαντινός αυτοκράτορας, βασίλεψε από το 450 έως το 457.
439 Κύρια πόλη της ρωμαϊκής επαρχίας της Βιθυνίας. βρισκόταν στην ασιατική ακτή του Βοσπόρου, απέναντι από το Βυζάντιο.
440 Το 451
441 Ο Ευτύχης, καταδικασμένος από την Δ’ Οικουμενική Σύνοδο, δίδαξε ότι ο Ιησούς Χριστός είχε μια φύση – Θεία, ενώ ο Αγ. Η Εκκλησία ανέκαθεν αναγνώριζε και αναγνωρίζει στον Ιησού Χριστό δύο φύσεις, αμίμητες και χωριστές – τη θεϊκή και την ανθρώπινη. Διόσκορος – Πατριάρχης Αλεξανδρείας (στην Αίγυπτο), οπαδός της διδασκαλίας του Ευτυχή, την οποία προσπάθησε να εγκρίνει στη σύνοδο του 449.
442 Εδώ βέβαια η Συριακή Αντιόχεια, που ονομάζεται Μεγάλη, πόλη κοντά στον ποταμό. Ορόντης, που ιδρύθηκε από τον Σέλευκο Νικάτορα και πήρε το όνομά του από τον πατέρα του Αντίοχο. Οι βασιλείς της οικογένειας των Σελευκιδών ζούσαν συνεχώς σε αυτό, και κατά την εποχή των Ρωμαίων αυτοκρατόρων ήταν ακόμη και η πρωτεύουσα της Ανατολής. Στην Αντιόχεια, οι μαθητές του Ιησού Χριστού για πρώτη φορά άρχισαν να αποκαλούνται με το όνομα Χριστιανοί.
443 Ο νοερός λύκος εδώ αναφέρεται στον διάβολο και στον καθένα από τους υπηρέτες του που παρασύρουν στην κακία και την κακία. Ο τρόπος ομιλίας σε όλη αυτή την έκφραση είναι δανεισμένος από το Ιωάννη 10:12 .
444 Μνήμη Σεβ. Η Λογγίνα (στην Ελληνική Εκκλησία) γιορτάζεται στις 17 Νοεμβρίου και το Σάββατο του τυριού.
445 Ένας αρχαίος πύργος στο φρούριο της Ιερουσαλήμ, στην πύλη της Γιάφα.
446 Στα ελληνικά: kathisma, or Kathismatic Church ; ήταν στα μισά του δρόμου μεταξύ Ιερουσαλήμ και Βηθλεέμ.
447 Λαύρα – (από το ελληνικό τμήμα της πόλης, πάροδος) ένας αριθμός κελιών που βρίσκονται σε φράχτη γύρω από την κατοικία του ηγουμένου με τη μορφή λωρίδων στην πόλη. Από την αρχαιότητα, το όνομα Λαύρα ονομαζόταν σε πολυπληθή και σημαντικά μοναστήρια. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην Αίγυπτο και μετά στην Παλαιστίνη.
448 Ένα αφέψημα από δημητριακά ή μπιζέλια, φασόλια, λαχανικά.
449 Εδώ βέβαια κυρίως το μάννα, η θαυματουργή τροφή που τάιζε ο Κύριος τον εβραϊκό λαό κατά τις περιπλανήσεις του στην έρημο, στο δρόμο για τη γη της επαγγελίας ( Εξ. 16 ).
450 Φυσικά, η θαυματουργή σίτιση από τον Ιησού Χριστό με πέντε ψωμιά άνω των πέντε χιλιάδων ανθρώπων ( Ματθ. 14:15–21 ) και επτά ψωμιά άνω των τεσσάρων χιλιάδων ανθρώπων ( Ματθ. 15:32–38 ).
451 Έτσι ονομαζόταν το τμήμα της ερήμου στη δυτική όχθη της Νεκράς Θάλασσας, που ονομάζεται εδώ Σμόλιαν ή Ασφάλτινη Θάλασσα.
452 Οι Έλληνες είναι ένας λαός που από αμνημονεύτων χρόνων κατείχε το μεγαλύτερο μέρος της σημερινής Βαλκανικής Χερσονήσου και των κοντινών νησιών. στους χριστιανικούς χρόνους ζούσαν πάντα σε σημαντικό αριθμό στους Αγίους Τόπους.
453 Ίβηρες, δηλ. με καταγωγή από την Ιβηρία, τη σημερινή Γεωργία.
454 Αρμένιοι ζούσαν στη γειτονιά των Αγίων Τόπων. Στην πραγματικότητα, η Αρμενία συνόρευε στα βόρεια με την Κολχίδα, την Ιβηρία και την Αλβανία, στα δυτικά με τη Μικρά Ασία, στα νότια με τη Μεσοποταμία, στα νοτιοανατολικά και ανατολικά με τη Μηδία και τη Συρία.
455 Εκείνοι. ομιλία κατανόησης, γεμάτη οικοδόμηση ( Κολ. 4:6 ).
456 Εκείνοι. στη δεξιά πλευρά ( Ματθ. 25:34 ).
457 Εκείνοι. στην αριστερή πλευρά ( Ματθ. 25:41 ).
458 Ο Αναστάσιος Α΄, ο Δίκορ, ή Θράκος, βασίλεψε από το 491 έως το 518.
459 Βασίλεψε από το 457 έως το 474.
460 Βασίλεψε από το 474 έως το 491.
461 Ακέφαλοι (στα ελληνικά: akefaly) – αιρετικοί του 6ου αιώνα, οπαδοί της Βόρειας Αλεξάνδρειας. Δεν επέτρεπαν ούτε επισκόπους, ούτε ιερείς, ούτε μυστήρια και εκπροσωπούσαν το ακραίο κόμμα των Μονοφυσιτών.
462 Λίτρο – λίβρα, μέτρο βάρους ίσο με 72 καρούλια. σε ασήμι κόστιζε έως 42 ρούβλια, σε χρυσό έως 506 ρούβλια.
463 Η πρώτη (Νίκαια) Οικουμενική Σύνοδος έγινε το 325.
464 Η Έφεσος είναι η περίφημη πόλη της Λυδίας (στο δυτικό τμήμα της Μικράς Ασίας), που θεωρούνταν πρωτεύουσα για όλη τη Μικρά Ασία. Για πολύ καιρό ήταν η έδρα του Αγ. Απόστολος Ιωάννης ο Θεολόγος. Η Γ’ Οικουμενική Σύνοδος ήταν εδώ το 431.
465 Ο Νεστόριος, που ήταν Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως (από το 428 έως το 431), ακολουθώντας τον Διόδωρο, επίσκοπο Ταρσού, και τον Θεόδωρο, επίσκοπο Mopsuet, παραμόρφωσε την Ορθόδοξη διδασκαλία για την εικόνα της ένωσης στον Ιησού Χριστό δύο φύσεων. Δίδασκε ότι από την Υπεραγία Θεοτόκο δεν γεννήθηκε ο Θεάνθρωπος, αλλά ο άνθρωπος. Γεννήθηκε σαν με φυσικό τρόπο και, επιπλέον, δεν ήταν ξένος στα πάθη και τις ελλείψεις. Η θεότητα, σύμφωνα με αυτή τη διδασκαλία, ενώθηκε με τον άνθρωπο Ιησού σαν μόνο αργότερα, όταν τελικά εδραιώθηκε στην καλοσύνη.
466 Ο επίσκοπος Φήλιξ της Ρώμης κυβέρνησε τη Ρωμαϊκή Εκκλησία από το 526 έως το 530.
467 Ο Άγιος Εφραίμ κατείχε την έδρα της Αντιόχειας από το 528 έως το 545.
468 Αυτό το όνομα δόθηκε σε ένα ειδικό παρεκκλήσι στο λεγόμενο Μαρτύριο που έχτισε ο Μέγας Κωνσταντίνος . Εκεί βρισκόταν ο Ζωοδόχος Σταυρός στα τέλη του 4ου αιώνα και υψωνόταν κάθε χρόνο, ουσιαστικά τη Μεγάλη Εβδομάδα, κυρίως τη Μεγάλη Παρασκευή. Αυτό το παρεκκλήσι ήταν συνεχώς κλειδωμένο και το κλειδί του το κρατούσε ένας ειδικός πρεσβύτερος, που ονομαζόταν σταυροφύλαξ (βαπτιστής).
469 Εδώ, μάλλον, πρέπει να κατανοήσει κανείς την ανίατη ασθένεια, που σήμερα ονομάζεται καρκίνος, δηλ. Καρκίνος.
470 Μια από τις πιο διάσημες παλαιστινιακές δάφνες, που ιδρύθηκε από τον St. Χαρίτων (η μνήμη του εορτάζεται στις 28 Σεπτεμβρίου), νότια της Βηθλεέμ.
471 Αρκετές πόλεις με αυτό το όνομα ήταν γνωστές στην αρχαιότητα. Εδώ πρέπει να καταλάβει κανείς την Αλεξάνδρεια, την πρωτεύουσα της Αιγύπτου, στη Μεσόγειο Θάλασσα. Αυτή η πόλη φημιζόταν για τη μάθηση και τον πλούτο της, ιδρύθηκε το 332 π.Χ. από τον Μέγα Αλέξανδρο.
472 Η Βόστρα ή Μπόστρα, είναι μια πόλη στους Αγίους Τόπους, στην αρχαιότητα μια από τις Λευιτικές πόλεις στη μισή φυλή του Μανασσή, πέρα από τον Ιορδάνη.
473 Το Bilo, από τη λέξη “beat”, είναι μια ξύλινη ή μεταλλική σανίδα που χτυπήθηκε για να καλέσει τους πιστούς σε δημόσια λατρεία. Στη χώρα μας τα χτυπητήρια έχουν αντικατασταθεί από κουδούνια, αλλά στην Ελλάδα χρησιμοποιούνται μέχρι και σήμερα.
474 Εκείνοι. Άραβες. Καταγόταν από τον Ισμαήλ, γιο του Αβραάμ και της Άγαρ.
475 Η χώρα τους συνόρευε με τη Σουσιάνα στα δυτικά, τη Μηδία και την Παρθία στα βόρεια, την Καρμελία στα ανατολικά και τον Περσικό Κόλπο στα νότια. Παλαιότερα, οι Πέρσες εξαρτιόνταν από τους Μήδους, τους Έλληνες, τους Πάρθους, αλλά από το 226 μ.Χ. ανεξαρτητοποιήθηκαν και συχνά έκαναν πολέμους με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.