ΕΑΝ ΘΕΛΕΤΕ
ΕΠΙΣΚΕΦΘΕΙΤΕ
ΤΙΣ ΠΑΡΑΚΑΤΩ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΕΣ ΞΕΝΕΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ
(ἀποσπάσματα ἀπό τήν ΙΓ’ Κατήχηση)
Γ΄ Κυριακή των Νηστειών –
της Σταυροπροσκυνήσεως
Στιχηρό Προσόμοιο
Ἦχος πλ. β’
Αἱ Ἀγγελικαὶ ΤΟ ΑΚΟΥΤΕ
Νῦν Ἀγγελικαί, στρατιαὶ δορυφοροῦσι, Ξύλον τὸ σεπτόν,
εὐλαβῶς περικυκλοῦσαι, καὶ πάντας συγκαλοῦσαι,
τοὺς πιστοὺς εἰς προσκύνησιν. Δεῦτε οὖν νηστεία φαιδρυνθέντες,
προσπέσωμεν αὐτῷ χαρᾷ καὶ φόβῳ, πιστῶς κράζοντες·
Χαίροις ὁ τίμιος Σταυρός, τοῦ Κόσμου ἀσφάλεια.
Στιχηρό, Τριῳδίου
Ἦχος πλ. α’
Χαίροις ἀσκητικῶν ἀληθῶς ΤΟ ΑΚΟΥΤΕ
Λάμψον ὁ τοῦ Κυρίου Σταυρὸς τὰς φεγγοβόλους ἀστραπάς σου τῆς χάριτος
καρδίας τῶν σὲ τιμώντων καὶ θεολήπτῳ στοργῇ,
περιπτυσσομένων κοσμοπόθητε, δι’ οὗ τῶν δακρύων, ἐξηφανίσθη κατήφεια
καὶ τοῦ θανάτου, τῶν παγίδων ἐρρύσθημεν, καὶ πρὸς ἄληκτον,
εὐφροσύνην μετήλθομεν, δεῖξον τῆς ὡραιότητος
τῆς σῆς τὴν εὐπρέπειαν τὰς ἀντιδόσεις παρέχων τῆς ἐγκρατείας τοῖς δούλοις σου
πιστῶς αἰτουμένοις σὴν πλουσίαν προστασίαν καὶ μέγα ἔλεος.
Θεοτοκίον
Ἦχος πλ. β’
Αἱ Ἀγγελικαὶ ΤΟ ΑΚΟΥΤΕ
Ὅτε τῷ σταυρῷ προσηλούμενον ἑώρα,
Λόγε τοῦ Θεοῦ ἡ ἀσπόρως σε τεκοῦσα ἠλάλαζε βοῶσα·
οἴμοι τέκνον γλυκύτατον! τίς σου ἡ ταπείνωσις Θεέ μου;
πῶς ὁ ἀπαθής τὸ πάθος φέρεις ἀδίκῳ κρίματι;
Ὑμνολογῶ σου τὴν φρικτὴν καὶ ἄκραν συγκατάβασιν.
Ἀπόστιχο Προσόμοιο
Ἦχος β’
Οἶκος τοῦ Εὐφραθᾶ ΤΟ ΑΚΟΥΤΕ
Λυθέντες τῶν δεσμῶν, τῆς πάλαι καταδίκης,
πιστοὶ Σταυροῦ τῷ ξύλῳ, τὸν ἐν αὐτῷ παγέντᾳ,
Χριστὸν δοξολογήσωμεν.
Κάθισμα τοῦ Σταυροῦ, Πολυέλεος
Ἦχος πλ. δ’
Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς ΤΟ ΑΚΟΥΤΕ
Ἐν Παραδείσῳ μὲν τὸ πρίν, ξύλῳ ἐγύμνωσεν, ἐ
πὶ τῇ γεύσει ὁ ἐχθρός, εἰσφέρων νέκρωσιν,
τοῦ Σταυροῦ δὲ τὸ ξύλον, τῆς ζωῆς τὸ ἔνδυμα,
ἀνθρώποις φέρον ἐπάγη ἐπὶ τῆς γῆς,
καὶ Κόσμος ὅλος ἐπλήσθη πάσης χαρᾶς, ὃν ὁρῶντες προσκυνούμενον,
Θεῷ ἐν πίστει λαοὶ συμφώνως ἀνακράξωμεν, πλήρης δόξης ὁ οἶκος αὐτοῦ.
Στιχηρὀ τοῦ Σταυροῦ Προσόμοιο
Ἦχος δ’
Ὡς γενναῖον ἐν Μάρτυσιν ΤΟ ΑΚΟΥΤΕ
Ἐν φωναῖς ἀλαλάξωμεν, ἐν ᾠδαῖς μεγαλύνωμεν, τ
ὸν Σταυρὸν τὸν τίμιον, ἀσπαζόμενοι,
καὶ πρὸς αὐτὸν ἐκβοήσωμεν· Σταυρὲ πανσεβάσμιε,
καθαγίασον ἡμῶν τὰς ψυχάς καὶ τὰ σώματα, τῇ δυνάμει σου,
καὶ παντοίας ἐκ βλάβης ἐναντίων, διατήρησον ἀτρώτους
τοὺς εὐσεβῶς προσκυνοῦντάς σε.
Ομιλία Αγίου Γερμανού Α΄ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως:
Στην προσκύνηση του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού
«Φωτίζου, φωτίζου Ιερουσαλήμ. Ήκει γαρ σου το φως και η δόξα Κυρίου επί σε ανέτειλεν». Σήμερα το μεγαλήγορον στόμα του προφήτου Ησαϊου προσκομίζει στην εξ εθνών Εκκλησία τα χαρμόσυνα ευαγγέλια.
Και ακριβώς επειδή προέρχονται από γλώσσα πυρωμένην από την βρώση του θεοϋποστάτου άνθρακος, είναι λαμπρά και μεγαλειώδη, αλλά ταυτοχρόνως διαβόητα και βροντοηχή, επειδή κατέρχονται από το ουράνιον ύψος του Αγίου Πνεύματος. Διότι πράγματι τοιαύτη είναι η φωνή του Προφήτου, ώστε να διατρέχη τον ουρανόν και να περικυκλώνη την γήν.
«Άκου γαρ, λέγει, ουρανέ, και ενωτίζου η γη». Και όταν αρχίζει ο Προφήτης το θεόπνευστον κήρυγμά του, εκδηλώνεται αμέσως το βροντώδες του λόγου του. Όμως εδώ δεν κηρύττει μόνον, αλλά απαστράπτει φως υπέρλαμπρον και διαυγές, και προσκαλεί στον λιμένα της παρακλήσεως όσους πλέουν μέσα στο πέλαγος της νηστείας.
Προευαγγελίζομαι, βροντοφωνάζει ο Προφήτης, ότι ήδη έφθασε το φως της Αναστάσεως, προς την οποία σπεύδετε να καταπαύσετε, και για την οποία τρέχετε εναγωνίως. Και από πού καθίσταται φανερόν αυτό; Η δόξα Κυρίου ήδη ανέτειλε στην νέαν Ιερουσαλήμ. Και δόξα Κυρίου, αναντιρρήτως, είναι ο Θείος Σταυρός, ο οποίος ως φαεινός όρθρος εμφανίζεται σήμερα, και εξακοντίζει τις πρώτες ακτίνες του Ηλίου της δικαιοσύνης. Πράγματι, στην παρούσα εορτήν έχουμε μνήμην φωτός, και μάλιστα φωτός ανεσπέρου, που φωτίζει όσους ευρίσκονται στο σκότος της ακηδίας. Εκεί όμως, κατά την εορτήν της Αναστάσεως, πρόκειται για την μεγίστη πανήγυρη, για την εορτή των εορτών.
Ας μη σκυθρωπάζη κανείς από τους τροφίμους της νηστείας, ούτε να ανταλλάσση την ημερότητα του προσώπου του με την σκοτεινήν έκφρασιν της κατηφείας. Ας προσέλθωμε στην ανατολήν του τιμίου Σταυρού, και ας φωτισθούμε, και τα πρόσωπά μας δεν θα καταισχυνθούν. «Σημειωθήτω εφ’ ημάς το φως του προσώπου Κυρίου», θα λάμψουν τα πρόσωπά μας όπως ο Ήλιος, και τότε οι σκοτεινόμορφοι δαίμονες θα φύγουν μακρυά μας, μή δυνάμενοι να μας ατενίσουν κατά πρόσωπον. Και εγώ με την σειρά μου, ο πρώτος της εκκλησιαστικής αυτής συναθροίσεως και χοράρχης της χάριτος, παρακαλώ να με καταυγάση πλουσίως αυτό το θείον φως του Σταυρού και εύχομαι να αναφλέξη την θρυαλλίδα της γλώσσης μου και να ανάψη εντός μου άσβεστον θείον πυρ. Αλλά με πληροφορεί και με πείθει συγχρόνως η θέρμη της πίστεως που κινείται μέσα μου, πως ήδη φέρω αυτό το άγιον πυρ. Και ιδού! Το πυρ και τα ξύλα του Σταυρού ευρίσκονται εμπρός στην γλώσσα μου για να χρησιμεύσουν ως υλικόν των επαίνων της σημερινής εορτής. Πού είναι λοιπόν το πρόβατον που θα θυσιάσωμε σήμερα προς δόξαν Θεού, για να παρατεθή στην συνέχεια προς βρώση σε όλους εσάς τους πνευματικούς συνδαιτυμόνες;
Ο Θεός θα χορηγήση αυτό το άθυτον θύμα και ζων σφάγιον, όπως εχορήγησε προς χάριν της ψυχικής ωφελείας μας γονιμότητα στην άκαρπο διάνοιά μου. Αυτός που δύναται να αναστήση από τους λίθους γνήσια τέκνα του πατριάρχου Αβραάμ, καθώς κάποτε ανέστησε τον Ισαάκ από την λιθώδη μήτρα της Σάρρας.
Πράγματι «εσημειώθη εφ’ ημάς το φως του προσώπου Κυρίου» με την εμφάνιση και προσκύνηση του Τιμίου Σταυρού. Αγιάζονται τα χείλη και οι οφθαλμοί μας, καθώς ατενίζουμε και ασπαζόμεθα το θεότευκτον όργανον της σωτηρίας μας. Εν τω μεταξύ, ας τολμήσωμε να μεταφερθούμε νοερώς στον πολυθρύλλητον Παράδεισον της Εδέμ. Είμαι βέβαιος ότι η φλογίνη ρομφαία θα υποχωρήση, αφού έχει σημειωθή επάνω μας η σφραγίς του Χριστού, επειδή ευλαβείται απολύτως το φως του Δεσποτικού προσώπου. Μάλιστα θα μεταστρέψη για λίγο το φλογερόν και απειλητικόν της φύσεώς της σε φωτεινόν και ήμερον.
Διότι πράγματι ο Δεσπότης Χριστός δεν ανέβη στoν Σταυρόν για να κρίνη τoν κόσμον, αλλά για να προσηλώση στο ξύλον το χειρόγραφον των αμαρτιών μας, και να σβήση τα παλαιά οφειλήματά μας με το πανυπέρτιμον Αίμα του. Και η φλογίνη ρομφαία θα στρέψη τα νώτα ενώπιόν μας, εφ’ όσον προς χάριν μας ο Δεσπότης Χριστός εδέχθη στα νώτα του μαστιγώσεις. Ούτε πάλι θα μας αποπέμψη ως βδελυκτούς και αχρήστους δούλους. Επειδή γνωρίζει πως όλοι ιατρευθήκαμε από τις πληγές του Χριστού, και ότι όσα στίγματα μας προξένησε ο εχθρός τα ανέλαβε όλα επάνω Του, ο μόνος αναμάρτητος. Αλλά ούτε καν θα μας εμποδίση στο ελάχιστο. Και αυτό για πολλούς λόγους. Κυρίως όμως, διότι τα στόματα των πιστών είναι πεπληρωμένα από την χάρη της υμνολογίας του Σταυρού και την δόξα του Εσταυρωμένου. Αντιθέτως μάλιστα θα μας ασπασθή με άγιον φίλημα, εξ αιτίας της πίστεως και αφοσιώσεώς μας στoν κοινόν Δεσπότη μας Ιησούν Χριστόν.
Εξ άλλου είναι φιλάνθρωπες οι τάξεις των αγγέλων, και έχουν ως αφορμήν εορτής την μετάνοια των αμαρτωλών. Και αν ακόμη αναδίδουν δυσοσμία τα στόματα από την ασιτίαν, εν τούτοις προσφέρονται ως θυμίαμα εύοσμον, ευάρεστον ενώπιον του Θεού. Άλλωστε τούτο γίνεται φανερόν και από τα αντίθετα. Διότι, όταν οι προπάτορές μας εμασούσαν ακόμη τον καρπόν της παρακοής, και ενώ ο καρπός ήταν ευώδης, εν τούτοις το στόμα τους ήταν δύσοσμο και βρωμερόν, αφού περιείχε μέσα τους αρραβώνες της διαφθοράς μας. Όταν λοιπόν ετρυγήθη και κατεβροχθίσθη ο καρπός του ξύλου του Παραδείσου, τότε απεδείχθη πικρότερος και από την χολήν, και προεκάλεσε σ’ εμέ τον άνθρωπον τέτοια σκοτοδίνη, ώστε να θεωρώ πως όλα περιστρέφονται. Και ενώ ευρισκόμουν στο μέσον του Παραδείσου, να νομίζω ότι ημπορώ να κρυφθώ, επειδή αντιλαμβανόμουν το θρόισμα των φύλλων ως βήματα ποδών.
Από τότε όμως που ο Χριστός εταπείνωσε τον εαυτόν του και έγινε υπήκοος στoν Θεόν Πατέρα «μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού», τότε μετετράπη ο Σταυρός σε ξύλον υπακοής και φωτίζει την διάνοιά μας, αρωματίζει το στόμα, στηρίζει την καρδία μας, και μεταδίδει τον καρπόν της αιωνίου ζωής. Αναιρείται έτσι ο καρπός της παρακοής από τον καρπόν της υπακοής. Εκεί συμβαίνει απομάκρυνσις από τον Θεόν, και εξορία από το ξύλον της ζωής και το «επιστρέψεις εις γην, εξ ης ελήφθης». Εδώ πραγματοποιείται οικείωσις με τον Θεόν και η υπόσχεσις: «όταν υψωθώ, πάντας ελκύσω προς εμαυτόν». Η πολυπόθητος όντως αυτή υπόσχεσις! Εκεί προηγήθη η ηδονή και ηκολούθησε η οδύνη. Αντιθέτως, εδώ την οδύνην, το εκούσιον Πάθος και την πικράν γεύση της χολής ακολουθεί η κατοικία των ευφραινομένων πρωτοτόκων στους ουρανούς, κατάπαυσις και άχραντος ηδονή. Εκεί επραγματοποιήθη κατάβασις από το ύψος στην κοιλάδα του κλαυθμώνος. Η φύσις εξέπεσε τόσο που δεν εσταμάτησε παρά μόνον αφού εστάθη και ανεκόπη η ορμή της επάνω στην αρραγή πέτρα του Χριστού και στο ξύλον του Σταυρού, σε αυτά τα δύο τόσο στερεά και ακράδαντα στηρίγματα. Και τα μεν παλαιά έτσι έχουν.
Όσον όμως για τα νέα και ιδικά μας, ή καλύτερα για την κατά Χριστόν οδό, την οποίαν ο ίδιος ως άνθρωπος εχάραξε, πρόκειται για πολύ απότομον και ανηφορικόν δρόμο. Διότι οδεύει τον τραχύν ανήφορο του Σταυρού, ταλαιπωρεί τα πόδια με την συνεχή ορθοστασία στην προσευχή, τα χέρια εντέλλεται να υψώνωνται ικετευτικώς όλην την ημέρα προς τον Θεόν, και το στόμα πάλι το καταξηραίνει με την νηστεία. Όλες αυτές οι φαινομενικές οδύνες έχουν γράψει το βιβλίο του Σταυρού. οποιος δεν αναλαμβάνει στα χέρια του το βιβλίον αυτό και δεν ακολουθεί οπίσω από τον διδάσκαλο, και διδάσκαλος βεβαίως είναι ο Χριστός, τότε ως ράθυμος και οκνηρός μαθητής, θα διαγραφή από τον χορόν των υπολοίπων μαθητών. Όταν λοιπόν έτσι συμμορφωθούμε με το φρόνημα του Σταυρού, τότε κανένα εμπόδιο δεν θα μας παρουσιάση η φλογίνη ρομφαία, αλλά θα ημπορέσωμε να εισέλθωμε στο αρχαίον ενδιαίτημα των προπατόρων μας, τον Παράδεισον. Εκεί θα συλλέξωμε τα καταλληλότερα για την περίσταση, και αφού πλέξωμε στέφανον εγκωμίων, θα καταστέψωμε με αυτόν τον Τίμιον Σταυρόν. Ούτως ευρισκόμεθα κάποτε σε χώραν μακάρων και κατοικούσαμε τον θεοφύτευτον Παράδεισο, τόπον ατελευτήτου τρυφής. Εδώ ήσαν οι δοξολογικές φωνές και ο ήχος των εορταζόντων, και υμνολογίες ουρανίων αγγέλων οι οποίοι επευφημούσαν τον Θεόν. Ο άνθρωπος, ευρισκόμενος στον Παράδεισον, έψαλλε κατά αντιφωνία με τα αγγελικά τάγματα, και ολόκληρος η κτίσις εβοούσε δοξολογικώς: «δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη». Πράγματι, η αγαθότης του Θεού είχε πλουσίως υπερεκχυθή σε εμάς. Διότι χωρίς να έχη προσφέρει τίποτε ο άνθρωπος, εχειροτονήθη από τον Θεόν βασιλεύς όλων των επιγείων κτισμάτων Του. Γι’ αυτό λέγει ο ψαλμωδός «Συ γαρ έπλασάς με, και έθηκας επ’ εμέ την χείρα Σου». Γιατί όμως να παρασιωπώ τα θαυμαστότερα; Προτού να σχηματισθώ στην κοιλία της μητρός μου, και εννοώ την μεγάλη μητέρα όλων μας, την γην, συσκέπτεται ο Άγιος Θεός πώς να με πλάση. Και μόνον εμένα από όλα τα κτίσματά του με έπλασε «κατ’ εικόνα» του, μου έδωσε την μοναδικήν αυτήν δυνατότητα γνώσεως της εν μιά Θεότητι μοναρχικής Τριάδος των προσώπων.
Αυτός που συνέστησε τα πάντα με μόνον το θέλημά του, για εμένα τον τρίπηχυ, τον βραχυδιάστατον, τον πεζόν, τον γυμνόν από οποιαδήποτε φυσικήν περιβολή, συσκέπτεται και προμελετά σε ποίον θα είναι όμοιος αυτός που πρόκειται να πλασθή, ποία κτίσματα θα εξουσιάζη και μέχρι πού θα φθάνη η εξουσία του. Τον καθιστά κεφαλήν όσων ίπτανται επάνω από την κεφαλή του. Υποτάσσει στον δίποδα τα τετράποδα. Όσα πλέουν στον βυθό της θαλάσσης υποδουλώνει στον πεζόν άνθρωπο. Και δεν είναι μεγάλα αυτά, μολονότι είναι τοιούτου είδους. Ας έλθω στο μεγαλύτερο. Τοποθετούμαι πλησίον του Θεού του Υψίστου, εγώ που είμαι πλήρης ακανθών και συνεχώς ρέπω προς τα κάτω, εγώ ο πήλινος γίνομαι συμμέτοχος στον δήμο των πυρίνων λειτουργών. Ιδικό μου ενδιαίτημα γίνεται ο Παράδεισος. Στα αμέτρητα αγαθά του Παραδείσου καθίσταμαι εγώ κύριος και δεσπότης.
Μου δίδεται λύχνος λαμπρός, για να βλέπω και να προστατεύω όλα αυτά τα καλά πράγματα, και παραλλήλως λαμβάνω την εντολή να επαγρυπνώ για την φύλαξη όλων αυτών των αγαθών. Εγώ όμως δεν γνωρίζω τι έπαθα και ενύσταξα στη φύλαξη των αγαθών. Τότε ο σκοτεινόμορφος Σατάν βλέπει με βλέμμα φθονερό τα αγαθά μου και με πλησιάζει πλήρης υποκρισίας, με το προσωπείον κάποιου από τους πολύ οικείους μου. Με πλησιάζει με ημερότητα, ενώ αποδεικνύεται δολιότατος, και καταφέρνει ο κακομήχανος με ευλογοφανείς λόγους να με ξεγελάση και να σβήση τον λύχνον μου. Διότι λύχνος είναι ο θείος νόμος, όπως ο Προφήτης Δαυίδ τον ονομάζει. Και αφού μου κατέστρεψε κάθε θεόσδοτον δωρεά, με συνέλαβε και απεμακρύνθη γελώντας με αναίδεια για την αφέλειά μου.
Κι έτσι εγώ ο οικοδεσπότης καθίσταμαι γυμνός και έρημος των φωτομόρφων ενδυμάτων μου, οι οφθαλμοί μου δεν ατενίζουν πλέον προς την δόξαν της ουρανίου Βασιλείας και την αγιότητα αυτής, αλλά μάλλον στρέφονται προς την ιδικήν μου αισχύνην, την οποίαν προσπαθώ δηθεν να καλύψω. Αυτό είναι η απαρχή των συμφορών μου. Αρχίζουν τα πάθη μου να θεριεύουν το ένα μετά το άλλο. Προηγείται η ήττα της γαστρός μου από την ηδονήν του καρπού, και ακολουθεί η εμπάθεια των υπογαστρίων. Διότι, όπως λέγουν, τα φύλλα της συκής κατά φυσικήν τους ιδιότητα είναι πρόξενα γαργαλισμού. Σ’ αυτό το πάθος όταν περιέπεσε ο Προφήτης και βασιλεύς Δαβίδ, εθρηνούσε με πόνον και έλεγε: «Αι ψόαι μου ενεπλήσθησαν εμπαιγμάτων», εννοώντας κατ’ αρχήν τον εαυτόν του, αλλά περισσότερον ερχόμενος στην θέση του προπάτορος Αδάμ. Πράγματι, εάν ο άνθρωπος δεν είχε εμπαιχθή από τον Σατάν, όταν αυτός τον απεπλάνησε με τις ελπίδες της ισοθεϊας, θα κατέληγε ο τόσο μεγάλος όγκος των ελπίδων του στην περιβολήν των φύλλων της συκής;
Και ο γενναίος Σαμψών έλαβε πείρα των εμπαιγμάτων της σαρκός, όταν ετυφλώθη στους οφθαλμούς του από την μαινάδα Δαλιδά, και περιπαιζόμενος αλυσοδέθη από τους αλλοφύλους. Διότι έτσι γνωρίζει να αμείβη τους εραστάς της η εμπαθής ηδονή. Κατ’ αυτόν τον τρόπο και εγώ που έχω περιβληθή με αγγελικήν τιμή «παρασυνεβλήθην τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις». Εφόσον υπεβίβασα την ροπήν της προαιρέσεώς μου στην γαστέρα, και ακολούθως υπέκυψα στις εμπάθειες των υπογαστρίων. Και εμαρτυρούσαν την μωρία μου τα δέρματα των προβάτων που εφόρεσα. Δεν μου επιτρέπεται στο εξής να απολαμβάνω την χλόην του Παραδείσου, σύμφωνα με την κρίση του Θεού για μένα. Διότι, ως λογικόν πρόβατο, δεν ήκουσα την φωνήν του ποιμένος μου που με έβοσκε «εν τόπω χλόης» και ουδέποτε μου εστέρησε κάτι. Από όλα τα ξύλα του Παραδείσου μου επέτρεψε να τρώγω, όμως υπερέβην στην ανοησία και τα άλογα κτήνη, αφού δεν διέκρινα καμμίαν διαφορά μεταξύ αυτών που με βλάπτουν και αυτών που με ωφελούν. Αυτού του είδους λοιπόν είναι τα δυστυχήματά μου, όσα μου προεξένησε η βρώσις του χλωρού ξύλου. Και τώρα είμαι απόκληρος της φυσικής μου πατρίδος και εξόριστος της ανεκφράστου μακαριότητος.
Παρατήρησε όμως με πόσες δωρεές με γεμίζει το ξηρόν ξύλο του Σταυρού. Μου χαρίζει την ζωήν αντί για τον θάνατον. Με ενδύει με φωτεινήν στολή για να καλύψη την γυμνότητά μου. Αντί για την παλαιάν κατάρα, πηγάζει κάθε ευλογία στην ζωή μου. Με καθιστά σύντροφον των ουρανίων αγγέλων, αντί της καταδίκης της επιστροφής μου στην γη, και τέλος σβήνει την πυρκαγιά των ηδυπαθειών που άναψε εντός μου η βρώσις του χλωρού ξύλου. Εύστοχα θα ημπορούσε να ειπή κανείς ότι, όπως το δηλητήριον του ζωντανού όφεως εξουδετερώνεται από την νεκράν σάρκα άλλου όφεως, η οποία θεραπεύει οποιον επλήγη από εκείνον τoν ζωντανόν, έτσι και εγώ ανέζησα από τoν υψωθέντα στον Σταυρό νενεκρωμένον Χριστόν. Διότι και εγώ προηγουμένως δεν εθανατώθην από τoν νοητόν όφι στην Εδέμ; Προτύπωσις Του Εσταυρωμένου Χριστού ήταν και ο άψυχος εκείνος όφις των Ισραηλιτών, που ήταν χάλκινος και δεν είχε θανατηφόρο δηλητήριο. Πράγματι” ο Δεσπότης μου Χριστός, ο οποίος έγινε άνθρωπος κατά αλήθειαν και ανέλαβε την ανθρωπίνην φύση που είχε προσβάλει ο πονηρός όφις, ήταν αμέτοχος από το δηλητήριον της αμαρτίας και τελείως ελεύθερος. Και σε όλους εμάς που είχαμε κακοποιηθεί από τoν αρχέκακον όφι, και έχουμε αναθέσει όλες μας τις ελπίδες σ’ Αυτόν που εκρεμάσθη στο Σταυρόν, χαρίζει την ζωήν και την αθανασίαν.
Αναμφιβόλως η ύψωσις του χαλκίνου όφεως στην έρημο ήταν προτύπωσις του μυστηρίου του Σταυρού. Και το λόγιον του Προφήτου Μωυσέως ότι «όψεσθε την ζωήν ημών κρεμαμένην απέναντι των οφθαλμών υμών», προστάζει τους Ισραηλίτες να στρέφουν τους οφθαλμούς των προς τoν χάλκινον όφι, όχι διότι είχε κάποιαν δύναμη το άψυχον ίνδαλμα, αλλά μόνον επειδή ήταν τύπος του Χριστού, όπως ακριβώς και η βάτος έμενε απρόσβλητος από την καυστικήν δύναμη του πυρός, όχι από κάποιαν ιδικήν της ιδιότητα, αλλά επειδή προετύπωνε την Θεοτόκον Μαρίαν, η οποία εβάστασε μέσα στην θνητήν και ανθρωπίνη φύση της το πυρ της Θεότητος. Από αυτό ημπορεί να μάθη ο εικονομάχος ότι οι τύποι των μεγάλων πραγμάτων είναι άξιοι σεβασμού, ανεξαρτήτως του υλικού από το οποίον αποτελούνται.
Εάν λοιπόν το αποκρουστικόν αυτό ομοίωμα του όφεως, με την ανάρτησή του στο ξύλο προετύπωνε την σταυρικήν θυσία του Θεανθρώπου και έδιδε ζωήν σε όσους είχαν καταδικασθή σε πικρόν θάνατο, τότε ποία ωφέλεια, ποία ζωή και αφθαρσία δεν θα χαρίζη η αληθινή Θεανδρική μορφή του Εσταυρωμένου; Πράγματι, εάν δεν ήταν προτύπωσις του Χριστού αυτό το χάλκινον κατασκεύασμα και δεν έσωζε όσους έβλεπαν προς αυτό, δεν υπήρχε κανένας λόγος να κατασκευασθή.
Δικαίως θα απορήση κανείς, πώς όταν κατεσκευάσθη ο χρυσός μόσχος και εστήθη έντεχνα επάνω σε βάθρο, κατεδικάσθησαν στον διά ξίφους θάνατον οι χρυσοχόοι, ενώ εδώ κατασκευάζεται χάλκινος όφις και ο Θεός απαλλάττει από πικρόν θάνατον όσους στρέφουν την προσοχή τους σ’ αυτό το άψυχο ξόανο. Ας σκεφθούμε λοιπόν ως εξής για να λύσωμε την εύλογον απορία. Κάθε θάνατος ο οποίος δεν επέρχεται από φυσικήν ασθένεια και δεν διαλύει ήρεμα το διφυές του ανθρώπου, αλλά προέρχεται από βία και επέρχεται πρόωρα, είναι επονείδιστος και υβριστικός. Επειδή όμως είχε ορισθή κατά την προαιώνιον βουλήν του Θεού να πραγματοποιηθή το κοσμωφελές μυστήριον του Σταυρού και ο νέος Αδάμ, ο Χριστός, με το ξύλο να αναζωώση τον παλαιόν Αδάμ, αυτόν που ενεκρώθη από την βρώση του ξύλου, έπρεπε να αποκατασταθή η κοινή αντίληψις των ανθρώπων για όσους έχουν κακόν θάνατο, διότι αυτό γινόταν σοβαρόν εμπόδιο να αποδεχθούν οι άνθρωποι το υπέρλογον μυστήριο της σταυρικής θυσίας του Χριστού. Ακόμη και ο Μωσαϊκός νόμος λέγει: «πας επί ξύλου κρεμάμενος επικατάρατος». Γι’ αυτό λοιπόν ο Θεός κατά τα θαυμαστά κρίματά του έδωσε δύναμη ζωοποιό σε ένα ξύλον, επάνω στο οποίον εκρεμάσθη ένα απεχθές χάλκινον ομοίωμα όφεως. Εστήθη μάλιστα υψηλά, ώστε να στρέφουν οι Ιουδαίοι προς το άψυχον αυτό και νεκρόν κατασκεύασμα τις ελπίδες τους για ζωή, διότι κατά Θείαν οικονομίαν είχε εξουσία ζωής επάνω τους.
Επιτρέψτε μου οι παρόντες να μεταχειρισθώ και με άλλον τρόπο το νόημα της σταυρικής θυσίας. Διότι η δύναμις του τιμίου Σταυρού πλουτίζει τον νου μου. Ως ράβδος δυνάμεως ο σωτήριος Σταυρός πλήττει την λιθώδη διάνοιά μου και αναβλύζει προς χάριν σας πόσιμον ύδωρ σοφίας. Συναντώ λοιπόν σε πολλά σημεία της Γραφής να αποκαλούνται οι Ιουδαίοι όφεις και γεννήματα εχιδνών», ακριβώς για να υποδηλωθή η εκδικητική τους μανία κατά των ευεργετών τους. Επειδή είχε προορισθή κατά θείαν βούληση να ανατείλη ο Κύριος από την οφιώδη φυλή των Ιουδαίων, τελείως αμέτοχος από το δηλητήριον της αμαρτίας και να γίνη πηγή αιωνίου ζωής διά του θανάτου Αυτού, μάλιστα δε θανάτου σταυρικού, σε όσους πιστεύουν σε Αυτόν, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο είχε προορισθή η ανάρτησις του χαλκίνου όφεως επάνω στο ξύλον εκείνο. Σύρονται λοιπόν πάλι μέσα στην έρημο πλήθος δηλητηριωδών όφεων, που με τα δήγματά τους πλήττουν τους οδοιπόρους και τους θανατώνουν. Αυτοί είναι όσοι ταλαιπωρούν αυτούς που πορεύονται στον δρόμον του Χριστού, και τους εμποδίζουνν να προσέλθουν στον Δεσπότην Χριστό για να εύρουν σωτηρίαν αιώνιον. Αυτά όσον αφορά τους Ιουδαίους. Ακολούθως αναφέρεται σ’ εκείνους που θέτουν εμπόδια στην πνευματικήν πρόοδο των αγωνιζομένων. «Φύλαξόν με, Κύριε, εκ χειρός αμαρτωλού, από ανθρώπων αδίκων εξελού με, οίτινες διελογίζοντο του υποσκελίσαι τα διαβήματά μου». Σε αυτούς τους ανθρωπομόρφους όφεις απευθυνόμενος ο Χριστός έλεγε: «Όταν υψώσητε τον Υιόν του ανθρώπου, τότε γνώσεσθε ότι εγώ ειμί». Διότι κρεμάμενος νεκρός επάνω στον Σταυρόν, εζωοποίησε αυτούς που είχαν πληγεί από το κεντρί του θανάτου.
Αυτά που ελέχθησαν αφορούν την δογματικήν πλευρά του θέματος. Ας αναφερθούμε όμως και στην ηθικήν πλευρά. Όταν ο αρχηγός της ζωής μας Χριστός, ο πλούσιος σε έλεος, κατεδέχθη την εκούσιον πτωχεία και ετελείωσε όλο το μυστήριον της οικονομίας, πολλές μυριάδες των κακοτρόπων Ιουδαίων, αφού έμεσαν το δηλητήριον της κακίας και εγκατέλειψαν τις πονηρίες και τις δολιότητες, επέλεξαν δε την ευθείαν οδό, ανήλθαν σε υψηλήν και ενάρετον πολιτεία, και ανύψωσαν σε όμοιον ζήλο ένα πολύ μεγάλο μέρος των ομογενών τους. Έχω τον Παύλο που συνηγορεί στον λόγον μου. Διότι και αυτός κάποτε ήταν όφις και γέννημα εχιδνών κατά των μαθητών του Χριστού, και τους εβασάνιζε και τους εθανάτωνε, και είχε νύκτα και ημέρα τα μάτια του ανοικτά, επιβουλευόμενος ανύστακτα τους Χριστολάτρες. Κάποτε όμως ετυφλώθησαν οι οφθαλμοί του, επειδή δεν έβλεπαν σωστά αλλά διεστραμμένα, και με τον τρόπον αυτόν εκένωσε το δηλητήριον της βλασφημίας, εξεδύθη την στολήν των Φαρισαίων και ενεδύθη διά του βαπτίσματος τον Χριστόν. Και καθώς έπεφταν οι λεπίδες των οφθαλμών του, ομοίαζαν με τα λέπια του όφεως. Δέχεται έτσι μέσα του όλον τον Χριστό και ανυψώνεται στην κατά Χριστόν πολιτείαν’. Έτσι ανυψώνεται στον σταυρό, νεκρώνει τα μέλη, παύει πλέον να ζη, μεταδίδει τον ζήλο σ’ εκείνους που θεωρεί σάρκα ιδικήν του, δηλαδή στους ομογενείς του και, ενώ είναι νεκρωμένοι από την αμαρτίαν, τους εμπνέει την ζωήν την αθάνατον.
Ενώ δηλαδή ο θανατηφόρος όφις έπληττε τα μέλη του Αποστόλου, έπαθε ο ίδιος αυτό το οποίο μανιωδώς απειλούσε να του προξενήση, επειδή η σάρκα του την οποίαν εγεύθη είχε συσταυρωθή με τον Χριστόν.
Έτσι ο Σταυρός θανατώνει συγχρόνως και ζωογονεί, όχι μόνον στην ξηρά, όπως παρέστησε το παράδειγμα, αλλά ακόμη και στην θάλασσα. Θυμήσου όσα συνέβησαν στην Ερυθρά. Εκεί εσχηματίσθη απλώς επάνω στα ύδατα ο τύπος του Σταυρού και έσωσε τον λαόν του Θεού, κατεπόντισε δε τους εχθρούς του Θεού.
Όλα αυτά είχαν προτυπωθή παλαιά από τους Προφήτες, εγράφησαν στον πίνακα του νοός των με τον δάκτυλο του αγίου Πνεύματος. Και οι προτυπώσεις παρεδόθησαν συμβολικώς σαν σε στηλογραφίαν, είχαν δε χαραχθή και σε ιερά βιβλία ως μάθημα για τις επερχόμενες γενεές επωφελέστατον. Ώστε όταν έλθουν τα πράγματα, να μη αμφισβητηθούν τα γράμματα, αλλά οι αναγνώστες παραβάλλοντας να αναγνωρίσουν τα σύμβολα, και από αυτά να δοξασθή ο υπερένδοξος, ο οποίος τόσο πολύ συγκατέβη και κατεδέχθη την φαινομενικήν ατιμίαν, για μας που έχουμε ατιμασθή εκ προαιρέσεως.
Πριν γίνη όμως αυτό, όλοι οι Προφήτες και οι δίκαιοι έχυναν δάκρυα συμπαθείας για τους προπάτορές μας. Και πώς να μην έχυναν, αφού εγνώριζαν οτι ο Χαμ, ο οποίος περιεγέλασε την γυμνότητα του πατρός του ευρίσκετο υπό κατάραν; Ο δε Δαβίδ έψαλλε περιπαθώς προς τους κειμένους μέσα στην γη γενάρχες την νεκρώσιμον ωδή: «Ως πρόβατα εν Άδη έθετο, θάνατος ποιμανεί αυτούς» και «ως πάχος γης ερράγησαν και διεσκορπίσθη τα οστά αυτών παρά τον Άδην». Τότε και ο Ησαϊας, ακολουθώντας μεγαλοφωνότερα την θρηνωδίαν του Δαβίδ, κτυπούσε το στήθος του οικειοποιούμενος ως υιός τα παθήματα των πατέρων και έλεγε: «Πάντες ως πρόβατα επλανήθημεν. Άνθρωπος τη οδώ αυτού επλανήθη», ελεεινολογώντας ολόκληρον την Αδαμιαίαν φύση. Και άλλος εθρηνολογουσε άλλα. Και όλοι μαζί συνέβαλλαν με τον Δαβίδ, προκρίνοντας αυτόν ως χοράρχη, σεβασμιώτερον για το βασιλικόν του αξίωμα, αλλά και εξ αιτίας της θεοπατορίας που του είχε προαναγγελθή: «Ο ποιμαίνων τον Ισραήλ πρόσχες, ο οδηγών ωσεί πρόβατον τον Ιωσήφ. Ο καθήμενος επί των Χερουβίμ εμφάνηθι». Είναι προφανής και εδώ η ομοίωσις με τον Ιωσήφ. Εκεί Αίγυπτος σκοτεινή, εδώ Άδης ο ζοφερώτατος. Φαραώ εκεί, ο τύραννος του Ισραήλ. Εδώ Σατάν, ο ακοίμητος εχθρός ολοκλήρου του ανθρωπίνου πληρώματος. Εταλαιπωρούντο εκεί οι Ισραηλίτες συλλέγοντας άχυρα για την κατασκευήν των πηλίνων πλίνθων, εδώ χάριν του ερυθρού πηλού της σαρκός, πικρός ιδρώτας των φιλοσάρκων, γι’ αυτήν όλος ο κόπος των φιλοκόσμων. Εδώ ο βαρύς και αμείλικτος επιστάτης της ζωής μας, ο ακοίμητος και τερατώδης μυρμηκολέων, ο οποίος μας εκβιάζει προς τα έργα του σκότους, άλλοτε αρπάζοντας και «ωρυόμενος και ζητών τίνα καταπίη», και άλλοτε κλέπτοντας τον σίτο των αρετών. Προσπαθεί με κάθε τρόπο να μας πείση ότι το μόνο που αξίζει είναι να συνάγωμε άχυρα. Άχυρο είναι η αμαρτία, επειδή χρησιμεύει σαν προσάναμμα του ασβέστου πυρός.
Γι’ αυτούς τους λόγους ο Κύριος, επειδή παρακολουθούσε την κακοποίηση της φύσεώς μας, επείγετο από την έμφυτο φιλανθρωπίαν του να πραγματοποιήση την προαιώνιον βουλήν, όπως προεγνώρισεν ο Ησαϊας, ο οποίος συγχαίροντας με όλον τον κατάλογον των Προφητών, ανέκραζε με την γλυκυτάτην του φωνήν εκ μέρους του Σωτήρος αυτό που είχε αφώνως ακούσει: «Νυν αναστήσομαι, νυν δοξασθήσομαι, νυν σωθήσομαι». Αυτά τα λόγια προμηνύουν την ανύψωση στον Σταυρόν, και την δόξαν με την οποίαν εδοξάσθη ο Μονογενής από τον Πατέρα επάνω στoν Σταυρόν αυτόν. Εγείρεται από τoν θρόνον του, κατέρχεται στην γην αμεταβάτως. Ενδύεται ως στολήν την φύσιν του πεπλανημένου προβάτου, από τα πάναγνα αίματα της Παρθένου, ώστε ο λύκος να επιτεθή και σ’ αυτόν ως συνήθως, ξεγελασμένος από την ομοιότητα, και έτσι να συντριβούν τα δόντια του όντως αμαρτωλού, από την ορμήν με την οποίαν επέπεσε κατά του αναμαρτήτου.
Ήταν επείγουσα γι’ αυτόν η αναζήτησις του απολωλότος προβάτου. Διότι μολονότι έγινε πρόβατο χάριν του προβάτου, ως Θεός όμως είναι και ποιμήν, που ανέλαβε την αποστολή να το επαναφέρη στην χλόη του Παραδείσου, όπου ήταν ο φυσικός και αρχικός του χώρος. Έρχεται να λάβη διά του ξύλου εκδίκηση για την ήττα που προήλθεν από το ξύλον, και να αποκρούση τον πάσσαλο με πάσσαλο, να εξαφανίση με όργανον κατάρας την κατάραν που εβλάστησεν από το ξύλο. Πλην όμως η νέα, η ιδική μας Ιαήλ, έτσι ονομάζω την Εκκλησίαν, προσκυνεί τoν νέον αυτόν πάσσαλον, ο οποίος κατετρόπωσε τoν πικρόν πολέμιον της φύσεώς μας. Έγινε με τoν τρόπον αυτόν όργανον της σωτηρίας, και συνέτριψε μεν την κακήν αυτού κεφαλήν, του δε Αδάμ την ανεζώωσεν, αφού μάλιστα εφυτεύθη ακριβώς επάνω από αυτήν. Έτσι εθεράπευσε την κεφαλαλγία που προήλθε από την επιβλαβή βρώση του ξύλου, επιφορτιζόμενος την κατάραν εκείνου, και καταργώντας την. Διότι δεν είναι πλέον όργανον κατάρας ο Σταυρός, αλλά ευλογίας. Επειδή έχει λεχθή ότι «ευλογείται ξύλον, δι’ ου γίνεται σωτηρία». Τόσων αγαθών αίτιος μας έγινεν ο Σταυρός, και σωτήριον διαβατήριον προς την αρχικήν μακαριότητα.
Πόσον αγαπητόν είναι το θυσιαστήριόν σου, Κύριε των δυνάμεων, στο οποίον εθυσιάσθης μεν ως αμνός, επεφορτίσθης δε την αμαρτίαν του κόσμου. Εκείνο ως άνθρωπος, αυτό δε ως Θεός. Διότι αν και εσταυρώθης από αδυναμίαν, εξ αιτίας της φθαρτής και εμπαθούς σαρκός σου, αλλά κατά την φύσιν σου είσαι Κύριος των αύλων δυνάμεων. Και η τελειότης της θεϊκής σου δυνάμεως εφανερώθη, όταν ηνώθη με την ανθρωπίνην αδυναμία, και αχρήστευσε τα νεύρα του κοινού τυράννου του γένους μας.
«Ουκ αναβιβασθήσεται επί το θυσιαστηριον Κυρίου πάσα ζύμη και παν μέλι», λέγει κάπου σκιωδώς η Γραφή, και εδώ υποκρύπτεται λόγος φωτοειδής. Διότι αν και αυτό φαίνεται ότι έχει λεχθεί για την πολύσαρκο Λευϊτικήν λατρείαν, εγώ το αναβιβάζω στο ύψος του Σταυρού, αποδίδοντας το νόημα του ρητού ως ακολούθως. Τι θέλει δηλαδή να ειπή ο λόγος αυτός; Το ιερόν αυτό χωρίον διατάσσει να συσταυρωνόμεθα με τον Χριστόν, και να συναποθαίνωμε με αυτόν ως προς τον κόσμον. Πείθεσθε, λέγει, σ’ αυτόν που σας καθοδηγεί στην τραχείαν οδό και υπακούετε, και τιμήσατε το θυσιαστήριόν του μη προσφέροντας τίποτε από αυτά που γλυκαίνουν την αίσθηση και παραλύουν προς ηδυπάθειαν. Διότι χαρακτηριστικόν του Σταυρού είναι η οδύνη, όχι η ηδονή. Η γεύσις της χολής, όχι του μέλιτος. Δεν δέχεται την Αιγυπτιακήν ζύμην το θυσιαστήριον του Χριστού. Είναι μεστή από ασέβειαν και αλαζονείαν. Ενώ ο Σταυρός είναι το σύμβολον της ταπεινώσεως και τρόπαιον της προς Θεόν ευσεβείας. Μετά δε την Ανάστασιν, έπαθλον της εμπίκρου διαγωγής και τραχείας διαβιώσεως είναι η βρώσις του μέλιτος, και η απόλαυσις της αφθόρου ηδονής. Έτσι λοιπόν ο Σταυρός είναι υπόθεσις ανδρείας και καυχήσεως, όχι εντροπής. Διότι το να θυσιάσει κάποιος τον εαυτόν του χάριν των δούλων του και να καταφρονήση τον θάνατον για την σωτηρίαν των πολλών είναι το μεγαλύτερο καύχημα. Αυτήν την έννοιαν έχει και το αναφερόμενον στην Γραφήν «άρσεν» σφάγιον το οποίον θυσιάζεται προς χάριν μας. Διότι ήλθε να τονώση την παράλυσιν αυτήν, η οποία αρχίζοντας από μίαν φιλήδονο γυναίκα μετεδόθη στον άνδρα, και εξεθήλυνε τον αρρενωπό χαρακτήρα του και το μικρό προζύμι, η μία πλευρά δηλαδή, εζύμωσε και εξωμοίωσε με τον εαυτόν της όλην την ανδρικήν ζύμη και της μετέδωσε την ιδικήν της μαλθακότητα. Από το οίδημα λοιπόν της αλαζονείας, που θα προέλθη από αυτού του είδους την ζύμωση, δεν θα αναβιβασθή τίποτε στο θυσιαστήριον του Χριστού, τον Σταυρόν. Διότι είναι παθοκτόνος ο ζωοποιός Σταυρός. Τι δε κοινόν υπάρχει μεταξύ νεκρότητος και τρυφής; Τι κοινόν μεταξύ χολής και ηδονής; Τι κοινόν μεταξύ του οίνου που ευφραίνει την σαρκίνην καρδία και της περιπαικτικής προσφοράς του όξους που τόσον ενοχλεί την αίσθησιν; Εκείνα ανήκουν στον παλαιόν Αδάμ και είναι εις βάρος μας, ενώ αυτά στο νέον και είναι προς όφελός μας. Εκείνα είναι του Αδάμ που έπεσε, αυτά του Χριστού που μας έσωσε.
Διδάσκομαι δε και να φιλοσοφώ σε παρόμοιες περιπτώσεις και να υπομένω εμπαιζόμενος. Διότι κακό δεν είναι το να υβρίζεσαι απλώς, αλλά το να υβρίζεσαι δικαίως. Ούτε είναι φοβερόν το να αποθάνης, αλλά το να αποθάνης εξ αιτίας κάποιας αμαρτίας. Και αντιθέτως, το να ριψοκινδυνεύσης χάριν της αληθείας είναι άξιον του υπερτάτου μακαρισμού.
Αυτό λοιπόν το ξύλον έχοντας ως πηδάλιο να το προσκυνής, από το οποίο κυβερνώμενος, ω άνθρωπε, δεν θα φοβηθής τα κύματα της πολυταράχου θαλάσσης του βίου τούτου. Επειδή δεν σου επιτρέπει να είσαι βαρυφορτωμένος, αλλά σε διδάσκει να ταξιδεύης ελαφρός και ετοιμοπόλεμος, τρέφοντας το σώμα όσο το δυνατόν λιτότερα. Έτσι, και αν πνεύσουν σαν ενάντιοι άνεμοι τα πνεύματα της πονηρίας, και εγείρουν σφοδράν την τρικυμίαν των πειρασμών κατά του σκάφους της ψυχής, συ θα μείνης αμετακίνητα στερεωμένος στoν Σταυρόν, αφού θα έχης σταθεροποιηθή από τον αναλλοίωτον φόβον του Θεού του Εσταυρωμένου. Με τον τρόπον αυτόν θα ξεπεράσης την εναέριον απειλήν, θα αποφύγης τoν καταποντισμόν από τους επιτιθεμένους θηριώδεις και ανημέρους πειρατάς, τους δαίμονες, και θα προσορμισθής στoν ακύμαντο λιμένα της Βασιλείας, όπου θα λάβης αμύθητα κέρδη από την διάθεση των εμπορευμάτων σου.
Αλλά, ω Σταυρέ, βασιλική κλίνη του ιδικού μας Σολομώντος, του πράου και ειρηνικού, η ειρήνη του οποίου δεν έχει όριον, διότι και η παλαιά Ιερουσαλήμ, στην οποία εβασίλευσεν ο φιλόκοσμος Σολομών, ήταν περιωρισμένη σε έκταση και περιφραγμένη από τείχη σαν βασιλική κλίνη. Ω κλίνη, στην οποίαν ανεπαύθη ο Βασιλεύς της δόξης και έκλινε αυτοπροαιρέτως την κεφαλή για να κοιμηθή εκουσίως ύπνον ζωηφόρον, και κοιμώμενος εξεπόρθησε τον ακοίμητον πολέμιον, και ελαφυραγώγησε τα βασίλεια του Άδου. Διότι αν και κατά τoν νόμον της νεκρώσεως είχε κοιμηθή, η καρδία του όμως αγρυπνούσε, αφού επέβλεπε και προνοούσε για τα πάντα, επειδή Αυτός μαζί με τoν Πατέρα και το Πνεύμα επιβλέπει και επισκοπεί το παν. Καρδίαν εννοώ την ζωοποιόν δύναμη της θεότητός του, με την οποίαν «ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν» όλοι όσοι αποτελούμε το σώμα της Εκκλησίας. Εσέ, την βασιλικήν κλίνην, «κυκλούσιν εξήκοντα δυνατοί» από τους ισχυρούς του Ισραήλ. Τoν αριθμόν εξήκοντα τoν ανάγω στο υπεροχικώτατον σύστημα των εξαπτερύγων, διότι δια μέσου κάθε εξαπτερύγου υπερλάμπει το φως της τελειότητος, το οποίον εμμέσως υποδηλώνεται με την δεκάδα επειδή αυτός ο αριθμός είναι τέλειος, και επειδή έχουν αποστολή να παρίστανται στην δόξα που έχεις ως σκήπτρον βασιλικόν, συσχηματίζονται με σένα λαμβάνοντας νέαν δόξα από την μίμησί σου. Συστέλλουν δηλαδή τις επάνω και τις κάτω πτέρυγες, τις δε μεσαίες τις απλώνουν εκατέρωθεν, και ιπτάμενα σταυροτύπως αλαλάζουν ασιγήτως τα νικητήρια. Από εδώ ο θεόπτης Ησαϊας, οραματιζόμενος την δόξαν σου εδίδαξε και άλλο μυστήριον: «Και απεστάλη προς με», λέγει, «εν των Σεραφίμ, και εν τη χειρί αυτού είχεν άνθρακα, ον τη λαβίδι έλαβεν εκ του θυσιαστηρίου και ήψατο του στόματός μου και είπεν. Ιδού ήψατο τούτο των χειλέων σου και αφελεί τας ανομίας σου, και τας αμαρτίας σου περικαθαριεί».
Και τα δύο συγχρόνως, και τα της κλίνης και τα του θυσιαστηρίου, σε σένα συνέπεσαν. Το ένα για τoν εκούσιον ύπνον τoν οποίον εκοιμήθη και ύπνωσεν ο αθάνατος, και το άλλο για την σφαγήν που υπέστη προς χάριν μας, μα και για την υπερένδοξον Ιερουργίαν την οποίαν ο ίδιος ιερούργησε θυσιάζοντας τoν εαυτόν του υπέρ του κόσμου. Συ πιστεύουμε ότι είσαι το πλήρες διαπύρων ανθράκων θυσιαστήριον του αμνού του Θεού, διότι ξύλον το οποίον έχει καεί είναι και ο άνθρακας.
Όπως λοιπόν το πυρ της απαθούς Θεότητος του Αμνού, ο οποίος εθυσιάσθη επάνω σου, σε ανέφλεξε χωρίς να σε κατακαύση, έτσι και εμείς που σήμερα σε εγγίζουμε με τα χείλη, λαμβάνουμε από αυτό το πυρ κάθαρση των αμαρτημάτων, συμπτύσσοντας την λαβίδα των χειλέων φιληματικώς, και μεταδίδουμε το φως και τον αγιασμό στον έσω άνθρωπο που κατοικεί στο πήλινον αυτό σώμα.
Αλλά, ω Σταυρέ, και πάλι σε χαιρετίζω, αρνούμενος να αποσπάσω τα χείλη από τον ασπασμόν σου, ω Σταυρέ, θυσιαστήριον πάντιμον, δέξου αυτό το δώρον των ύμνων μου, και όλον ευλόγησέ το. Διότι το κατώτερον ευλογείται από το ανώτερον. Και το θυσιαστήριον είναι ανώτερον από το δώρον, όπως και αυτό που παρέχει τον αγιασμόν είναι ανώτερον από το αγιαζόμενον. Τώρα λοιπόν ως μεν θυσιαστήριον δώσε μου ως αντίδωρο την εξιλέωση, ως κλίνη δε βασιλική αναπαυσέ μου τον λόγο, που απέκαμε ήδη και θέλει να αποκοιμηθή, και στο εξής ανάλαβε την υπεράσπιση της ψυχής μου κατά των αοράτων και φιλοπολέμων δαιμόνων, προς δόξαν του Παντουργού και Παντοκράτορος Χριστού ο οποίος και με την εξάδα των διαστάσεών σου εφανέρωσε μυστικώς και παραδόξως την παντοκρατορίαν αυτού. Ότι δηλαδή κυριεύεις των άνω και ουρανίων, των κάτω και επιγείων, αλλά και αυτών των καταχθονίων, γι’ αυτό και πιστεύω ότι οικονόμησε να κείται το κρανίον του Αδάμ κάτω από την βάση του Σταυρού, των δεξιών και των αριστερών, των δικαίων δηλαδή και των αμαρτωλών. Αυτός θα είναι ο Κριτής πάντων, αυτών που προηγήθησαν και αυτών που έπονται της Σταυρώσεώς Του.
Αυτό είναι γνώρισμα της αϊδίου Θεότητος. Διότι ο ίδιος και προϋπήρχε, και εισήλθε στον χρόνον, και εμπρός από αυτόν δεν υπήρξεν άλλος Θεός ούτε οπίσω θα υπάρξη άλλος. Αυτώ η δόξα και η τιμή και η προσκύνησις, συν τω ανάρχω Πατρί και τω Παναγίω και ζωοποιώ Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
———-
Από το βιβλίο Πατερικόν Κυριακοδρόμιον, σελίς 531 και εξής. Επιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλάς. Πηγή: Ορθόδοξη Πορεία
Η Αγία Ματρώνα η εν Θεσσαλονίκη
Οὐκ ἄξιον λαθεῖν σε Μάρτυς Ματρῶνα,
Κἂν ἔνδον εἱρκτῆς ἐκπνέῃς κεκρυμμένη.
Εἰκάδι ἑβδομάτῃ θάνε Ματρῶνα ἑνὶ εἱρκτῇ.
Βιογραφία
Η Οσία Ματρώνα έζησε στη Θεσσαλονίκη και συγκαταλέγεται μεταξύ των Μαρτύρων των πρώτων αιώνων της Εκκλησίας μας, κατά την περίοδο των διωγμών. Υπήρξε ακόλουθος μιας πλούσιας και ευγενούς Ιουδαίας, με το όνομα Παντίλλα ή Παυτίλλα, η οποία ήταν σύζυγος του στρατοπεδάρχη της Θεσσαλονίκης. Καθημερινά συνόδευε την κυρία της στη συναγωγή της πόλεως, όπου ωστόσο δεν πήγαινε η ίδια, διότι κρυφά κατέφευγε σε χριστιανικό ναό, για να προσευχηθεί.
Μοιραία, όμως, επειδή για πολύ καιρό η Ματρώνα ξεγελούσε την κυρία της, μια λάθος κίνηση στάθηκε αφορμή για να αποκαλυφθεί η ταυτότητά της. σε μία εορτή των Ιουδαίων, κατά την οποία συνήθιζαν να τρώνε πικρά χόρτα και άζυμα, η Ματρώνα άργησε να επιστρέψει από το ναό και όταν έφθασε στην συναγωγή γινόταν η τελετή των Επιτιμίων. Ένας από τους δούλους της Παντίλλας κατήγγειλε ότι η Ματρώνα ήταν Χριστιανή και ότι εξαπατά την κυρία της, φροντίζοντας κάθε φορά που αυτή προσερχόταν στην συναγωγή, εκείνη να πηγαίνει στην Εκκλησία. Αυτό προκάλεσε την οργή της Παντίλλας, που δεν δίστασε, ξεσπώντας σε κραυγές, να την κατηγορήσει ότι είναι εχθρική προς αυτήν. Διέταξε αμέσως την σύλληψή της και, αφού την συνέλαβαν και την έδεσαν, άρχισαν να την μαστιγώνουν. Η Ματρώνα, όμως, με παρρησία δήλωσε ότι είναι Χριστιανή και ότι, αν και η κυρία της εξουσίαζε το σώμα της και την ίδια της την ζωή, ωστόσο δεν μπορούσε να την μεταπείσει σε όσα πίστευε.
Η Παντίλλα, αφού την αλυσόδεσε, διέταξε να την φυλακίσουν και να σφραγίσουν την πόρτα του κελιού της. Έπειτα από τρεις ημέρες, νωρίς το πρωί, πήγε η ίδια να δει αν η Ματρώνα ζει. Έκπληκτη διαπίστωσε ότι είχε ελευθερωθεί από τα δεσμά της και στεκόταν φωτεινή ψάλλοντας, χωρίς να έχει το παραμικρό ίχνος τραύματος και βασανισμού. Εξοργισμένη η Παντίλλα διέταξε να δέσουν πάλι την Ματρώνα και να την μαστιγώσουν ανηλεώς. Εκείνη, έκπληκτη για την ιδιαίτερη σκληρότητα της κυρίας της, την ρώτησε γιατί την βασάνιζε, ομολογώντας ωστόσο την πίστη της στον Χριστό. Καταπονημένη από τα βασανιστήρια και μην μπορώντας να σταθεί στα πόδια της, η Ματρώνα κλείσθηκε και πάλι στην φυλακή.
Έπειτα από τρεις ημέρες, όταν η Παντίλλα επισκέφθηκε το κελί της φυλακής της Αγίας, αντίκρισε το ίδιο θέαμα. Την Μάρτυρα απελευθερωμένη από τα δεσμά της, με το ίδιο φωτεινό πρόσωπο, παρά τα βασανιστήρια και την πείνα που υπέστη επί δεκατέσσερις ημέρες. Τότε η κυρία της, γεμάτη οργή, διέταξε να δέσουν την Ματρώνα σε δρύινα ξύλα και να την βασανίσουν. Εξαντλημένη η Αγία από τις μαστιγώσει και με το σώμα της γεμάτο σημάδια, ψέλλισε με αδύναμη φωνή λίγες λέξεις προσευχής και παρέδωσε το πνεύμα της.
Мученица Матро́на Солунская (Фессалоникийская)
Фреска. 1547 г.
Афон (Дионисиат).
Тзортзи (Зорзис) Фука.
Μαρτύριο τής Αγίας Ματρώνας της εν Θεσσαλονίκη
Τοιχογραφία (Fresco) τού έτους 1547 μ.Χ.
στον Ιερό Ναό Τιμίου Προδρόμου
τής Ιεράς Μονής Διονυσίου. Άγιον Όρος
έργο τού αγιογράφου Τζώρτζη (Ζώρζη) Φουκά
Η Παντίλλα διέταξε τότε κάποιον με το όνομα Στρατόνικος, να τυλίξει το λείψανο της Αγίας σε δέρμα και στην συνέχεια να το ρίξει έξω από τα τείχη της πόλεως. Το ιερό λείψανό της το παρέλαβαν οι Χριστιανοί και το ενταφίασαν με ευλάβεια κοντά στην Λεωφόρο, δηλαδή την Εγνατία οδό. Μετά το τέλος των διωγμών, ο Επίσκοπος Θεσσαλονίκης Αλέξανδρος πήρε το σκήνωμα της Μάρτυρος και το μετέφερε μέσα στην πόλη και, αφού έκτισε ναό, το απέθεσε εντός αυτού.
Την εποχή της Φραγκοκρατίας, όμως, το σκήνωμα της Αγίας μεταφέρθηκε στην Βαρκελώνη και εναποτέθηκε σε ναό, που καταστράφηκε κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Εκτός των τειχών της Θεσσαλονίκης υπήρχε και μονή αφιερωμένη στην Αγία Ματρώνα.
Менологий 25- 28 марта; Византия. Греция; XIV в.; памятник: Византийский менологий (Byzantine illumination Menologion); 10 x 13 см.; местонахождение: Англия. Оксфорд. Бодлеанская Библиотека (Bodleian Library)
Η Αγία Ματρώνα η εν Θεσσαλονίκη
Βυζαντινό Μηνολόγιο τού Μαρτίου (25 – 28) τού 14ου αιώνα μ.Χ. και ευρίσκεται Αγγλία. Βιβλιοθήκη Bodleian στην Οξφόρδη. Αγγλία
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Γνώμην ἀήττητον, Ματρώνα φέρουσα, πίστιν τὴν ἔνθεον, ἄσυλον ἔσωσας, μὴ δουλωθεῖσα τὴν ψυχήν, Ἑβραίων τὴ ἀπηνεία ὅθεν ἀριστεύσασα, καὶ τὸν δόλιον κτείνασα, μυστικῶς νενύμφευσαι, τῷ Δεσπότῃ τῆς κτίσεως. Αὐτὸν οὒν ἐκτενῶς ἐκδυσώπει, πάσης ἠμᾶς ρυσθήναι βλάβης.
Ἑτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’ ‘ ΤΟ ΑΚΟΥΤΕ
Ἡ ἀμνάς σου Ἰησοῦ, κράζει μεγάλῃ τῇ φωνῇ· Σὲ Νυμφίε μου ποθῶ καὶ σὲ ζητοῦσα ἀθλῶ, καὶ συσταυροῦμαι καὶ συνθάπτομαι τῷ βαπτισμῷ σου, καὶ πάσχω διὰ σέ, ὡς βασιλεύσω σὺν σοί, καὶ θνῄσκω ὑπὲρ σοῦ, ἵνα καὶ ζήσω ἐν σοί, ἀλλ’ ὡς θυσίαν ἄμωμον, προσδέχου τὴν μετὰ πόθου τυθεῖσάν σοι. Αὐτῆς πρεσβείαις ὡς ἐλεήμων, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Минея - Март (фрагмент). Икона. Русь. Начало XVII в. Церковно-Археологический Кабинет Московской Духовной Академии. Μηναῖο - Μάρτιος (τεμάχιο). Εἰκονίδιο στίς ἀρχές τοῦ 17ου αἰώνα μ.Χ. στήν Ἐκκλησία καί τό Αρχαιολογικό Μουσεῖο τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας τῆς Μόσχας
Στιχηρὰ τῆς Μάρτυρος
Ἦχος δ’
Ὡς γενναῖον ἐν Μάρτυσιν ΤΟ ΑΚΟΥΤΕ
Ἰουδαίων φρυάγματι, καὶ θρασείᾳ ὠμότητι, λογισμὸν ἀντέθηκας ἀνδρειόφρονα, τὴν τῶν μελλόντων προσβλέπουσα, θεόφρον ἀπόλαυσιν, διαμένουσαν ἀεί, δι’ αἰῶνος ἀσάλευτον, ἧς ἐπέτυχες, ἀπὸ γῆς μεταστᾶσα πρὸς νυμφῶνας, οὐρανίους καὶ χορείαν, τὴν ἀκατάλυτον ἔνδοξε.
Ἦχος δ’
Βασιλείας εὐπρέπειαν, καὶ τερπνὴν ὡραιότητα, κατιδεῖν ἠξίωσαι τοῦ Νυμφίου σου, ὡραϊσμένη τοῖς στίγμασι, στερρᾶς σου ἀθλήσεως, καὶ πηγῇ τῶν ἀγαθῶν, ἐπαξίως προσήγγισας, τῆς ἐπέκεινα, θεϊκῆς εὐφροσύνης μετουσίαν, καρπουμένη Μακαρία, καὶ τὴν ἀθάνατον εὔκλειαν.
Ἦχος δ’
Οὐ ζυγὸς τῆς δουλείας σε, οὐ τὸ χαῦνον τοῦ θήλεως, οὐ λιμὸς οὐ μάστιγες ἐνεπόδισαν, τὴν τῶν Μαρτύρων στερρότητα, μιμεῖσθαι Πανένδοξε· προθυμίᾳ γὰρ ψυχῆς, τὰς βασάνους ὑπέμεινας· ὅθεν ἔτυχες, οὐρανίων θαλάμων, καὶ στεφάνῳ, τῶν χαρίτων ἐκοσμήθης, περισταμένη τῷ Κτίστῃ σου.
Κάθισμα
Ἦχος δ’
Ταχὺ προκατάλαβε ΤΟ ΑΚΟΥΤΕ
Ἐπέστη φιλέορτοι, λαμπρὰ πανήγυρις, ἡ μνήμη ἡ ἔνδοξος, τῆς Ἀθληφόρου Χριστοῦ, εὐφραίνουσα τὰ σύμπαντα, λάμπουσα ταῖς ἀκτῖσι, τῶν θαυμάτων ἐν κόσμῳ, φέρουσα τοῖς ἀνθρώποις, τὴν ἀέναον χάριν. Αὐτῆς ταῖς ἱκεσίαις Σωτήρ, σῶσον τὸν κόσμον σου.
Είναι σεβαστή στη Βαρκελώνη και σε άλλους οικισμούς της Καταλονίας . Θεωρείται ο πολιούχος του ναού της Αγίας Ματρώνας στη Βαρκελώνη, το μοναστήρι της Αγίας Ματρώνας στο λόφο του Montjuic , καθώς και οι εκκλησίες του χωριού Madrona (Pinel de Solsones) και της Mora de Ebro . Η μνήμη της εορτάζεται στις 15 Μαρτίου
Santa Madrona Η
εικόνα είναι ευγενική προσφορά του Arxiu dels Caputxins de Catalunya i Balears
Εκτύπωση της Santa Madrona
Arxiu Históric de la Ciutat, Βαρκελώνη
Santa Madrona, που εκπροσωπείται σε μερικά goigs
Museu Marès, Βαρκελώνη
Σάντα Madrona είναι μια ιερή παρθένο και μάρτυρας, που έχουν γιορτή του στις 15 Μάρτη και τα παλαιότερα μαρτυρολόγια βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη, όπου και θα είχε υποστεί το μαρτύριο στην εποχή του Διοκλητιανού (μεταξύ 303 και 305). Σύμφωνα με μια μακρινή παράδοση, όταν η πρόταση του βασιλιά της Γαλλίας, Λουδοβίκου ο Ευσεβής, ορισμένοι έμποροι πήραν τα λείψανα τους στη Μασσαλία εξαιτίας της καταιγίδας στη θάλασσα αναγκάστηκαν να βρουν καταφύγιο στη Βαρκελώνη, και ενώ ήταν άνεργοι στην πόλη αυτή, Τους είδαν να εμποδίζουν να συνεχίσουν το ταξίδι τους μέχρι να φύγουν από το σώμα του αγίου στη Βαρκελώνη, όπου αφιέρωσαν ένα παρεκκλήσι στους πρόποδες του Montjuïc.
Ορισμένοι συγγραφείς κάνουν την κόρη της Santa Madrona της Βαρκελώνης, που γεννήθηκε σε ένα από τα Villae γύρο Ρωμαϊκής για Montjuïc χρόνια αργότερα εκεί έχτισε ένα εκκλησάκι αφιερωμένο στον Άγιο Fructuoso πρώτα και αργότερα στην Santa Madrona. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Άγιος Madrona θα ήταν ένας σκλάβος που γεννήθηκε στη Βαρκελώνη και στη συνέχεια προορίζονται για τη Θεσσαλονίκη, όπου μαρτύρησε και, χρόνια αργότερα, τα οστά του να επιστρέψει και παρέμεινε ως εκ θαύματος στη γενέτειρά του. Από την ταπεινή καταγωγή του αγίου (σκλάβος στην αρχαία ρωμαϊκή Barcino nada) επιλέχθηκε ως ο προστάτης των φτωχών και των ζητιάνων στη Βαρκελώνη ότι η ημέρα του κόμματός σας, στις 15 Μαρτίου, έκανε μια πομπή που έλαβαν μέρος όλους τους φτωχούς της πόλης. Το Συμβούλιο του Cent κήρυξε τον πολιούχο της πόλης της Βαρκελώνης στο δημαρχείο που πραγματοποιήθηκε στις 25 Απριλίου 1564.
Οι μοναχοί Καπουτσίνων ήμασταν θεματοφύλακες των ιερών λειψάνων της Αγίας Madrona (έτη 1578, 1619 έως 1652 και 1723 έως 1835) και το 1723, όταν άνοιξε το πρώτο μοναστήρι στην τειχών της Βαρκελώνης, όπου υπάρχει πλέον η Plaza Real-αφιερώνουμε στο Santa Madrona. Ως αποτέλεσμα της εκκοσμίκευσης του 1835 ελήφθησαν τα λείψανα του αγίου στον καθεδρικό ναό και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στο νέο ενορία του Αγίου Madrona χτίστηκε το 1869 και εγκαινιάστηκε το 1888 από τη βασίλισσα Μαρία Cristina, με την ευκαιρία της Παγκόσμιας Έκθεσης . Λίγα χρόνια αργότερα, τα λείψανα της Santa Madrona θα λεηλατήθηκαν και θα κάηκαν κατά τη διάρκεια των επαναστατικών γεγονότων της “Τραγικής Εβδομάδας” τον Ιούλιο του 1909.
Σάντα Madrona προβλήθηκε ως μεσολαβητής για τη βροχή σε περιόδους ξηρασίας, αλλά και ως καλλιέργεια δικηγόρος κακοήθη πυρετό και ως ειδικός προστάτης των ναυτικών της Βαρκελώνης , δίπλα στην Σάντα Μαρία ντε Cervello, ή Socorro. Το ιερό ιερέας Βαρκελώνη Sant Josep Oriol ήταν devotíssim Σάντα Madrona και κάθε εβδομάδα, ανέβηκε στο εκκλησάκι για να προσευχηθούν Montjuic, καθώς και για τη συγκομιδή των βοτάνων.
Η αντιβασιλέα της Καταλονίας, Δούκα του Feria, αναφερόμενος βροχές συχνά λέγεται ότι η Βαρκελώνη είχε με τον Άγιο Madrona, «τα κλειδιά του ουρανού να δώσει τη βροχή», διότι, όπως αναφέρεται σε δημοφιλή λένε για η πομπή με τους Καπουτσίνων ήταν τα λείψανα της Αγίας Madrona να εκλιπαρώ τη βροχή «όταν τα λείψανα της Αγίας Madrona έξω, / σημείο ομίχλη, / και όταν τα λείψανα της Αγίας Madrona εισάγετε / έκρηξη ομίχλης .» Η χάραξη που απεικονίζει αυτή η ιστορική αναδρομή δείχνει μία από αυτές τις προσευχές για να εκλιπαρώ τη βροχή, πάνω στην ώρα για να επιστρέψει τα λείψανα του αγίου στο παρεκκλήσι του Montjuic με αξιωματούχους της πόλης και την εκκλησία της Βαρκελώνης, σύμφωνα με ένα σχέδιο από τον φρουρά καπουτσίνων Jaume de Mataró († 1817).
Vista de Barcelona con la Inmaculada Concepción, Santa Eulalia, San Ramón de Peñafort, San Olegario, Santa Madrona y San Antonio Abad
oil on canvas Spanish School-Catalan (18)
Άποψη της Βαρκελώνης με την Άμωμη Σύλληψη, Santa Eulalia, San Ramón de Peñafort, Σαν Ολεγκάριο, Σάντα Ματρώνα και Σαν Αντόνιο Αμπάντ
ελαιογραφία τής Ισπανικής Σχολής – Καταλονία
Gothic altarpiece with Saints Madrona (left) and Eulalia (right), from a Barcelona painter of 16th century.
Γοτθικός Βωμός
μέ τήν Αγία Ματρώνα (αριστερά) καί τήν Ευλαλία (δεξιά)
από ένανα ανώνυμα ζωγράφο τής Βαρκελώνης
τόν 16ον αιώνα μ.Χ.
Ο γοτθικός Ναός τής Αγίας Ματρώνας τής εν Θεσσαλονίκῃ
στην Βαρκελώνη τής Ισπανίας
Το παλιό παρεκκλήσι της Santa Madrona de Montjuïc έχει τεκμηριωθεί από το 1403. Το 1563 προσφέρθηκε στους Καπουτσίνους, αλλά δεν το κατέλαβαν αρκετά γρήγορα και για το λόγο αυτό παραδόθηκε στους Φραγκισκανάδες. Όταν αποδείχθηκαν μικρές, υπέβαλαν την παραίτησή τους και το 1575 προσφέρθηκαν και πάλι στους καπουτσίνους που προσήλθαν πρόσφατα στη Βαρκελώνη, την ίδια στιγμή που ανέλαβαν τη δέσμευση να χτίσουν ένα νέο μοναστήρι, κοντά στην πόλη. Η είσοδος αυτή τέθηκε σε ισχύ το 1578, αλλά λίγους μήνες αργότερα έφυγαν για να πάνε στο νέο μοναστήρι της Santa Eulalia .
Πρόσοψη του μοναστηριού της Santa Madrona, σύμφωνα με το σχέδιο που παρουσιάστηκε στο βασιλιά Φίλιππο Ε
Λεπτομέρεια « Plànol de les Rambles, Sant Josep des με το Κέντρο »
Ιστορικό Αρχείο της πόλης, Βαρκελώνη
Μετά από μια προσπάθεια να επιστρέψει το σπίτι στους μικρούς παρατηρητές, το εκκλησάκι της Santa Madrona προσφέρθηκε στους υπηρέτες που μέχρι τότε κατείχαν το σκήνωμα του Sant Bertran, επίσης στο Montjuïc. Ήταν εδώ μεταξύ 1582 και 1618.
Το 1619 έγιναν οι κάτοικοι των Καπουτσίνων, οι οποίοι έχτισαν μια νέα εκκλησία, όπου λατρεύονταν τα λείψανα της Santa Madrona. Το 1642 το μοναστήρι ήταν πολύ κατεστραμμένο ως αποτέλεσμα μιας μάχης. Το 1651 καταλαμβάνεται στρατιωτικά και το επόμενο έτος ήταν οχυρωμένο. Το 1661 η ανοικοδόμηση του ναού, το οποίο άρχισε να λειτουργεί το 1664. Στο 1697, όταν ο γαλλικός στρατός πολιόρκησε την πόλη, οι Καπουτσίνοι άρχισε Montcalvari κατέφυγε εδώ και Santa Eulalia. Ως προφύλαξη, τα λείψανα της Santa Madrona μεταφέρθηκαν στον καθεδρικό ναό.
Και πάλι υπέστη τα αποτελέσματα του πολέμου με τον Πόλεμο της Διαδοχής (1705-1714), το 1706 το μοναστήρι καταλήφθηκε από το στρατό και ο τόπος χρησίμευσε ως βάση για την επίθεση στο Montjuïc. Λόγω της θέσης του, το Santa Madrona ήταν ένα στρατηγικό μέρος για κάθε εισβολέα: από εδώ θα μπορούσε να επιτεθεί στην πόλη. Το 1713 οι καπουτσίνοι τον εκκενώθηκαν και ο τόπος υπηρετούσε για την άμυνα της Βαρκελώνης. Όταν ο τόπος έπεσε, οι επιτιθέμενοι τον κατέστρεψαν με πυρκαγιά κανόνι. Ανασκευάστηκε αργότερα στη Rambla. Ο τόπος του παλιού μοναστηριού αστικοποιήθηκε με την ευκαιρία της Παγκόσμιας Έκθεσης του 1929. Ανάμεσα στα ερείπια υπήρχε και ένα παρεκκλήσι αφιερωμένο στην Santa Madrona, που ανακαινίστηκε το 1907, που σώζεται ακόμα.
Μόλις τελείωσε η μάχη, τόσο οι Καπουτσίνοι της Santa Madrona, όπως Montcalvari, οι οποίοι παρέμειναν άστεγοι έγιναν δεκτοί προσωρινά το σεμινάριο ( Montalegre ), η οποία στη συνέχεια δεν είχε καμία δραστηριότητα. Παραμένουν εκεί μέχρι το 1723. Παρά τις προσπάθειες, η ανοικοδόμησή τους δεν είχε ποτέ εγκριθεί, καθώς τα κτίρια που ανεγέρθηκαν έξω από τον τοίχο καθιστούσαν δύσκολη την υπεράσπιση της πόλης.
Μετά από πολλές διαπραγματεύσεις και οι διαπραγματεύσεις για την ανασυγκρότηση των μοναστήρια της Βαρκελώνης, 1717, Felipe V επέτρεψε την κατάληψη των Καπουτσίνων των εδαφών να κάνουν μέχρι την απώλεια των μοναστήρια της Santa Madrona του Montjuic και Montcalvari . Η πρώτη πέτρα του νέου μοναστηριού, αφιερωμένη στη Santa Madrona, στην Rambla, τοποθετήθηκε το 1718, στην οδό Ferran, στο παλιό Hort del Vidre, όπου σήμερα βρίσκεται το Plaza Reial. Η νέα εκκλησία ανοίχτηκε το 1723 και στη συνέχεια τα λείψανα της Santa Madrona μετακινήθηκαν από τον καθεδρικό ναό. Αυτά τα λείψανα επέστρεψε αργότερα για φύλαξη καθεδρικό ναό (1823 και 1835) και, τέλος, οδήγησε στη νέα ενορία της Santa Madrona, όπου κάηκαν το 1909 κατά τη διάρκεια του τραγικού εβδομάδα.
Η μονή εκκλησία βρίσκεται στην σημερινή διασταύρωση των La Rambla και Ferran street και ήταν κάθετη προς την πρώτη. Τα μοναστήρια και τα μοναστήρια ήταν κοντά στην εκκλησία (στην πλευρά της θάλασσας) και έπειτα ήρθαν από τον κήπο.
Το 1822 η περιοχή απαλλοτριώθηκε και πέρασε στο Δημοτικό Συμβούλιο, το οποίο εντελώς κατεδαφίστηκε το 1823. Το 1824 η αποφασιστικότητα για την ανοικοδόμηση της μονής, ενώ το περιβάλλον (Ferran Οδός) πήρε αστικοποιημένη. Τα καπουτσίνο πούλησαν μέρος της γης για να καλύψουν το κόστος της νέας κατασκευής. Τώρα, η νέα εκκλησία βρισκόταν κάθετα στην οδό Ferran. Το 1835 εξοικονομούσε από την καύση των μοναστηρίων, χρησιμοποιήθηκε ως εκκλησία σχολείου και θεάτρου, αργότερα ο χώρος αποσυναρμολογήθηκε τελείως και στην περιοχή του χτίστηκε το Royal Plaza.
Παρεκκλήσι της Santa Madrona, Montjuïc
Η ζωή της Santa Madrona αναμειγνύεται μεταξύ του μύθου και μερικών ιστορικών δεδομένων εύθραυστων θεμελίων. Η παράδοση λέει ότι η Άγία Ματρώνα ήταν από τη Βαρκελώνη και ότι ο πατέρας της, όταν ήταν χήρος, πήγε να εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη. Είτε έτσι είτε αλλιώς, η προέλευση του ιερού λειψάνου της ευρίσκεται στη Θεσσαλονίκη όπου και μαρτύρησε για να είναι Χριστιανή γύρω στο έτος 300. Όταν κατέλαβαν την πόλη οι Τούρκοι αποφάσισαν να απαλλαγούν από τα λείψανα τής Αγίας καί πούλησαν το σώμα της σε ορισμένους γάλλους εμπόρους, που πήγαιναν στη Μασσαλία.
Μια παραλλαγή της ιστορίας λέει ότι τα λείψανα της Αγίας Ματρώνας κατευθύνονταν από έναν ανατολίτη μεγιστάνα στον βασιλιά της Γαλλίας, που ήταν άρρωστος και πίστευε ότι θα μπορούσε να θεραπευτεί με την παρουσία ενός ιερού σώματος.
Ο θρύλος λέει ότι όταν το πλοίο που μετέφερε το σώμα τής αγίας πέρασε μπροστά από τη Βαρκελώνη, ξέσπασε μια μεγάλη καταιγίδα. Φοβούμενοι για τη ζωή τους, το πλήρωμα κατέθεσε το σκήνωμα στα ερείπια του Sant Fruitós, στο Montjuïc. που τον 15ο αιώνα μετονομάστηκε προς τιμή της Santa Madrona. Προσθέστε το μύθο που έφτασε το πλοίο συνοδευόμενο από ένα αμέτρητο πλήθος χελιδόνων, που άρχισαν να φωνάζουν με εκκωφαντική απόλαυση όταν το πλοίο έφτασε στην παραλία μας. Τα χελιδόνια από τότε επιστρέφουν στη Βαρκελώνη κάθε χρόνο την ημερομηνία, την ημέρα της Santa Madrona.
Η ιστορία λέει ότι κάθε χρόνο, μία φορά το χρόνο, ήθελε να επιστρέψει τα ιερά λείψανα του πλοίου συνεχίζεται κακές καιρικές συνθήκες και έτσι ερμηνεύεται ήταν η επιθυμία του Αγίου αφαίρεση της Βαρκελώνης.
Δίπλα στο παρεκκλήσι, τον 12ο αιώνα κτίστηκε ένα μοναστήρι που καταστράφηκε πολύ μετά τη μάχη του Montjuïc το 1641.