Άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης – 137 ωφέλιμα κεφάλαια. (Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, Τόμος Δ΄).

 
Άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης
137 ωφέλιμα κεφάλαια *

* Στο πρωτότυπο κείμενο τα κεφάλαια έχουν την ακροστυχίδα : »Λόγοι διάφοροι περί εντολών, δογμάτων, απειλών και επαγγελειών, έτι δε και περί λογισμών και παθών και αρετών, έτι δε και περί ησυχίας και προσευχής, ων η ακροστυχίς ώδε».
 
1. Το να είναι κανείς ή να γίνει λογικός όπως ήταν κατά φύση (προπτωτικά) ο άνθρωπος, είναι αδύνατο πριν φτάσει στην καθαρότητα και την αφθαρσία. Γιατί την πρώτη την κυρίευσε η άλογη έξη των αισθήσεων, ενώ την άλλη, η φθορά της σάρκας.
2. Κατά φύση λογικοί έγιναν μόνον οι Άγιοι με την καθαρότητα. Κανείς από τους σοφούς στα λόγια δεν είχε καθαρό λογικό, επειδή το διέφθειραν από την αρχή με τους λογισμούς. Γιατί το υλικό και φλύαρο πνεύμα της σοφίας του κόσμου τούτου, υποβάλλει λόγους στους πιο μορφωμένους, και λογισμούς στους πιο απλοϊκούς, κι έτσι συνοικεί με αυτούς εμποδίζοντάς τους από την ενυπόστατη σοφία και θεωρία κι από την αμέριστη και ενιαία γνώση.
3. Να θεωρείς ότι γνώση της αλήθειας είναι κυρίως η αίσθηση της χάρης. Όλες οι άλλες γνώσεις πρέπει να αποκαλούνται αποτελέσματα νοήσεως και αποδείξεις πραγμάτων.
4. Όσοι δεν πετυχαίνουν να λάβουν τη χάρη, το παθαίνουν από την απιστία και την αμέλειά τους. Κι όσοι πάλι τη λάβουν, το έχουν πετύχει με την πίστη και την επιμέλειά τους. Γιατί με αυτές πάντα προχωρούν εμπρός, ενώ με τις αντίθετες στρέφονται πίσω.
5. Ο αναίσθητος κατά το νου είναι όμοιος μ’ ένα νεκρό, κι ο τυφλός κατά το νου είναι όμοιος μ’ έναν σωματικά τυφλό. Γιατί στη μία περίπτωση ο άνθρωπος έχει στερηθεί τη δύναμη της ζωής ή την ενέργεια της οράσεως, ενώ στην άλλη, το θείο φως που κάνει το νου να βλέπει και να βλέπεται από το Θεό.
6. Λίγοι παίρνουν και δύναμη και σοφία μαζί από το Θεό. Η πρώτη παρέχει τη μέθεξη στα θεία αγαθά, ενώ η άλλη τα αποκαλύπτει. Να τα γεύεται δε κανείς και να τα μεταδίδει και στους άλλους, είναι αληθινά κάτι το θεϊκό και πάνω από τον άνθρωπο.
7. Αληθινό ιερό Βήμα —και πριν από τη μελλουσα ζωή— είναι η καρδιά που έχει απαλλαγεί από λογισμούς και δέχεται την ενέργεια του Πνεύματος· γιατί όλα σ’ αυτήν τελούνται και λέγονται πνευματικώς. Και εκείνος που δεν απέκτησε αυτό από εδώ, είναι λιθάρι για τις άλλες αρετές, κατάλληλο για την οικοδομή του θείου ναού, όχι όμως ο ίδιος ναός και ιερουργός του Πνεύματος.
8. Ο άνθρωπος πλάστηκε άφθαρτος χωρίς ζωικούς χυμούς, κι έτσι και θα αναστηθεί. Δεν έγινε όμως άτρεπτος (δηλαδή χωρίς δυνατότητα μεταβολής), μα ούτε πάλι τρεπτός. Απλώς είχε στην έξη της θελήσεώς του τη δύναμη να τραπεί ή όχι. Και η θέληση δεν προξενεί στη φύση την απόλυτη ατρεψία· αυτή θα δοθεί ως βραβείο κατά τη μέλλουσα άτρεπτη θέωση.
9. Η γένεση της σάρκας συνδέεται με τη φθορά. Η λήψη τροφής, η αποβολή περιττωμάτων, η ανησυχία και ο ύπνος, είναι φυσικές ιδιότητες των θηρίων και των κτηνών. Μ’ αυτές κι εμείς γίναμε όμοιοι με τα κτήνη εξαιτίας της παρακοής, ξεπέσαμε από τα δικά μας θεόσδοτα αγαθά και γίναμε από λογικοί κτηνώδεις, και από θεϊκοί θηριώδεις.
10. Ο παράδεισος είναι δύο ειδών, αισθητός και νοητός, δηλαδή ο παράδεισος της Εδέμ κι ο παράδεισος της χάρης. Ο παράδεισος της Εδέμ(Γεν. 2, 8-13) είναι τόπος πολύ υψηλός, ως τον τρίτο ουρανό, όπως λένε όσοι διηγούνται γι’ αυτόν, φυτεμένος από το Θεό με κάθε είδος ευωδέστατα φυτά. Και δεν είναι ούτε τελείως άφθαρτος, ούτε εντελώς φθαρτός, αλλά σε μιά κατάσταση μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, ώστε να είναι πάντοτε γεμάτος από καρπούς, και να έχει διαρκώς και άνθη και άγουρους και ώριμους καρπούς. Γιατί όταν σαπίζουν τα δένδρα και οι ώριμοι καρποί και πέφτουν στη γη, δε μυρίζουν φθορά και σήψη σαν τα φυτά του κόσμου, αλλά γίνονται ευωδιαστό χώμα. Αυτό γίνεται από την πολλή αφθονία και τον αγιασμό της χάρης που είναι διάχυτη πάντοτε εκεί. Τον παράδεισο διασχίζει ο ποταμός Ωκεανός που έχει διαταχθεί να τον ποτίζει διαρκώς. Αυτός πηγάζει από εκεί, μοιράζεται σε τέσσερις άλλους ποταμούς, και ρέοντας παρασύρει το χώμα και τα πεσμένα φύλλα και τα φέρνει στην περιοχή των Ινδών και Αιθιόπων. Σ’ αυτή την περιοχή ενώνονται οι δύο από τους ποταμούς, ο Φυσών και ο Γεών, και πλημμυρίζουν συχνά τους αγρούς, ώσπου χωρίζονται πάλι και αρδεύουν ο ένας τη Λιβυκή, κι ο άλλος την Αιγυπτιακή γη.
11. Η κτίση, όπως λένε, δεν κατασκευάστηκε από την αρχή ρευστή, δηλαδή φθαρτή. Ύστερα έγινε, όταν γνώρισε τη φθορά και υποτάχθηκε στη ματαιότητα, κατά τη Γραφή, δηλαδή στον άνθρωπο, όχι βέβαια με τη θέλησή της, αλλά χωρίς αυτή, επειδή έτσι θέλησε Αυτός που την υπέταξε· με την ελπίδα(Ρωμ. 8, 20) όμως της ανακαινίσεως του Αδάμ που έπεσε στη φθορά. Αφού λοιπόν ο Κύριος (με την ανάστασή Του) ανακαίνισε τον άνθρωπο και τον αγίασε -παρόλο που έχει φθαρτό σώμα για την πρόσκαιρη ζωή -, την ανακαίνισε και αυτή, χωρίς να την απαλλάξει ακόμη από τη φθορά. Απαλλαγή της κτίσεως από τη φθορά, άλλοι λένε τη μεταβολή της στο καλύτερο, κι άλλοι την τέλεια παρέλευση των αισθητών. Η Γραφή πάντως συνηθίζει να βεβαιώνει τα δύσκολα ζητήματα με απλότητα και λιτότητα.
12. Εκείνοι που δέχονται τη χάρη, σαν να έχουν συλλάβει, και εγκυμονούν κατά το πνεύμα, ή αποβάλλουν το θεϊκό σπέρμα με τις πτώσεις τους, ή το στερούνται επειδή χηρεύουν από το Θεό εξαιτίας της επικοινωνίας τους με τον εχθρό που κρύβεται στα ενδόμυχά τους. Η αποβολή της χάρης προέρχεται από την ενέργεια των παθών, ενώ η τέλεια στέρηση, από την διάπραξη των αμαρτημάτων. Έτσι, η ψυχή που αγαπά τα πάθη και τις αμαρτίες, στερείται και αποβάλλει τη χάρη και χηρεύει, οπότε γίνεται κατοικία των παθών, για να μην πω των δαιμόνων, και τώρα και στο μέλλον.
13. Τίποτε δε στρέφει σε ιλαρότητα και ημερότητα το θυμό, όπως η ανδρεία και η ευσπλαχνία. Αυτές, σαν πολιορκητικές μηχανές, συντρίβουν η μία τους εξωτερικούς εχθρούς κι η άλλη τους εσωτερικούς.
14. Πολλοί που εργάζονται τις εντολές, νομίζουν ότι βαδίζουν δεν έχουν όμως φτάσει ακόμη στην πόλη και μένουν απ’ έξω. Και τούτο γιατί ακολούθησαν χωρίς να καταλάβουν τις παρόδους των βασιλικών ίσων δρόμων, δηλαδή τις κακίες που στέκουν δίπλα στις αρετές, κι έτσι πορεύονται άσκοπα. Γιατί οι εντολές δε θέλουν ούτε υπερβολή, ούτε έλλειψη, αλλά σκοπό θεάρεστο, και ζητούν μόνον το θείο θέλημα. Αλλιώς, ο κόπος είναι μάταιος, όταν δηλαδή δεν κάνουν ίσιους τους δρόμους του Κυρίου(Ησ. 40, 3· Μάρκ. 1, 3). Γιατί σε κάθε έργο εξετάζεται ο σκοπός του πράγματος.
15. Να ζητάς τον Κύριο στην οδό, δηλαδή στην καρδιά σου, με τις εντολές. Γιατί όταν ακούσεις τον Ιωάννη να φωνάζει και να προστάζει όλους να ετοιμάσουν τις οδούς και να κάνουν ίσιους τους δρόμους(Ματθ. 3, 3), να θεωρήσεις ότι εννοεί τις εντολές και τις καρδιές και τις πράξεις. Και είναι αδύνατο να κάνει κανείς ευθεία την οδό των εντολών και ακατάκριτο το έργο του, χωρίς την ευθύτητα της καρδιάς.
16. Όταν ακούσεις τη Γραφή να κάνει λόγο για «ράβδο και βακτηρία»(Ψαλμ. 22, 4), να θεωρήσεις ότι εννοεί, κατά τον προφητικό λόγο την κρίση και την πρόνοια, ενώ κατά τον ηθικό, την ψαλμωδία και την προσευχή. Γιατί όταν κρινόμαστε από τον Κύριο με την παιδαγωγική ράβδο(Α΄ Κορ. 11, 32), αυτό γίνεται για την επιστροφή μας σ’ Αυτόν· όταν εμείς παιδεύομε με τη ράβδο της ανδρείας ψαλμωδίας τους δαίμονες που εξεγείρονται εναντίον μας, στηριζόμαστε με την προσευχή. Έχοντας λοιπόν τη ράβδο και τη βακτηρία στο χέρι της πράξεως του νου, ας μην πάψομε να παιδεύομε και να παιδευόμαστε, μέχρις ότου βρεθούμε ολότελα κάτω από την πρόνοια του Θεού, ξεφεύγοντας την κρίση, την τωρινή και τη μέλλουσα.
17. Το χαρακτηριστικό στις εντολές είναι η προτίμηση της περιεκτικής εντολής, δηλαδή της μνήμης του Θεού, που λέει: «Μνημόνευε αδιάκοπα τον Κύριο, το Θεό σου»(Τωβ. 4, 5). Με αυτή δηλαδή που καταστράφηκαν, με αυτή μπορούν και να τηρηθούν. Γιατί η λησμοσύνη εξαφάνισε εξαρχής τη μνήμη του Θεού και θόλωσε τις εντολές. Κι έτσι έδειξε τον άνθρωπο γυμνό από κάθε αγαθό.
18. Οι αγωνιστές έρχονται πάλι στο αρχικό αξίωμα με δυο εντολές, την υπακοή και τη νηστεία. Γιατί όλη η κακία μπήκε στο γένος των ανθρώπων από τα αντίθετα αυτών. Όσοι τηρούν τις εντολές με την υπακοή, επιστρέφουν στο Θεό συντομότερα, ενώ όσοι τις τηρούν με τη νηστεία και την προσευχή, αργότερα. Η υπακοή είναι κατάλληλη για τους αρχαρίους, η νηστεία για τους μέσους που έχουν γνώση και ανδρεία. Γιατί το να τηρηθεί ανόθευτη η διά μέσου των εντολών υπακοή στο Θεό, είναι κατορθωτό από πάρα πολύ λίγους και επίπονο ακόμα και γι’ αυτούς τους ανδρείους.
19. Ο νόμος του ζωοποιού Πνεύματος, κατά τον Απόστολο(Ρωμ. 8, 2), είναι αυτός που ενεργεί και λαλεί μέσα στην καρδιά, όπως και ο νόμος του γράμματος είναι εκείνος που ενεργείται στη σάρκα. Ο πρώτος ελευθερώνει το νου από το νόμο της αμαρτίας και του θανάτου, ενώ ο άλλος ανεπαίσθητα τον κάνει φαρισαίο, να πράττει και να νοεί το νόμο σωματικά και να εργάζεται τις εντολές προς το θεαθήναι(Ματθ. 23, 5).
20. Τη σύνθεση όλων των εντολών, συναρμολογημένη και διαρθρωμένη με τη βοήθεια του Πνεύματος, την παρομοιάζουν με άνθρωπο, τέλειο ή ατελή, ανάλογα με την προκοπή. Τις εντολές τις λένε σώμα, και τις αρετές, ως ιδιότητες ποιοτικές, τις λένε οστά. Τη χάρη τη θεωρούν ψυχή που ζωντανεύει και κινεί και ενεργοποιεί σαν σώμα τις ενέργειες των εντολών. Από την αμέλεια ή την προθυμία του να συμμετάσχει στις μεθηλικιώσεις του Χριστού, αναδεικνύεται ο άνθρωπος νήπιος ή τέλειος, και τώρα και στο μέλλον.
21. Εκείνος που θέλει να αυξάνει το «σώμα» των εντολών, ας λαχταρά με σπουδή το πνευματικό άδολο γάλα(Α΄ Πέτρ. 2, 2) της μητέρας-χάρης, γιατί από αυτήν γαλουχείται καθένας που θέλει και ζητεί να επιτύχει την εν Χριστώ αύξηση. Για την αύξηση, η θεία σοφία παρέχει τη θέρμη σαν γάλα από τους μαστούς της, ενώ για την κάθαρση δίνει στους τελείους σαν θρεπτικό μέλι τη δική της ευφροσύνη. «Μέλι και γάλα —λέει ο Σολομών— στη γλώσσα σου»(Άσμα 4, 11). Γάλα εννοεί τη θρεπτική και αυξητική δύναμη του Πνεύματος, μέλι την καθαρτική. Κι ο μέγας Απόστολος, υπονοώντας τη διαφορά αυτών των ενεργειών, έλεγε: «Καθώς σε νήπια, σας έδωσα γάλα και όχι στέρεη τροφή»(Α΄ Κορ. 3, 2).
22. Εκείνος που ζητεί να εμβαθύνει στους λόγους των εντολών, χωρίς να εργάζεται τις εντολές, κι επιθυμεί να το πετύχει με την ανάγνωση και τη μάθηση, είναι όμοιος μ’ εκείνον που φαντάζεται αντί για την αλήθεια, τη σκιά της. Γιατί στους λόγους της αλήθειας μετέχουν μόνο εκείνοι που είναι μέτοχοι της αλήθειας. Εκείνοι που δεν μετέχουν στην αλήθεια κι είναι αμύητοι σ’ αυτήν, ζητούν ωστόσο τους λόγους της, βρίσκουν τους λόγους της κοσμικής σοφίας που αποδείχθηκε μωρία(Α΄ Κορ. 1, 20). Αυτούς ο Απόστολος τους ονόμασε ψυχικούς, καθώς δεν έχουν το Πνεύμα(Ιούδα 19), κι ας υπερηφανεύονται ότι κατέχουν την αλήθεια.
23. Όπως τα αισθητά μάτια βλέπουν τα γράμματα και από αυτά παίρνουν τα αισθητά νοήματα, έτσι και ο νους όταν καθαρθεί κι επανέλθει στο αρχικό του αξίωμα, βλέπει στο Θεό και από Αυτόν παίρνει τα θεία νοήματα. Αντί βιβλίο έχει το πνεύμα, κι αντί κονδυλοφόρο έχει τη διάνοια και τη γλώσσα, όπως λέει ο Ψαλμωδός: «Η γλώσσα μου κάλαμος»(Ψαλμ. 44, 2)· αντί μελάνι τέλος, έχει το φως. Βυθίζει λοιπόν τη διάνοια στο φως, και αφού αυτή γίνει φως, γράφει τους πνευματικούς λόγους στις καθαρές καρδιές των ακροατών του. Τότε καταλαβαίνει το νόημα των προφητικών λόγων, πώς δηλαδή οι πιστοί θα διδαχθούν από το Θεό(Ησ. 54, 13· Ιω. 6, 45), και πώς ο Θεός διδάσκει με το πνεύμα τη γνώση στον άνθρωπο(Ψαλμ. 93, 10).
24. Ως νόμο των εντολών, να θεωρήσεις την άμεση πίστη που εκδηλώνει την ενέργειά της στην καρδιά. Από αυτήν πηγάζει κάθε εντολή και ενεργεί τον φωτισμό των ψυχών. Οι καρποί της αληθινής και ενεργού πίστεως είναι η εγκράτεια και η αγάπη, και σκοπός η θεοδώρητη ταπείνωση, που είναι η αρχή και το στήριγμα της αγάπης.
25. Ορθή αντίληψη περί των όντων είναι η αληθινή γνώση των ορατών και των αοράτων. Ορατά είναι τα αισθητά»· αόρατα είναι τα νοητά και λογικά και νοερά και θεία.
26. Προϋπόθεση ορθοδοξίας είναι να δει και να γνωρίσει κανείς από καθαρότητα τα δύο δόγματα της πίστεως, εννοώ την τριάδα και τη δυάδα. Να θεωρεί δηλαδή και να γνωρίζει, χωρίς να συγχέει ή να διαχωρίζει τα πράγματα, την μεν Αγία Τριάδα, Μονάδα κατά τη φύση, τη δε δυάδα των φύσεων του Χριστού, ενωμένη σε μία υπόσταση. Ειδικότερα, να ομολογεί και να γνωρίζει ένα Υιό και πριν τη σάρκωση και μετά από αυτή, ο οποίος δοξάζεται με δύο φύσεις και δύο θελήσεις, θεία και ανθρώπινη, χωρίς αυτές να συγχέονται.
27. Πρέπει να ομολογούμε ευσεβώς τη γέννηση, την αγεννησία και την εκπόρευση, τις τρεις αυτές σταθερές και αμετάβλητες ιδιότητες της Παναγίας Τριάδος. Ο Πατέρας δηλαδή είναι αγέννητος και άναρχος, ο Υιός γεννητός και συνάναρχος, και το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και μεταδίδεται μέσω του συναϊδίου Υιού, όπως λέει ο Δαμασκηνός.
28. Θα ήταν αρκετή για τη σωτηρία μας η πίστη που δίνει η χάρη και που γίνεται πράξη μέσω των εντολών με τη βοήθεια του Πνεύματος, αν την είχαμε φυλάξει και δεν προτιμούσαμε τη νεκρή κι ανενέργητη πίστη από αυτή τη ζωντανή, που γίνεται πράξη με την ενίσχυση του Χριστού. Γιατί αρκεί στον πιστό να σχηματιστεί και να ζήσει μέσα του η πίστη που γίνεται πράξη με την ενίσχυση του Χριστού. Η άγνοια όμως δίδαξε τώρα στους ευσεβείς την πίστη των λόγων, τη νεκρή κι αναίσθητη, κι όχι την πίστη της χάρης.
29. Η Αγία Τριάδα είναι απλή μονάδα, επειδή είναι άποιος —χωρίς ιδιότητες—και ασύνθετη. Είναι Τριάδα, μονάδα κατά τη φύση· γιατί ο Θεός είναι τρισυπόστατος, και η ολική περιχώρηση καθενός Προσώπου στα δύο άλλα γίνεται χωρίς να συγχέονται.
30. Ο Θεός αναγνωρίζεται και ονομάζεται σ’ όλες τις ενέργειές Του κατά τρόπο τριαδικό· γιατί είναι χωρίς όρια. Είναι Αυτός που συνέχει τα πάντα και προνοεί για τα πάντα, διά του Υιού, με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Και κανένα από τα τρία Πρόσωπα ούτε λέγεται ούτε νοείται έξω ή χωριστά από τα άλλα, όπου κι αν αναφέρεται με τ’ όνομά Του.
31. Στον άνθρωπο υπάρχει νους, λόγος και πνεύμα. Και δεν υπάρχει νους χωρίς λόγο, ούτε λόγος χωρίς πνεύμα· και το ένα είναι μέσα στο άλλο, και καθένα χωριστά, γιατί ο νους εκφράζεται με το λόγο, και ο λόγος φανερώνεται με το πνεύμα. Με τον τρόπο αυτό, ο άνθρωπος παρέχει αμυδρή εικόνα της ανώνυμης και αρχέτυπης Τριάδος, και φανερώνει και με αυτό το κατ’ εικόνα.
32. Σύμφωνα με το προηγούμενο παράδειγμα, οι θεοφόροι Πατέρες διδάσκουν αληθινά ότι ο Πατέρας είναι Νους, ο Υιός είναι Λόγος, και Πνεύμα είναι το Άγιο πνεύμα. Έτσι δογματίζουν σχετικά με την Αγία Τριάδα που υπερβαίνει κάθε ουσία και φύση και είναι ο ένας Θεός με τρεις Υποστάσεις, και μας παρέδωσαν πίστη αληθινή και άγκυρα ελπίδας. Γιατί το να αναγνωρίζει κανείς ένα Θεό, αυτό κατά τη Γραφή(Σ. Σολ. 15, 3) είναι ρίζα αθανασίας, και το να γνωρίζει κανείς το κράτος της τρισυπόστατης Μονάδας, αυτό είναι πλήρης δικαιοσύνη. Ανάλογα πρέπει να εννοούμε αυτό που λέγεται στο Ευαγγέλιο: «Αυτό είναι η αιώνια ζωή: να γνωρίζουν οι άνθρωποι Εσένα, τον μόνο αληθινό Θεό, με τρεις υποστάσεις, κι εκείνον που απέστειλες, τον Ιησού Χριστό, με δύο φύσεις και δύο θελήσεις»(Ιω. 17, 3).
33. Οι κολάσεις είναι διαφόρων ειδών, όπως και οι αμοιβές των αιωνίων αγαθών. Κι είναι κάτω από τον άδη, σύμφωνα με τη Γραφή που λέει: «Σε χώρα σκοτεινή και ζοφερή, σε τόπο με αιώνιο σκοταδι»(Ιώβ 10, 21-22), όπου οι αμαρτωλοί κατοικούν και πριν από την κρίση, και με την απόφαση του Κριτή ξαναγυρίζουν σ’ αυτήν. Γιατί το ψαλμικό: «Ας πορευθούν οι αμαρτωλοί στον άδη»(Ψαλμ. 9, 18), και το: «Ο θάνατος θα τους ποιμάνει»(Ψαλμ. 48, 15), τι άλλο σημαίνουν παρά την τελευταία απόφαση και την αιώνια καταδίκη;
34. Φωτιά και σκοτάδι και σκουλήκι και τάρταρος είναι η γενική ηδυπάθεια και η καθολική σκοτεινή άγνοια και ο γαργαλισμός των ποικίλων σφοδρών επιθυμιών και η ταραχή και η βρωμερή δυσωδία της αμαρτίας. Αυτά, σαν προπληρωμές και προγεύσεις των κολάσεων, ενεργούν στις ψυχές των αμαρτωλών ήδη από εδώ, και γίνονται φανερά από την έξη.
35. Οι έξεις των παθών είναι προπληρωμές των κολάσεων. Όπως και προπληρωμές της βασιλείας είναι οι ενέργειες των αρετών. Πρέπει να νοούμε και να ονομάζομε τις μεν εντολές, ενέργειες, τις δε αρετές, έξεις. Όπως και οι κακίες κατά προέκταση λέγονται έξεις.
36. Οι ανταποδόσεις των αμοιβών είναι ίσες, αν και φαίνονται σε πολλούς άνισες. Γιατί σε άλλους η θεία δικαιοσύνη δίνει την αιώνια ζωή, σε άλλους την αιώνια κόλαση. Και οι δύο, αφού περάσουν την παρούσα ζωή καλώς ή κακώς, θα έχουν και τις αμοιβές ανάλογες με τα έργα τους. Το ποσόν ή το ποιόν της μετοχής τους θα είναι ανάλογο με την έξη και την ενέργεια των παθών ή των αρετών.
37. Λίμνες φωτιάς(Αποκ. 19, 20) είναι οι ψυχές που ζουν με ηδυπάθεια· μέσα σ’ αυτές, η οσμή των παθών, σαν βρωμερός βούρκος, τρέφει το ακοίμητο σκουλήκι της ακολασίας, δηλαδή την αχαλίνωτη όρεξη της σάρκας, και τα φίδια, τους βατράχους και τις βδέλλες των πονηρών επιθυμιών, τους μολυσμένους δηλαδή και φαρμακερούς λογισμούς και δαίμονες. Μια τέτοια κατάσταση έχει πάρει από εδώ τον αρραβώνα της εκεί κολάσεως.
38. Όπως οι απαρχές των κολάσεων είναι κρυμμένες στις ψυχές των αμαρτωλών, έτσι και οι προπληρωμές των αγαθών ενεργούν και μετέχονται στις καρδιές των δικαίων με τη χάρη του Πνεύματος. Βασιλεία ουρανών είναι η ενάρετη πολιτεία, όπως και κόλαση είναι η έξη των παθών.
39. Η «νύχτα που έρχεται», σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου(Ιω. 9, 4), είναι η τέλεια ανενεργησία του μέλλοντος σκότους. Ή, διαφορετικά, είναι ο Αντίχριστος, ο οποίος και είναι και ονομάζεται νύχτα και σκοτάδι. Ή, από ηθικής απόψεως, είναι η καθημερινή αμέλεια, η οποία σαν ασέληνη νύχτα απονεκρώνει την ψυχή με τον ύπνο της αναισθησίας. Γιατί όπως η νύχτα κάνει όλους να κοιμηθούν και είναι εικόνα της νεκρώσεως του θανάτου, έτσι κι η νύχτα του μέλλοντος σκότους κάνει τους αμαρτωλούς νεκρούς και αναίσθητους με τη μέθη των πόνων.
40. «Κρίση του κόσμου τούτου», κατά τον ευαγγελικό λόγο(Ιω. 3, 19), είναι η απιστία των ασεβών, σύμφωνα με το: «Όποιος δεν πιστεύει, έχει ήδη κριθεί»(Ιω. 3, 18). Είναι ακόμη και οι οδυνηρές δοκιμασίες που στέλνονται από τη θεία πρόνοια για τον περιορισμό του κακού ή τη μετάνοια, όπως επίσης και οι ροπές των προθέσεων των ανθρώπων προς το να ενεργήσουν το καλό ή το κακό, σύμφωνα με το ψαλμικό: «Χάθηκαν οι αμαρτωλοί προτού γεννηθούν»(Ψαλμ. 57, 4). Τότε δηλαδή εκδηλώνεται η δίκαιη κρίση του Θεού ανάλογα με την απιστία, την παιδαγωγία και την πράξη κάθε ανθρώπου. Και άλλους τιμωρεί, άλλους ελεεί, και σε άλλους δίνει στεφάνια ή κόλαση. Γιατί οι πρώτοι είναι εντελώς ασεβείς. Oι δεύτεροι είναι πιστοί, αλλά αμελείς, και γι’ αυτό παιδαγωγούνται με φιλανθρωπία. Οι τελευταίοι έγιναν τέλειοι είτε στις αρετές είτε στις κακίες, και θα λάβουν τις ανάλογες αμοιβές.
41. Αν η ανθρώπινη φύση δε διατηρηθεί αμόλυντη, ή αν δεν καθαρθεί από το Πνεύμα και δε γίνει όπως ήταν εξαρχής, είναι αδύνατο να γίνει ένα σώμα και ένα πνεύμα με το Χριστό, και τώρα και κατά τη μέλλουσα συνάρθρωση των σωζομένων σ’ Αυτόν. Γιατί η δύναμη του Πνεύματος που προκαλεί αυτή τη συνοχή και την ένωση, δε συνηθίζει να συμπληρώνει το νέο χιτώνα της χάρης συρράπτοντας ένα κουρέλι παλιωμένο στα πάθη.
42. Εκείνος που δέχτηκε δωρεάν από το Πνεύμα την ανακαίνιση και τη φύλαξε, θα λάβει τότε ισότιμα μέρος στη μορφοποίηση των σωζομένων σε σώμα Χριστού, απολαμβάνοντας με τρόπο ανέκφραστο τη θέωση. Γιατί δεν μπορεί τότε να είναι κανείς ένα με το Χριστό ή μέλος του Χριστού, αν δε γίνει μέτοχος της χάρης από εδώ, έχοντας διαμορφώσει το εσωτερικό του με την αλήθεια και τη γνώση, κατά τον Απόστολο(Ρωμ. 2, 20).
43. Μοιάζει η βασιλεία των ουρανών με θεόφτιαχτη σκηνή, όπως εκείνη του μωσαϊκού νόμου, και θα έχει δύο χωρίσματα κατά τον μέλλοντα αιώνα. Στην πρώτη σκηνή θα μπουν όσοι είναι ιερείς της χάρης. Στη δεύτερη, που είναι νοητή, θα μπουν μόνον όσοι έφτασαν από εδώ στο γνόφο της θεολογίας και λειτούργησαν τριαδικά —με το νου, το λόγο και το πνεύμα τους— ως ιεράρχες τέλειοι, έχοντας τον Ιησού τελετάρχη και πρώτο Ιεράρχη ενώπιον της Τριάδος, στη σκηνή που έστησε ο ίδιος ο Χριστός, όπου έμπαιναν και δέχονταν πλουσιότερα τις ελλάμψεις Του.
44. Ο Σωτήρας ονόμασε «πολλές μονές»(Ιω. 14, 2) τις διάφορες αναβάσεις και προόδους της εκεί καταστάσεως. Η θεία βασιλεία είναι βέβαια μία, αλλά έχει πολλές εσωτερικές διαφορές, ώστε να υπάρχουν από ουράνιοι μέχρι γήινοι κατά την αρετή και τη γνώση και κατά το ποσό της θεώσεως. Γιατί άλλη είναι η δόξα του ηλίου και άλλη της σελήνης και άλλη των αστέρων, και το ένα αστέρι διαφέρει στη λάμψη από το άλλο, όπως λέει ο Απόστολος(Α΄ Κορ. 15, 41), αν και όλα λάμπουν στο ίδιο θείο στερέωμα.
45. Συνόμιλος των Αγγέλων και σχεδόν ασώματος, ως άφθαρτος, γίνεται εκείνος που καθάρισε το νου του με τα δάκρυα, και ανέστησε από εδώ την ψυχή του με τη δύναμη του πνεύματος, και με το λόγο έκανε τη σάρκα του φωτόμορφο και πύρινο άγαλμα θείας ομορφιάς, αυτή που είναι κατά τη φύση ανδριάντας πήλινος. Αφού, βέβαια, αφθαρσία των σωμάτων είναι η αποβολή των ζωικών χυμών και του όγκου.
46. Το σώμα της αφθαρσίας θα είναι γήινο, χωρίς χυμούς και όγκο, και θα μεταβληθεί με τρόπο άρρητο από ψυχικό σώμα σε πνευματικό, ώστε και χωμάτινο να είναι, αλλά και ουράνιο, ένεκα της λεπτής υφής που θα προέρχεται από την θεία ομοίωση. Δηλαδή, όπως πλάστηκε στην αρχή, τέτοιο θα αναστηθεί, για να γίνει όμοιο με τη μορφή του Υιού(Ρωμ. 8, 29) του ανθρώπου, με την ολοκληρωτική μέθεξη της θεώσεως.
47. «Γη των πράων»(Ματθ. 5, 5) είναι η βασιλεία των ουρανών· ή, η θεανδρική κατάσταση του Χριστού, στην οποία έχομε φτάσει, ή φτάνομε, λαβαίνοντας την κατά χάρη γέννηση της θείας υιοθεσίας και την ανακαίνιση μέσω της αναστάσεως. Ακόμη, «γη αγία»(Εξ. 3, 5) είναι η ανθρώπινη φύση που έφτασε στη θέωση, ή απλώς στην κάθαρση, ανάλογα με την αξία των αντίστοιχων ανθρώπων. Ή, σύμφωνα με άλλη σκέψη, «γη που θα κληρονομηθεί»(Αρ. 34, 13), είναι για τους πράγματι αγίους η ακύμαντη θεία γαλήνη της υπέρ νουν ειρήνης, όπου θα κατοικήσουν οι δίκαιοι και κανένα από τα όντα δε θα τους ενοχλεί, ούτε θα τους ταράζει.
48. Γη της επαγγελίας είναι η απάθεια, απ’ όπου αναβλύζει σαν μέλι και γάλα(Εξ. 13, 5) η ευφροσύνη του πνεύματος.
49. Οι Άγιοι στον μέλλοντα αιώνα θα χρησιμοποιούν μεταξύ τους μυστικά τον ενδιάθετο λόγο, που θα τον ομιλούν με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.
50. Αν δε μάθομε τι λογής μας έκανε ο Θεός, δε θα καταλάβομε τι λογής μας έκανε η αμαρτία.
51. Είναι ίσοι κατά την πνευματική ηλικία όσοι έλαβαν από εδώ το πλήρωμα της τελειότητας του Χριστού.
52. Αντίστοιχες με τα έργα θα είναι και οι αμοιβές. το ποσόν ή το ποιόν, δηλαδή ποιο είναι το μέτρο, θα το δείξει εκεί η τάξη και η κατάσταση καθενός, ανάλογα με τη μετοχή του σ’ αυτές.
53. Νόες, δηλαδή ισάγγελοι, θα είναι όσοι καταξιωθούν να γίνουν υιοί της αναστάσεως(Λουκ. 20, 36) του Χριστού, δηλαδή οι Άγιοι, με την αφθαρσία και τη θέωση.
54. Στη μέλλουσα ζωή οι Άγγελοι και οι Άγιοι, καθώς λέγεται, δε θα σταματήσουν ποτέ να προοδεύουν στην πρόσληψη χαρισμάτων, ούτε θα αποκάμουν να επιθυμούν τα αγαθά. Γιατί σ’ εκείνον τον αιώνα δεν υπάρχει ούτε χαλάρωση ούτε μείωση από την αρετή στην κακία.
55. Σ’ αυτή τη ζωή να θεωρείς τέλειο εκείνον που έλαβε σαν αρραβώνα το να μιμηθεί πνευματικά τις μεθηλικιώσεις του Χριστού. Ενώ τον τέλειο στο μέλλον, θα τον δείχνει η δύναμη της θεώσεως.
56. Θα έχει την ίδια αξία και την ίδια θέωση με τους ομοειδείς του στη μέλλουσα ζωή εκείνος που γίνεται από εδώ τέλειος στην αρετή κατά τις πνευματικές μεθηλικιώσεις.
57. Δόξα αληθινή, λένε πώς είναι η γνώση ή η θεωρία του πνεύματος. Ακόμη, πως η ακριβής γνώση των δογμάτων είναι η επίγνωση της αληθινής πίστεως.
58. Έκπληξη είναι η, μετά την επίγνωση, ολική ανύψωση των ψυχικών δυνάμεων προς τα Πρόσωπα της Θεότητας, τα ενωμένα μέσα σε μεγαλόπρεπη δόξα. Ή διαφορετικά· έκπληξη είναι η καθαρή και ολοκληρωτική ανάταση προς την Άπειρη Δύναμη, το Θεό, που περιβάλλεται φως. Έκσταση είναι όχι μόνον η αρπαγή των ψυχικών δυνάμεων προς τον ουρανό, αλλά και η ολική έξοδος από την ίδια την αίσθηση. Ο διττός έρωτας είναι η μέθη του πνεύματος που κινεί την επιθυμία.
59. Δύο κυρίως είναι οι εκστατικοί έρωτες του πνεύματος, ο εγκάρδιος και ο εκστατικός. Ο πρώτος είναι αυτών που βρίσκονται ακόμη στο στάδιο του φωτισμού· ο δεύτερος είναι εκείνων που έφτασαν στην τέλεια αγάπη. Και τα δύο είδη απομακρύνουν από την αίσθηση το νου, στον οποίο ενεργούν —αφού θείος έρωτας είναι η μέθη του πνεύματος που φέρνει το φυσικό νου προς τα ανώτερα, με την οποία και η αίσθηση απομακρύνεται από τις σχέσεις των πραγμάτων.
60. Αρχή και αιτία των λογισμών είναι η μνήμη που ήταν απλή και ενιαία και διαιρέθηκε με την παράβαση του ανθρώπου, με την οποία έχασε τη μνήμη του Θεού και καταστράφηκε με τις ίδιες τις δυνάμεις της αφού έγινε από απλή σύνθετη, κι από ενιαία πολυσχιδής.
61. Θεραπεία της αρχέγονης μνήμης είναι η επάνοδός της από την πονηρή και ολέθρια μνήμη των λογισμών στην αρχαία απλότητά της. Γιατί η παρακοή δεν έκανε μόνο όργανο της κακίας την απλή μνήμη της ψυχής έναντι του αγαθού, αλλά διέφθειρε και όλες τις δυνάμεις της και άμβλυνε τις φυσικές ορέξεις της ψυχής για την αρετή. Τη μνήμη τη θεραπεύει κυρίως η έμμονη μνήμη του Θεού που παγιώνεται με την προσευχή και η οποία έχει αφήσει την κατά φύση κατάσταση κι έχει συναφθεί στο υπέρ φύση.
62. Αιτίες των παθών είναι οι αμαρτωλές πράξεις, των λογισμών είναι τα πάθη, και των φαντασιών, οι λογισμοί. Αιτία των εννοιών είναι η μνήμη. Της μνήμης αιτία είναι η λησμοσύνη. Της λησμοσύνης μητέρα είναι η άγνοια. της άγνοιας, η ραθυμία. Τη ραθυμία τη γεννούν οι ορέξεις της επιθυμίας. Μητέρα των ορέξεων είναι η κίνηση προς εκτροπή. Της κινήσεως αιτία είναι η ενέργεια της πράξεως. Πράξη είναι η αλόγιστη επιθυμία κακού και η ευνοϊκή διάθεση προς τα αισθητά και τις αισθήσεις.
63. Στο λογικό μέρος της ψυχής ανατέλλουν κι ενεργούν οι λογισμοί· στο θυμικό μέρος, τα θηριώδη πάθη· στο επιθυμητικό, η μνήμη της κτηνώδους ορέξεως· στο νοερό μέρος, οι φαντασίες, και στο διανοητικό οι έννοιες.
64. Η έφοδος των πονηρών λογισμών είναι ρεύμα ποταμού. Με αυτούς γίνεται η προσβολή και στη συνέχεια η συγκατάθεση στην αμαρτία που σαν πλημμύρα με κύματα σκεπάζει την καρδιά.
65. «Λάσπη του βυθού»(Ψαλμ. 68, 3) να θεωρείς την κάθυγρη ηδονή, ή το βόρβορο της πορνείας, ή ακόμη, το βαρύ φορτίο των υλικών πραγμάτων, από τα οποία βαραίνει ο εμπαθής νους και βουλιάζει με τους λογισμούς του στο βυθό της απογνώσεως.
66. Λογισμούς πολλές φορές η Γραφή λέει και τους λόγους των πραγμάτων, όπως πάλι και τους λόγους, τους λέει νοήματα και τα νοήματα αντιστρόφως λόγους. Αυτό γίνεται επειδή η κίνηση όλων αυτών είναι, βέβαια, καθ’ εαυτήν άυλη, παίρνει όμως μορφή με τα πράγματα και μετασχηματίζεται· κι έτσι εκείνο που κινήθηκε, από την εμφάνισή του αναγνωρίζεται και λέγεται.
67. Οι λογισμοί είναι λόγοι των δαιμόνων και πρόδρομοι των παθών, όπως οι λόγοι και τα νοήματα είναι πρόδρομοι των πράξεων. Γιατί είναι αδύνατο να γίνει κάποιο αγαθό ή κακό, αν δεν προσβληθεί πρωτύτερα ο λογισμός· αφού λογισμός είναι αδιαμόρφωτη κίνηση προσβολής οποιωνδήποτε πράξεων.
68. Η ύλη των πραγμάτων γεννά απαθείς λογισμούς, ενώ η δαιμονική προσβολή δημιουργεί τους πονηρούς λογισμούς. Άρα, όταν συγκρίνονται, παρουσιάζουν διαφορά οι φυσικοί λόγοι και λογισμοί από τους παρά φύση και τους υπέρ φύση.
69. Οι λόγοι και λογισμοί μπορούν ισοδύναμα να προκαλούν αστραπιαία αλλοίωση στην ψυχή, όταν μεταβάλλονται ευθύς οι φυσικοί σε λογισμούς παρά φύση ή πάλι οι κατά φύση σε υπέρ φύση. Αίτιοι της τροπής του ενός είδους προς άλλο και της δημιουργίας τους είναι, για τους δαιμονικούς λογισμούς, αυτοί που προέρχονται από την ύλη, ενώ για τους υλικούς, οι λογισμοί που προέρχονται από την προσβολή. Όμοια, αίτιοι των θείων λογισμών είναι οι φυσικοί, και οι φυσικοί γεννούν τους υπέρ φύση. Κάθε είδος έχει την αλλοίωσή του προς το συγγενικό είδος ως κινητική αίτια και γέννηση, η οποία διαιρείται κατά τέσσερις τρόπους.
70. Σημείωσε ότι οι αιτίες προηγούνται από τους λογισμούς, και οι λογισμοί από τις φαντασίες. Οι φαντασίες είναι πριν από τα πάθη, και τα πάθη πριν από τους δαίμονες. Σαν να υπάρχει δηλαδή κάποια σειρά και κάποια τάξη στα άτακτα πνεύματα, για δόλιο σκοπό, όπου το ένα ακολουθεί κι εξαρτάται από το άλλο. Πλην όμως κανένα δεν ενεργεί μόνο του, αλλά ενεργείται από τους δαίμονες. Ούτε η φαντασία ειδωλοποιείται, ούτε το πάθος ενεργεί χωρίς τη λαθραία και κρυφή δαιμονική δύναμη. Γιατί αν κι έχει πέσει από τον ουρανό κι έχει συντριβεί ο σατανάς, ωστόσο είναι δυνατότερος από μας και θρασύνεται εναντίον μας εξαιτίας της ραθυμίας μας.
71. Οι δαίμονες δίνουν μορφή στο νου μας, ή μάλλον αυτοί παίρνουν ανάλογη μορφή και μας προσβάλλουν σύμφωνα με την έξη του πάθους που επικρατεί και ενεργεί στην ψυχή μας. Γιατί οι δαίμονες έχουν την έξη του πάθους ως αιτία να ειδωλοποιούν τη φαντασία. Μας δείχνουν λοιπόν ποικίλες και πολύμορφες φαντασίες κατά την εγρήγορση και τον ύπνο. Έτσι οι δαίμονες της επιθυμίας μεταμορφώνονται άλλοτε σε χοίρους, άλλοτε σε όνους, άλλοτε σε φλόγινα άλογα, μανιασμένα για το θηλυκό· άλλοτε πάλι σε εβραίους, κι ειδικά οι δαίμονες της ακολασίας. Οι δαίμονες της οργής μεταμορφώνονται άλλοτε σε ειδωλολάτρες, άλλοτε σε λέοντες. Της δειλίας οι δαίμονες μεταμορφώνονται σε Ισραηλίτες· της ακολασίας, σε Ιδουμαίους· της πολυποσίας και της ασωτίας, σε Αγαρηνούς. Της πλεονεξίας πάλι, άλλοτε σε λύκους κι άλλοτε σε λεοπαρδάλεις· της πονηρίας, άλλοτε σε φίδια, άλλοτε σε οχιές, άλλοτε σε αλεπούδες. Της αναίδειας, σε σκύλους, της ακηδίας σε γάτους. Ενίοτε κι οι δαίμονες της πορνείας μεταμορφώνονται σε φίδια, κοράκια ή καρακάξες. Σε πουλιά μεταμορφώνονται οι ψυχικοί δαίμονες και μάλιστα οι εναέριοι. Η φαντασία κατά τρείς τρόπους μεταβάλλει τις μορφές των πνευμάτων, σύμφωνα δηλαδή με τα τρία μέρη της ψυχής, ώστε να χωρίζονται αυτές σε τρία είδη, σε πουλιά, θηρία και κτήνη, που αντιστοιχούν στο επιθυμητικό, το θυμικό και το λογιστικό, τις τρεις δυνάμεις της ψυχής. Οι τρείς άρχοντες των παθών πολεμούν πάντοτε εναντίον των τριών αυτών ψυχικών δυνάμεων. Και ανάλογα με το πάθος που χαρακτηρίζει την ψυχή, παίρνουν τη συγγενική μ’ αυτό μορφή και μας πλησιάζουν.
72. Οι δαίμονες της ηδονής έρχονται πολλές φορές σαν φωτιά και σαν κάρβουνα. Γιατί τα φιλήδονα πνεύματα πυρώνουν το επιθυμητικό και αφού φέρουν σύγχυση στη διάνοια, σκοτίζουν την ψυχή. Κύρια αιτία της πυρώσεως, της ταραχής και του σκότους είναι η ηδονή των παθών.
73. Νύχτα των παθών είναι το σκοτάδι της άγνοιας. Ή αλλιώς, νύχτα είναι η κατάσταση που γεννά τα πάθη. Σ’ αυτήν βασιλεύει ο αρχηγός του σκότους μέσα στο οποίο τα πονηρά πνεύματα —που αλληγορικά λέγονται θηρία του αγρού και πουλιά τ’ ουρανού κι ερπετά της γης— ουρλιάζουν και ζητούν να μας αρπάξουν και να μας φάνε.
74. Κατά τον καιρό της ενέργειας των παθών, άλλοι από τους λογισμούς προηγούνται κι άλλοι ακολουθούν. Oι λογισμοί προηγούνται από τις φαντασίες, ενώ τις φαντασίες ακολουθούν τα πάθη. Τα πάθη προηγούνται από τους δαίμονες, κι οι δαίμονες ακολουθούν τα πάθη.
75. Αρχή και αιτία των παθών είναι η παράχρηση, η μη ορθή χρήση των πραγμάτων της παραχρήσεως, η εκτροπή· της εκτροπής, η κλίση της θελήσεως. Δοκιμασία της θελήσεως είναι η προσβολή του λογισμού. Η προσβολή προέρχεται από δαίμονες που τους δίνεται η άδεια από την Πρόνοια, για να φανερωθεί η ποιότητα του αυτεξουσίου μας.
76. Το θανατηφόρο δηλητήριο του κεντριού της αμαρτίας είναι η εμπαθής έξη της ψυχής. Γιατί εκείνος που θεληματικά άφησε τα πάθη να γίνουν σαν ιδιότητές του, είναι αμετακίνητος και αμετάβλητος στον τρόπο της ζωής του.
77. Τα πάθη λέγονται με πολλούς τρόπους και διαιρούνται σε σωματικά και ψυχικά. Τα σωματικά υποδιαιρούνται σε οδυνηρά και σε αμαρτητικά. Τα οδυνηρά υποδιαιρούνται σε πάθη νόσου και πάθη παιδαγωγίας. Τα ψυχικά πάλι διαιρούνται σε θυμικά, έπιθυμητικά και λογιστικά. Τα λογιστικά υποδιαιρούνται σε φανταστικά και διανοητικά. Από αυτά, άλλα είναι θεληματικά κι οφείλονται στην παράχρηση των πραγμάτων, κι άλλα ακούσια και γίνονται κατ’ ανάγκην, γι’ αυτό και λέγονται αδιάβλητα πάθη, τα οποία και παρακολουθήματα και φυσικά ιδιώματα τα ονόμασαν οι Πατέρες.
78. Άλλα είναι τα σωματικά πάθη και άλλα τα ψυχικά. Άλλα της επιθυμίας και άλλα του θυμού. Άλλα του λογιστικού και άλλα του νου και της διάνοιας. Επικοινωνουν όμως μεταξύ τους και βοηθούνται. τα σωματικά, με τα πάθη του θυμικού. Επίσης, τα λογιστικά με τα νοερά, και τα νοερά με τα πάθη της διάνοιας και της μνήμης.
79. Πάθη του θυμού είναι η οργή, η πικρία, η κραυγή, η οξυθυμία, η θρασύτητα, η ματαιοφροσύνη, η αλαζονεία και άλλα. Πάθη της επιθυμίας είναι η πλεονεξία, η ακολασία, η ακράτεια, η απληστία, η φιληδονία, η φιλαργυρία, και το χειρότερο απ΄ όλα, η φιλαυτία. Πάθη της σάρκας είναι η πορνεία, η μοιχεία, η ακαθαρσία, η ασωτία, η αδικία, η γαστριμαργία, η ακηδία, ο κομπασμός, η φιλοκοσμία, η φιλοζωία και άλλα. Πάθη του λογιστικού μέρους είναι η απιστία, η βλασφημία, η πονηρία, η πανουργία, η περιέργεια, η διψυχία, η λοιδορία, η καταλαλιά, η κατάκριση, ο εξευτελισμός του άλλου, η ευτραπελία, η υποκρισία, η ψευδολογία, η αισχρολογία, η μωρολογία, η υπουλότητα, η ειρωνεία, η επίδειξη, η ανθρωπαρέσκεια, ο μετεωρισμός, οι επιορκίες, οι αργολογίες και τα λοιπά. Πάθη του νου είναι η οίηση, η έπαρση, η καυχησιολογία, η εριστικότητα, ο φθόνος, η αυταρέσκεια, η αντιλογία, η ανυπακοή, η φαντασία, η φαντασιοπληξία, η επιδεικτικότητα, η φιλοδοξία και τέλος η υπερηφάνεια, η αρχή και το τέλος όλων των κακών. Πάθη της διάνοιας είναι οι ονειροπολήσεις, οι μετεωρισμοί, οι αιχμαλωσίες, ο σκοτισμός, η τύφλωση, οι απομακρύνσεις προς τα άτοπα, οι προσβολές των λογισμών, oι συγκαταθέσεις σ’ αυτούς, οι ροπές στο κακό, οι τροπές, oι παραρριπισμοί (αιφνίδιες εκτροπές) και τα όμοιά τους. Για να πούμε επιγραμματικά, όλα τα παρά φύση κακά βρίσκονται αναμειγμένα με τις τρεις δυναμεις της ψυχής, όπως επίσης και όλα τα αγαθά συνυπάρχουν κατά φύση μ’ αυτές.
80. Ω, τι υψηλούς λόγους απευθύνει έκπληκτος ο Δαβίδ στο Θεό! Είναι υπερθαύμαστη, λέει, η γνώση Σου για μένα· δεν μπορώ να τη συλλάβω(Ψαλμ. 138, 6), γιατί είναι ισχυρότερη και απλησίαστη, πάνω από τη δική μου αδύνατη γνώση και τη δύναμη που έχω. Σκέπτομαι δηλαδή, πως η σάρκα, ακατανόητη στη σύνθεση της κατασκευής της, είναι και αυτή τριαδική στα είδη της, έχει όμως μία κοινή αρμονία των μελών και των μερών της και έχει τιμηθεί με εβδοματικό δεύτερο αριθμό, πράγμα που κατά τους μαθηματικούς σημαίνει το χρόνο και τη φύση *, ώστε και αυτή, όταν αναλύεται σύμφωνα με τους ενεργείς νόμους της φύσεως, να είναι όργανο για τη δόξα του Θεού, το οποίο φανερώνει στον κόσμο την Τριαδική Μεγαλοπρέπεια.
* Οι Βυζαντινοί, όπως και οι αρχαίοι, συνήθιζαν ν’ αναζητούν μυστικό νόημα σε αριθμούς που τους αντιστοίχιζαν σε διάφορα ονόματα ή πράγματα (πρβλ. την εισαγωγή των 153 κεφαλαίων περί προσευχής, σελ. 219-220, Α’ τόμου Φιλοκαλίας, και το κεφ. 79 α΄εκατοντάδας προς τον Θαλάσσιο του Αγίου Μαξίμου, σελ. 117 Β΄ τόμου). Στο παρών κεφάλαιο δεν είναι σαφές που αντιστοιχίζεται στην σάρκα η »τριαδικότητα» και ο »εβδοματικός δεύτερος αριθμός».
81. Νόμοι της φύσεως είναι οι ποιοτικές συνθέσεις των μελών που είναι σε ενέργεια, οι οποίες έχουν ονομαστεί και ετερότητες, επειδή είναι υποδιαιρέσεις των αντίστοιχων ιδιοτήτων. Ή διαφορετικά, φυσικός νόμος είναι η δυνατότητα για ενέργεια καθενός είδους και μέλους. Όπως δηλαδή ο Θεός κινεί όλη την κτίση, έτσι και η ψυχή ενεργοποιεί και κινεί κάθε μέλος του σώματος σύμφωνα με την ενέργεια του μέλους. Ας εξετάσομε τώρα για ποιο λόγο οι Θεοφόροι, άλλοτε λένε για το θυμό και την επιθυμία ότι είναι δυνάμεις του σώματος και άλλοτε δυνάμεις της ψυχής. Λέμε λοιπόν ότι δεν παρουσιάζουν καμιά ασυμφωνία οι απόψεις των Αγίων για όσους τις γνωρίζουν καλά, αλλά αληθεύουν και οι δύο, και μόνο αλλάζουν όπως πρέπει τις ονομασίες με πολλή σοφία, γιατί και το σώμα και η ψυχή έχουν έρθει με τρόπο ανέκφραστο στην ύπαρξη προορισμένα να συνυπάρχουν, και η ψυχή είναι τέλεια και ολοκληρωμένη από την αρχή, ενώ το σώμα ατελές, επειδή αυξάνεται με τη θρέψη. Η ψυχή έχει καθεαυτήν, από τη στιγμή που πλάστηκε, και δύναμη επιθυμίας και δύναμη θυμική που της δίνει ανδρεία και την κινεί σε έρωτα, γιατί έχει νου και λογική. Ο άλογος θυμός και η ανόητη επιθυμία δεν είναι στοιχεία που έλαβε κατά τη δημιουργία της, και το ίδιο ισχύει και για το σώμα. Αυτό δηλαδή πλάστηκε άφθαρτο και χωρίς ζωικούς χυμούς, από τους οποίους ήρθε σαν επακόλουθο η επιθυμία και ο θηριώδης θυμός. Μετά την παρακοή όμως, αφού το σώμα έπεσε στη φθορά κι απέκτησε την πυκνή υφή των άλογων ζώων, παρουσιάστηκε σ’ αυτό κατ’ ανάγκην ο θυμός και η επιθυμία. Γι’ αυτό και εναντιώνεται στο θέλημα της ψυχής με το θυμό και την επιθυμία, όταν βέβαια κυριαρχεί. Όταν όμως υποταχθεί το θνητό σώμα στο λογικό, τότε ακολουθεί την ψυχή στην εργασία των αγαθών. Γιατί όταν έγινε ο συμφυρμός και η ανάμιξη των επίκτητων ιδιωμάτων της σάρκας με την ψυχή, τότε ο άνθρωπος έγινε όμοιος με τα κτήνη και υπέκυψε στο νόμο της αμαρτίας για την ανάγκη της φύσεως, και έγινε κτήνος από λογικός που ήταν, και θηρίο από άνθρωπος.
82. Ο Θεός, όταν με το ζωοποιό εμφύσημά Του δημιούργησε την ψυχή λογική και νοερή, δεν την έκανε να έχει θυμό και επιθυμία κτηνώδη, αλλά της έβαλε δύναμη επιθυμίας και συνάμα ανδρεία να θέλγεται ερωτικά. Έτσι ούτε όταν έπλασε το σώμα, έβαλε σ’ αυτό από την αρχή θυμό και άλογη επιθυμία. Αυτά το σώμα τα προσέλαβε έπειτα, με την παρακοή, που έγινε θνητό και φθαρτό και κτηνώδες. Γιατί, όπως λένε οι Θεολόγοι, το σώμα κτίσθηκε άφθαρτο, τέτοιο όπως και θα αναστηθεί, αν και ήταν επιδεκτικό φθοράς· όπως πάλι η ψυχή πλάσθηκε απαθής. Δέχθηκαν όμως και τα δύο τη φθορά, η ψυχή και το σώμα, και αναμίχθηκαν λόγω του φυσικότατου νόμου της μεταξύ τους περιχωρήσεως και μεταδόσεως. Και η ψυχή πήρε την ποιότητα των παθών, ή μάλλον των δαιμόνων. Το σώμα εξομοιώθηκε με τα άλογα κτήνη από την επίδραση της καταστάσεως στην οποία έπεσε και από την επικράτηση της φθοράς. Και αφού οι δυνάμεις της ψυχής και του σώματος έγιναν ένα, αποτέλεσαν ένα κτήνος, άλογο και ανόητο λόγω του θυμού και της επιθυμίας. Κι έτσι ο άνθρωπος εξισώθηκε με τα κτήνη, όπως λέει η Γραφή(Ψαλμ. 48, 21), κι έγινε όμοιος με αυτά με κάθε τρόπο.
83. Αρχή και γένεση των αρετών είναι η αγαθή πρόθεση, δηλαδή η έφεση του καλού, όπως και ο Θεός είναι αιτία και πηγή κάθε αγαθού. Αρχή του καλού είναι η πίστη, ή μάλλον ο Χριστός, ο βράχος της πίστεως, τον οποίο έχομε ως αρχή και θεμέλιο όλων των αρετών, όπου στεκόμαστε και επάνω Του οικοδομούμε κάθε αγαθό. Αυτός είναι ο ακρογωνιαίος λίθος(Εφ. 2, 20-21) που μας συνδέει με τον εαυτό Του. Είναι ακόμη το πολύτιμο μαργαριταρι(Ματθ. 13, 46), το οποίο αναζητώντας ο Μοναχός που εισδύει στο βυθό της ησυχίας, πουλά όλα τα θελήματά του με την υπακοή στις εντολές, για να το αποκτήσει από εδώ.
84. Οι αρετές είναι ισοδύναμες μεταξύ τους και όλες συγκεντρώνονται σε ένα σημείο και απαρτίζουν ένα σύνολο κι ένα είδος αρετής. Και υπάρχουν αρετές και αρετές μεγαλύτερες από άλλες, επειδή περιέχουν και συνέχουν τις περισσότερες ή και όλες, όπως είναι η θεία αγάπη, η ταπείνωση και η υπομονή. Γιατί λέει σχετικά ο Κύριος: Υπομονή εννοώ εκείνη που γίνεται σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, τη βασίλισσα των αρετών και το θεμέλιο των πνευματικών κατορθωμάτων. Αυτή είναι η ειρήνη στον πόλεμο, η γαλήνη στην τρικυμία, η ακλόνητη θεμελίωση εκείνων που την κατόρθωσαν. Και όποιον με τη χάρη του Ιησού Χριστού την αποκτήσει, ούτε όπλα, ούτε δόρατα, ούτε στρατιές που εξορμούν, ούτε η παράταξη των δαιμόνων, ούτε η σκοτεινή φάλαγγα των εχθρών μπορούν να τον βλάψουν.
85. Οι αρετές μπορεί να γεννούν η μία την άλλη, πάντως γεννιούνται από τις τρεις δυνάμεις της ψυχής, εκτός από τις θεϊκές αρετές. Αιτία και αρχή των τεσσάρων γενικών και θεϊκών αρετών, δηλαδή της φρονήσεως, της ανδρείας, της σωφροσύνης και της δικαιοσύνης, από τις οποίες και με τις οποίες αποτελούνται κι oι υπόλοιπες, είναι η πνευματοκίνητη θεία σοφία όσων έφτασαν στη θεολογία, που κινείται στο νου κατά τέσσερις τρόπους. Αυτή δεν ενεργεί και τις τέσσερις συγχρόνως, αλλά καθεμία ιδιαιτέρως στον καιρό της, όπως θέλει. Τη φρόνηση την ενεργεί ως φως, την ανδρεία ως δύναμη σφοδρή και πνοή αεικίνητη, τη σωφροσύνη ως δύναμη που αγιάζει και καθαρίζει, και τη δικαιοσύνη ως δροσιά αγνότητας που ευφραίνει και αναψύχει από τον καύσωνα των παθών. Στον κάθε τέλειο δίνει τέλεια την ενέργεια καθεμιάς από αυτές, όπως προείπα, καθώς αρμόζει κάθε φορά.
86. Τα έργα της αρετής που γίνονται από δική μας επιμέλεια, δε χαρίζουν τέλεια ευρωστία στην ψυχή, αν οι ίδιες οι αρετές δε φτάσουν ουσιωδώς στην έξη με τη βοήθεια της χάρης. Γιατί καθεμία αρετή έχει το δικό της χάρισμα, τη δική της ενέργεια, ώστε να μπορεί να σύρει εκείνους που την έχουν, και χωρίς να θέλουν, προς τον εαυτό της με την έξη και με τη φύση του αγαθού. Κι όταν αυτό μας δοθεί, διατηρείται στο εξής αναλλοίωτο και σταθερό. Γιατί οι αρετές, σαν ζωντανή ψυχή μέσα στα μέλη τους, έχουν τη χάρη του Πνεύματος για να τις ενεργοποιεί. Γι’ αυτό και χωρίς τη χάρη είναι νεκρός όλος ο όμιλος των αρετών κι όποιοι νομίζουν πως τις απέκτησαν ή τις κατόρθωσαν τελείως, έχουν σκιές μόνο και τύπους του καλού κι όχι το πραγματικό πρότυπο της αλήθειας.
87. Είναι λοιπόν τέσσερις οι καθολικές αρετές: ανδρεία, φρόνηση, σωφροσύνη και δικαιοσύνη. Υπάρχουν και οκτώ καταστάσεις κοντινές σ’ αυτές, ως υπερβολές ή ως ελλείψεις τους, τις οποίες εμείς οι μοναχοί τις λέμε και τις θεωρούμε κακίες, ενώ οι κοσμικοί αρετές. Της ανδρείας, υπερβολή είναι η θρασύτητα και έλλειψη η δειλία. Της φρονήσεως, η πονηρία και η άγνοια. Της σωφροσύνης, η ακολασία και η ηλιθιότητα. Της δικαιοσύνης, η πλεονεξία και η αδικία ή μειονεξία. Γιατί οι αρετές βρίσκονται στο μέσο, κι όχι μόνο οι γενικές και οι φυσικές, οι ανώτερες από κάθε υπερβολή και έλλειψη, αλλά και οι πρακτικές. Και οι αρετές έχουν συνεργό την προαίρεση και την ευθύτητα της γνώμης, ενώ οι άλλες, τη μεταβολή και την οίηση. Για το ότι οι αρετές βρίσκονται στο μέσο της ευθύτητας, μάρτυρας η παροιμία που λέει: «Και κατορθώσεις πάντας άξονας αγαθούς»(Παροιμ.2,9). Όλες λοιπόν οι αρετές σχηματίζονται μέσα στις τρεις δυνάμεις της ψυχής, στις οποίες γεννιούνται και οικοδομούνται, κι έχουν για θεμέλιο της οικοδομής τους τις τέσσερις γενικές αρετές, ή μάλλον το Χριστό· οι φυσικές αρετές για να καθαίρονται με τις πρακτικές, και οι θεϊκές και υπερφυσικές για να παρέχονται από την αγαθότητα του Πνεύματος.
88. Από τις αρετές, άλλες είναι πρακτικές, άλλες φυσικές και άλλες θεϊκές και δώρα του Πνεύματος. Οι πρακτικές προέρχονται από την προαίρεση, οι φυσικές από τη διάπλαση και οι θεϊκές από τη χάρη.
89. Όπως η ψυχή μας γεννά τις αρετές, έτσι γεννά και τα πάθη. Τις αρετές σύμφωνα με τη φύση της, τα πάθη, παρά τη φύση της. Η ψυχή δηλαδή, έχει αιτία της γενέσεως του καλού ή του κακού τη ροπή της θελήσεώς της σαν κέντρο προς ακτίνες ή όπως το βαρίδι της ζυγαριάς· σ’ όποια πλευρά γείρει, αυτή παίρνει για συνεργό και ενεργεί. Η πρόθεση του ανθρώπου υπόκειται και στις δύο ενέργειες, επειδή αυτός έχει μέσα του και τις αρετές και τις κακίες. Τις αρετές με τη γένεση, τις κακίες με την αυθαίρετη ροπή της θελήσεως.
90. Η Γραφή ονομάζει τις αρετές νεάνιδες, εξαιτίας της συνάφειας που τις συνδέει με την ψυχή και τις κάνει να θεωρούνται ένα πνεύμα κι ένα σώμα μ’ αυτή. Γιατί η μορφή της νέας είναι σύμβολο της αγάπης, και το σχήμα των ιερών αυτών παρθένων είναι τεκμήριο αγνείας και καθαρότητας. Είναι συνήθεια της χάρης να αποδίδει στα θεία μορφή σχετική με την ποιότητά τους και να τα μορφοποιεί χωρίς πλάνη ανάλογα με ό,τι συγγενεύουν, γι’ αυτούς που είναι δεκτικοί.
91. Είναι λοιπόν οκτώ οι αρχηγοί των παθών· τρεις, τα μεγάλα πάθη, γαστριμαργία, φιλαργυρία, κενοδοξία, και πέντε τα ακόλουθά τους, δηλαδή πορνεία, οργή, λύπη, ακηδία και υπερηφάνεια. Και υπάρχει αντιστοιχία με τις αντίπαλες σ’ αυτά αρετές: είναι οι τρεις περιεκτικές αρετές ακτημοσύνη, εγκράτεια και ταπείνωση, και μαζί οι ακόλουθές τους, αγνεία, πραότητα, χαρά, ανδρεία και εξουδένωση —κι έπειτα όλες οι άλλες αρετές. Δεν μπορεί όμως ο καθένας που θέλει, να μάθει και να γνωρίσει τη δύναμη, την ενέργεια και την ιδιαίτερη οσμή καθεμιάς αρετής ή κακίας, αλλά μόνο εκείνος που τις πράττει ή τις «πάσχει» με το έργο και το λόγο και που έλαβε από το Πνεύμα τα χαρίσματα της γνώσεως και της διακρίσεως.
92. Άλλες αρετές ενεργούν σ’ εμάς, κι άλλες ενεργούνται από εμάς. Ενεργούν σ’ εμάς οι αρετές, ερχόμενες σ’ εμάς όταν πρέπει, και όταν και όσο και όπως θέλουν. Και τις ενεργούμε εμείς, σύμφωνα με την προαίρεσή μας και την ηθική έξη της ικανότητάς μας. Οι αρετές όμως ενεργούν σ’ εμάς ουσιαστικά, ενώ εμείς τις ενεργούμε τυπικά διαμορφώνοντας το ήθος μας —αφού βέβαια όλες οι ενάρετες εργασίες μας είναι τύπος σε σχέση με τα ουράνια αρχέτυπα των αρετών, και από πολύ λίγους μετέχονται κατ’ ουσίαν τα νοητά πριν από την άφθαρτη μέλλουσα απόλαυση. Εδώ ενεργούμε και απολαμβάνομε τους κόπους και τους τύπους των αρετών και όχι τις κυρίως αρετές.
93. Ιερουργεί το Ευαγγέλιο(Ρωμ. 15,16) με τον τρόπο του Παύλου, εκείνος που μεταλαμβάνει το φωτισμό του Χριστού και μπορεί να τον μεταδώσει ενεργητικά και στους άλλους, ρίχνοντας το λόγο σαν σπόρο θεϊκό στα χωράφια των ψυχών των ακροατών του. Όπως λέει ο ίδιος: «Ο λόγος σας να είναι αρτυμένος με χάρη θείας αγαθότητας, για να μεταδώσει χάρη σ’ όσους τον ακούν με πίστη»(Κολ. 4,6· Εφ. 4,29). Αποκαλώντας πάλι ο Παύλος τους διδασκάλους γεωργούς και τους διδασκομένους γεώργιο(Α΄ Κορ.3,9), δείχνει πολύ σοφά ότι οι πρώτοι οργώνουν και σπέρνουν το θείο λόγο και οι άλλοι είναι γη γόνιμη, εύφορη και πολύκαρπη. Ιερουργία αληθινή είναι όχι μόνο η ενέργεια των θείων, αλλά και η μέθεξη των αγαθών και η μετάδοσή τους στους άλλους.
94. Είναι ποικίλος ο προφορικός λόγος που λέγεται για διδαχή, και αποκτάται με πολλούς και ποικίλους τρόπους από τέσσερις πηγές: τη μάθηση, την ανάγνωση, την πράξη και τη χάρη. Όπως το νερό, ενώ είναι ένα κατά τη φύση, μεταβάλλεται όμως στην ποιότητα ανάλογα με τη σύσταση της γης απ’ όπου περνά, ώστε να είναι στη γεύση άλλο πικρό, άλλο γλυκό, άλλο αλμυρό και άλλο ξυνό, έτσι και ο λόγος της διδαχής, αφού περάσει μέσα από την ηθική έξη καθενός και αλλοιωθεί ανάλογα, αναγνωρίζεται κατά την ενέργεια και παρέχει ωφέλεια.
95. Ο λόγος έχει δοθεί για να τον απολαύσει κάθε λογική φύση, όπως προσφέρονται πολλά και διάφορα εδέσματα. Γι’ αυτό η ψυχή αισθάνεται την ηδονή του κατά διαφόρους τρόπους: έχει τον επιστημονικό λόγο σαν παιδαγωγό να τη διαμορφώνει στο ήθος· το λόγο της αναγνώσεως, σαν νερό δροσερό να την τρέφει και να την αναπαύει· το λόγο της πράξεως, σαν τόπο χλοερό να τη δυναμώνει(Ψαλ,. 22,2)· το λόγο της χάρης, σαν ποτήρι με κρασί να τη μεθά(Ψαλμ. 22,5) και να την ευφραίνει, και την ανείπωτη αγαλλίασή της σαν λάδι που κάνει το πρόσωπό της ιλαρό(Ψαλμ. 103,15) και λαμπερό.
96. Τα παραπάνω η ψυχή δεν τα έχει μόνο μέσα της σαν ζωή, αλλά κι όταν τ’ ακούει και από άλλους ως διδαχή, έτσι τα αισθάνεται, όταν φυσικά προϋπάρχει ανάμεσα στους δύο αγάπη και πίστη. Ο ένας δηλαδή ν’ ακούει με πίστη κι ο άλλος να διδάσκει με αγάπη, παρουσιάζοντας χωρίς έπαρση και φιλοδοξία τους λόγους των αρετών. Τότε και οι δύο δέχονται ως εξής τα τέσσερα είδη του λόγου: το λόγο από τη μάθηση, ως παιδαγωγό· το λόγο της αναγνώσεως ως τροφό· το λόγο από την πράξη, που πηγάζει από τα έσω, ως γλυκύτατο νυμφαγωγό· το λόγο του Πνεύματος, που φωτίζει και ευφραίνει, ως νυμφίο που ενώνεται με την ψυχή. Γιατί η έκφραση «κάθε λόγος που εκπορεύεται από το στόμα του Θεού»(Ματθ. 4,4) σημαίνει τους λόγους που βγαίνουν διά του Πνεύματος από τα χείλη των Αγίων και είναι η γλυκύτατη ενεργοποιός πνοή του Πνεύματος, που την απολαμβάνουν όχι όλοι, αλλά μόνον οι άξιοι —αφού άλλωστε οι λογικοί έχουν τρυφή τους το λόγο. Εδώ είναι πολύ λίγοι εκείνοι που ευφραίνονται με πληρότητα από τους λόγους του Πνεύματος, ενώ οι πολλοί γνωρίζουν και μετέχουν μόνο τους τύπους των πνευματικών λόγων με τη μνήμη, χωρίς ακόμη να έχουν γευθεί με αίσθηση ψυχής τον αληθινό άρτο της μέλλουσας ζωής, δηλαδή τον λόγο του Θεού. Γιατί τότε μόνον αυτός θα είναι στη διάθεση των αξίων για να τους γεμίζει με κάθε ηδονή, χωρίς ποτέ να τρώγεται τελείως ή να εξαντλείται ή να θυσιάζεται.
97. Χωρίς νοερή αίσθηση, είναι αδύνατο να γευθεί κανείς την ηδονή των θείων με πληρότητα. Γιατί όπως εκείνος που άμβλυνε τις σωματικές του αισθήσεις, τις έκανε να μην ενεργούν στα αισθητά, και ούτε βλέπει, ούτε ακούει, ούτε οσφραίνεται, αλλά είναι παράλυτος, ή μάλλον μισοπεθαμένος, έτσι κι εκείνος που νέκρωσε τις φυσικές δυνάμεις της ψυχής του με τα πάθη του, τις έκανε ανίκανες να ενεργούν και να μετέχουν στα μυστήρια του Πνεύματος. Εκείνος δηλαδή που δε βλέπει και δεν ακούει και δεν αισθάνεται πνευματικώς, είναι νεκρός. Γιατί δε ζει μέσα του ο Χριστός, αλλά και ο ίδιος ούτε κινείται από το Χριστό, ούτε δέχεται τις ενέργειες του Χριστού.
98. Οι αισθήσεις έχουν ίση, ίδια, για να μην πω και μία, ενέργεια με τις ψυχικές δυνάμεις, και μάλιστα όταν είναι υγιείς. Γιατί οι ψυχικές δυνάμεις ζουν και ενεργούν μέσω των αισθήσεων, και το ζωτικό πνεύμα είναι ενωμένο και με τις δύο. Ο άνθρωπος, τότε είναι ουσιαστικά άρρωστος, όταν έχει τη γενική ασθένεια των παθών και είναι διαρκώς κατάκοιτος στο νοσοκομείο της ραθυμίας. Οι αισθήσεις εποπτεύουν με ευκρίνεια τα αισθητά και οι ψυχικές δυνάμεις τα νοητά, ιδίως όταν δεν υπάρχει μεταξύ τους καμία σατανική μάχη που να αντιτάσσεται στο νόμο του νου και του πνεύματος(Ρωμ. 7,23). Όταν όμως συναφθούν σε ένα και γίνουν ενιαίες με τη χάρη του Πνεύματος, τότε γνωρίζουν τα θεία και τα ανθρώπινα, πώς είναι στη φύση τους, κατά τρόπο άμεσο και ουσιαστικό, και θεωρούν τους λόγους αυτών με σαφήνεια, κι εποπτεύουν καθαρά, όσο αυτό είναι δυνατό, τη μία Αιτία των όλων, την Αγία Τριάδα.
99. Ο ησυχαστής οφείλει πρώτα να έχει σαν θεμέλιο, πάνω στο οποίο θα οικοδομεί, αυτές τις πέντε αρετές: σιωπή, εγκράτεια, αγρυπνία, ταπείνωση και υπομονή. Έπειτα, τρεις θεάρεστες εργασίες: ψαλμωδία, προσευχή και ανάγνωση· να έχει και εργόχειρο, αν είναι αδύνατος στα πνευματικά. Γιατί οι παραπάνω αρετές δεν περιέχουν μόνο όλες τις άλλες, αλλά και στερεώνουν η μία την άλλη. Ακόμη, ο ησυχαστής οφείλει να σχολάζει από το πρωί στη μνήμη του Θεού με την προσευχή και την καρδιακή ησυχία. Την πρώτη ώρα να προσεύχεται επίμονα, τη δεύτερη να διαβάζει, την τρίτη να ψάλλει, την τέταρτη να προσεύχεται, την πέμπτη να διαβάζει, την έκτη να ψάλλει, την έβδομη να προσεύχεται, την όγδοη να διαβάζει, την ένατη να ψάλλει, τη δέκατη να τρώει, την ενδέκατη να κοιμάται, αν έχει ανάγκη, και τη δωδέκατη ώρα να ψάλλει τον εσπερινό. Κι αν περνά με τέτοιο καλό τρόπο την ημέρα του, αρέσει στο Θεό.
100. Πρέπει κανείς σαν μέλισσα να μαζεύει από όλα το πιο χρήσιμο για τις αρετές και έτσι, μετέχοντας λίγο απ’ όλα, να κάνει μεγάλη σύνθεση της εργασίας των αρετών, από τις οποίες θα προμηθεύεται το μέλι της σοφίας για να ευφραίνει τις ψυχές.
101. Αν θέλεις να περάσεις ευκολότερα το διάστημα της νύχτας, άκουσε. Τρεις τρόπους έχει η αγρυπνία της νύχτας: των αρχαρίων, των μέσων και των τελείων. Ο πρώτος τρόπος είναι, τη μισή νύχτα να κοιμάται κανείς και τη μισή να αγρυπνεί, ή από το βράδυ μέχρι τα μεσάνυχτα, ή από τα μεσάνυχτα μέχρι το πρωί. Ο δεύτερος τρόπος είναι, να αγρυπνεί κανείς το βράδυ μία-δύο ώρες, έπειτα να κοιμάται τέσσερις ώρες, και να σηκώνεται στον όρθρο για να ψάλλει και να προσευχηθεί έξι ώρες μέχρι το πρωί. Κατόπιν, να ψάλλει την πρώτη ώρα και να κάθεται να ησυχάζει καθώς προείπαμε. Και ή ν’ ακολουθεί το πρόγραμμα των πνευματικών εργασιών που δώσαμε για τις ώρες της ημέρας, ή να διατηρεί αδιάκοπη τη συνέχεια της προσευχής, με την οποία έρχεται η έξη στον αγωνιστή. Τέλος, ο τρίτος τρόπος είναι η ολονύκτια στάση και εγρήγορση.
102. Σχετικά με το φαγητό, νομίζω ότι μία λίτρα ψωμί είναι αρκετή για όποιον αγωνίζεται στην ησυχία. Κι ας πίνει δύο ποτήρια κρασί και τρία νερό. Η τροφή του να είναι λιτή, όχι ό,τι ζητά η επιθυμία της φύσεως, αλλ’ ό,τι οικονομεί η θεία Πρόνοια, και πάλι με εγκράτεια. Άριστη και σύντομη συμβουλή για όσους θέλουν να εφαρμόσουν την ακρίβεια, είναι να τηρούν τις τρεις περιεκτικές εργασίες των αρετών, νηστεία, αγρυπνία και προσευχή. Αυτές εγγυώνται την ακλόνητη στήριξη όλων.
103. Η ησυχία έχει πριν απ’ όλα ανάγκη από πίστη, υπομονή, ελπίδα και αγάπη με όλη την καρδιά και την ισχύ και τη δύναμη. Γιατί εκείνος που πιστεύει, κι αν δεν επιτύχει εδώ το ποθούμενο, από κάποια τυχόν αμέλεια ή από άλλη αιτία, κατά την ώρα όμως του θανάτου του είναι οπωσδήποτε αδύνατο να μην πληροφορηθεί τον καρπό της πίστεως και του αγώνα του και να μη δει την ελευθερία, η οποία είναι ο Ιησούς Χριστός, η απολύτρωση και η σωτηρία των ψυχών, ο Θεάνθρωπος Λόγος. Εκείνος όμως που απιστεί, θα καταδικαστεί οπωσδήποτε κατά την ώρα του θανάτου του, αλλά έχει κι από τώρα καταδικαστεί, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου(Ιω.3,18). Γιατί, λέει, όποιος δουλεύει στις ηδονές και ζητεί τη δόξα από τους ανθρώπους και όχι από το Θεό(Ιω.5,44), είναι άπιστος, κι ας φαίνεται στα λόγια πιστός. Αυτός εξαπάτησε τον εαυτό του χωρίς να το καταλάβει, και θ’ ακούσει τότε: «Καθώς δε με δέχθηκες στην καρδιά σου, αλλά μου γύρισες περιφρονητικά την πλάτη, θα σε διώξω κι εγώ μακριά μου». Πρέπει ο πιστός να έχει καλές ελπίδες, να πιστεύει την αλήθεια του Θεού, όπως μαρτυρείται σε όλες τις Γραφές, και να ομολογεί την ασθένειά του, για να μην έχει διπλή την καταδίκη και αναπόφευκτη.
104. Τίποτε άλλο δε δίνει συντριβή στην καρδιά και ταπείνωση στην ψυχή, όσο το να παραμένει κανείς σε μόνωση με γνώση και η σιωπή για όλα τα πράγματα. Και τίποτε άλλο δεν διαφθείρει τόσο την κατάσταση της ησυχίας και δεν αφαιρεί από αυτήν τη θεία δύναμη, όσο τα έξι αυτά περιεκτικά πάθη: παρρησία, γαστριμαργία, πολυλογία, περισπασμός, έπαρση και οίηση, το κυριότερο πάθος. Εκείνος που συνήθισε σ’ αυτά με προθυμία και που μετά την προκοπή του σ’ αυτά σκοτίζεται ακόμη περισσότερο, γίνεται αναίσθητος. Κι αν μεν ανανήψει και ξαναβάλει αρχή με πίστη και προθυμία, θα επιτύχει πάλι αυτό που επιδιώκει, και μάλιστα αν ταπεινώνεται και ζητεί μ’ επιμονή. Αν όμως, εξαιτίας της αμέλειάς του, βασιλέψει μέσα του κάποιο από τα πάθη που προείπαμε, τότε εκστρατεύει εναντίον του όλη η στρατιά των κακών, μαζί με την ολέθρια απιστία, κι ερημώνει την ψυχή που έγινε σαν τη Βαβυλώνα από τις ταραχές και τους θορύβους των δαιμόνων. Κι έτσι η τελευταία κατάσταση αυτού του ανθρώπου γίνεται χειρότερη από την πρώτη(Ματθ. 12,45), ώστε να γίνει οργίλος εχθρός και κατήγορος των άλλων ησυχαστών και ν’ ακονίζει τη γλώσσα του σαν μυτερό δίκοπο μαχαίρι εναντίον τους.
105. Δεν είναι δυνατό να περάσει κανείς διαφορετικά τα νερά των παθών, από τα οποία θολώνει και ανακατώνεται η θάλασσα της ησυχίας και πλημμυρίζει την ψυχή, παρά με το ελαφρό πλοίο της περιεκτικής ακτημοσύνης και της εγκράτειας. Γιατί όταν, εξαιτίας της ακράτειας και της φιλοϋλίας, οι χείμαρροι των παθών κατακλύσουν με τα νερά τους τη γη της καρδιάς και φέρουν σ’ αυτήν κάθε βρωμιά και λάσπη λογισμών, τότε προξενούν σύγχυση στο νου, θόλωμα στη διάνοια και βάρος στο σώμα. Και κάνουν την ψυχή και την καρδιά αδιάφορη και σκοτεινή και ναρκωμένη και τη βγάζουν έξω από τη φυσική της έξη και αίσθηση.
106. Τίποτε άλλο δεν κάνει τόσο πολύ την ψυχή των αγωνιστών άτονη, αδιάφορη και ανόητη, όσο η φιλαυτία, η τροφός των παθών. Όταν η φιλαυτία, αντί για τους κόπους της αρετής, προτιμά τις αναπαύσεις του σώματος και νομίζει πως είναι καλή για το σώμα η γνώμη να μην κοπιάζει κανείς στα έργα θεληματικά, και μάλιστα στους μικρούς κι εύκολους κόπους των εντολών, τότε προξενεί ατονία στην ψυχή για τους αγώνες της ησυχίας και κάνει ισχυρή και ακαταγώνιστη την παράλυση του σώματος στα έργα.
107. Για όσους είναι ασθενείς στις εντολές και θέλουν να εμέσουν εύκολα το θολερό σκοτισμό των παθών, δεν υπάρχει άλλος τόσο άριστος και πρώτος γιατρός, όσο η αδίστακτη και με πίστη υπακοή σε όλα. Αυτή είναι φάρμακο σύνθετο από πολλές αρετές, που ζωογονεί όσους το πίνουν, και νυστέρι που καθαρίζει με μια τις ουλές των τραυμάτων. Εκείνος λοιπόν που με πίστη και απλότητα διάλεξε πριν απ’ όλα αυτήν να εξασκεί, έκοψε με μια όλα τα πάθη. Και όχι μόνο έφτασε στην ησυχία, αλλά ήδη με την υπακοή την βίωσε με πληρότητα, γιατί βρήκε το Χριστό και έγινε και λέγεται μιμητής και δούλος του Χριστού.
108. Χωρίς πενθική εργασία και ζωή, είναι αδύνατο να υπομείνει κανείς τον καύσωνα της ησυχίας. Όποιος έχει πένθος και μελετά τα πριν και τα μετά το θάνατο δεινά, πριν αυτά έρθουν, αυτός και υπομονή θα έχει και ταπείνωση, τα δύο θεμέλια της ησυχίας. Όποιος όμως ησυχάζει χωρίς υπομονή και ταπείνωση, έχει πάντοτε την αδιαφορία να συντροφεύει την οίηση. Από αυτές πολλαπλασιάζονται οι αιχμαλωσίες και οι ρεμβασμοί του νου και μας σπρώχνουν στη χαύνωση. Στη συνέχεια η ακράτεια, η θυγατέρα της ραθυμίας, κάνει το σώμα χαύνο και άτονο και σκοτίζει κι απολιθώνει το νου. Τότε και ο Ιησούς κρύβεται, καθώς υπάρχει τόσος όχλος νοημάτων και λογισμών στον τόπο της διάνοιας(Ιω. 5, 13).
109. Είναι αδύνατο να δοκιμάσουν όλοι με αίσθηση ψυχής το βασανισμό της συνειδήσεως, της τωρινής ή της μέλλουσας ζωής. Αυτό γίνεται αισθητό μόνο σ’ εκείνους ειδικά που στερούνται τη δόξα και την αγάπη, από εδώ ή εκεί. Ο βασανισμός αυτός είναι σαν κάποιος δήμιος φοβερός που τιμωρεί τους ενόχους με ποικίλους τρόπους, και διαρκώς χρησιμοποιεί τυραννικά το ζήλο ή έλεγχο, σαν να τραβάει κοφτερό σπαθί. Αφού λοιπόν έχομε τη συνείδηση, ο λεγόμενος ζήλος ή, από άλλους, φυσικός θυμός, κινείται κατά τρεις τρόπους, προς τους δαίμονες, τη φύση και την ψυχή. Αυτόν μας προστάζουν να τον ακονίζομε σαν κοφτερό σπαθί εναντίον των εχθρών. Αν ο ζήλος αυτός νικήσει και υποτάξει τα δύο στο ένα, την αμαρτία δηλαδή και τη σάρκα στην ψυχή, τότε μεταβάλλεται σε ψηλό βουνό ανδρείας και φτάνει στο Θεό. Αν όμως η ψυχή υποταχθεί στα δύο, τότε ο ζήλος της γίνεται βασανισμός ανελέητος, γιατί υποδουλώθηκε με τη θέλησή της στους εχθρούς. Από εδώ και πέρα η ψυχή διαπράττει τα αίσχιστα, και επειδή έχασε την ενάρετη κατάστασή της, ξέπεσε και χωρίστηκε από το Θεό.
110. Από όλα τα πάθη, τα κατεξοχήν σκληρά και βαριά είναι δύο, η πορνεία και η ακηδία, τα οποία πιέζουν και παραλύουν την ταλαίπωρη ψυχή. Αυτά τα δύο πάθη έχουν αλληλουχία και αλληλοεξάρτηση, και είναι δυσκολοπολέμητα και αήττητα και τελείως ανίκητα από εμάς. Το πάθος της πορνείας πλεονάζει στο επιθυμητικό μέρος της ψυχής, και από τη φύση του αγκαλιάζει αδιαχώριστα την ύλη και των δύο, της ψυχής δηλαδή και του σώματος, κι έχει αναμιγμένη όλη την ηδονή της σε όλα τα μέλη. Η ακηδία κυριαρχεί ψηλά στο ηγεμονικό της ψυχής, δηλαδή στο νου, και περισφίγγει όλη την ψυχή και όλη τη σάρκα σαν κισσός, κάνοντας την ανθρώπινη φύση νωθρή, αδρανή και παράλυτη. Τα δύο αυτά πάθη διώχνονται, αν και χωρίς να νικηθούν τελείως, και πριν από τη μακάρια κατάσταση της απάθειας, όταν η ψυχή ευφραίνεται έχοντας λάβει κατά την προσευχή δύναμη Αγίου Πνεύματος, η οποία της προξενεί άνεση και ισχύ και βαθιά ειρήνη στην καρδιά δια της ησυχίας. Η πορνεία λοιπόν είναι η αρχή, η βασίλισσα, η κυρίαρχος και η συνισταμένη των ηδονών, και η σύντροφός της ραθυμία είναι το ακαταμάχητο άρμα που μεταφέρει τους πολεμάρχους του Φαραώ(Έξ. 14, 7). Από αυτές τις δύο εισχώρησαν για μας τους αθλίους οι αφορμές των παθών στη ζωή.
111. Αρχή της νοεράς προσευχής είναι η «ενέργεια», δηλαδή η καθαρτική δύναμη του Πνεύματος και η μυστική ιερουργία του νου. Της ησυχίας τώρα, αρχή είναι η κατά Θεόν σχολή, μεσότητα η δύναμη του φωτισμού και η θεωρία, και τέλος η έκσταση και η αρπαγή του νου προς το Θεό.
112. Η νοερή ενέργεια του νου είναι πνευματική ιερουργία. Σαν αρραβώνας πριν από τη μέλλουσα απόλαυση που ξεπερνάει κάθε νόηση, η ιερουργία αυτή τελείται από το νου, ο οποίος θυσιάζει μυστικά τον Αμνό του Θεού στο θυσιαστήριο της ψυχής και μετέχει σ’ αυτόν. Το να τρώγει κανείς τον Αμνό του Θεού στο νοερό θυσιαστήριο της ψυχής, δεν είναι μόνο να τον νοεί η να μετέχει σ’ Αυτόν, αλλά και να γίνει όμοιος με Αυτόν στη μέλλουσα ζωή. Γιατί εδώ άπολαμβάνομε τους λόγους των μυστηρίων, τα ίδια όμως τα μυστήρια ελπίζομε να τα απολαύσομε εκεί.
113. Η προσευχή στους αρχαρίους είναι σαν μια φωτιά ευφροσύνης που ξεπηδά από την καρδιά, στους τελείους σαν ενέργεια ευωδιαστού φωτός. Ή ακόμη, η προσευχή είναι κήρυγμα των Αποστόλων, ενέργεια της πίστεως, ή μάλλον πίστη άμεση· αυτή κάνει χειροπιαστά όσα ελπίζομε, είναι έμπρακτη αγάπη, αγγελική κίνηση, δύναμη και έργο και ευφροσύνη των Ασωμάτων, ευαγγέλιο Θεού, βεβαίωση της καρδιάς, ελπίδα σωτηρίας, σημάδι αγνισμού, σύμβολο αγιότητας, επίγνωση του Θεού, φανέρωση και ανανέωση του βαπτίσματος, αρραβώνας του Αγίου Πνεύματος, αγαλλίαση του Ιησού, ευφροσύνη της ψυχής, έλεος Θεού, σημάδι συμφιλιώσεως, σφραγίδα του Χριστού, ακτίνα του νοητού ηλίου, άστρο που φωτίζει τις καρδιές, εδραίωση του Χριστιανισμού, απόδειξη της συμφιλιώσεως του Θεού, χάρη Θεού, σοφία Θεού ή μάλλον η αρχή της αυτοσοφίας, φανέρωση του Θεού, έργο των μοναχών, πολιτεία των ησυχαστών, αφορμή της ησυχίας, τεκμήριο αγγελικής ζωής. Και τι χρειάζεται να λέμε περισσότερα; Προσευχή είναι ο Θεός, ο οποίος ενεργεί τα πάντα σε όλους(Α΄ Κορ. 10, 6), γιατί μία είναι η ενέργεια του Πατέρα, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, που ενεργεί τα πάντα μέσω του Ιησού Χριστού.
114. Αν ο Μωυσής δεν έπαιρνε από το Θεό ράβδο εξουσίας, δε θα γινόταν για τον Φαραώ θεός (Έξ. 7, 1), ώστε να τιμωρεί με μάστιγες αυτόν και την Αίγυπτο. Έτσι κι ο νους, αν δεν πάρει στο χέρι του τη δύναμη της προσευχής, είναι αδύνατο να συντρίψει την αμαρτία και τις δαιμονικές δυνάμεις.
115. Εκείνοι που λένε ή κάνουν κάτι χωρίς ταπείνωση, μοιάζουν σαν να κτίζουν μέσα στο χειμώνα ή χωρίς λάσπη. Είναι πολύ λίγοι αυτοί που βρίσκουν και μαθαίνουν την ταπείνωση με την πείρα και τη γνώση. Κι εκείνοι που επιχειρούν να την περιγράψουν με λόγια, μοιάζουν μ’ αυτούς που προσπαθούν να μετρήσουν την άβυσσο. Εγώ τώρα ο τυφλός, έχοντας σχηματίσει μία αμυδρή εικόνα γι’ αυτό το μεγάλο φως, τολμώ και λέω. Η πραγματική ταπείνωση ούτε ταπεινολογία έχει, ούτε ταπεινοσχημία· ούτε βιάζει τον κάτοχό της να φρονεί ταπεινά ή να μέμφεται τον εαυτό του για να δείξει ταπείνωση. Κι αυτά βέβαια, σαν διάφοροι τρόποι, είναι αφορμές και σχήματα ταπεινώσεως, εντούτοις η ταπείνωση είναι χάρη και δωρεά που δίνεται άνωθεν. Όπως λένε οι Πατέρες, υπάρχουν δύο ειδών ταπεινώσεις: να θεωρεί κανείς τον εαυτό του κατώτερο όλων και να αποδίδει στο Θεό τα κατορθώματα. Το πρώτο είναι η αρχή, το δεύτερο το τέλος. Όποιος την επιζητεί, θα την αποκτήσει αν έχει μέσα του με γνώση και συλλογίζεται τα εξής τρία: ότι είναι πιο αμαρτωλός απ’ όλους, πιο αισχρός απ’ όλα τα κτίσματα, επειδή βρίσκεται στο παρά φύση, και πιο ελεεινός κι από τους δαίμονες, αφού έγινε δούλος σ’ αυτούς. Οφείλει ακόμη να λέει στον εαυτό του: «Πού να ξέρω εγώ ακριβώς τις αμαρτίες των ανθρώπων ποιες και πόσες είναι; Πού να ξέρω αν είναι ίσες ή υπερβαίνουν τις δικές μου; Και αφού, ψυχή μου, δεν ξέρω, είμαι κάτω απ’ όλους τους ανθρώπους, σαν χώμα και στάχτη κάτω από τα πόδια τους. Και πώς να μη θεωρώ τον εαυτό μου αισχρότερο απ’ όλα τα κτίσματα που βρίσκονται στην κατά φύση κατάσταση όπως δημιουργήθηκαν, ενώ εγώ λόγω των αμέτρητων αμαρτιών μου βρίσκομαι στο παρά φύση; Αλήθεια, και τα θηρία και τα κτήνη είναι πιο καθαρά από μένα τον αμαρτωλό. Και γι’ αυτό είμαι κάτω απ’ όλα, αφού με τις αμαρτίες μου έχω ριχτεί πριν πεθάνω στον άδη και είμαι πεσμένος εκεί. Ποιός δεν αισθάνεται ότι ο αμαρτωλός είναι χειρότερος κι από τους δαίμονες, αφού είναι δούλος και υπήκοός τους κι είναι ήδη από εδώ φυλακισμένος μαζί τους στο σκοτάδι; Πράγματι, χειρότερος κι από τους δαίμονες όποιος κυριεύεται από αυτούς. και γι’ αυτό, ταλαίπωρε, θα κληρονομήσεις μαζί τους την άβυσσο, εσύ που κατοικείς στα καταχθόνια και στον άδη και στην άβυσσο πριν ακόμη πεθάνεις. Πώς εξαπατάς τον εαυτό σου και τον ονομάζεις δίκαιο, αφού με τα κακά σου έργα τον κατάντησες αμαρτωλό και βέβηλο και δαίμονα; Αλοίμονο, πόσο απατάσαι και πλανάσαι, δαιμονολάτρη, σκύλε ακάθαρτε, που γι’ αυτά θα ριχτείς στη φωτιά και στο σκότος.»
116. Πνευματοκίνητη σοφία, σύμφωνα με τους Θεολόγους, είναι η δύναμη της νοεράς και καθαρής και αγγελικής προσευχής. Σημείο της προσευχής αυτής είναι να μην έχει ο νους, καθώς προσεύχεται, κανένα απολύτως σχήμα και να μη βλέπει υλικά μήτε τον εαυτό του μήτε τίποτε άλλο· αλλά συχνά κι οι ίδιες του οι αισθήσεις συστέλλονται εξαιτίας του φωτός εκείνου. Γιατί τότε ο νους γίνεται άυλος και φωτοειδής και ενώνεται κατά τρόπο ανέκφραστο με το Θεό σε ένα πνεύμα(Α΄ Κορ. 6, 17).
117. Οι τρόποι που δείχνουν και οδηγούν στη θεοδώρητη ταπείνωση είναι εφτά, κι ο καθένας στηρίζει και γεννά τους άλλους. Είναι οι ακόλουθοι: σιωπή, ταπεινοφροσύνη, ταπεινολογία, ταπεινή ενδυμασία, αυτομεμψία, συντριβή, εσχατιά. Η με επίγνωση σιωπή γεννά την ταπεινοφροσύνη. Από την ταπεινοφροσύνη γεννιούνται οι άλλοι τρεις τρόποι της ταπεινώσεως: το να λέει κανείς ταπεινά, το να φορά ταπεινά και ευτελή ρούχα και το να μέμφεται διαρκώς τον εαυτό του. Αυτοί οι τρεις τρόποι γεννούν τη συντριβή που προέρχεται από την παραχώρηση των πειρασμών, την οποία ονομάζουν και οικονομική παιδαγωγία και ταπείνωση που προξενείται από τους δαίμονες. Η συντριβή εύκολα κάνει την ψυχή να βιώνει την «εσχατιά», δηλαδή να είναι κάτω απ’ όλους και έσχατη όλων, αφού την κυριεύουν όλοι. Οι δύο τελευταίοι τρόποι φέρνουν την τέλεια και θεοδώρητη ταπείνωση. Τη δύναμη αυτή την ονομάζουν τελειότητα όλων των αρετών. Και αυτή είναι που αποδίδει στο Θεό τα ενάρετα κατορθώματα. Πρώτα λοιπόν απ’ όλα είναι η σιωπή, από την οποία γεννιέται η ταπεινοφροσύνη. Αυτή γεννά τους επόμενους τρεις τρόπους της ταπεινώσεως. Οι τρεις αυτοί τρόποι γεννούν τη συντριβή. Η συντριβή γεννά τον έβδομο τρόπο της πρώτης ταπεινώσεως, τον κάτω απ’ όλους, τον οποίο και ονομάζουν οικονομική ταπείνωση. Η οικονομική ταπείνωση φέρνει τη θεοδώρητη και τέλεια και ανυπόκριτη και αληθινή ταπείνωση. Η πρώτη ταπείνωση έρχεται έτσι: αν ο άνθρωπος δεν εγκαταλειφθεί και δεν νικηθεί και δεν υποδουλωθεί και δεν κυριευθεί νικημένος από κάθε πάθος και λογισμό και πνεύμα, χωρίς να βρίσκει βοήθεια μήτε από έργα, μήτε από το Θεό ή από ο,τιδήποτε γενικά, έτσι που να φτάσει πιά στην απελπισία και να ταπεινωθεί σε όλα, δεν μπορεί να συντριβεί και να έχει τον εαυτό του κάτω απ’ όλους και έσχατο και δούλο όλων και χειρότερο ακόμη κι από τους δαίμονες, αφού νικιέται κι εξουσιάζεται από αυτούς. Αυτή λοιπόν είναι η οικονομική ταπείνωση που παραχωρεί η Πρόνοια, και μέσω αυτηής δίνεται από το Θεό η δεύτερη, η υψηλή ταπείνωση, η οποία είναι θεία δύναμη που ενεργεί και κάνει τα πάντα. Αυτη κάνει τον άνθρωπο να βλέπει τον εαυτό του πάντοτε όργανο της θείας δυνάμεως και να εργάζεται μ’ αυτήν τα θαυμάσια του Θεού.
118. Υποστατική πνευματική θεωρία του φωτός, νου χωρίς φαντασίες και μετεωρισμούς, ενέργεια προσευχής αληθινή και αείρρυτη από το βάθος της καρδιάς, ανάσταση και ανάταση ψυχής, θεία έκπληξη, μετεωροπορία από τον κόσμο αυτό, ολική έκσταση της διάνοιας από τις αισθήσεις με την ενέργεια του Πνεύματος, αρπαγή του νου από τις δυνάμεις του, αγγελική κίνηση ψυχής, θεοκίνητη προς τα άπειρα ύψη, αδύνατο να βρει κανείς στη δική μας γενεά, γιατί σ’ εμάς κυριαρχεί η τυραννία των παθών, από τους πολλούς πειρασμούς. Γιατί ο νους έχει την τάση, και μάλιστα στους πιο επιπόλαιους, να τα φαντάζεται αυτά πριν από τον καιρό τους. Κι έτσι αφού χάσει και την κάποια καλή κατάσταση που του δόθηκε από το Θεό, να νεκρωθεί τελείως. Γι’ αυτό πρέπει κανείς, με μεγάλη διάκριση, μήτε να ζητεί πρόωρα όσα είναι άλλου καιρού, μήτε ν’ αφήνει εκείνα που έχει στα χέρια και να φαντάζεται άλλα. Γιατί ο νους έχει εκ φύσεως την τάση να πέφτει εύκολα σε φαντασιοπληξίες σχετικά με τα παραπάνω και να τα πλάθει, χωρίς να τα έχει φτάσει. Υπάρχει λοιπόν φόβος όχι μικρός, μήπως ένας τέτοιος άνθρωπος στερηθεί κι εκείνα που του δόθηκαν ή, συχνά, στην αυταπάτη του, να χάσει και το νου του και να γίνει φανταστής και όχι ησυχαστής.
119. Χάρη δεν είναι μόνο η πίστη, αλλά και η με θεία ενεργήματα προσευχή. Την πίστη την αληθινή, που έχει μέσα της φανερή τη ζωή του Ιησού, την αποδεικνύει η πίστη που ενεργείται πνευματικά με την αγάπη. Επομένως έχει την αντίθετη πίστη, τη νεκρή και άζωη, εκείνος που δεν τη βλέπει στον εαυτό του να ενεργείται με την αγάπη. Αλλ’ ούτε και πιστός στην κυριολεξία μπορεί να λέγεται εκείνος που πιστεύει στα λόγια μόνο, χωρίς η πίστη του να ενεργείται με τις εντολές ή μέσα στο πνεύμα του. Πρέπει λοιπόν να εκδηλώνει την πίστη του με την προκοπή του στα έργα, ή η πίστη του να ενεργείται, λάμποντας ως φως, με τα έργα, όπως λέει ο θείος Απόστολος: «Δείξε μου την πίστη σου με τα έργα σου και εγώ θα σου δείξω τα έργα μου με την πίστη μου»(Ιάκ. 2, 18). Με τα λόγια αυτά δείχνει ότι η πίστη τής χάρης φανερώνεται από τα έργα των εντολών, όπως και οι εντολές ενεργούνται και λάμπουν με την πίστη της χάρης. Γιατί η πίστη είναι ρίζα των εντολών, ή μάλλον πηγή που τις ποτίζει και μεγαλώνουν, και διαιρείται σε δύο μέρη, σε ομολογία και χάρη, αν και είναι φύσει αδιαίρετη.
120. Η μικρή και μεγάλη και σύντομη κλίμακα για τους υποτακτικούς, έχει πέντε σκαλοπάτια που οδηγούν στην τελειότητα. Πρώτο είναι η αποταγή, δηλαδή η απάρνηση του κόσμου, δεύτερο η υποταγή, τρίτο η υπακοή, τέταρτο η ταπείνωση και πέμπτο η αγάπη, η οποία είναι ο Θεός. Η αποταγή ανεβάζει από τον άδη εκείνον που βρίσκεται πεσμένος εκεί, κι αποδεσμεύει από την ύλη τον υποδουλωμένο σ’ αυτήν. Η υποταγή, βρήκε το Χριστό και τον διακονεί, όπως λέει ο ίδιος: «Εκείνος που με διακονεί, αυτός με ακολουθεί, και όπου είμαι εγώ, εκεί θα είναι και αυτός»(Ιω. 12, 26). Και πού είναι ο Χριστός; Καθισμένος στα δεξιά του Πατέρα. Λοιπόν, όπου είναι ο διακονούμενος, εκεί πρέπει να είναι και ο διάκονος, βάζοντας πρόθυμα τα πόδια του στα σκαλοπάτια για την ανάβαση· ή μάλλον, προτού ανεβεί ο ίδιος με τις προσπάθειές του, έχει ήδη συνανεβεί και συνανεβαίνει με το Χριστό. Η υπακοή τώρα, που ενεργείται με τις εντολές, οικοδομεί την κλίμακα με διάφορες αρετές που τις τοποθετεί σαν σκαλιά για την ανάβαση της ψυχής. Από την υπακοή τέλος, η υψοποιός ταπείνωση παίρνει τον υποτακτικό και, αφού τον φέρει ψηλά στον ουρανό, τον παραδίδει στην βασίλισσα των αρετών, την αγάπη, που τον οδηγεί και τον παρουσιάζει στο Χριστό. Έτσι, με τη σύντομη αυτή κλίμακα, ανεβαίνει εύκολα στον ουρανό εκείνος που υποτάσσεται αληθινά.
121. Πιο σύντομη διαδρομή προς τα άνω βασίλεια με τη μικρή κλίμακα των αρετών δεν είναι άλλη, όσο η κατάργηση των πέντε παθών των αντιθέτων στην υπακοή· δηλαδή της παρακοής, της αντιλογίας, της αυταρέσκειας, της δικαιολογίας και της ολέθριας οιήσεως. Αυτές είναι μέλη και μερη του αφηνιασμένου δαίμονα που καταπίνει τους νόθους υποτακτικούς και τους παραπέμπει στον δράκοντα άδη, στην άβυσσο. Η παρακοή είναι το στόμα του άδη· η αντιλογία, η γλώσσα του η κοφτερή σαν σπαθί· η αυταρέσκεια είναι τα ακονισμένα δόντια του· η δικαιολογία, ο θώρακάς του· αναπνοή της παμφάγου κοιλιάς του είναι η οίηση που οδηγεί στον άδη. Όποιος νικά με την υπακοή το πρώτο, έκοψε μεμιάς όλα τα άλλα, και με αυτό το ένα σκαλοπάτι ανεβαίνει γρήγορα στους ουρανούς. Τούτο είναι θαύμα όντως ανέκφραστο και άφθαστο, που οικονόμησε ο φιλάνθρωπος Κύριός μας, ώστε με μια αρετή ή μάλλον μ’ ένα πρόσταγμα, να ανεβαίνει ο άνθρωπος αμέσως στους ουρανούς, όπως και με μια παρακοή κατεβήκαμε και κατεβαίνομε στον άδη.
122. Ο άνθρωπος είναι σαν ένας άλλος, διττός κόσμος που ονομάζεται καινούργιος, σύμφωνα με τον θείο Απόστολο που είπε: «»Οποιος ανήκει στο Χριστό, είναι καινούργια κτίση»(Β΄ Κορ. 5,17). Γιατί με την αρετή ο άνθρωπος γίνεται και ουρανός και γη κι όλα όσα αποτελούν τον κόσμο. Γι’ αυτόν είναι όλος ο λόγος και όλο το μυστήριο, όπως λέει ο Θεολόγος Γρηγόριος. Αφού λοιπόν η πάλη μας, όπως είπε ο Απόστολος(Εφ. 6,12), δεν είναι με όντα από αίμα και σάρκα, αλλά με τις αρχές και εξουσίες του σκότους αυτού του αιώνα, με τα πονηρά πνευματικά όντα του άρχοντα του αέρα στα επουράνια, είναι επόμενο, εκείνοι που παλεύουν κρυφά εναντίον μας, να κινούνται στον κόσμο των ψυχικών μας δυνάμεων, ο οποίος μοιάζει με το μεγάλο κόσμο της φύσεως.
Γιατί οι τρεις άρχοντες των πονηρών πνευμάτων αντιπαρατάσσονται κι εκστρατεύουν εναντίον των τριών ψυχικών δυνάμεων των αγωνιστών, και σε όποιο σημείο έχει κανείς προκόψει και εργάζεται, εκεί και πολεμείται απ’ αυτούς. ο δράκοντας, ο άρχοντας της αβύσσου, ο οποίος εκδηλώνει την ισχύ του στην οσφύ —την έδρα του επιθυμητικού— και τον ομφαλό, εκστρατεύει κι επιτίθεται εναντίον εκείνων που είναι στραμμένοι στην καρδιά τους. Και μέσω του ενήδονου γίγαντα της λησμοσύνης ακοντίζει σ’ αυτούς τις καυστικές δυνάμεις των πυρωμένων βελών του. Έχοντας την επιθυμία σαν άλλη θάλασσα και άβυσσο, βουτά και έρπει μέσα σ’ αυτήν και την ταράζει και την κάνει ν’ αφρίζει και ν’ αναβράζει.
Και την πυρώνει για συνουσίες και με τους χειμάρρους των ηδονών την πλημμυρίζει, χωρίς να μπορεί να τη γεμίσει, αφού είναι άπληστη. Ο άρχοντας του κόσμου τούτου(Ιω. 12.31), ως αντίπαλος του θυμικού, αντιπαρατάσσεται εναντίον εκείνων που ασκούν την πρακτική αρετή. Εξοπλίζει συνεχώς τις παρατάξεις του και μας πολεμά· και, σαν την πάλη που γίνεται στον κόσμο ή σε θέατρο και στάδιο, κάνει στο θυμικό τα κάθε λογής τεχνάσματα των παθών κατά τη νοερή πάλη, με τη βοήθεια του γίγαντα της ραθυμίας.
Νικά λοιπόν ή νικιέται από εκείνους που με ανδρεία παλεύουν διαρκώς μαζί του, και τους προξενεί ή το στεφάνωμα ή την ντροπή της ήττας μπροστά στους Αγγέλους. Ο άρχοντας τέλος του αέρα(Εφ. 2,2), επιτίθεται με φαντασίες εναντίον εκείνων που σχολάζουν στη θεωρία με τη διάνοια, γιατί μπορεί να πλησιάζει το λογικό και νοερό μέρος της ψυχής μαζί με τα πονηρά πνεύματα του αέρα. Και με το γίγαντα της άγνοιας αναταράζει και θολώνει, σαν άλλο λογικό ουρανό, τη διάνοια που έγινε ικανή γι’ ανάταση. Παρουσιάζει δηλαδή, για να την εξαπατήσει, τις φανταστικές και ομιχλώδεις μορφές και τους μετασχηματισμούς των πονηρών πνευμάτων σαν αστραπές και βροντές, καταιγίδες και κρότους, και της προξενεί δειλία. Ο καθένας δηλαδή από τους τρεις παλεύει κι επιτίθεται εναντίον ενός από τα τρία μέρη της ψυχής. Και με όποιο είναι αντίπαλος, εναντίον εκείνου αγωνίζεται.
123. Οι δαίμονες, ήταν κάποτε και αυτοί νόες και ξέπεσαν από εκείνη την αυλία και τη λεπτότητα, γι’ αυτό ο καθένας τους απέκτησε κάποια υλική πυκνότητα, παίρνοντας ανάλογα με την τάξη ή την ενέργεια σωματική μορφή αντίστοιχη της ιδιότητάς του. Γιατί και αυτοί, όπως ο άνθρωπος, αφού έχασαν την αγγελική ηδονή και στερήθηκαν τη θεϊκή απόλαυση, βρέθηκαν να έχουν όπως κι εμείς απόλαυση τα χοϊκά και έγιναν κάπως υλικοί αποκτώντας υλικά πάθη. Δεν πρέπει να θαυμάζομε γι’ αυτό, αφού και η λογική και νοερή ψυχή μας, που κτίσθηκε κατ’ εικόνα Θεού, έγινε κτηνώδης, αναίσθητη και σχεδόν χωρίς νου από τις απολαύσεις των υλικών πραγμάτων και αγνόησε το Θεό.
Γιατί η έξη έχει τη δύναμη να μεταποιεί τη φύση και να μεταβάλλει την ενέργεια σε σχέση με την προαίρεση. Άλλα λοιπόν από τα πνεύματα είναι υλώδη και βαριά και ασυγκράτητα, θυμώδη, εκδικητικά, και ανοίγουν το στόμα σαν θηρία σαρκοφάγα για την υλική ηδονή και απόλαυση· φαίνονται σαν αιμοβόρα σκυλιά να τρώνε όπως οι δαιμονόληπτοι την αγαπητή τους σαπίλα, κι έχουν απόλαυση και κατοικία τους τις παχιές και πληθωρικές σάρκες. Άλλα πάλι πνεύματα είναι ακόλαστα και υγρώδη, σαν βδέλλες και βάτραχοι και φίδια στη λίμνη της επιθυμίας· κάποτε γίνονται και σαν ψάρια που κινούνται μέσα στην αλμυρή ηδονή της ακολασίας, κι αυτή είναι η απόλαυσή τους. Κολυμπούν μέσα στο πέλαγος της πολυποσίας, όντα γλιστερά και πλαδαρά, και χαίρονται με την υγρότητα των αλόγων ηδονών, ξεσηκώνοντας αδιάκοπα στην ψυχή κύματα λογισμών και μολυσμών και τρικυμίες και ανεμοζάλες.
Άλλα τέλος είναι ελαφρά και λεπτά, αφού είναι πνεύματα του αέρα, και φυσομανούν στο θεωρητικό μέρος της ψυχής δημιουργώντας σφοδρούς ανέμους και φαντασίες. Μεταμορφώνονται κάποτε σε πουλιά αλλά και σε αγγέλους και απατούν την ψυχή. Δίνουν μορφή στις μνήμες γνωστών προσώπων. Παραποιούν και μετατρέπουν κάθε πνευματική θεωρία, και μάλιστα σε όσους βρίσκονται ακόμη στο στάδιο του αγώνα και δεν έφτασαν στην καθαρότητα και την πνευματική διάκριση. Γενικά, δεν υπάρχει κάτι το πνευματικό που να μη μετασχηματίζονται κρυφά σ’ αυτό κατά φαντασία. Γιατί τα πνεύματα αυτά εξοπλίζονται ανάλογα με την πνευματική κατάσταση και το μέτρο της προκοπής του ανθρώπου και εισχωρούν φέρνοντας πλάνη αντί αλήθεια και φαντασία αντί θεωρία. Σχετική είναι η μαρτυρία της Γραφής που λέει: «Τα θηρία του αγρού και τα πτηνά του ουρανού και τα ερπετά της γης»(Ωσ. 2,14) , υπονοώντας φανερά τα πονηρά πνεύματα.
124. Η εξέγερση των παθών και ο πόλεμος που ξεσηκώνει η σάρκα εναντίον της ψυχής, γίνεται μέσα μας κατά πέντε τρόπους. Άλλοτε η σάρκα κάνει μη ορθή χρήση των πραγμάτων· άλλοτε θέλει να ενεργεί τα παρά φύση· άλλοτε οπλίζεται από τους δαίμονες εναντίον της ψυχής, γιατί ευχαρίστως διατηρεί φιλία μαζί τους· κάποτε όμως και από μόνη της η ψυχή ατακτεί, καθώς έχει πια τα πάθη σαν ιδιότητές της. Ύστερα απ’ όλα αυτά, αντιμετωπίζομε και πόλεμο από φθόνο των δαιμόνων, όταν αυτοί, έχοντας αποτύχει σ’ όλα τα προηγούμενα, μας επιτίθενται κατά παραχώρηση Θεού, για να ταπεινωθούμε.
125. Οι κύριες αιτίες του πολέμου, οι οποίες μας έρχονται από παντού και μέσω των πάντων, είναι τρεις: η έξη, η μη ορθή χρήση των πραγμάτων και ο φθόνος και πόλεμος των δαιμόνων κατά παραχώρηση του Θεού. Όπως η σάρκα εξεγείρεται ή επιθυμεί εναντίον της ψυχής και η ψυχή εναντίον τής σάρκας(Γαλ.5,17), κατά τον ίδιο τρόπο η έξη και η ενέργεια δημιουργούν τον πόλεμο των σαρκικών παθών κατά της ψυχής και των αρετών της ψυχής κατά της σάρκας. Ενίοτε και αυτός ο εχθρός, όλο θράσος, μάχεται εναντίον μας απερίσκεπτα και αναίτια, ως αναιδής που είναι. Μην επιτρέψεις λοιπόν, αγαπητέ, στην αιμοχαρή βδέλλα να σου ρουφά το αίμα από τις αρτηρίες, και δε θά μπορέσει ποτέ να εμέσει αίμα. Μήτε να χορταίνεις με χώμα το φίδι και τον δράκοντα, και θα καταπατήσεις εύκολα την αυθάδεια του λιονταριού και του δράκοντα(Ψαλ. 90,13). Στέναξε μέχρις ότου γυμνωθείς από τα πάθη και φορέσεις την ουράνια κατοικία(Β΄ Κορ. 5,2) και τη μορφή τού Ιησού Χριστού που σε έπλασε κατ’ εικόνα Του.
126. Εκείνοι που είναι μόνο σάρκες και προσηλωμένοι στη φιλαυτία, είναι κατεξοχήν υποδουλωμένοι παντοτινά στην ηδονή και την κενοδοξία κι έχουν μέσα τους ριζωμένο το φθόνο. Καθώς λιώνουν από το φθόνο και βλέπουν με πίκρα την ευτυχία του πλησίον τους, διαβάλλουν τα καλά ως κακά και ότι είναι προϊόντα της πλάνης, και ούτε τα πνευματικά δέχονται ή πιστεύουν, ούτε μπορούν να δουν ή να γνωρίσουν το Θεό από την ολιγοπιστία τους. Οι άνθρωποι αυτοί, κατά την τύφλωση και την ολιγοπιστία τους, δικαιολογημένα θ’ ακούσουν εκεί το: «Δε σας γνωρίζω»(Ματθ. 25,12). Γιατί ο πιστός που ερωτά, πρέπει ή να πιστεύει όταν ακούει εκείνα που δε γνωρίζει, ή να μαθαίνει εκείνα που πιστεύει, ή να διδάσκει εκείνα που έμαθε κι έτσι να πολλαπλασιάζει χωρίς φθόνο το τάλαντο σ’ όσους το δέχονται με πίστη. Αν όμως απιστεί σ’ εκείνα που δεν ξέρει και εξευτελίζει εκείνα που δε γνώρισε και διδάσκει εκείνα που δεν έμαθε, από φθόνο προς εκείνους που τα διδάσκουν με πρακτική πείρα, θα επιτιμηθεί οπωσδήποτε και θα συγκαταριθμηθεί μ’ εκείνους που έχουν μέσα τους «χολή πικρίας»(Πράξ. 8,23).
127. Ρήτορας είναι, κατά τους αληθινά σοφούς, εκείνος που με τη γενική επιστήμη περιλαμβάνει με συντομία όλα τα όντα και, σαν ένα σώμα, και τα διαιρεί και τα συνενώνει, αποδεικνύοντας τα ομοδύναμα και κατά την ετερότητα και κατά την ταυτότητα. Ή εκείνος που αληθινά λέγεται αποδεικτικός. Ή πάλι, ρήτορας είναι κυρίως ο πνευματικός, αυτός που τις διαιρεμένες πέντε γενικές ιδιότητες των όντων, τις οποίες συνένωσε ο ενανθρωπήσας Λόγος, τις διαιρεί και τις συνενώνει περιλαμβάνοντας το σύνολο με έναν περιληπτικό λόγο, σαν ρήτορας. και δεν τ’ αποδεικνύει αυτό σε άλλους μόνο με ξερές αποδείξεις όπως οι εκτός του χριστιανισμού ρήτορες, αλλά μπορεί από τις θεωρίες που του εμφανίζονται πνευματικά μέσα στα όντα να φωτίζει και άλλους. Αληθινός φιλόσοφος είναι εκείνος που γνωρίζει από τα όντα την Αιτία των όντων ή που γνωρίζει τα όντα από την Αιτία τους, αφού έφτασε στην υπέρνοη ένωση με το Θεό και στην άμεση πίστη και δεν έμαθε μόνο, αλλά και έπαθε τα θεία. Ή, πάλι, φιλόσοφος είναι κυρίως ο νους που έγινε και πολιτεύεται σαν πρακτικός και θεωρητικός.
Τέλειος φιλόσοφος είναι ο νους που κατόρθωσε την ηθική και φυσική και θεολογική φιλοσοφία, ή μάλλον φιλοθεΐα, αυτός δηλαδή που διδάχθηκε από το Θεό τις πράξεις της ηθικής φιλοσοφίας, τους λόγους της φυσικής και τη θεωρία και την ακρίβεια των δογμάτων της θεολογικής. «Ή πάλι, θείος ρήτορας στα θεία είναι εκείνος που ξεχωρίζει τα κυρίως όντα από τα όντα ή τα μή όντα, και δείχνει τους λόγους των πρώτων από αυτά, και σε αυτά πάλι θεωρεί τους λόγους εκείνων, κυριαρχούμενος τελείως από το Πνεύμα του Θεού. Ακόμη, συγκρίνει τον αισθητό και ορατό κόσμο με τον νοητό και αόρατο και αντίστροφα, συμπεραίνοντας ότι ο ορατός είναι εικόνα του αοράτου και ο αόρατος αρχέτυπο του ορατού. Γιατί, όπως λένε, στα ατύπωτα προτάσσονται οι τύποι, και τα σχήματα στα ασχημάτιστα.
Έτσι, καθώς ο ορατός και ο αόρατος κόσμος φανερώνονται πνευματικά ο ένας μέσω του άλλου, βλέπει καθαρά τον ένα στον άλλο και τον κάνει φανερό με το λόγο της αλήθειας. Όχι πως πλάθει την σαν ήλιο λαμπερή γνώση της αλήθειας με αναγωγικούς ή αλληγορικούς λόγους, αλλά με πνευματική επιστήμη και δύναμη διατρανώνει τους αληθινούς λόγους και των δύο κόσμων και τους αποδεικνύει με πολλή έμφαση, ότι ο ορατός κόσμος είναι παιδαγωγός μας, ενώ ο αόρατος αιώνια θεία κατοικία που έγινε ολοφάνερα για μας. Φιλόσοφος θείος είναι εκείνος που μέσω της πράξεως και της θεωρίας ενώθηκε κατά τρόπο άμεσο με το Θεό και έγινε και λέγεται φίλος του Θεού, καθώς επεδίωξε και αγάπησε την πρώτη και δημιουργική και αληθινή σοφία περισσότερο από κάθε άλλη φιλία και σοφία και γνώση.
Φιλόλογος τώρα κι όχι καθαυτό φιλόσοφος (αν και η δόξα σφετερίστηκε κρυφά το όνομα της φιλοσοφίας, όπως λέει ο μέγας Γρηγόριος), είναι εκείνος που αγαπά και ερευνά τη σοφία της δημιουργίας του Θεού ως το έσχατο απήχημά της, δεν ασκεί όμως επιδεικτικά τη φιλοσοφία αυτή για έπαινο και ανθρώπινη δόξα, για να είναι όχι φιλόϋλος, αλλά φιλόσοφος της σοφίας του Θεού για τη φύση. Γραμματέας που μαθήτευσε στη βασιλεία του Θεού(Ματθ. 13, 52), είναι καθένας που με την πράξη σχολάζει στη θεωρία του Θεού και παραμένει καρτερικά στην ησυχία· αυτός βγάζει από το θησαυρό της καρδιάς του διδάγματα καινούργια και παλαιά, δηλαδή ευαγγελικά και προφητικά, ή από Καινή και Παλαιά Διαθήκη, ή διδασκαλικά και πρακτικά, ή νομικά και αποστολικά. Αυτά είναι τα καινούργια και τα παλαιά μυστήρια, τα οποία ο πρακτικός γραμματέας φανερώνει, όταν μαθητεύσει στη θεάρεστη ζωή. Γραμματέας, για να συνοψίσομε, είναι κάθε πρακτικός που ασχολείται ακόμη με τις πράξεις σωματικώς. Ρήτορας θείος είναι εκείνος που στέκεται κατά φύση ανάμεσα στις γνώσεις και τους λόγους των όντων και τα αποδεικνύει όλα, φωτιζόμενος από το Πνεύμα, με τη διαιρετική δύναμη του λόγου. Φιλόσοφος αληθινός είναι εκείνος που αισθάνεται μέσα του την υπερφυσική ένωση με το Θεό, με τρόπο συνειδητό και άμεσο.
128. Εκείνοι που γράφουν και μιλούν και θέλουν να οικοδομούν το πλήρωμα της Εκκλησίας, χωρίς να έχουν το Πνεύμα, είναι ψυχικοί και χωρίς Πνεύμα, όπως λέει κάπου ο θείος Απόστολος(Ιούδα 19). Και είναι υπόδικοι στην κατάρα που λέει: «Αλοίμονο σ’ αυτούς που είναι συνετοί κατά τη γνώμη τους και θεωρούν τους εαυτούς των επιστήμονες»(Ησ. 5,21). Γιατί αυτοί μιλούν από τον εαυτό τους και δεν είναι το Πνεύμα του Θεού αυτό που μιλά μέσα τους, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου(Ματθ. 10, 20). Και όσοι μιλούν από τους δικούς τους λογισμούς πριν φτάσουν στην καθαρότητα, έχουν πλανηθεί από το πνεύμα της οιήσεως. Γι’ αυτούς λέει ο σοφός Σολομών: «Είδα άνθρωπο να φαντάζεται ότι είναι σοφός, αλλά περισσότερο άξιζε ο ανόητος»(Παροιμ. 26,12)· ο ίδιος πάλι μας παραγγέλλει: «Μην έχετε την πεποίθηση ότι είστε φρόνιμοι»(Παροιμ. 3,7). Αλλά και αυτός ο πλήρης Πνεύματος θείος Απόστολος ομολογεί και λέει: «Δεν είμαστε ικανοί από μόνοι μας· η ικανότητά μας προέρχεται από το Θεό»(Β΄ Κορ. 3,5), και: «Ως απεσταλμένοι του Θεού, μιλούμε ενώπιον του Θεού με τη χάρη του Χριστού»(Β΄ Κορ. 2,17). Οι λόγοι των ανθρώπων που αναφέραμε, είναι άνοστοι και αφώτιστοι. Γιατί δε μιλούν αντλώντας από τη ζωντανή πηγή του Πνεύματος, αλλά τρέφονται από την καρδιά τους σαν από βορβορώδη λίμνη γεμάτη βδέλλες και φίδια και βατράχια επιθυμιών, επάρσεως και ακράτειας. Το νερό της γνώσεώς τους είναι δύσοσμο, θολό και χλιαρό, κι όποιοι πίνουν από αυτό, παθαίνουν καχεξία και αηδία και εμετούς.
129. Εμείς οι Χριστιανοί είμαστε, όπως λέει ο θείος Απόστολος, σώμα Χριστού και επιμέρους μέλη(Α΄ Κορ.12,27). Και αλλού λέει: «Αποτελείτε όλοι ένα σώμα κι ένα πνεύμα, σύμφωνα με τη μία κλήση σας»(Εφ. 4,4). Όπως λοιπόν το σώμα χωρίς το πνεύμα του είναι νεκρό και αναίσθητο, έτσι εκείνος που νεκρώθηκε από τα πάθη εξαιτίας της παραμελήσεως των εντολών μετά το βάπτισμα, γίνεται ανενέργητος και αφώτιστος από το Άγιο Πνεύμα και από τη χάρη του Χριστού. Έχει βέβαια το Πνεύμα, αφού πίστεψε και αναγεννήθηκε με το βάπτισμα. Το έχει όμως ανενέργητο και ακίνητο γιατί είναι ψυχικά νεκρός. Η ψυχή είναι μία και τα μέλη του σώματος πολλά, όλα ωστόσο τα κρατεί και τα ζωοποιεί η ψυχή, η οποία και κινεί όσα είναι δεκτικά ζωής· όσα όμως νεκρώθηκαν κι έμειναν ακίνητα από κάποια ασθένεια που πέρασαν, η ψυχή τα συγκρατεί, πλην άζωα και αναίσθητα. Έτσι και σε όλα γενικά τα μέλη του Χριστού υπάρχει όλο το Πνεύμα του Χριστού, που δίνει ενέργεια και ζωή σε όσα μπορούν να μετέχουν στη ζωή, αλλά κι εκείνα που δεν μπορούν κι είναι ασθενικά, τα συγκρατεί σαν μέλη από φιλανθρωπία. Γι’ αυτό και κάθε πιστός μετέχει μέσω της πίστεως στην υιοθεσία του Πνεύματος, μπορεί όμως να μείνει ανενέργητος και αφώτιστος εξαιτίας της αμέλειας και της απιστίας, στερούμενος το φως και τη ζωή του Ιησού. Έτσι, κάθε πιστός είναι μέλος Χριστού και έχει Πνεύμα Χριστού, μπορεί όμως να είναι ανενέργητος και ακίνητος και ακατάλληλος για τη μετοχή στη χάρη.
130. Οι οκτώ γενικές θεωρίες είναι οι εξής: Πρώτη, η θεωρία περί του Θεού που είναι πάνω από κάθε σχήμα, άναρχος, άκτιστος και αίτιος των όλων, δηλαδή περί της μιάς τριαδικής και υπερούσιας Θεότητας. Δεύτερη, η θεωρία της θέσεως και διατάξεως των νοερών δυνάμεων. Τρίτη, της δημιουργίας των όντων. Τέταρτη, της οικονομίας και συγκαταβάσεως του Λόγου. Πέμπτη, της αναστάσεως όλων των νεκρών. Έκτη, της φοβερής δευτέρας παρουσίας του Χριστού. Έβδομη, της αιώνιας κολάσεως. Όγδοη, της βασιλείας των ουρανών. Οι τέσσερις πρώτες αναφέρονται σε παρελθόντα και γεγονότα, οι άλλες τέσσερις στα μέλλοντα και αφανέρωτα ακόμη. Και όλες θεωρούνται με διαύγεια και κατορθώνονται από εκείνους που απέκτησαν με τη χάρη μεγάλη καθαρότητα του νου. Όποιος τις επιχειρεί χωρίς το θείο φωτισμό, να ξέρει ότι σχηματίζει στο νου του φαντασίες και όχι θεωρίες, που τις πλάθει και τις προβάλλει με τη φαντασία του.
131. Τώρα είναι ανάγκη να μιλήσομε κατά δύναμη και περί πλάνης, γιατί εξαιτίας των πολλών τεχνασμάτων και τρόπων που χρησιμοποιεί στις ενέδρες της είναι δύσκολο να τη διακρίνεις και σχεδόν αδύνατο να την καταλάβεις. Η πλάνη λοιπόν με δύο τρόπους φανερώνεται ή μάλλον έρχεται κατεπάνω μας, με τη φαντασία ή με την ενέργεια, αν και οι δύο αυτές μορφές έχουν την ίδια αιτία, την υπερηφάνεια. Η πρώτη είναι αρχή της δεύτερης, η δεύτερη αρχή της τρίτης που δημιουργείται από έκσταση.
Γιατί αρχή της θεωρίας με τη φαντασία είναι η οίηση, η οποία κάνει τον άνθρωπο να φαντάζεται το Θεό με κάποιο σχήμα, κι από αυτό ακολουθεί η πλάνη της φαντασίας προς εξαπάτηση· από την πλάνη γεννιέται η βλασφημία και στη συνέχεια η δειλία λόγω των αλλόκοτων οραμάτων κατά την εγρήγορση ή τον ύπνο, πράγμα που ονομάζεται τρόμος και ταραχή της ψυχής. Την υπερηφάνεια δηλαδή την ακολουθεί η πλάνη, την πλάνη η βλασφημία, τη βλασφημία η δειλία, τη δειλία ο τρόμος, τον τρόμο η έκσταση των φρενών. Αυτός είναι ο πρώτος τρόπος της πλάνης της φαντασίας. Ο δεύτερος τρόπος, της κατ’ ενέργειαν πλάνης, είναι ο εξής. Αρχίζει από την ηδυπάθεια, η οποία γεννιέται από τη φυσική δήθεν επιθυμία. Από την ηδονή δηλαδή γεννιέται η ακολασία των ακατονόμαστων ακαθαρσιών.
Αφού αυτή πυρώσει όλη τη φύση του ανθρώπου και θολώσει το λογικό με φαντασίες συνουσιασμών, φέρνει το νου σε έκσταση και με τη μέθη από την ενέργεια της πυρώσεως τον οδηγεί σε παραλογισμό και τον κάνει να λέει ψευδοπροφητείες βλέποντας τάχα οράματα από κάποιους Αγίους και ακούγοντας λόγους τους, τους οποίους φανερώνει αυτός, μεθυσμένος από τη ζάλη του πάθους και με συμπεριφορά έξαλλη και δαιμονική. Τους ανθρώπους αυτούς οι κοσμικοί, ξεγελασμένοι από την πλάνη τους, τους ονομάζουν ψυχάρια (ψυχούλες). Συχνάζουν δε και παραμένουν σε ναούς κάποιων Αγίων, πιστεύοντας ότι τους κατέχει το πνεύμα τους και από αυτούς τάχα ενεργούνται και βασανίζονται, και όσα δέχονται απ’ αυτούς, τ’ αναγγέλλουν στους ανθρώπους. Αυτούς πρέπει κυρίως να τους ονομάζουν δαιμονισμένους και εξαπατημένους και υποδουλωμένους στην πλάνη, και όχι προφήτες που προλέγουν τα παρόντα και τα μέλλοντα.
Γιατί ο ίδιος ο δαίμονας της ακολασίας, αφού σκότισε το νου τους με την ενήδονη πύρωση, τους οδηγεί σε έκσταση φρενών, δείχνοντάς τους κατά φαντασίαν κάποιους Αγίους και ανάλογες συνομιλίες και οράσεις· κάποτε και οι ίδιοι οι δαίμονες παρουσιάζονται σ’ αυτούς, για να τους φέρουν σε ταραχή και σε δειλία. Αφού δηλαδή τους έδεσε στο ζυγό του σατανά, τους σπρώχνει ολοταχώς στην κατ’ ενέργειαν πλάνη, για να τους έχει στα χέρια του δούλους μέχρι θανάτου, που θα τους παραπέμψει στην κόλαση.
132. Πρέπει να γνωρίζομε ότι υπάρχουν τρεις γενικές αιτίες για να έρθει η πλάνη στους ανθρώπους: η υπερηφάνεια, ο φθόνος των δαιμόνων και η παιδαγωγική παραχώρηση του Θεού. Αιτία της υπερηφάνειας είναι η ελαφρότητα του νου, αιτία του φθόνου η προκοπή, και της παιδαγωγικής παραχωρήσεως, η αμαρτωλή ζωή. Η πλάνη που προέρχεται από το φθόνο των δαιμόνων και την οίηση μόνο, γιατρεύεται γρήγορα, όταν μάλιστα ταπεινωθεί η ψυχή. Η παράδοση όμως στο σατανά λόγω αμαρτίας, πολλές φορές παρατείνεται, κατά παραχώρηση Θεού, ως το θάνατο, για τη συγχώρηση του ανθρώπου. Κάποτε ο Θεός αφήνει να παιδεύονται και μη αμαρτωλοί, για τη σωτηρία τους. Πρέπει ακόμη να γνωρίζομε ότι και αυτός ο δαίμονας της οιήσεως προλέγει τα μέλλοντα σ’ εκείνους που δεν προσέχουν με ακρίβεια την καρδιά τους.
133. Κατά την ανακαίνιση με το βάπτισμα, χρίονται αληθινοί ιερείς και βασιλείς(Αποκ. 5,10) όλοι οι ευσεβείς, όπως τότε οι παλιοί κατά τον τύπο. Γιατί όλοι εκείνοι αποτελούσαν προτυπώσεις της δικής μας αλήθειας· όχι για κάποιους μόνο, αλλά όλοι προτύπωναν όλους εμάς. Γιατί ούτε είναι ομοιότροπη και ομοειδής η δική μας βασιλεία και ιερατεία, όπως εκείνων, αν και τα σύμβολα είναι τα ίδια. Ούτε υπάρχει διάκριση στη χρίση ανάλογα με τη φύση ή τη χάρη ή την κλήση, ώστε να είναι διαφορετικοί εκείνοι που χρίονται. Αλλά έχομε μία και την ίδια κλήση και πίστη και μορφή, η οποία δηλώνει και φανερώνει, σύμφωνα με την αλήθεια, ότι έγινε κανείς καθαρός, απαθής και αφιερωμένος ολοκληρωτικά στο Θεό και τώρα και στη μέλλουσα ζωή.
134. Εκείνος λαλεί σοφία με το στόμα του και σύνεση με τη μελέτη της καρδιάς του(Ψαλμ. 48,4), ο οποίος από τα όντα φανερώνει καθαρά τον Θεό Λόγο, την ενυπόστατη Σοφία του Θεού και Πατέρα. Γιατί μέσα στα όντα θεωρεί τους λόγους των αρχετύπων που τα χαρακτηρίζουν και με τον ενεργό, ζωντανό λόγο του λαλεί με το στόμα του σοφία από τη θεία σοφία· και καθώς φωτίζεται στην καρδιά από τη δύναμη της μεταμορφωτικής συνέσεως που μελετά στο πνεύμα του, μπορεί να πράττει και να φωτίζει με τη σύνεση εκείνους που ακούνε με πίστη.
135. Η μεγάλη αντίπαλος της αλήθειας, αυτή που τραβά σήμερα τους ανθρώπους στην απώλεια, είναι η πλάνη. Εξαιτίας της κυριάρχησε στις ψυχές των ραθύμων η σκοτεινή άγνοια και τους αποξένωσε από το Θεό. Αυτοί δεν αναγνωρίζουν ως Θεό το Χριστό, ο οποίος μάς αναγέννησε και μας φώτισε, ή τον πιστεύουν και τον αναγνωρίζουν απλώς και μόνο στα λόγια και όχι στην πράξη. Πιστεύουν ότι μόνο στους παλιούς φανερωνόταν ο Θεός, όχι όμως και σ’ εμάς. Νομίζουν πως οι μαρτυρίες της Γραφής περί Θεού δεν αφορούν αυτούς, αλλά άλλους ή εκείνους που τις έγραψαν, και βλασφημούν την περί Θεου διδασκαλία, αφού απαρνούνται την αληθινή και με επίγνωση ευσέβεια.
Τις Γραφές τις διαβάζουν σωματικά μόνο, για να μην πω ιουδαϊκά, και απαρνούνται τη δυνατότητα τής από εδώ αναστάσεως του ανθρώπου μέσω της αναστάσεως της ψυχής, επιθυμώντας να κατοικούν στον τάφο της αγνωσίας. Στην πλάνη λοιπόν υπάρχουν τα τρία αυτά πάθη: απιστία, πονηρία και ραθυμία. Αυτά γεννούν και υποστηρίζουν το ένα το άλλο. Η απιστία δηλαδή, είναι δάσκαλος της πονηρίας, η πονηρία είναι σύντροφος της ραθυμίας, της οποίας σύμβολο είναι η οκνηρία. Ή αντιστρόφως, η ραθυμία γεννά την πονηρία, όπως είπε ο Κύριος: «Πονηρέ δούλε και οκνηρέ»(Ματθ. 25,26). Η πονηρία είναι μητέρα της απιστίας. Γιατί κάθε πονηρός είναι άπιστος, κι όποιος δεν πιστεύει, δεν έχει φόβο Θεού. Από την απιστία τώρα, γεννιέται η ραθυμία, η μητέρα της καταφρονήσεως, από την οποία αμελείται κάθε καλό και διαπράττεται κάθε κακό.
136. Η αληθινή πίστη περί Θεού και η απλανής γνώση των όντων αποτελούν την τέλεια ορθοδοξία των δογμάτων. Γι’ αυτό και ο ορθόδοξος οφείλει να δοξολογεί με αυτά τα λόγια: «Δόξα Σοι Χριστέ ο Θεός ημών, δόξα Σοι. Γιατί Εσύ έγινες άνθρωπος για χάρη μας, υπερούσιε Θεέ Λόγε, και είναι μέγα το μυστήριο της οικονομίας Σου, Σωτήρα μας· δόξα Σοι».
137. Σύμφωνα με τον Άγιο Μάξιμο, τρεις είναι οι αδιάβλητες και ακατάκριτες αιτίες για τις οποίες κανείς συγγράφει λόγους: η πρώτη, για υπενθύμιση δική του· η δεύτερη, προς ωφέλεια των άλλων και η τρίτη, η συγγραφή από υπακοή. Από την τελευταία αυτή αιτία γράφτηκαν τα περισσότερα πατερικά έργα, για χάρη εκείνων που με ταπείνωση τα ζήτησαν. Εκείνος όμως που γράφει λόγους για τις αρετές με στόχο να αρέσει και να δοξαστεί και να επιδειχθεί, πήρε κιόλας το μισθό του(Ματθ. 6,5 & 16) και δεν έχει καμιά ωφέλεια εδώ ή μισθό στη μέλλουσα ζωή· αυτός θά καταδικαστεί ως ανθρωπάρεσκος και δόλιος και καπηλευόμενος το λόγο του Θεού(Β΄ Κορ. 2,17).
 
Πηγή : Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, δ΄τόμος, σελ. 176-211.

Επιστροφή στη σελίδα Πατρολογία – Φιλοκάλια – Άρθρα